Η «Τελευταία Παμπ» του Κεν Λόουτς και η πίστη του στην εργατική τάξη

Η Τελευταία Παμπ, το κύκνειο άσμα(;), του Κεν Λόουτς (στο σενάριο ο πάντα εξαιρετικός και σταθερός συνοδοιπόρος του, Πολ Λάβερτι) έχει όλα αυτά τα στοιχεία που αγαπάμε στις ταινίες του. Βαθιά πίστη στην εργατική τάξη, κατανόηση των αντιφάσεων στη συνείδηση των φτωχών ανθρώπων, οι οποίοι ενδέχεται να αναπτύξουν ξενοφοβική συμπεριφορά όταν πετιούνται στο περιθώριο, έχουν όμως την ίδια στιγμή αποθέματα αλληλεγγύης, ανάλυση των συνεπειών των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών πολιτικών στη ζωή και την ψυχολογία των ανθρώπων. Αυτό όμως, που τον κάνει να ξεχωρίζει από την πλειοψηφία των υπολοίπων εκπροσώπων του κοινωνικού ρεαλισμού στην εποχή μας είναι ότι δε μένει στη θέση του παρατηρητή, αλλά προτείνει διέξοδο από τη μιζέρια, δείχνοντας τον δρόμο του συλλογικού αγώνα και της αλληλεγγύης. 

Χωρίς εύκολους διδακτισμούς, αλλά με ξεκάθαρη ματιά και τοποθέτηση, μας λέει ξανά και ξανά σε κάθε του ταινία: Κανένας και καμία δε θα σωθεί ατομικά. Ο Κεν Λόουτς είναι ο σκηνοθέτης που κινηματογραφεί το «μαζί».

Η φόρμα και το ύφος της ταινίας ταιριάζουν απόλυτα με το περιεχόμενο. Δεν είναι πομπώδη και εξεζητημένα, δεν πάσχουν από ελιτισμό. Αρκετοί κριτικοί χρησιμοποιούν τον όρο «Ριζοσπαστικός Μινιμαλισμός», κάτι που μάλλον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι διάλογοι είναι λιτοί, το βλέμμα των χαρακτήρων άλλοτε  αμήχανο, πότε θλιμμένο, άλλοτε οργισμένο. 

Βάζει στο επίκεντρο τους καθημερινούς ανθρώπους. Καταφέρνει, με άλλα λόγια, να μιλάει για τον κόσμο των καταπιεσμένων σε μια γλώσσα που είναι κατανοητή από αυτόν τον κόσμο. Κάνει λαϊκό σινεμά.

Στο βιβλίο «Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική» συζητώντας με το «τρομερό παιδί» της σύγχρονης Γαλλικής λογοτεχνίας, Εντουάρ Λουί, ο Κεν Λόουτς αφηγείται τα εξής: 

«Στην οικογένεια του πατέρα μου όλοι ήταν ανθρακωρύχοι. Ο παππούς μου ήταν ανθρακωρύχος. Και σίγουρα δεν ήταν η δουλειά που θα ευχόταν κανείς να κάνουν τα παιδιά του. Όμως είχαν δημιουργήσει αξιοθαύμαστες κοινότητες. Και μετά, προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και τις αρχές της δεκαετίες του ‘90, τα ορυχεία έκλεισαν. Η Θάτσερ στράφηκε συνειδητά εναντίον των ανθρακωρύχων για να ξεμπερδεύει μαζί τους, της δημιουργούσαν πρόβλημα η δύναμή τους και οι αγωνιστικές τους παραδόσεις. Μετά τη σύγκρουση αυτή οι κοινότητες οδηγήθηκαν στην κατάρρευση.»

Σε μια τέτοια περιοχή, στη Βορειοανατολική Αγγλία, τοποθετεί την ιστορία του ο Άγγλος σκηνοθέτης. Ο Θατσερισμός έχει προκαλέσει ερημοποίηση. Η μοναξιά, η ανεργία, η έλλειψη προοπτικής, η οπισθοχώρηση της συνείδησης σε συντηρητικά πλαίσια, ο αλκοολισμός αποτελούν τις συνέπειες της διάλυσης των δομών της κοινότητας. Αυτή την «κανονικότητα» έρχεται να ταράξει η έλευση μιας ομάδας Σύριων προσφύγων. Η πρώτη αντίδραση μερίδας των ντόπιων είναι φοβική, ενώ υπάρχουν και ακροδεξιά στοιχεία που αναπτύσσουν επιθετική συμπεριφορά. 

Εδώ ο Λόουτς είναι και πάλι ξεκάθαρος: Η διάλυση των συλλογικών μορφών ζωής, των σωματείων, της γειτονιάς, της Αριστεράς, αλλά και η εμπορευματοποίηση των κοινών αγαθών (στην ταινία είναι η κατοικία) είναι που στρώνουν τον δρόμο στην ανάπτυξη αντιδραστικών, συντηρητικών  απόψεων

Αυτή η πρώτη ενστικτώδης ξενοφοβική συμπεριφορά θα ανατραπεί όταν οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεσμένες λάβουν δράση. Στο μαρξιστικό κινηματογραφικό σύμπαν του Κεν Λόουτς οι καθημερινοί άνθρωποι γράφουν με τα δικά τους χέρια την ιστορία τους. Ο πρωταγωνιστής Τιτζέι, ιδιοκτήτης της Παμπ «Η Παλιά Βελανιδιά» (The Old Oak), αριστερός με αγωνιστικό παρελθόν, είναι απογοητευμένος, μοιάζει παραιτημένος, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στη θλίψη. 

Πόσο εύστοχος παραλληλισμός με την κατάσταση στην Αριστερά, η οποία μετά από μια ορμητική δεκαετία μετά την κρίση του 2008, τώρα βρίσκεται σε τέλμα πληρώνοντας τα λάθη των ηγεσιών των μαζικών φορέων της.

 Δεν μπορεί, όμως, να μην τον αγγίξει το προσφυγικό δράμα. Η Γιάρα, προσφύγισσα, με πάθος για τη φωτογραφία, συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται για να αλλάξουν τα δεδομένα. Δεν το βάζει κάτω, στηρίζει την κοινότητα της, δείχνει στοργή σε όλους, όχι μόνο στους «δικούς» της, αλλά και στα φτωχά γηγενή παιδιά και πάνω απ’ όλα έχει λαχτάρα να ζήσει. Αυτή η δύναμη της θα προκαλέσει ρωγμές και θα ανατρέψει τα ισοζύγια. 

Ο Κεν Λόουτς με μια εξαιρετική ματιά, που σπανίζει, αρχικά συνδέει τα βάσανα των φτωχών Άγγλων με το προσφυγικό δράμα κι έπειτα τους αγώνες των Ανθρακωρύχων των προηγούμενων δεκαετιών με τον αγώνα των προσφύγων για ένα καλύτερο μέλλον. Και είναι ξανά καθαρός στη δήλωση του: Φτωχοί, καταπιεσμένοι, εργάτες και εργάτριες όλων των χωρών ενωθείτε. Μόνο έτσι θα σωθούμε.

Η φράση που συμπυκνώνει όλο το νόημα της ταινίας είναι το σλόγκαν των Ανθρακωρύχων «When you eat together, you stick together» (απόδοση: όταν τρώμε μαζί, ερχόμαστε κοντά, δενόμαστε) το οποίο δανείζονται ο Τιτζέι και η Γιάρα για να στήσουν το δικό τους δίκτυο αλληλεγγύης, που θα φέρει κοντά ντόπιους και πρόσφυγες. 

Ο αγαπημένος σκηνοθέτης έφτασε αισίως τα 87 του χρόνια και κατά πάσα πιθανότητα αυτή είναι η τελευταία του ταινία. Επιλέγει, λοιπόν, να κλείσει αισιόδοξα, να εστιάσει στα ευγενή χαρακτηριστικά των ανθρώπων, σε αυτούς και αυτές που μαλακώνουν και μοιράζονται τον πόνο και τις αγωνίες τους, που απλώνουν το χέρι στον διπλανό τους, στον αλτρουισμό, την προσφορά και την ανάγκη για συλλογικότητα. 

Ο Κεν Λόουτς στα 87 του χρόνια μας καλεί να μην το βάλουμε κάτω. Να τον ακούσουμε, να παλέψουμε και να νικήσουμε.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,247ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα