Toυ Σπύρου Μητσέλου
Μέλους της Γραμ. ΝΕ ΣΥΡΙΖΑ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ
Αν υπάρχει ένα κομβικό στοιχείο που αποτελεί τη λυδία λίθο της πολιτικής αντιπαράθεσης και με τρόπο αμετάκλητο οριοθετεί εδώ και τέσσερα χρόνια τα αντίπαλα πολιτικά μπλοκ, αυτό είναι, αναμφίβολα, η ιδεολογική θέση απέναντι στο δίλημμα του δημόσιου ΧΡΕΟΥΣ. Οι διαφορετικές θεωρήσεις αυτού του προβλήματος και οι αντιθετικές προτάσεις διεξόδου από αυτό υπερβαίνουν τις παραδοσιακές διαφορές, όπως τις γνωρίσαμε από τη δεκαετία του 70 («προοδευτική – συντηρητική παράταξη» ή «δημοκρατικές δυνάμεις – Δεξιά»).
Από εδώ και πέρα ο καθένας κρίνεται όχι από τις προ κρίσης πολιτικές αναφορές του, αλλά από όσα τώρα λέει και κάνει όσον αφορά την αντιμετώπιση του χρέους. Εννοείται ότι αναφερόμαστε στην ουσία της πολιτικής και όχι στα επιφαινόμενα της επικοινωνίας. Και σε σχέση με αυτό μπορούμε να διακρίνομε δύο ανταγωνιστικές θεωρήσεις.
Η συστημική «λύση»
Η πρώτη είναι αυτή που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση μειοψηφίας. Πρόκειται για το μπλοκ που συγκρότησαν οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ του τόπου. Η συνεκτική του ύλη βρίσκεται στην κυρίαρχη προπαγάνδα για το χρέος, η οποία μεταφέρει τις ευθύνες σε ολόκληρη την κοινωνία («μαζί τα φάγαμε») και επιλεκτικά αναδεικνύει ως υπεύθυνους –άλογα με τον κάθε φορά στόχο της επίθεσης–τους «υπεράριθμους» δημόσιους υπαλλήλους, τα συνδικάτα και τις «προνομιούχες» συντεχνίες, τις «υπέρογκες» δαπάνες του κοινωνικού κράτους, τις καθαρίστριες, τους σχολικούς φύλακες, τους εκπαιδευτικούς κ.ο.κ.
Η ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας είναι το ένα σκέλος. Το άλλο είναι η αποδοχή του χρέους (ο Γ. Παπανδρέου στη Bild: «Θα πληρώσουμε μέχρι το τελευταίο σεντ») και η λογική συνέπεια της, η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των πιστωτών, γεγονός που οδήγησε στην εκτίναξη του χρέους –αντί για τη μείωση– και στην άνευ προηγουμένου καθίζηση της οικονομίας και της κοινωνίας σε βάθος δεκαετιών.
Πρόκειται για ένα έγκλημα οικονομικό, κοινωνικό και, τελικά, πολιτικό, οι δράστες του οποίου έχουν ονοματεπώνυμο: οι μνημονιακές κυβερνήσεις από την έναρξη της κρίσης έως σήμερα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η λογική αντιμετώπισης του χρέους εκφράστηκε αρχικά από τους πρωτεργάτες του μνημονίου –τους νεοφιλελεύθερους του ΠΑΣΟΚ τύπου Παπακωνσταντίνου, Διαμαντοπούλου, Λοβέρδου κ.λπ.– και αργότερα από τους «ανανήψαντες» της Νέας Δημοκρατίας.
Η ταύτιση στη μνημονιακή λογική αντιμετώπισης του χρέους απέδειξε ως ασήμαντες τις παλιές «διαχωριστικές γραμμές» και έφερε τη «δημοκρατική παράταξη» αγκαλιά με τους τσεκουροφόρους τους Βορίδη, τους ακροδεξιούς τύπου Γεωργιάδη και τους νεοφιλεύθερους του Τζήμερου. Και από κοντά και η ΔΗΜΑΡ προσέφερε απλόχερα τις ψήφους μετριοπαθών αριστερών στην καθεστωτική μνημονιακή λογική, στη χειρότερη μάλιστα εκδοχή της.
Όλοι αυτοί με μεταμφίεση ή χωρίς –« Ελιές », «Ποτάμια», «Γέφυρες» , «Λίμνες», «Βουνά»– στην κρίσιμη επιλογή για το χρέος αποδεικνύονται το συνεπές στήριγμα της συστημικής πολιτικής και αποκαλύπτουν την «πολύχρωμη» μονοχρωμία του μνημονιακού μπλοκ, τόσο μονότονη όσο και επικίνδυνη. Όλοι αυτοί –εξαρτημένοι από τη νομή της εξουσίας– κάτω από τον χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο τίτλο της «κεντροαριστεράς», περιμένουν από την Αριστερά να αλλάξει, ώστε να ενταχθούν σε αυτήν χωρίς πρόβλημα.
Η εξωσυστημική απάντηση: η αμφισβήτηση του χρέους
Στον αντίποδα αυτού του μπλοκ αναδύθηκε την περίοδο των Πλατειών από το χώρο της Αριστεράς η κριτική του χρέους και η αμφισβήτηση της κυρίαρχης προπαγάνδας. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπίας ελληνικών και κυρίως ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων και κραυγαλέων οικονομικών και πολιτικών σκανδάλων, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της «διάσωσης» από τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Υπεύθυνες για τη διόγκωσή του υπήρξαν οι πρακτικές και οι κεντρικές επιλογές των οικονομικών και πολιτικών ελίτ του τόπου: ο εθισμός τους στις κρατικές επιχορηγήσεις (π.χ. δημόσιος δανεισμός για τη διάσωση ιδιωτικών τραπεζών) η φορο-αποφυγή του κεφαλαίου, το φιάσκο των Ολυμπιακών Αγώνων, οι σκανδαλώδεις στρατιωτικοί εξοπλισμοί, οι αρνητικές παρενέργειες για την ελληνική οικονομία από την ΟΝΕ, οι ληστρικοί όροι των δανείων και η ύποπτη διαχείρισή του προβλήματος υπέρ των ευρωπαϊκών τραπεζών τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Μια τέτοια θεώρηση «απονομιμοποιεί» το χρέος και οδηγεί αναπόφευκτα στο αίτημα της παύσης ή αναστολής πληρωμών ή έστω της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του, πρακτική που έχει εφαρμοστεί και από άλλα κράτη στο παρελθόν. Επιπλέον, μια τέτοια ριζοσπαστική θέση αναπόφευκτα συνοδεύεται από την ανάγκη σημαντικών πολιτικών και οικονομικών αλλαγών που θα προστατεύσουν την ελληνική κοινωνία από τις εύλογες συνέπειες μια τόσο δυναμικής απάντησης και θα αναμορφώσουν τις κοινωνικές δομές προς όφελος των κοινωνικά αδύναμων: εθνικοποίηση τραπεζών και κεντρικών τομέων της οικονομίας, εργατικός έλεγχος, ανακατανομή εισοδήματος μέσω της φορολόγησης του πλούτου, κ.λπ. Πρόκειται για την αντισυστημική απάντηση στο μονόλογο της συστημικής προπαγάνδας.
Ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω;
Η προωθημένη αυτή θέση υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό την περίοδο των Πλατειών και των λαϊκών τους συνελεύσεων από τον κόσμο της Αριστεράς και συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «Δε χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε».
Έκτοτε, ωστόσο, παρατηρείται απροθυμία ή αδυναμία της επίσημης Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) να διευκρινίσει, εξειδικεύσει και προπαγανδίσει αυτή τη θέση ως κεντρικό αίτημα με όρους πολιτικού προγράμματος και σχεδιασμένης τακτικής προώθησής του. Η διστακτικότητα (;) αυτή –που από την κοινωνική βάση μεταφράζεται σε φοβία και αδυναμία– επιτείνει τη σύγχυση και την απογοήτευση, αφήνει τον κόσμο της Αριστεράς χωρίς επιχειρήματα απέναντι στην κυβερνητική προπαγάνδα και, εν τέλει, συντείνει στη διαιώνιση της κυριαρχίας της.
Το στοιχείο αυτό ευθύνεται –εκτός των άλλων– για την παρατεταμένη «ακινησία» της κοινωνίας, εφόσον η τελευταία δε βλέπει μια εναλλακτική διέξοδο στο θέμα του χρέους, που να προβάλλεται με αυτοπεποίθηση.
Πρέπει, τέλος, να θυμηθούμε, ότι η τεκτονική ανατροπή του πολιτικού συστήματος και η εκρηκτική άνοδος της Αριστεράς στις δυο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, δεν προέκυψε από υποχωρήσεις στο όνομα κάποιου δήθεν ρεαλισμού, αλλά ακριβώς αντίθετα, από τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση αυτής της κατεστημένης μνημονιακής λογικής, γεγονός που τροφοδότησε το μαζικό «κίνημα των πλατειών».