3η Συνδιάσκεψη του ISp – Η παρακμή της Ευρώπης και η κρίση της Αριστεράς

Το κείμενο «Η παρακμή της Ευρώπης και η κρίση της Αριστεράς» αποτέλεσε κομμάτι της συζήτησης και ψηφίστηκε στο τέλος της 3ης συνδιάσκεψης του Internationalist Standpoint (ISp) που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 30 Μαρτίου και 3 Απριλίου 2025.
Ακολουθώντας την παράδοση που καθιέρωσε το ISp από την ίδρυσή του, αποφεύγουμε να ξαναγράψουμε τα κείμενα για λόγους επικαιροποίησης. Η έμφαση που δίνουμε είναι περισσότερο στην περιγραφή των διαδικασιών παρά στα συγκεκριμένα γεγονότα και στοιχεία.
Όταν απαιτείται επικαιροποίηση για συγκεκριμένα θέματα, κατά κανόνα γράφουμε νέα, συμπληρωματικά κείμενα, όπως κάναμε για παράδειγμα με το ψήφισμα σχετικά με τον αντίκτυπο της εκλογής Τραμπ.
Το αρχικό σχέδιο του παρόντος κειμένου, γράφτηκε μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2024, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα από τα στοιχεία και τις εξελίξεις που περιγράφονται είναι μερικούς μήνες πίσω. Όπου ήταν απαραίτητη η επικαιροποίηση, την κάναμε με τη μορφή υποσημείωσης.

  1. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2024, ο Μάριο Ντράγκι παρουσίασε την πολυαναμενόμενη έκθεσή του, την οποία είχε ζητήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με την κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Σε μια έκθεση περίπου 400 σελίδων, έκανε δυσοίωνες εκτιμήσεις για την κατάσταση των οικονομιών της ΕΕ, θεωρώντας ότι η ΕΕ βρίσκεται πολύ πίσω από τις ΗΠΑ στην παραγωγικότητα και σε ορισμένους τομείς επίσης πίσω και από την Κίνα. Σύμφωνα με την έκθεσή του, η ΕΕ εξακολουθεί να στηρίζει την οικονομία της σε βιομηχανίες που κυριαρχούσαν στην παγκόσμια οικονομία πριν από 20 χρόνια – δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στην άνοδο των νέων κλάδων από τότε. Ουσιαστικά, ο Ντράγκι περιέγραφε την περαιτέρω απώλεια εδάφους στο πλαίσιο της ιστορικής παρακμής των ευρωπαϊκών δυνάμεων και τους κινδύνους από την αποτυχία να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στην αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
  2. Η απάντησή του στα προβλήματα ήταν περισσότερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και περισσότερη απορρύθμιση, σε συνδυασμό με μεγαλύτερη σύγκλιση της ΕΕ ειδικά στον τραπεζικό τομέα και την άμυνα. Και με δαπάνες στο επίπεδο των 800 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα 10 χρόνια για τη στήριξη ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ της ΕΕ, ενώ σήμερα ο προϋπολογισμός της ΕΕ δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ της. Η χρηματοδότηση αυτή θα προερχόταν από κοινά δάνεια της ΕΕ.
  3. Η έκθεση Ντράγκι πρέπει να ιδωθεί σαν συνέχεια της έκθεσης Λέτα («Πολύ περισσότερο από μια Αγορά», Απρίλιος 2024) και ευθυγραμμίζεται με τις προτάσεις τμημάτων του ευρωπαϊκού κατεστημένου σχετικά με την ανάγκη για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων – συγκεκριμένα τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πυρήνα μέσω της ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ μιας επιλεγμένης ομάδας χωρών. Παρά την εκτεταμένη ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών οικονομιών, οι άρχουσες τάξεις των επιμέρους χωρών έχουν διατηρήσει σημαντικό έλεγχο στα τραπεζικά τους συστήματα, τις στρατηγικές επιχειρήσεις και τις δημοσιονομικές τους πολιτικές, εμποδίζοντας έτσι τη δημιουργία ενός πραγματικά ηπειρωτικού κεφαλαίου. Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δυσκίνητο και αντιφατικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο αντικατοπτρίζεται σε αποκλίσεις στην εξωτερική πολιτική, στην άμυνα, στη μετανάστευση κ.λπ., που οδηγούν σε αργές διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή ακόμη και σε μερική παράλυση. Παρά τις διαρθρωτικές προτάσεις της έκθεσης Ντράγκι, η συζήτηση επικεντρώθηκε φυσικά στο ποσό που πρότεινε για τη χρηματοδότηση των προτάσεών του.
  4. Η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε μέσα σε λίγες ώρες απορρίπτοντάς το. Κοινή χρηματοδότηση για κοινές ευρωπαϊκές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και για κοινή Έρευνα και Ανάπτυξη, θα σήμαινε ότι η Γερμανία, με δημοσιονομικό έλλειμμα 1,9% και δημόσιο χρέος στο 63% (δηλ. πολύ κοντά στα κριτήρια του Μάαστριχτ που θεωρούνται ο ακρογωνιαίος λίθος της Ευρωζώνης) θα δεχόταν να χρηματοδοτήσει χώρες όπως η Γαλλία με δημοσιονομικό έλλειμμα 5,3% και δημόσιο χρέος 112,4% του ΑΕΠ (με αυξητικές τάσεις), η Ιταλία με δημοσιονομικό έλλειμμα 7,4% και δημόσιο χρέος 142,4% (που αναμένεται να αυξηθεί στο 148% μέχρι το 2029) και ούτω καθεξής. Η κοινή χρηματοδότηση κοινών δανείων είναι κάτι που δεν πρέπει να περιμένουμε να συμβεί γιατί έρχεται σε σύγκρουση με τα «εθνικά» συμφέροντα των διαφορετικών χωρών στην ΕΕ.
  5. Η Γερμανία, η Γαλλία και οι άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της βόρειας Ευρώπης, βρίσκουν εύκολο να κουνάνε το δάχτυλο στις χώρες της νότιας Ευρώπης και να τους επιβάλλουν σκληρούς όρους στο όνομα των κοινών συμφερόντων του ευρωπαϊκού «κοινού μας σπιτιού» (αυτή ήταν η έκφραση που χρησιμοποιούνταν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν), αλλά αρνούνται να θυσιάσουν τα «εθνικά» τους συμφέροντα για το «κοινό καλό». Ο γερμανικός καπιταλισμός δεν θα δεχτεί την αποσταθεροποίηση του για χάρη της χρηματοδότησης της περαιτέρω «προόδου» του οικοδομήματος της ΕΕ, ιδιαίτερα σε μια περίοδο σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια. Θα χρησιμοποιήσει μια τέτοια χρηματοδότηση για τα δικά του συμφέροντα, για να ενισχύσει τη δική του θέση σε βάρος των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ (ιδιαίτερα του νότου), όπως κάνει από την ίδρυση της ΕΕ και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης (ΕΖ).
  6. Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, σε πρόσφατη (2 Οκτωβρίου 2024) συνέντευξή του στο Bloomberg, δήλωσε τα εξής:

«Η ΕΕ θα μπορούσε να πεθάνει· βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πολύ σημαντική στιγμή… Το προηγούμενο μοντέλο μας έχει τελειώσει – υπερ-ρυθμίζουμε και υπο-επενδύουμε. Στα επόμενα δύο με τρία χρόνια, αν ακολουθήσουμε την κλασική μας ατζέντα, θα βρεθούμε εκτός αγοράς».

Ο Μακρόν δεν είναι τόσο φιλόδοξος όσο ο Ντράγκι. Αλλά είναι εξίσου απαισιόδοξος για το μέλλον.

  1. Μια απλή ματιά στα σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ευρώπη το 2024 θα δείξει την περαιτέρω υποχώρηση της ΕΕ στην παγκόσμια οικονομία· μια γενικότερη πολιτική αστάθεια, που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την περαιτέρω γενική άνοδο της Ακροδεξιάς· την αποδυνάμωση του γερμανο-γαλλικού άξονα που αποτελούσε πάντα τη ραχοκοκαλιά της ΕΕ και το κέντρο λήψης αποφάσεων· την περαιτέρω πτώση των κομμάτων της Αριστεράς· την υποχώρηση των ταξικών αγώνων που είχαν μια έξαρση κατά τη διάρκεια του 2022 και του 2023.
  2. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι στριμωγμένες ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα λόγω του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ, και μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Και στις δύο περιπτώσεις είναι οι βασικοί χαμένοι. Από μια στρατηγική, μακροπρόθεσμη προοπτική, ήταν αναγκασμένες να μείνουν προσκολλημένες στη συμμαχία τους με τις ΗΠΑ, αλλά αυτό τους κοστίζει πολύ. Ορισμένοι στρατηγικοί εμπορικοί διάδρομοι που ανέπτυσσαν μια μεγαλύτερη ευρασιατική σύνδεση έχουν, στην πραγματικότητα, κοπεί (από τον Nord Stream μέχρι τις Σινοευρωπαϊκές σιδηροδρομικές συνδέσεις). Η οικονομική στρατηγική της Γερμανίας που επικεντρώθηκε στις εξαγωγές προς την Ασία και στις κινεζικές αλυσίδες εφοδιασμού, τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση, με την οικονομία να βρίσκεται σε ύφεση και σε αναδιάρθρωση που επηρεάζει τον παραγωγικό της πυρήνα (και κύρια την αυτοκινητοβιομηχανία).
  3. Σε πολλές χώρες, η ανησυχία και οι αντιδράσεις εντείνονται λόγω της διάβρωσης των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Οι μηχανισμοί πειθαρχίας, ελέγχου και απομόνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας πολλαπλασιάζονται· το δικαίωμα στην απεργία και τη διαδήλωση δέχεται επίθεση· αυστηρή καταστολή ασκείται στις διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης, με εκτεταμένη χρήση βίας και συλλήψεις. Η υποστήριξη του ισραηλινού κράτους στη γενοκτονία και την εθνοκάθαρση στη Γάζα ενισχύει την δυσαρέσκεια και ωθεί τη συνείδηση ενάντια στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές της Ευρώπης (και των ΗΠΑ) ιδίως μεταξύ των νέων. Αναπτύσσονται επίσης κινήματα που αντιτίθενται στη συνεχιζόμενη διαδικασία κοινωνικής στρατιωτικοποίησης σε ολόκληρη την ήπειρο, έστω και με σποραδικές ή υπόγειες μορφές. Αυτοί είναι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη συνείδηση, παρόλο που οι κινητοποιήσεις υιοθετούν μερικές φορές εθνικιστικά ή υποτιθέμενα «αντι-ιμπεριαλιστικά πλαίσια» τα οποία συσκοτίζουν τον ταξικό χαρακτήρα των ζητημάτων.
  4. Η κατάσταση για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις θα γίνει ακόμη πιο περίπλοκη το 2025, μετά τη νίκη του Τραμπ στις πρόσφατες (5 Νοεμβρίου 2024) εκλογές στις ΗΠΑ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπάρχει τίποτα θετικό που θα μπορούσε να βοηθήσει τις δοκιμαζόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αντιθέτως, το διεθνές περιβάλλον, σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο, μπορεί μόνο να βαθύνει την κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, ανοίγοντας το ενδεχόμενο νέων συγκρούσεων στην ΕΕ, αναταράξεων και ανακατατάξεων. 

Διεθνές υπόβαθρο

Η οικονομία

  1. Το 2022 οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία, όπως τις έβλεπαν όλοι οι μεγάλοι οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί οίκοι διεθνώς, ήταν δυσοίωνες. Υπήρχε σχεδόν πανικός μετά την άνοδο του πληθωρισμού και τον γεωπολιτικό σεισμό που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, και η κύρια πρόβλεψη των περισσότερων οικονομολόγων ήταν αυτή της «σκληρής προσγείωσης» της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό δεν επαληθεύτηκε, παρά την αύξηση των επιτοκίων από σχεδόν 0% σε περίπου 5% για την ΕΕ και πάνω από 5% για τις ΗΠΑ. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε μια ιστορική άνοδος στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ και διεθνώς – που δεν ήταν καθόλου αναμενόμενη. Ο δείκτης S&P 500 αυξήθηκε κατά περίπου 60% στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών: από 3.577 μονάδες στις 12 Οκτωβρίου 2022, σε 5.762 μονάδες στις 30 Σεπτεμβρίου 2024. Τώρα υπάρχει και πάλι ένα νέο κύμα αισιοδοξίας μετά την είσοδο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε έναν νέο κύκλο μείωσης των επιτοκίων.
  1. Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει πολύ ασταθής. Οι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου και αυτοί που αναμένονται για την επόμενη περίοδο είναι οι χαμηλότεροι που έχουν σημειωθεί ποτέ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και η «ωρολογιακή βόμβα» στη βάση της παγκόσμιας οικονομίας παραμένει ενεργή: δηλαδή το υψηλό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό. Αυτό έχει μάλιστα αυξηθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, μετά το τέλος της πανδημίας, περίοδος που υποτίθεται θα ήταν περίοδος περιοριστικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου πληθωρισμού. Το παγκόσμιο χρέος έφτασε σε νέο υψηλό επίπεδο, στα 315 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 333% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 1ο τρίμηνο του 2024. Περίπου τα 2/3 του παγκόσμιου χρέους προέρχονται από τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Το συνολικό παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά περισσότερο από 100 τρισ. δολάρια την τελευταία δεκαετία. Και σε ονομαστικούς όρους αυξήθηκε κατά 21% από το 2020, μετά την πανδημία του Covid. Αυτή η κατάσταση, με τεράστιες φούσκες στα χρηματιστήρια και στην αγορά ακινήτων, σε μια εποχή χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρεών, απλά δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αργά ή γρήγορα, θα σκάσει με πάταγο και θα αντανακλαστεί στην πραγματική οικονομία προκαλώντας πιθανότατα σοβαρή ύφεση.

Η επιστροφή του Τραμπ

  1. Η μεγάλη πλειοψηφία της ευρωπαϊκής αστικής τάξης υποστήριξε την Χάρις στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και δεν προσπάθησε να το κρύψει. Το ίδιο ίσχυε και για τα πιο σοβαρά αστικά ΜΜΕ και τον κύριο όγκο των καπιταλιστών στη Βρετανία και στις ΗΠΑ (με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις όπως αυτή του Elon Musk). Το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου ήταν ένα αρκετά μεγάλο σοκ για τις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης και της Αμερικής, όχι μόνο επειδή ο Τραμπ κέρδισε αλλά και λόγω της έκτασης της νίκης του και της ήττας της Χάρις.
  2. Είναι προφανές ότι η προεδρία Τραμπ αντιπροσωπεύει μια μεγάλη πρόκληση για την εργατική τάξη και τα κοινωνικά κινήματα στις ΗΠΑ και διεθνώς. Θα επιτεθεί στα δημοκρατικά, συνδικαλιστικά, γυναικεία και ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα. Θα δώσει περαιτέρω ώθηση στις συντηρητικές και αντιδραστικές ιδέες και οργανώσεις στις ΗΠΑ – συμπεριλαμβανομένων των φασιστικών. Θα ενθαρρύνει την άνοδο και την επιθετικότητα των ακροδεξιών κομμάτων και κυβερνήσεων διεθνώς. Έχοντας πει αυτά, πρέπει να επαναλάβουμε αυτό που έχει αναλυθεί σε άλλο υλικό του ISp ότι ο Τραμπ δεν εκπροσωπεί τον φασισμό στις ΗΠΑ, όπως προσπάθησαν να υποστηρίξουν τμήματα του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ) ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να κερδίσουν τις εκλογές. Η εργατική τάξη και τα κοινωνικά κινήματα είναι υποχρεωμένα να απαντήσουν στις προκλήσεις που αντιπροσωπεύει ο Τραμπ για τα δικαιώματά τους – αυτό είναι ένα ζήτημα που σχετίζεται με την ταξική πάλη στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και διεθνώς. Σχετίζεται επίσης με την προοπτική της ανόδου νέων αριστερών δυνάμεων που θα αμφισβητήσουν τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό κόμμα, αντί να παγιδευτούν στις ψευδαισθήσεις του «μικρότερου κακού» που καλλιεργούνται από το ΔΚ και τα μικροαστικά αριστερά ρεύματα.
  3. Ένας παράγοντας που σχετίζεται με την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων στις ΗΠΑ είναι ότι ο Τραμπ μπορεί κάλλιστα να βρεθεί αντιμέτωπος με μια σοβαρή ύφεση στην αμερικανική οικονομία. Στην πραγματικότητα θα είναι περίεργο αν οι αντιφάσεις που έχουν συσσωρευτεί στην αμερικανική οικονομία δεν προκαλέσουν το σκάσιμο της φούσκας και μια ύφεση στις ΗΠΑ, την επόμενη περίοδο. Αυτό σίγουρα θα υπονομεύσει την παρούσα ελκυστικότητα του Τραμπ. Η εργατική τάξη των ΗΠΑ δεν έχει αντιμετωπίσει τις ήττες και τις προδοσίες του είδους που αντιμετώπισε η ευρωπαϊκή εργατική τάξη – είναι επομένως, από πολλές απόψεις, σε καλύτερη κατάσταση από την Ευρωπαϊκή για να αγωνιστεί. Η εργατική τάξη των ΗΠΑ είναι «φρέσκια», με την έννοια ότι προέρχεται από μια περίοδο σχετικών επιτυχιών και διατηρεί ένα αγωνιστικό πνεύμα.
  4. Από την άποψη των διεθνών επιπτώσεων της εκλογής του Τραμπ, έχει ήδη δηλώσει ότι θα υψώσει νέους, πολύ υψηλότερους φραγμούς στο εμπόριο με την Κίνα, εφαρμόζοντας οριζόντιο δασμό 60% σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές. Ότι θα εφαρμόσει πρόσθετους δασμούς ύψους 10%, 20% ή και περισσότερο, σε όλες τις εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένων και των συμμάχων των ΗΠΑ. Ότι θα σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και ότι θα σταματήσει να χρηματοδοτεί το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ. Ο Τραμπ εκβιάζει τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ τους, αρνούμενος να χρηματοδοτήσει την «προστασία» τους.
  5. Δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί σε αυτό το στάδιο πόσο μακριά θα προχωρήσει ο Τραμπ στις πολιτικές που έχει ανακοινώσει. Αλλά ακόμη και αν δεν εφαρμόσει πλήρως τις δηλώσεις  του, όλες αυτές οι πολιτικές αποτελούν ωρολογιακές βόμβες στη διεθνή κατάσταση, οικονομικά και γεωπολιτικά. Η αύξηση των δασμών, σπρώχνοντας την αμερικανική οικονομία περαιτέρω προς τον προστατευτισμό, θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την περαιτέρω πτώση των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και την άνοδο του πληθωρισμού. Θα προκαλέσουν εντονότερη αντίδραση από την Κίνα, η οποία μέχρι τώρα αντιδρούσε ήπια στα προστατευτικά μέτρα των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Οι παράγοντες αυτοί θα υπονομεύσουν την ανάπτυξη τόσο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη όσο και παγκοσμίως.
  6. Οι πρόσθετες εξοπλιστικές δαπάνες των ευρωπαϊκών δυνάμεων αποσταθεροποιούν περαιτέρω τις ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες είναι ήδη επιβαρυμένες με υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσια χρέη. Εάν ο Τραμπ αποσυρθεί από τον εφοδιασμό της Ουκρανίας με όπλα, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα αναγκαστούν να δαπανήσουν περισσότερα, τουλάχιστον για ένα διάστημα, για να κρατήσουν την Ουκρανία στον πόλεμο – σε έναν πόλεμο, ωστόσο, που δεν μπορούν να κερδίσουν. Σε κάθε περίπτωση οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αυξήσουν τις εξοπλιστικές δαπάνες, στο πλαίσιο της νέας τρελής κούρσας εξοπλισμών που βρίσκεται σε εξέλιξη, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις οικονομίες τους. Η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, αναπόφευκτη στη σημερινή εποχή της παγκόσμιας αντιπαράθεσης για την κυριαρχία, που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και εντείνεται, μπορεί να έχει κάποιο αντίκτυπο στις οικονομίες, αλλά δεν μπορεί να λύσει κανένα από τα θεμελιώδη προβλήματα στη βάση τους, καθώς θα προσκρούσει στα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και τα κρατικά χρέη.
  7. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πολυεπίπεδη κρίση, όπως αναλύεται σε άλλο υλικό του ISp. Ο προστατευτισμός των ΗΠΑ είναι αντανάκλαση της αδυναμίας της Αμερικάνικης οικονομίας να ανταγωνιστεί στην διεθνή αγορά και να κρατήσει το μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής και εμπορίου, δεν είναι αντανακλά την δύναμη της. Ο Τραμπ είναι σύμπτωμα αυτής της κρίσης, όπως και η γενική άνοδος της Ακροδεξιάς διεθνώς. Οι πολιτικές του Τραμπ δεν θα λύσουν καμία από τις αντιφάσεις του αμερικανικού καπιταλισμού. Η ίδια η άνοδός του και ιδιαίτερα η επιστροφή του είναι σύμπτωμα όχι μόνο της κυκλικής κρίσης του καπιταλισμού, αλλά επίσης, και κυρίως, της ιστορικής παρακμής της Δύσης – των ΗΠΑ και της Ευρώπης, σε μια εποχή εντεινόμενων ανταγωνισμών, μιας νέας κούρσας εξοπλισμών και «στρατιωτικοποίησης» των κοινωνιών.

Πόλεμος

  1. Οι κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις ακολουθούν «τυφλά» τις ΗΠΑ στην συγκρουσιακή οικονομική και γεωπολιτική τους στάση απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια· κάτι που θα συνεχιστεί ως κύρια τάση, αν και είναι σωστό να πούμε ότι αν ο Τραμπ ξεπεράσει τα όρια, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα η Γερμανία και η Γαλλία, θα είναι υποχρεωμένες να πάρουν κάποιες πρωτοβουλίες για να παρουσιάσουν μια ημι-ανεξάρτητη στάση. Αυτό όμως δεν θα σταματήσει την παρακμή της ΕΕ. Ορισμένοι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών δυνάμεων, και καθόλου παραδόξως πολλοί προερχόμενοι από τα λεγόμενα «προοδευτικά» κόμματα (σοσιαλδημοκρατικά, κεντροαριστερά), υποστηρίζουν ότι η άνοδος του Τραμπ παρέχει μια «ευκαιρία για την Ευρώπη», να σταθεί στα πόδια της και να αναπτύξει μια ανεξάρτητη στάση και παρουσία στην παγκόσμια κατάσταση. Τέτοιες ρεφορμιστικές αυταπάτες χάνουν την ουσία: η παρακμή και η κρίση της Ευρώπης δεν είναι αποτέλεσμα «λαθών» ή λανθασμένων υπολογισμών των ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων – έχουν αντικειμενική αιτία: έχουν τις ρίζες τους στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα το κέντρο εξουσίας μετακινήθηκε από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, στην παρούσα εποχή μετακινείται στην Ασία και ιδιαίτερα στην Κίνα. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη μπορούν να προσπαθήσουν όσο σκληρά θέλουν να αντιπαλέψουν αυτές τις διεργασίες, αλλά αυτή η μάχη είναι αδύνατο να κερδηθεί μακροπρόθεσμα – μπορούν να καθυστερήσουν την άνοδο της Κίνας (και της Ασίας), αλλά δεν μπορούν να την σταματήσουν.
  2. Οι δύο μεγάλοι πόλεμοι της περιόδου που διανύουμε αποδυναμώνουν περαιτέρω την Ευρώπη. Παρά τις τεράστιες προσπάθειες της Δύσης να απομονώσει τη Ρωσία, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, απέτυχαν. Οικονομικές κυρώσεις έχουν εφαρμοστεί μόνο από τους στενότερους συμμάχους του ΝΑΤΟ (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Ν. Κορέα), ενώ ακόμη και οι ιστορικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν έχουν ακολουθήσει το παράδειγμά τους (από το Μεξικό μέχρι τη Σαουδική Αραβία, από τη Χιλή μέχρι την Ινδία). Η γενοκτονία στη Γάζα και η υποστήριξη του Ισραήλ από τις ΗΠΑ και την ΕΕ (με κάποιες εξαιρέσεις όπως η Ισπανία) έχουν απαξιώσει το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο και έχουν αποκαλύψει την υποκρισία της Δύσης. Η πρόσφατη (Οκτώβριος 2024) συνάντηση των BRICS πραγματοποιήθηκε στη Ρωσία, με τη συμμετοχή 36 αρχηγών κρατών, καθώς και του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
  3. Τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων των ΗΠΑ και της ΕΕ εκφράστηκαν, για μια ακόμη φορά, μέσω της στήριξής τους στο Ισραήλ, παρά τη γενοκτονία στη Γάζα. Αυτό βέβαια διευκόλυνε την προσπάθεια για να αποκαλυφθούν οι κλασικές μέθοδοι προπαγάνδας της Δύσης, η οποία μιλάει για δημοκρατία και την ειρήνη προκειμένου να ρίξει στάχτη στα μάτια των εργαζόμενων. Η στήριξη αυτή οδήγησε στην απαξίωση του «διεθνούς συστήματος δικαίου», και να εξέθεσε την υποκρισία των δυτικών ηγετών.
  4. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ουσιαστικά κριθεί. Η Ρωσία θα διατηρήσει την προσάρτηση της Κριμαίας, του Ντονμπάς και των κατεχομένων εδαφών (και υπό αυτή την έννοια θα κερδίσει τον πόλεμο) και αυτό δεν θα αλλάξει ούτε από τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 που δόθηκαν στην Ουκρανία, ούτε από τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς (μπορούν να πλήξουν στόχους έως και 300 χιλιόμετρα μέσα στη Ρωσία) που οι ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία συμφώνησαν να επιτρέψουν στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει. Ο πόλεμος κρίνεται από τις δυνάμεις στο έδαφος και παρά τις όποιες ζημιές που μπορεί να προκαλέσουν στη Ρωσία οι πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς, δεν μπορούν να σταματήσουν την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων στην Ανατολική Ουκρανία. Ούτε μπορούν να σταματήσουν τα ρωσικά στρατεύματα από το να εκδιώξουν, αργά ή γρήγορα, τον ουκρανικό στρατό από την περιοχή του Κουρσκ. Η εισβολή του ουκρανικού στρατού στο Κουρσκ ήταν μια στρατηγικά λαθεμένη κίνηση, που δεν προσέφερε στην Ουκρανία κανένα ουσιαστικό πλεονέκτημα, παρά μόνο αποδυνάμωσε την άμυνά της στο Ντονμπάς.
  5. Η Μέση Ανατολή θα παραμείνει στις φλόγες. Το Ισραήλ διεξάγει έναν πόλεμο σε πολλά μέτωπα, αλλά δεν μπορεί να έχει τελικά τη νίκη που θέλει – δεν μπορεί να εξαλείψει τη Χαμάς ή τη Χεζμπολάχ, ούτε βέβαια και το Ιράν. Ενώ έχει επιτύχει σημαντικά στρατιωτικά αποτελέσματα, δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα σταθεροποιήσει την περιοχή. Η Συρία θα παραμείνει μια ανεξέλεγκτη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπου οι ένοπλες φονταμενταλιστικές πολιτοφυλακές και η τουρκική επιρροή θα βρίσκονται σε άνοδο. Όλα τα μέρη θα προετοιμάζονται για έναν μελλοντικό γύρο. Και το Ιράν, επίσημος σύμμαχος της Ρωσίας και της Κίνας τώρα, ως μέλος των BRICS, θα θελήσει να αποκτήσει ακόμη πιο προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων. Η Ρωσία, η οποία αντιμετωπίζεται από τη Δύση ως παρίας, θα είναι περισσότερο από πρόθυμη να βοηθήσει και είναι ένα ανοιχτό ερώτημα αν η Δύση μπορεί να το σταματήσει αυτό.

Περιβάλλον

  1. Το περιβάλλον παραμένει βασικό ζήτημα στην παγκόσμια κατάσταση, με καταστροφικές πλημμύρες, καύσωνες, ερημοποίηση, πυρκαγιές και επισιτιστικές κρίσεις, με όλες τις εκτιμήσεις να δείχνουν ότι η «μάχη» κατά της αύξησης του 1,5°C έχει ήδη χαθεί και το ερώτημα είναι αν μπορούν να αποφευχθούν οι 2°C. Με την παρούσα πορεία ο πλανήτης οδεύει προς την άνοδο κατά 3°C σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Ο Οκτώβριος του 2024 ήταν 1,65°C θερμότερος από τα προβιομηχανικά επίπεδα – ήταν ο 15ος μήνας από τους 16 τελευταίους κατά τους οποίους οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν το όριο του 1,5°C! Η φετινή χρονιά (2024) θα είναι και πάλι η θερμότερη που έχει καταγραφεί ποτέ και η Γη θα καταγράψει για πρώτη φορά μέση ένδειξη άνω του 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα (στο τέλος του 2023 εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 1,49°C).
  2. Παρόλα αυτά, οι εκπομπές CO2 ανεβαίνουν από το ένα ρεκόρ στο άλλο. Σύμφωνα με το Global Carbon Project, οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 από ορυκτά καύσιμα αναμένεται να φτάσουν σε νέα υψηλά το 2024: +2,5% σε σύγκριση με το 2023. Οι ετήσιες συναντήσεις του ΟΗΕ για το περιβάλλον, γνωστές ως COP, πάντα ανεπαρκείς ούτως ή άλλως, μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε κωμικοτραγικό γεγονός. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα με τις δύο τελευταίες, που πραγματοποιήθηκαν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (COP28, το 2023) και στο Αζερμπαϊτζάν (COP29 τον Νοέμβριο του 2024). Κατέστη σαφές ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία ενδιαφέρονται περισσότερο για την προώθηση συμφωνιών για την πώληση των ορυκτών καυσίμων τους, παρά για την μάχη για την εξάλειψη των εκπομπών CO2.
  3. Ο Τραμπ υπόσχεται να εγκαταλείψει τη συμφωνία του Παρισιού για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5°C – όμως την ίδια στιγμή οι βασικοί ηγέτες της ΕΕ, η πρόεδρος Ursula von der Leyen, ο Γερμανός καγκελάριος Olaf Scholz και ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron… δεν συμμετείχαν στην τελευταία COP στο Αζερμπαϊτζάν. Όλοι τους έχουν άλλες, πιο σημαντικές, προτεραιότητες…
  4. Τα αυξανόμενα επίπεδα της κλιματικής αλλαγής και η αδυναμία του καπιταλισμού να αντιστρέψει τον κίνδυνο που απειλεί, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της συνείδησης και μπορούν να παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση νέων πολιτικών εξελίξεων προς την κατεύθυνση της ριζοσπαστικής ή αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το πρόβλημα της «πράσινης ενέργειας» δεν είναι ουσιαστικά πρόβλημα παραγωγής και αποθήκευσης, είναι πρόβλημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μπορούμε να παράγουμε αρκετές κιλοβατώρες για να συντηρήσουμε ένα καλό βιοτικό επίπεδο, απλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει μέσα σε ένα σύστημα που έχει ως βάση του το κέρδος. Είναι καθήκον των επαναστατών σοσιαλιστών να προτείνουν μεταβατικά προγραμματικά μέτρα που στοχεύουν στο χτίσιμο ενός πράσινου και βιώσιμου συστήματος παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης ενέργειας, κάτω από κοινωνική ιδιοκτησία. Ταυτόχρονα, πρέπει να αναδεικνύουν τους περιορισμούς που το καπιταλιστικό σύστημα επιβάλλει σε αυτό τον τομέα.

Ανισότητα

  1. Παρά τα κροκοδείλια δάκρυα πολλών εκπροσώπων των καπιταλιστών, η ανισότητα συνεχίζει να αυξάνεται αμείωτα. Αν χρησιμοποιήσουμε ως όριο φτώχειας τα 5$ την ημέρα, τότε το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας. Και αν το όριο της φτώχειας είναι $10/ημέρα, τότε το 62% βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας. Σήμερα η διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια είναι λίγο πάνω από $100 δισ. ετησίως. Αυτό είναι περισσότερο από 5 φορές λιγότερο από το ετήσιο ποσό που ρέει από τις φτωχές χώρες προς τις πλούσιες. Σύμφωνα με την UNCTAD (Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη), οι καθαρές ροές πόρων από τις «αναπτυσσόμενες» προς τις αναπτυγμένες οικονομίες ανέρχονται κατά μέσο όρο σε $700 δισ. ετησίως, ακόμη και μετά τη συνεκτίμηση της εξωτερικής βοήθειας. Αυτά τα ποσά πρέπει να συγκριθούν με αυτό που οι εργαζόμενοι και η νεολαία βλέπουν να συμβαίνει στις κορυφές: ο Elon Musk, για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα, «επένδυσε» περίπου 130 εκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσει τον Τραμπ να κερδίσει τις εκλογές και μέσα σε λίγες μέρες μετά τη νίκη του είδε τις μετοχές της TESLA να αυξάνονται κατά 30% περίπου, δηλαδή κατά περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια! [1]
  2. Ο πόλεμος, η ανισότητα, το περιβάλλον, το γυναικείο και τα ΛΟΑΤΚΙ+ ζητήματα, στο γενικότερο πλαίσιο της οικονομικής δυσπραγίας και της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης της τεράστιας πλειοψηφίας, παραμένουν βασικά ζητήματα που καθορίζουν τη συνείδηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δεν έχει ακόμη πάρει συγκεκριμένες μορφές πολιτικά – δεν έχει αντανακλαστεί σε μια αντικαπιταλιστική/σοσιαλιστική συνείδηση σε μαζική κλίμακα, ούτε έχει οδηγήσει στη δημιουργία πολιτικών σχηματισμών που να εκπροσωπούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Είναι όμως θέμα χρόνου, μέχρι η συνείδηση να ανέβει περαιτέρω, να γεννήσει νέα κοινωνικά κινήματα και να πάρει πολιτικές μορφές. Οι Μαρξιστές πρέπει να παρέμβουν υπομονετικά και ενεργητικά και να προετοιμαστούν με βάση αυτές τις προοπτικές.

Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός σε τέλμα

  1. Για το σύνολο της δεκαετίας του 2010 η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν πολύ αδύναμη, σε τέτοιο βαθμό που ιδιαίτερα όσον αφορά τις πιο «ανεπτυγμένες», βιομηχανικές οικονομίες, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως στασιμότητα. Η ίδια γενική εικόνα προβλέπεται και για τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, για την ΕΕ και την ΕΖ.
  1. Σαν αποτέλεσμα των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, η ΕΕ χάνει έδαφος όσον αφορά το μερίδιό της στο παγκόσμιο ΑΕΠ πράγμα που αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Αυτό αποτελεί αντανάκλαση της ιστορικής παρακμής της ΕΕ στο οικονομικό επίπεδο. Σαν να μην έφτανε η οικονομική στασιμότητα, η Ευρώπη εισέρχεται σε μια περίοδο λιτότητας (η οποία θα υπονομεύσει περαιτέρω την ανάπτυξη) με την εκ νέου εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) το οποίο ανεστάλη κατά την περίοδο της κρίσης του Covid.
  1. Βασικός στόχος του ΣΣΑ είναι η αποτροπή υπερβολικών επιπέδων δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους, διατηρώντας τα ελλείμματα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Οι περιορισμοί του ΣΣΑ ανεστάλησαν το 2020 για να επιτρέψουν στις κυβερνήσεις της ΕΕ να αποφύγουν την οικονομική κατάρρευση την εποχή της πανδημίας του Covid. Τώρα τα κράτη μέλη πρέπει να επιστρέψουν στην εφαρμογή των κανόνων. Αυτό σημαίνει δημοσιονομικές περιστολές για τις χώρες με υψηλό χρέος και ελλείμματα, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ελλάδα κ.λπ., και πιθανές αυξήσεις φόρων (που ήδη πραγματοποιούνται ή προγραμματίζονται σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, καθώς και στη Βρετανία). Αυτή η δημοσιονομική σύσφιξη, δηλαδή οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και στις δημόσιες επενδύσεις, θα πραγματοποιηθεί σε μια εποχή που η Κίνα και οι ΗΠΑ ακολουθούν επεκτατικές πολιτικές. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ θα χάσει περαιτέρω έδαφος στην παγκόσμια οικονομία.
  2. Οι κορυφαίοι κύκλοι της άρχουσας τάξης δεν προσπαθούν να κρύψουν τις ανησυχίες τους για την πορεία της ΕΕ. Οι αντιλήψεις που επικρατούσαν στους κύκλους της ΕΕ, του τύπου «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα στις κρίσεις» και «η Ευρώπη θα μπορέσει να προχωρήσει στη βάση της ελάχιστης συναίνεσης», έχουν πλέον τιναχτεί στον αέρα, δεδομένων των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, των πολέμων στην Ουκρανία, τη Γάζα και το Λίβανο, της οικονομικής στασιμότητας (ή της χαμηλής ανάπτυξης), των αντιθέσεων για το μεταναστευτικό και των «εθνικών προτεραιοτήτων». Η έννοια της «μεγαλύτερης ευρωπαϊκής σύγκλισης» αμφισβητείται σήμερα ευθέως, ιδίως από τα ακροδεξιά κόμματα που βρίσκονται σε άνοδο σε ολόκληρη την ήπειρο και τη Βρετανία.
  3. Με απλά λόγια, οι 27 χώρες της ΕΕ δεν βλέπουν διέξοδο προς τα εμπρός. Η μεγαλύτερη και βαθύτερη ενοποίηση ως ο τρόπος για να ξεπεραστεί η κρίση, που προτείνεται από διάφορους εκπροσώπους του κεφαλαίου, είναι κενό γράμμα. Γίνεται ανοιχτή συζήτηση για την «έλλειψη οράματος» και την «έλλειψη ηγεσίας». Αυτό, φυσικά, δεν είναι πρόβλημα μεμονωμένων ηγετών διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών – είναι αντανάκλαση της γενικευμένης, πολύ-επίπεδης κρίσης που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός.
  4. Στο παρελθόν η ΕΕ συνήθιζε να «ταΐζει» τους λαούς της με «οράματα». Η Κοινή Αγορά, ο προπομπός της ΕΕ, υποτίθεται ότι θα βοηθούσε στην επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης και βιοτικού επιπέδου και θα υπηρετούσε την ειρήνη στην ήπειρο και διεθνώς. Στη συνέχεια, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η δημιουργία της ΕΕ και αργότερα της ΕΖ, θα επέτρεπε υποτίθεται στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να φύγουν μπροστά και «να γίνουν το πιο ανταγωνιστικό οικονομικό μπλοκ στον πλανήτη» – αυτό ήταν το σύνθημα που συνόδευσε την κυκλοφορία του ευρώ στην αλλαγή της χιλιετίας. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη.
  5. Η «έλλειψη οράματος», είναι έντονο χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύει η ΕΕ σήμερα. Τις προηγούμενες δεκαετίες όλες οι πολιτικές που ήθελαν να περάσουν οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές εφαρμόζονταν στο όνομα των πλεονεκτημάτων που θα επέφερε, υποτίθεται, η ενοποίηση – «οικονομική ανάπτυξη», «θέσεις εργασίας», «ευημερία», «ειρήνη» κ.λπ. Τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει σήμερα. Μεγάλα τμήματα των κυρίαρχων τάξεων στρέφονται στον εθνικισμό και σε πολιτικές που εξυπηρετούν πρώτα τα «εθνικά» τους συμφέροντα. Αυτό βέβαια συνδυάζεται με την άνοδο της Ακροδεξιάς.
  6. Ένα από τα πρόσφατα πλήγματα στην ιδέα της «ενωμένης» Ευρώπης ήρθε από την ίδια τη Γερμανία. Αφού ώθησε τον ευρωπαϊκό Νότο σε έναν εφιάλτη για το θέμα του υπερβολικού δημόσιου χρέους μετά το 2010, η Γερμανία ενθάρρυνε την αύξηση των ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών την εποχή της πανδημίας του Covid – εφαρμόζοντας έτσι δύο μέτρα και δύο σταθμά. Τον Σεπτέμβριο του 2024 η γερμανική κυβέρνηση μπλόκαρε την «εξαγορά», δηλαδή την ιδιοκτησία του 25% της Commerzbank από την ιταλική UniCredit – έτσι, με βάση αυτή τη γραμμή, η ευρωπαϊκή αγορά είναι «κοινή» μόνο αν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της γερμανικής άρχουσας τάξης. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά τη νίκη του ακροδεξιού AfD σε τρεις διαδοχικές εκλογές σε ομοσπονδιακά κρατίδια (βλ. συνέχεια) προχώρησε στην επιβολή συνοριακών χερσαίων ελέγχων, επιφέροντας έτσι πλήγμα στη Συνθήκη Σένγκεν, που επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ 29 ευρωπαϊκών χωρών [2]. Ωστόσο, η δυνατότητα της γερμανικής άρχουσας τάξης να επιβάλλει μονομερώς τους όρους της, όπως συνέβαινε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, δεν υφίσταται πλέον. Ιδιαίτερα καθώς υπάρχουν σοβαρές τριβές στον γαλλογερμανικό άξονα, ο οποίος αποτελούσε ανέκαθεν το κέντρο εξουσίας και λήψης αποφάσεων στην ΕΕ και την ΕΖ.

Τα όνειρα της σύγκλισης και η πραγματικότητα της απόκλισης

  1. Μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης ζητούν μεγαλύτερη σύγκλιση ως φάρμακο για τα προβλήματα της ΕΕ, και αυτό είναι που αποτυπώνεται και στις 400 σελίδες της έκθεσης Ντράγκι. Όμως οι προτάσεις αυτές έρχονται σε μια εποχή που η ΕΕ στην πραγματικότητα αποκλίνει. Μια έκφραση αυτού είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη, η οποία όχι μόνο ωθεί προς την κατεύθυνση πιο «εθνικιστικών» πολιτικών και της «λιγότερης» αντί της «περισσότερης» Ευρώπης, αλλά και σε σχέση με την εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα. Η Ουγγαρία και η Σλοβακία αντιτίθενται στην προσέγγιση της ΕΕ στον πόλεμο στην Ουκρανία, και την ίδια στάση μπορεί να υιοθετήσουν στο προσεχές μέλλον η Τσεχία και η Ρουμανία.
  2. Οι υποστηρικτές της «περισσότερης Ευρώπης» προτείνουν αποφάσεις με πλειοψηφία, προκειμένου να αποφευχθούν οι πονοκέφαλοι που προκαλούν τα κράτη μέλη που αρνούνται να συμφωνήσουν στις μεγάλες πολιτικές της ΕΕ που απαιτούν ομοφωνία. Αυτό δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα. Θα μετατρέψει την ΕΕ όλο και περισσότερο σε μια ομοσπονδιακή δομή στην οποία τα διάφορα κράτη θα ακολουθούν διαφορετικές πολιτικές και θα δημιουργούν διαφορετικές συμμαχίες. Αυτό θα εντείνει τις τριβές και την παράλυση στο εσωτερικό της ΕΕ, δεν θα σημαίνει «περισσότερη» αλλά «λιγότερη» Ευρώπη.
  3. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η ΕΕ στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Η ΕΕ μπόρεσε να επιτύχει μεγαλύτερη σύγκλιση σε περιόδους ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ή στασιμότητας, επέρχεται παράλυση. Δεν είναι τυχαίο ότι το Brexit έλαβε χώρα στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2007-8-9.
  4. Οι διεργασίες αυτές αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα ενιαίο κράτος – είναι ένας σχηματισμός που προσπαθεί να ενοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα διαφορετικά συμφέροντα 27 διαφορετικών αρχουσών τάξεων. Σε περιόδους μεγάλων αντιφάσεων –οικονομικών, κοινωνικών ή γεωπολιτικών–  αυτό καθίσταται αδύνατο, τα διαφορετικά καπιταλιστικά συμφέροντα τείνουν να συγκρούονται κι όχι να συγκλίνουν. Αυτή η διαδικασία συμβαδίζει με την άνοδο της Ακροδεξιάς σε όλη την ήπειρο.
  5. Σαν αποτέλεσμα αυτών των αντιφάσεων, διάφορα κράτη μέλη παρέχουν βοήθεια στην κυβέρνηση του Ζελένσκι όχι για λογαριασμό της ΕΕ αλλά για λογαριασμό τους. Η ΕΕ επιβάλλει δασμούς στα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αλλά ο κινεζικός γίγαντας BYD κατασκευάζει ένα τεράστιο εργοστάσιο στην Ουγγαρία για να εξάγει στην υπόλοιπη ΕΕ, χωρίς δασμούς. Όσον αφορά το θέμα των ευρωπαϊκών δασμών στα αυτοκίνητα, αυτό ψηφίστηκε με ισχνή σχετική (ούτε καν απόλυτη) πλειοψηφία στην ΕΕ, λόγω της αποχής πολλών χωρών, ενώ αρκετές ψήφισαν κατά, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
  6. Η κατάσταση της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας είναι χαρακτηριστική της υποχώρησης της ευρωπαϊκής μεταποίησης και της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκόσμιας αγοράς και ιδιαίτερα να ανταγωνιστεί τα κινεζικά προϊόντα. Μεταξύ του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 2024, η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία εξέπεμπε μηνύματα απελπισίας. Αυτό αφορά σχεδόν όλες τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες που υπάρχουν στην Ευρώπη. Η Stellantis, η BMW, η Mercedes Benz, η Volkswagen, η Porche, η Volvo (τώρα υπό κινεζικό έλεγχο), η Aston Martin κ.λπ. είδαν τις μετοχές τους να πέφτουν σε αυτή την περίοδο κατά 20-40 % κατά μέσο όρο, φθάνοντας το 50% στην περίπτωση της Stellantis. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε μείωση του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία, αλλά και δημόσια συζήτηση για κλείσιμο εργοστασίων, όπως συμβαίνει με τη VW για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της, τη Stellantis στην Ιταλία και την Αγγλία κ.λπ. Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με μαζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα: δηλαδή, δεν μπορεί να παράγει όσα επιτρέπει η δυναμικότητά της, γιατί δεν μπορεί να τα πουλήσει. Το ποσοστό αξιοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι μόλις 56% για τη Γερμανία (από 70% το 2019), 52% για τη Βρετανία, 50% για τη Γαλλία και 38% για την Ιταλία!
  7. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ έχουν άμεση συνάρτηση με την εποχή της κρίσης που αντιμετωπίζει ο παγκόσμιος καπιταλισμός και με τη γενικότερη οικονομική και γεωπολιτική αστάθεια, σε συνδυασμό με την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, που με τη σειρά της αντανακλά την τεράστια ανικανότητα των «αριστερών» κομμάτων να δώσουν οποιαδήποτε προοπτική για το μέλλον. Σχετίζεται όμως και με έναν συγκεκριμένο παράγοντα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και αυτός είναι η κρίση της παραδοσιακής συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.

Ο γαλλο-γερμανικός άξονας

  1. Οι δύο χώρες-κλειδιά της ΕΕ και της ΕΖ είναι η Γερμανία και η Γαλλία, όχι μόνο επειδή είναι οι ισχυρότερες οικονομίες, αλλά και επειδή η ΕΕ και η ΕΖ βασίστηκαν από την ίδρυσή τους στη στενή συνεργασία μεταξύ των δύο, που πάντα δούλευαν στο παρασκήνιο, πρώτα για να προετοιμάσουν τη δημιουργία της ΕΕ και της ΕΖ και στη συνέχεια για να προετοιμάσουν τις πολιτικές που θεωρούσαν καταλληλότερες για το κοινό τους σχέδιο. Την τελευταία περίοδο οι διαφορές γίνονται πιο εμφανείς και οξείς – οι δύο χώρες έχουν διαφορές ως προς την οικονομική πολιτική ενώ και οι δύο αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα και πολιτική αστάθεια.
  2. Τον Νοέμβριο (2024) ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του, Κρίστιαν Λίντνερ, των Φιλελευθέρων (Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα), δίνοντας έτσι ένα απότομο τέλος στην κυβερνητική τριμερή συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Φιλελευθέρων (FDA) και των Πρασίνων. Η Γερμανία θα οδηγηθεί έτσι σε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο του 2025. Αυτό αντανακλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γερμανική οικονομία και τις διαφορές εντός του συνασπισμού σχετικά με την οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί: η οικονομία αντιμετωπίζει ύφεση ή στασιμότητα τα τελευταία δύο χρόνια, που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025· η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση των περικοπών και της λιτότητας· υπάρχει ένα σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης των 9 δισ. € που πρέπει να περιοριστεί· υπάρχει σύγκρουση στο εσωτερικό του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου με τους Φιλελεύθερους να απαιτούν αυξήσεις φόρων και περικοπές στις δαπάνες· το SPD από την άλλη, θέλει να «σπάσουν τους κανόνες» του Συμφώνου Σταθερότητας· τέλος, οι Πράσινοι διαμαρτύρονται επειδή τα σχέδια για «πράσινη ανάπτυξη» έχουν εγκαταλειφθεί.
  3. Ο Scholz και το SPD του είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσουν τις επερχόμενες εκλογές. Σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις μόνο το 14% του γερμανικού πληθυσμού δηλώνει ικανοποιημένο από την κυβέρνηση. Οι Χριστιανοδημοκράτες (με τους συμμάχους τους, CSU) αναμένεται να λάβουν περίπου 32%, ενώ το SPD μόνο 16% και να έρθουν τρίτοι, μετά το ακροδεξιό AfD. Τα τρία κυβερνητικά κόμματα μαζί θα μπορούσαν να λάβουν λιγότερο από το 1/3 των ψήφων. Τα κόμματα που αναμένεται να κερδίσουν περισσότερο από τις επόμενες εκλογές είναι το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) και το αριστερό-συντηρητικό-αντιμεταναστευτικό BSW (Συμμαχία Σάρα Βάκενκνεχτ).
  4. Η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, που μέχρι το 2007 ήταν η τρίτη μεγαλύτερη του πλανήτη (μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία), αποτελεί έναν καλό δείκτη του αδιεξόδου που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Σε κοινή τους δήλωση, τα 5 κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας (DIW, IfW, IFo, IWH και RWI) προβλέπουν ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του -0,1% για το 2024, 0,8% για το 2025 και 1,3% για το 2026.
  5. Η μεταποίηση ήταν το καμάρι της γερμανικής οικονομίας, αλλά χάνει έδαφος με ταχείς ρυθμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία αδυνατεί να ανταγωνιστεί τα κινεζικά προϊόντα. Μετά τη νίκη του Τραμπ στις εκλογές στις ΗΠΑ, τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για τη Γερμανία, αλλά και για ολόκληρη την Ε.Ε. Σύμφωνα με το Ifo, το πιο αξιόλογο από τα γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα, οι γερμανικές εξαγωγές αυτοκινήτων θα μπορούσαν να μειωθούν έως και 32%, ενώ η πτώση στις εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων θα μπορούσε να φτάσει το 35%.
  6. Η γαλλική οικονομική ανάπτυξη δεν είναι τόσο κακή όσο η γερμανική, αλλά η εικόνα απέχει πολύ από το να είναι καλή. Η ανάπτυξη ήταν στο 0,7% το 2023 και προβλέπεται να είναι η ίδια (0,7%) για το 2024. Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι επιτρέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το δημόσιο χρέος είναι ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ, στο 110,6% του ΑΕΠ το 2023 που προβλέπεται να ανέλθει στο 112,4% για το 2024 και στο 113,8% για το 2025. Η Γαλλία σχεδιάζει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων περίπου 60 δισ. € τον επόμενο χρόνο, σε μια προσπάθεια να περιορίσει το διευρυνόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο στόχος είναι να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 5% του ΑΕΠ από περίπου 6,1% φέτος. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της Γαλλίας για το 2025, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί στο 115% του ΑΕΠ από 113% το 2024.
  7. Η κοινωνική κατάσταση, αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του Μακρόν, σημαδεύτηκε από μια άνοδο της ταξικής πάλης (που εξετάζεται αργότερα στο κείμενο) και μια άνοδο του ακροδεξιού κόμματος RN, με επικεφαλής τη Μαρίν Λεπέν. Οι Ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 αποτέλεσαν σημείο καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, καθώς η Λεπέν ήρθε πρώτη. Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, ο Μακρόν προσπάθησε να διατηρήσει την πρωτοβουλία, προκηρύσσοντας αμέσως πρόωρες εκλογές λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Ιούλιο. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον συνήθη εκβιασμό του «μικρότερου κακού», που παραδοσιακά χρησιμοποιείται από την κεντροδεξιά στη Γαλλία, δηλαδή «ψηφίστε με ενάντια στους εξτρεμιστές». Προς μεγάλη απογοήτευση της γαλλικής αστικής τάξης, ο κύριος νικητής των εκλογών του Ιουλίου ήταν ο Μελανσόν, ηγέτης του αριστερού κόμματος La France Insoumise και του Νέου Λαϊκού Μετώπου που δημιουργήθηκε για να διεκδικήσει τις εκλογές (βλ. αργότερα). Παρά την ήττα του, ο Μακρόν χρησιμοποίησε την προεδρική του εξουσία για να σχηματίσει κυβέρνηση της επιλογής του, με την υποστήριξη της Μαρίν Λεπέν.
  8. Εν ολίγοις, τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, χάνουν έδαφος στο οικονομικό επίπεδο, βρίσκονται αντιμέτωπες με ασταθείς και αδύναμες κυβερνήσεις και, όπως θα φανεί αργότερα, με αυξανόμενους ταξικούς αγώνες. Έτσι, οι «εγκέφαλοι» της ΕΕ είναι απασχολημένοι με τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα και τα δικά τους «εθνικά» συμφέροντα – αυτό μπορεί μόνο να υπονομεύσει τις προοπτικές της ΕΕ, ιδιαίτερα τις ιδέες για μεγαλύτερη σύγκλιση και για μεγαλύτερο ρόλο της ΕΕ στη διεθνή σκηνή και την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.

Συμπληρωματικά στοιχεία

  1. Το παρόν κείμενο δεν αποσκοπεί να δώσει μια λεπτομερή εικόνα των όσων συμβαίνουν στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Επιχειρεί να περιγράψει γενικές διεργασίες. Ο ρόλος των κυρίαρχων οικονομιών είναι αρκετά σαφής στον καθορισμό αυτών των διεργασιών. Η Ιταλία ως η τρίτη μεγάλη δύναμη της ΕΕ πρέπει να αναφερθεί, καθώς και η Βρετανία λόγω του οικονομικού της βάρους αν και δεν είναι μέλος της ΕΕ. Άλλες χώρες θα αναφερθούν αργότερα λόγω της σημασίας που έχουν σε άλλα πεδία, π.χ. στην ταξική πάλη και στις πολιτικές εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο οικονομικό βάρος.
  2. Η Ιταλία είναι παραδοσιακά μια χώρα με μεγάλη πολιτική αστάθεια στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας ηγεμονίας των Χριστιανοδημοκρατών και της ανικανότητας του ΚΚ να οδηγήσει στην ανατροπή της. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έφερε το τέλος αυτής της ιστορικής ισορροπίας δυνάμεων (που οδήγησε στην κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων της Ιταλίας: Χριστιανοδημοκρατία, Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και Σοσιαλιστικό Κόμμα) και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και τις τριβές που δημιούργησαν οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γέννησε «ασυνήθιστα» πολιτικά φαινόμενα. Τέτοια φαινόμενα ήταν ο Μπόσι και στη συνέχεια ο Σαλβίνι και η Λέγκα, (ένα κόμμα αρχικά υπέρ της ομοσπονδοποίησης της χώρας και της ανεξαρτησίας των πλουσιότερων περιοχών, που αργότερα εξελίχθηκε σε μια αντιδραστική εθνικιστική δύναμη)· ο Berlusconi και η ForzaItalia του (ένα φιλελεύθερο συντηρητικό κόμμα που ανήκε προσωπικά σε έναν μεγάλο επιχειρηματία)· ο Γκρίλο και σήμερα ο Κόντε με το «κίνημα των 5 αστέρων» (μια λαϊκιστική δύναμη, που συνδυάζει προοδευτικά και αντιδραστικά χαρακτηριστικά, τώρα μέρος της Αριστεράς στο κοινοβούλιο της ΕΕ) και άλλοι.
  3. Ο «Σούπερ Μάριο» –όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται ο Μάριο Ντράγκι αφού δήλωσε ότι «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να σώσουμε το ευρώ» κι έτσι υποτίθεται ότι έσωσε το ευρώ την εποχή της κρίσης χρέους της Ν. Ευρώπης– δεν είχε και πολλή τύχη σαν πρωθυπουργός της Ιταλίας το 2021. Άντεξε μόνο 1,5 χρόνο προτού παραιτηθεί. Το κύριο «επίτευγμά» του ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για τη Μελόνι, ηγέτιδα της Ακροδεξιάς Fratelli d’ Italia και σημερινή πρωθυπουργό της Ιταλίας. Η Μελόνι έδειξε ότι, παρά τις πολλές «αντισυστημικές» δηλώσεις της, μόλις βρέθηκε στην εξουσία προσαρμόστηκε πολύ καλά στις ανάγκες της ιταλικής αστικής τάξης (και η τελευταία έδειξε ότι μπορούσε να τα βρει εξίσου καλά έναν εκπρόσωπο της Ακροδεξιάς). Η Μελόνι δεν έχει αμφισβητήσει ούτε την ΕΕ ούτε το ΝΑΤΟ σε καμία από τις σημαντικές πολιτικές τους αποφάσεις από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία το 2022. Τώρα μοιάζει με την ισχυρότερη ηγέτιδα μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά αυτό οφείλεται στην αδυναμία όλων των άλλων, όχι στη δική της δύναμη ή στη δύναμη της ιταλικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος. Η Ιταλία παραμένει μια αδύναμη μεγάλη βιομηχανική χώρα και αυτό φαίνεται από την κατάσταση της οικονομίας της: με δημοσιονομικό έλλειμμα 7,4%, δημόσιο χρέος στο 112,4% του ΑΕΠ και αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της αυτοκινητοβιομηχανίας της στο 38% (που αντανακλά τη γενικότερη εικόνα της ιταλικής μεταποίησης) δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια σταθερότητας.
  4. Η Βρετανία δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις επιπτώσεις της κρίσης του 2007-8-9. Αυτό οδήγησε το 2016 στο Brexit, το οποίο, φυσικά, δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα του βρετανικού καπιταλισμού. Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε την ευθύνη για τα προβλήματα της βρετανικής οικονομίας στο Brexit – το σωστό είναι να τονίσουμε ότι είτε εντός είτε εκτός ΕΕ δεν υπήρχε λύση στα αδιέξοδα του βρετανικού καπιταλισμού. Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι οι «σοφοί» και αλαζόνες «στρατηγοί» του κεφαλαίου στην ηπειρωτική Ευρώπη, έδειχναν με το δάχτυλο τη Βρετανία προβλέποντας τη συντέλεια εξαιτίας του Brexit, για να βρεθούν λίγο αργότερα σε παρόμοια κατάσταση με αυτή της Βρετανίας.
  5. Τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει μια από τις πιο ταραχώδεις πολιτικές περιόδους στην πρόσφατη βρετανική ιστορία: Όλες οι κυβερνήσεις μεταξύ 2016 και 2024 ήταν αδύναμες και ασταθείς. Αυτή ήταν επίσης η περίοδος κατά την οποία η Ακροδεξιά μπόρεσε να εδραιωθεί ως ισχυρός παίκτης. Οι Εργατικοί κέρδισαν τις εκλογές του 2024 μόνο επειδή οι Συντηρητικοί κατέρρευσαν. Ο Στάρμερ είναι πιθανά ο πιο δεξιός ηγέτης του Εργατικού Κόμματος που υπήρξε ποτέ. Αμέσως μετά την εκλογή του ανακοίνωσε ότι παρέλαβε «καμένη γη» από τους Συντηρητικούς και ότι ήταν απαραίτητη μια περίοδος λιτότητας. Έχει μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία λόγω της κατάρρευσης των Συντηρητικών, αλλά παρόλο που υπήρξε μια ύφεση στους εργατικούς αγώνες μετά τη νίκη των Εργατικών (που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι οι Εργατικοί υποστηρίζονται, τουλάχιστον προς το παρόν, από βασικά συνδικάτα όπως το GMB, UNISON, RMT και UNITE) αυτή η «περίοδος χάριτος» θα είναι βραχύβια, καθώς οι εργαζόμενοι θα βλέπουν τις υποσχέσεις για παροχές να αναιρούνται και τη λιτότητα να τίθεται σε εφαρμογή. Ήδη έχουν ξεκινήσει διεργασίες κι είναι πιθανό να δούμε αγώνες των εκπαιδευτικών και των νοσηλευτών σύντομα.
  6. Έχει γίνει πολύς λόγος μεταξύ των αστών αναλυτών, κατά τη διάρκεια του 2024, ότι οι ασθενέστερες οικονομίες της περιφέρειας, δηλαδή του Νότου, της Ανατολής και των Βαλκανίων, αναπτύσσονται πολύ ταχύτερα, εξισορροπώντας την υποχώρηση των κύριων δυνάμεων. Αυτές οι συζητήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές. Ο υπερχρεωμένος Νότος, με μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τη γεωργία, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντισταθμίσει την οικονομική υποχώρηση των μεγάλων βιομηχανικών οικονομιών και δεν μπορεί να δώσει διέξοδο προς τα εμπρός.
  7. Δύο αιφνιδιαστικές πολιτικές εξελίξεις η μία στην Κύπρο και η δεύτερη στη Ρουμανία είναι άξιες αναφοράς. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 στην Κύπρο ένα άτομο που δεν είχε καμία σχέση με κανένα από τα πολιτικά κόμματα, ο Φειδίας Παναγιώτου, εκλέχτηκε στο Ευρωκοινοβούλιο. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Ρουμανίας τον Νοέμβριο του 2024, ένας υποψήφιος που θεωρούνταν απόλυτο αουτσάιντερ, και από τα συστημικά αλλά και τα ανεξάρτητα ΜΜΕ (παρά το γεγονός ότι είχε προταθεί από τον πρώην πρόεδρο της Ρουμανίας Μπασέσκου σαν υποψήφιος για πρωθυπουργός το 2011 και ξαναπροτάθηκε από το ακροδεξιό AUR το 2020 για την ίδια θέση), με ποσοστό μόλις περίπου 1% στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις (του έδιναν 6-7% τις τελευταίες μέρες), ήρθε πρώτος με 22,9% των ψήφων. Ο Καλίν Γκεοργκέσκου σόκαρε τη Δύση, λόγω των φιλορωσικών του θέσεων και θα αντιμετωπίσει, στον 2ο γύρο, έναν νεοφιλελεύθερο φιλοδυτικό υποψήφιο [3]. Δεν υπάρχει τίποτα προοδευτικό σε αυτούς τους δύο υποψηφίους. Όμως αυτές οι εξελίξεις τονίζουν πολύ έντονα το τεράστιο κενό που υπάρχει στην πολιτική σκηνή.
  8. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν η αναζωπύρωση αυτού που περιγράφεται ως «αριστερό», «προοδευτικό» ή εθνικιστικό κίνημα «πολιτών» σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην Ιρλανδία, το Σιν Φέιν (ΣΦ), το οποίο ήταν σταθερά το 2ο εθνικιστικό κόμμα στο βορρά (Βόρεια Ιρλανδία) έγινε το μεγαλύτερο εθνικιστικό κόμμα το 2001 και στη συνέχεια το μεγαλύτερο κόμμα συνολικά το 2022. Στο νότο της Ιρλανδίας, από μία μόνο έδρα στο κοινοβούλιο το 1997 έγινε το μεγαλύτερο κόμμα στις εθνικές εκλογές του 2019. Το εθνικιστικό κίνημα της Καταλονίας, με μια μεγάλη αριστερή συνιστώσα στο εσωτερικό του, ένοιωσε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να τα βάλει με το ισπανικό κράτος στο αποτυχημένο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία το 2017. Το Εθνικό Κόμμα Σκοτίας (ΕΚΣ) ξεπέρασε το Εργατικό Κόμμα της Σκοτίας ως το μεγαλύτερο κόμμα στις αστικές περιοχές στις αρχές του 2000 και το 2007 έγινε το κυβερνών κόμμα στη Σκοτία, ενώ έφτασε κοντά στο να κερδίσει το δημοψήφισμα του 2014 υπέρ της ανεξαρτησίας. Και τα τρία αυτά κινήματα είχαν σοβαρή υποχώρηση τον τελευταίο χρόνο. Το ΣΦ έπεσε στις τοπικές, γενικές και ευρωπαϊκές εκλογές στη νότια Ιρλανδία, το ΕΚΣ έχασε πολλές έδρες από το Εργατικό Κόμμα στις εθνικές εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου και οι αριστερές καταλανικές εθνικιστικές ομάδες έχασαν μέρος της υποστήριξης τους στις φετινές εκλογές στο ισπανικό κράτος. Τα αριστερά εθνικιστικά κινήματα απέκτησαν δυναμική εξαιτίας, πρώτον, της κρίσης του καπιταλισμού και δεύτερον, της αδυναμίας της Αριστεράς να δώσει απαντήσεις στα φλέγοντα ζητήματα των εργαζομένων. Όπως ακριβώς η Αριστερά έμεινε πίσω στις εξελίξεις, την ίδια πορεία ακολούθησε και ο αριστερός εθνικισμός. Έτσι, παντού έχουν έρθει στο προσκήνιο παραλλαγές του δεξιού, αλυτρωτικού εθνικισμού.
  9. Όσον αφορά το εθνικό ζήτημα, πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα από τα εθνικά ζητήματα που υπάρχουν σε μια σειρά χώρες της ΕΕ δεν έχει λυθεί. Αντίθετα, σε πολλά από αυτά έχουμε αδιέξοδο, με την πιθανότητα να ξαναεμφανιστούν σημαντικές συγκρούσεις. Η περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και τα Βαλκάνια αντιμετωπίζουν τα πιο εκρηκτικά προβλήματα. Ο Ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός στο Αιγαίο γίνεται πιο βαθύς και επικίνδυνος, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μια «τρελή» κούρσα εξοπλισμών. Το Κυπριακό είναι σε πλήρες αδιέξοδο, με την Τουρκική πλευρά να δηλώνει ότι αρνείται να συζητήσει οτιδήποτε άλλο από την λύση των δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί. Η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ΝΑ Μεσόγειο έχει πολώσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με την Τουρκία να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα για λογαριασμό τους, αφήνοντας απ’ έξω την Τουρκία και την Β. Κύπρο. Στα Βαλκάνια, η σύγκρουση μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας στο Κόσσοβο παραμένει ανοιχτή. Η Σερβία αρνείται να αναγνωρίσει την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου (του 2008) και υπάρχει ανάφλεξη κάθε τόσο με επίκεντρο την σερβική μειονότητα στο νότιο Κόσοβο. Τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας για το θέμα του ονόματος, και μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας για την βουλγαρική μειονότητα στη χώρα, έχουν παγώσει τις διαδικασίες ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Ο καπιταλισμός δεν έχει τρόπο να λύσει τέτοια προβλήματα. Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, στη βάση των κοινών ταξικών της συμφερόντων. Προϋπόθεση γι’ αυτό φυσικά είναι το χτίσιμο μαζικών εργατικών οργανώσεων με Μαρξιστική αντίληψη των πραγμάτων.
  10. Η κρίση της ΕΖ αποκάλυψε πόσο κούφιοι ήταν στην πραγματικότητα οι ισχυρισμοί περί οικονομικής ενοποίησης και αλληλεγγύης στην ΕΕ. Και η προσφυγική κρίση του 2015 κατέστησε ακόμη πιο σαφείς τις ρωγμές στις «ενιαίες» πολιτικές της. Ενώ οι περισσότερες χώρες δεν δέχονταν το μερίδιο των προσφύγων που τους αναλογούσε, και μερικές δεν δέχονταν ούτε ένα συμβολικό αριθμό προσφύγων, ορισμένες δεν επέτρεπαν καν στις απελπισμένες μάζες που διέφευγαν από τον πόλεμο και την πείνα να περάσουν από το έδαφός τους στο δρόμο προς τη Γερμανία! Έκτοτε, η ΕΕ έχει συνάψει άθλιες συμφωνίες με την Τουρκία και τη Λιβύη για να περιορίσει τον αριθμό των απελπισμένων που μπορούν να φτάσουν στα σύνορά της.
  11. Και όμως, ενώ ο αστικός Τύπος μιλάει για «κύματα» προσφύγων που «κατακλύζουν» τον ντόπιο πληθυσμό, δίνοντας σχεδόν την εντύπωση ότι δεν έχει μείνει καν χώρος για να σταθεί κανείς στην ΕΕ, υπάρχει μια δημογραφική κρίση που αντιμετωπίζουν περίπου τα μισά μέλη της ΕΕ, ιδίως τα πιο ανεπτυγμένα βιομηχανικά. Έντεκα χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, έχουν δείκτες γονιμότητας κάτω από το «εξαιρετικά χαμηλό» όριο του 1,4 του ΟΗΕ. Ακόμη και η Γαλλία με το υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας στην ΕΕ, 1,68 το 2023, βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το τέλος του πολέμου το 1945. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το επίπεδο αναπλήρωσης του πληθυσμού θεωρείται το 2,1, οι δημογραφικές προοπτικές της ΕΕ είναι δυσοίωνες. Ορισμένες χώρες θα δουν μείωση του πληθυσμού τους σε λίγα χρόνια. Η Ιταλία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει μείωση του πληθυσμού της κατά 1 εκατομμύριο μέχρι το 2030. Η μείωση του δείκτη της Ιταλίας (1,2 το 2023) και η γήρανση του πληθυσμού θα επηρεάσουν τις υπηρεσίες Υγείας, την ηλικία συνταξιοδότησης και τα επίπεδα συντάξεων, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, τα εργασιακά δικαιώματα κοκ.
  12. Η μείωση των ποσοστών γονιμότητας και η γήρανση του πληθυσμού θα επηρεάσουν επίσης την αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ. Η ΕΕ έχει ήδη χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας από τις ΗΠΑ και χάνει περαιτέρω έδαφος. Για παράδειγμα, μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2019 και του πρώτου τριμήνου του 2024, στον βιομηχανικό τομέα, η ωριαία παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 8,8% στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε μόλις κατά 0,8%… Αλλά η αστική ιδεολογία δεν αφήνει ποτέ τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία να εμποδίσουν την υπονόμευση της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης και την ενίσχυση της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τα γεγονότα και τα στοιχεία παρουσιάζονται με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, με κυριαρχία των ιδεοληψιών περί «πολιτιστικού πολέμου» για τη διαπόμπευση και τη δαιμονοποίηση των μεταναστών, ιδιαίτερα αν είναι μουσουλμάνοι ή/και μαύροι.

Στα πρόθυρα της ύφεσης;

  1. Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της Ευρώπης στο σύνολό της βρίσκεται σε υποχώρηση και πιθανά εισέρχεται σε ύφεση. Τα στοιχεία του Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για τον Νοέμβρη δείχνουν υποχώρηση όχι μόνο όσον αφορά τη μεταποίηση αλλά και τις υπηρεσίες, οι οποίες μέχρι τον Οκτώβριο έτειναν να λειτουργούν ως αντίβαρο στην πτώση της μεταποίησης. Ο δείκτης PMI για τις υπηρεσίες τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στο 49,2 (δηλαδή κάτω από το 50 που είναι το όριο μεταξύ ανάπτυξης και ύφεσης) από 51,6 τον Οκτώβριο – ενώ ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση μειώθηκε περαιτέρω, στο 45,3 από 46 τον Οκτώβριο (δηλαδή η μεταποίηση ήταν ήδη σε ύφεση τον Οκτώβριο).
  2. Η κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών, το κλείσιμο και η απώλεια καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης που αντικαθίστανται από κακοπληρωμένες/επισφαλείς θέσεις εργασίας, οι επιθέσεις στα συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα, η επίθεση στις κοινωνικές υπηρεσίες κλπ, συνδυάζονται με την αύξηση του πληθωρισμού που έχει διαβρώσει δραστικά το βιοτικό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός (στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ) βρίσκεται πλέον κοντά στο στόχο των κεντρικών τραπεζών που είναι περίπου 2%, κατά μέσο όρο, ο σωρευτικός πληθωρισμός στις βιομηχανικές χώρες (μέσος όρος ΟΟΣΑ) αυξήθηκε κατά 30% μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Σεπτεμβρίου 2024, ενώ οι αυξήσεις των μισθών την ίδια περίοδο υστερούν κατά πολύ. Το χειρότερο για τους εργαζόμενους είναι ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων, (δηλαδή η αύξηση της τιμής των τροφίμων, η οποία επηρεάζει περισσότερο το βιοτικό επίπεδο της εργατικών στρωμάτων) αυξήθηκε κατά 50% την ίδια περίοδο. Ήταν αναπόφευκτο ότι αυτές οι συνθήκες θα προκαλούσαν μια νέα περίοδο οξυμένης ταξικής πάλης.

Ταξική πάλη

  1. Το 2022 και το 2023 ήταν χρόνια αυξημένων ταξικών αγώνων σε μια ολόκληρη σειρά ευρωπαϊκών χωρών, όπως ήταν αναμενόμενο, (βλ. κείμενο προοπτικών 2022) κυρίως σαν αποτέλεσμα της αύξησης του πληθωρισμού και της δραστικής διάβρωσης των εισοδημάτων των εργαζομένων. Αυτό ήταν το αντίθετο από αυτό που συνέβη την εποχή της ύφεσης του Covid. Το 2024 ήταν μια χρονιά χαμηλότερων επιπέδων ταξικής πάλης. Η πίεση στους μισθούς είχε μειωθεί σαν αποτέλεσμα του πληθωρισμού που είχε πέσει στο 2% περίπου, οι αγώνες της περιόδου 2022-23 είχαν περιορισμένα αποτελέσματα κι επίσης, πρέπει να πούμε ότι οι αγώνες δεν αναπτύσσονται ποτέ σε μια συνεχή ανοδική πορεία αλλά έχουν σκαμπανεβάσματα. Αυτό συνδέεται επίσης με το ρόλο των συνδικαλιστικών ηγεσιών – με το γεγονός ότι οι αγώνες στην πλειοψηφία ήταν αποτέλεσμα πίεσης στις ηγεσίες των συνδικάτων από τα κάτω. Τέλος, τα κόμματα της Αριστεράς, όλων των αποχρώσεων, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν μια εναλλακτική και αγωνιστική προοπτική στους εργαζόμενους και την κοινωνία γενικότερα. Μια σύντομη αναφορά σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς αγώνες που ήταν αξιοσημείωτοι στην Ευρώπη, ακολουθεί παρακάτω. Προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν έχει νόημα να απαριθμήσουμε κάθε έναν αγώνα σε κάθε χώρα.
  2. Μετά τις διαμαρτυρίες των Κίτρινων Γιλέκων (Gilets Jaunes) στη Γαλλία, οι οποίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2018 και διήρκεσαν όλο το 2019 (με περιστασιακές αναζωπυρώσεις τα επόμενα χρόνια), το 2022 και το 2023 σημειώθηκε ένα νέο κύμα μαζικών διαμαρτυριών. Οι διαμαρτυρίες αυτές πυροδοτήθηκαν αρχικά από την αύξηση των φόρων στα καύσιμα και το κόστος ζωής, αλλά γρήγορα εξελίχθηκαν σε ένα ευρύτερο κίνημα, ιδίως κατά της προσπάθειας του Μακρόν να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64. Το κίνημα έλαβε χώρα στα τέλη του 2022 και αφορούσε εργαζόμενους στις μεταφορές, την εκπαίδευση και την ενέργεια, ενώ σε ορισμένες διαδηλώσεις συμμετείχαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια του 2023, προκηρύχθηκαν 14 γενικές απεργίες στη Γαλλία. Στην πρώτη απεργία, στις 19 Ιανουαρίου 2023, 2 εκατομμύρια συμμετείχαν στις διαδηλώσεις σε εθνικό επίπεδο. Στις διαδηλώσεις της 31ης Ιανουαρίου συμμετείχαν 2,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με τη συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGT. Ο συντονισμός των απεργιών από όλα τα μεγάλα συνδικάτα της Γαλλίας –μεταφορές, ενέργεια, εκπαίδευση, δημόσιος τομέας κ.λπ.– χαρακτηρίστηκε σαν μια «σπάνια επίδειξη ενότητας». Οι διαμαρτυρίες αυτές κορυφώθηκαν γύρω από την Πρωτομαγιά του 2023, όταν εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν σε όλη τη Γαλλία.
  3. Στη Γερμανία, οι απεργίες σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών και των δημόσιων υπηρεσιών, ήταν συχνές το 2022. Το βασικό ζήτημα ήταν ο αυξανόμενος πληθωρισμός και ο αντίκτυπός του στους μισθούς, με συνδικάτα όπως το Verdi να παίζουν κεντρικό ρόλο. Οι εργαζόμενοι στον τομέα των μεταφορών, ειδικότερα, πραγματοποίησαν στάσεις εργασίας, απαιτώντας καλύτερες αμοιβές εν μέσω της αύξησης του κόστους διαβίωσης. Επίσης, οι υγειονομικοί και οι ταχυδρομικοί προχώρησαν σε σημαντικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Τα γερμανικά συνδικάτα, ιδίως το IGMetall, διοργάνωσαν πολυάριθμες διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης διαδήλωσης την Πρωτομαγιά του 2023, η οποία κινητοποίησε σχεδόν 300.000 άτομα σε 400 διαμαρτυρίες. Στη χώρα σημειώθηκαν επίσης διαμαρτυρίες σχετικά με το κλίμα, ιδίως από τη νεολαία, που απαιτούσαν ισχυρότερη κυβερνητική δράση για περιβαλλοντικές πολιτικές.
  4. Το Ηνωμένο Βασίλειο είδε ένα κύμα απεργιών, ιδίως κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, οι νοσηλευτές, οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι του δημόσιου τομέα πραγματοποίησαν σημαντικές απεργιακές κινητοποιήσεις. Σιδηροδρομικά συνδικάτα, όπως το Εθνικό Συνδικάτο Εργαζομένων στους Σιδηροδρόμους, τη Ναυτιλία και τις Μεταφορές (RMT), ηγήθηκαν πολλαπλών απεργιών. Ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας» σημαδεύτηκε από συντονισμένες απεργίες, ιδίως από τους νοσηλευτές και τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους, με αίτημα μισθολογικές αυξήσεις που να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Οι απεργίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, με τους εκπαιδευτικούς, τους εργαζόμενους στο NHS, τους σιδηροδρομικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους να πραγματοποιούν στάσεις εργασίας. Το «καλοκαίρι των απεργιών» στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέδειξε την αυξανόμενη αναταραχή σε πολλούς τομείς. Η Βρετανία, μετά από δεκαετίες καθυστέρησης στους αγώνες, κατά τη διάρκεια του 2022-23 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων στην Ευρώπη – μια εξέλιξη ιστορικής, μπορούμε να πούμε, σημασίας. Η εκλογή της κυβέρνησης των Εργατικών οδήγησε σε προσωρινή αναστολή της μαζικής δράσης λόγω της διευθέτησης από την κυβέρνηση πολλών μακροχρόνιων μισθολογικών διαφορών με την υποστήριξη των κορυφών των βασικών συνδικάτων.
  5. Οι Ισπανοί οδηγοί φορτηγών, ξεκίνησαν διαμαρτυρίες τον Μάρτιο του 2022 ενάντια στην εκτίναξη των τιμών των καυσίμων. Υπήρξαν επίσης σημαντικές απεργίες στους τομείς της Υγείας και της Εκπαίδευσης, ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβές. Τα ισπανικά συνδικάτα διοργάνωσαν πάνω από 70 πορείες το 2023, ζητώντας αυξήσεις μισθών που να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Ενώ πολλές διαδηλώσεις επικεντρώθηκαν στα εργασιακά δικαιώματα, υπήρξε επίσης ισχυρή υποστήριξη για τη μείωση της εργάσιμης εβδομάδας σε τέσσερις ημέρες.
  6. Στην Ιταλία σημειώθηκαν επίσης σημαντικές εργατικές διαμαρτυρίες για τα μέτρα κατά της φτώχειας και τις αλλαγές που εισήγαγε η Τζόρτζια Μελόνι, ιδίως μεταξύ των εργαζομένων στα logistics, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τη διανομή τροφίμων. Αλλά γενικά, το ιταλικό κίνημα δεν ανέκαμψε ποτέ τις τελευταίες δύο δεκαετίες μετά την προδοσία, την κατάρρευση και τη διάλυση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (Rifondazione Comunista). Οι εργαζόμενοι στις πλατφόρμες έχουν κινητοποιηθεί και σε άλλες χώρες – π.χ. στην Κύπρο, τη Ρωσία και την Τουρκία. Στη Ρουμανία είχαμε μια πολύ σημαντική απεργία των καθηγητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο Βέλγιο, 80.000 εργαζόμενοι συμμετείχαν στην «Εθνική Ημέρα Δράσης», την οποία κάλεσαν τα συνδικάτα μεταξύ 20 και 22 Μαρτίου (2023) – τα συνδικάτα αρνήθηκαν να καλέσουν σε απεργία παρά τη διάθεση των εργαζομένων. Στην Ελλάδα, στη γενική ύφεση του εργατικού κινήματος, χαρακτηριστική της κατάστασης μετά την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, πραγματοποιήθηκαν δύο πολύ επιτυχημένες γενικές απεργίες, τον Νοέμβριο του 2022 και τον Μάρτιο του 2023, ενδεικτικές των προσπαθειών του μαζικού κινήματος να βρει τον βηματισμό του, παρά τον ρόλο που έπαιξαν οι ηγέτες των συνδικάτων. Μία από τις σημαντικότερες απεργίες που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη ήταν η απεργία κατά της TESLA, η οποία απέκτησε παν-σκανδιναβικό χαρακτήρα.
  7. Η επίθεση στα συνδικαλιστικά και άλλα δικαιώματα συνεχίζεται αμείωτη. Η Μελόνι στην Ιταλία καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες να περιορίσει τη δυνατότητα των συνδικάτων να προκηρύσσουν απεργίες. Στην Ελλάδα, η δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ με ισχυρή παρουσία της ακροδεξιάς πτέρυγας της στο υπουργικό συμβούλιο, εισήγαγε την 6ήμερη εβδομάδα συν τη νομιμοποίηση του «δικαιώματος» των εργαζομένων να εργάζονται έως και 13 ώρες την ημέρα – δηλαδή συνολικά 72 ώρες την εβδομάδα εργασίας! Αυτή η απροκάλυπτη επίθεση πέρασε χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά από τα συνδικάτα! Αυτός είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να καταλάβουμε το μέγεθος της ήττας της ελληνικής εργατικής τάξης, την ευθύνη για την οποία φέρει φυσικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο αποστάτης Τσίπρας.
  8. Το 2024 ξεκίνησε με κινητοποιήσεις αγροτών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες – στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Ρουμανία, την Ιταλία, την Ισπανία (ιδιαίτερα την Καταλονία), την Πολωνία και την Ελλάδα κ.λπ., με αποκλεισμούς δρόμων και συλλαλητήρια για να προβάλουν τα αιτήματά τους. Οι διαμαρτυρίες αυτές επεκτάθηκαν από τη μια χώρα στην άλλη με ταχύτητα, δείχνοντας ότι ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, με τη γρήγορη μετάδοση της πληροφορίας, οι διαμαρτυρίες μπορούν να εξαπλωθούν γρήγορα και να αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα, χωρίς οι συνδικαλιστικές ηγεσίες να σχεδιάζουν και χωρίς να επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη. Αυτό, βέβαια, ισχύει ακόμη περισσότερο για τους εργατικούς αγώνες – οι απεργίες των τρένων στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2023, που ξεκίνησαν από τη Γερμανία και προκάλεσαν την ακινητοποίηση του 80% των υπεραστικών τρένων, σύντομα επεκτάθηκαν στην Ιταλία, όπου είχαμε 24ωρη απεργία στις μεταφορές, στη Βρετανία (Ηνωμένο Βασίλειο και Βόρεια Ιρλανδία) κ.λπ. Αυτό δείχνει την εγγενή και ενστικτώδη ταξική αλληλεγγύη και τον διεθνισμό πέρα από τα σύνορα, αλλά οι ηγεσίες των συνδικάτων στους σιδηροδρόμους αρνούνται να αναλάβουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την οργάνωση/συντονισμό του αγώνα σε πανευρωπαϊκή βάση. Σαν αποτέλεσμα, βλέπουμε κινήσεις από εργαζόμενους σε διάφορες χώρες να προχωρούν σε αυτό που χαρακτηρίζεται σαν «ανεξάρτητα συνδικάτα», «σωματεία βάσης», «επιτροπές βάσης», κλπ, αντανακλώντας διαφορετικές παραδόσεις από χώρα σε χώρα. Πρόκειται για σημαντικές κινήσεις, ιδιαίτερα από νέα στρώματα εργαζομένων εκτός των παραδοσιακών βιομηχανιών, αλλά βρίσκονται ακόμη σε πρωταρχικό στάδιο.
  9. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης. Όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκόσμια. Αυτό θα συνεχιστεί αναπόφευκτα σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που διανύουμε, επειδή το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει τρόπο να ξεπεράσει την κρίση του και να προσφέρει καλύτερες συνθήκες ζωής για την εργατική τάξη, τη νεολαία και τους φτωχούς. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σημερινής περιόδου όμως είναι ότι ο «ριζοσπαστισμός» που αναπτύσσεται στην κοινωνία δεν κατευθύνεται προς τα αριστερά αλλά προς τα δεξιά, οδηγώντας στην επανεμφάνιση σε μαζική κλίμακα της Ακροδεξιάς, σε βαθμό που δεν έχουμε ξαναδεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι λόγοι σχετίζονται προφανώς με την κρίση της Αριστεράς – σε μια εποχή οικονομικής και κοινωνικής κρίσης οι ρεφορμιστές δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μεταρρυθμίσεις, οπότε οδηγούνται σε υπαρξιακή κρίση, το κόστος της οποίας μεταφέρεται τελικά στην εργατική τάξη.

Η Ακροδεξιά

  1. Η ανάδυση της Ακροδεξιάς και η εξέλιξή της σε σημαντική δύναμη στην Ευρώπη και διεθνώς έχει εξεταστεί εκτενώς στο κείμενο «Η άνοδος της Ακροδεξιάς και η μάχη εναντίον της» που εγκρίθηκε από την τελευταία συνδιάσκεψη (Μαρτίου ‘24) του ISp. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με κάποιες επικαιροποιήσεις και θα επαναλάβουμε κάποια από τα γενικά συμπεράσματα.
  2. Οι πιο πρόσφατες εκλογές, τη στιγμή που συντάσσεται το παρόν κείμενο, ήταν αυτές στην Αυστρία (30.09.2024). Νικητής ήταν το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) με 28,8% και αύξηση 12,6 ποσοστιαίων μονάδων από τις προηγούμενες εκλογές (2019). Το παραδοσιακό δεξιό «Λαϊκό Κόμμα», ÖVP, έχασε 11,1 ποσ. μονάδες και πήρε 26,3%, οι Σοσιαλδημοκράτες, SPÖ, πήραν 21,1%, οριακά χαμηλότερα από το 2019, και οι Πράσινοι, πλήρωσαν την παρουσία τους στην προηγούμενη κυβέρνηση, χάνοντας 5,6 π.μ. και πήραν 8,3%.
  3. Τις εβδομάδες πριν από τις αυστριακές εκλογές είχαμε εκλογές σε τρία ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας. Στο Βρανδεμβούργο (22.09.2024) το ακροδεξιό AfD ήρθε δεύτερο με 29,2% (άνοδος κατά 5,7 ποσ. μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2019), μόνο οριακά πίσω από το Σοσιαλδημοκρατικό SPD που τερμάτισε πρώτο με 30,9%. Η Συμμαχία Sahra Wagenknecht (BSW, ένα «περίεργο» αντιμεταναστευτικό, συντηρητικό, «αριστερό» κόμμα – δείτε αργότερα περισσότερα) έκανε το ντεμπούτο της με 13,5%. Οι Πράσινοι κατέρρευσαν και έμειναν κάτω από το εκλογικό όριο του 5%, χάνοντας όλες τις έδρες τους. Η Αριστερά (DieLinke) κατέρρευσε στο 3% (χάνοντας επίσης το όριο του 5%), από 10,7% το 2019. Ένα παρόμοιο μοτίβο επαναλήφθηκε στη Σαξονία και τη Θουριγγία την 1η Σεπτέμβρη. Στη Σαξονία το AfD πήρε 30,6%, οριακά πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) που έλαβαν 31,9% και το BSW έκανε το ντεμπούτο του στο 11,8%. Στη Θουριγγία το AfD ήρθε πρώτο με 32,8% πολύ πάνω από το δεύτερο, το CDU, που έλαβε 23,6%, το BSW έλαβε 15,8%, ενώ το DieLinke (που ηγείτο της κυβέρνησης του κρατιδίου μαζί με το SPD και τους Πράσινους) κατέρρευσε στο 13% από 31%.
  1. Το μοτίβο είναι παρόμοιο σε όλη την Ευρώπη: τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, Συντηρητικά (Χριστιανοδημοκρατικά) και Σοσιαλδημοκρατικά, χάνουν έδαφος. Νικητής είναι η Ακροδεξιά, ενώ τα κόμματα της Αριστεράς αδυνατούν να δώσουν οποιαδήποτε προοπτική και αντιμετωπίζουν ήττες και, συχνά, περιθωριοποίηση και κρίση.
  2. Τον Νοέμβριο του 2023 στην Ολλανδία, το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) του Geert Wilders κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές. Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι εξελέγη πρωθυπουργός μετά τις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Σεπτεμβρίου 2022. Στην Ουγγαρία ο Βίκτορ Όρμπαν βρίσκεται συνεχώς στην εξουσία, από την επανεκλογή του το 2010, έχοντας κερδίσει πολλές συνεχόμενες θητείες, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης επανεκλογής του τον Απρίλιο του 2022.
  3. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν αυξάνει σταθερά την απήχησή της την τελευταία δεκαετία: Στις προεδρικές εκλογές του 2012 (η πρώτη της υποψηφιότητα για την προεδρία) τερμάτισε τρίτη στον πρώτο γύρο με 17,9% των ψήφων. Στις προεδρικές εκλογές του 2017 έφτασε στον δεύτερο γύρο αλλά έχασε από τον Εμανουέλ Μακρόν με 33,9% των ψήφων, έναντι 66,1% του Μακρόν. Στις προεδρικές εκλογές του 2022 (Απρίλιος) έφτασε στον δεύτερο γύρο αλλά έχασε και πάλι από τον Μακρόν, λαμβάνοντας 41,5% των ψήφων, με τον Μακρόν να κερδίζει με 58,5%. Στην Πολωνία το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) βρίσκεται στην κυβέρνηση από το 2015.
  4. Παρόμοιες διεργασίες υπάρχουν και στη Σκανδιναβία. Στη Φινλανδία, από το 2023, το Κόμμα των Φινλανδών (πρώην Αληθινοί Φινλανδοί) συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού. Στη Σουηδία οι Σουηδοί Δημοκράτες (Sverigedemokraterna, SD) έγιναν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στις γενικές εκλογές του 2022, εξασφαλίζοντας 20,5%. Στη Νορβηγία, το Κόμμα της Προόδου (Fremskrittspartiet, FrP) έλαβε 11,7% στις βουλευτικές εκλογές του 2021. Η Πολωνία κυβερνάται επίσης, τα περισσότερα από τα τελευταία 20 χρόνια από το Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) και στο Βέλγιο, τα δύο Ακροδεξιά κόμματα, η «Νέα Φλαμανδική Συμμαχία» και το «Vlaams Belang» (Φλαμανδικό Συμφέρον) έλαβαν περίπου το 28% των ψήφων στη χώρα και το 50% των ψήφων στη Φλάνδρα.
  5. Η πραγματικότητα της Νότιας Ευρώπης δείχνει με πολύ σαφή τρόπο την σχέση μεταξύ της κρίσης της Αριστεράς και της ανόδου της Ακροδεξιάς. Ένα παράδειγμα αποτελεί η Ιταλία: η δεύτερη κυβέρνηση Πρόντι σηματοδότησε, αφενός, την οριστική μετατόπιση του «προοδευτικού» (λεγόμενου) πόλου σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο και, αφετέρου, τον αποκλεισμό των αριστερών δυνάμεων από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και τη διάλυση του της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνοδο ενός διφορούμενου φορέα, του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, το οποίο, μέχρι το τέλος της επόμενης δεκαετίας, βοήθησε στην εδραίωση της αντιδραστικής στροφής στη χώρα με την υποστήριξη του στην κυβέρνησης της Λέγκας. Στις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης βλέπουμε παρόμοιες, αν και όχι πανομοιότυπες, διεργασίες. Η άνοδος της Ακροδεξιάς λαμβάνει χώρα στο δεύτερο μέρος της δεκαετίας του 2010, δηλαδή αφού οι μάζες στράφηκαν πρώτα προς τα κόμματα της Νέας Αριστεράς (στην Κύπρο εξέλεξαν το παραδοσιακό αριστερό κόμμα, το ΑΚΕΛ, στην εξουσία για πρώτη φορά στην ιστορία του) μετά την κρίση του 2007-8-9, για να απογοητευτούν στη συνέχεια. Η Ακροδεξιά, εκμεταλλευόμενη τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα καθώς και την κρίση της Αριστεράς, γνώρισε πολύ γρήγορη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, τα Ακροδεξιά κόμματα στις ευρωεκλογές του 2024 έλαβαν αθροιστικά το πρωτοφανές 21% των ψήφων – σε συνδυασμό με ένα εξίσου πρωτοφανές ποσοστό αποχής σχεδόν 60%. Στην Πορτογαλία η ακροδεξιά Chega έλαβε 1,3% το 2019, 7,2% (12 έδρες) το 2022 και 18,1% (50 έδρες) στις εκλογές του 2024. Στην Κύπρο, το ΕΛΑΜ, αδελφή οργάνωση της ελληνικής Χρυσής Αυγής, με σαφή νεοφασιστικά στοιχεία στο πρόγραμμα και τις δράσεις του, έλαβε μόλις 0,2% στις ευρωεκλογές του 2009, 2,7% το 2014, 8,3% το 2019 και 11,2% το 2024, αποτελώντας την τρίτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο νησί. Στην Ισπανία, το VOX, που ξεκίνησε τη δημόσια δράση του το 2014, κέρδισε 10,3% (24 βουλευτές) στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2019 και 15,1% (52 έδρες) στις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Στις βουλευτικές εκλογές του 2023 έχασε λίγο έδαφος, αλλά έλαβε 12,4% των ψήφων και παρέμεινε τρίτη δύναμη.
  6. Αυτό που πρέπει να επαναληφθεί και εδώ, καθώς έχει ήδη τονιστεί σε προηγούμενο υλικό του ISp, είναι ότι τα Ακροδεξιά κόμματα δεν είναι φασιστικά κόμματα. Η θεμελιώδης διαχωριστική γραμμή είναι ότι ο φασισμός καταστρέφει τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα που προβλέπονται σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Τα ακροδεξιά κόμματα της σημερινής εποχής δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, ο συσχετισμός δυνάμεων δεν τους το επιτρέπει. Ωστόσο, η ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν, με την καταστολή των δημοκρατικών, συνδικαλιστικών, γυναικείων, ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται. Παρόλα αυτά, υπάρχει χρόνος για την εργατική τάξη να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να αντεπιτεθεί.

Συνείδηση και Αριστερά

  1. Το γενικότερο τοπίο από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των αγωνιζόμενων μαζών στην Ευρώπη είναι γεμάτο αντιφάσεις – υπάρχει ένα γενικότερο αρνητικό υπόβαθρο, μια υποχώρηση του αγώνα και της συνείδησης, αλλά μέσα σε αυτή τη γενική εικόνα λαμβάνουν χώρα σημαντικές εξελίξεις και διεργασίες –που μπορεί να πει κανείς ότι έχουν «μοριακό χαρακτήρα»– που δείχνουν το μέλλον και προετοιμάζουν μεγάλες αλλαγές.
  2. Η γενική εικόνα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από δύο σημαντικά γεγονότα, αρνητικού χαρακτήρα για την εργατική τάξη, τις τελευταίες δεκαετίες. Το πρώτο είναι η καπιταλιστική παλινόρθωση στο σοβιετικό μπλοκ, η οποία έχει αναλυθεί εκτενέστερα σε προηγούμενο υλικό [κείμενο 2023]. Το δεύτερο είναι η αδυναμία της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων μαζών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έθεσε η μεγάλη ύφεση του 2007-8-9. Και τα δύο αυτά γεγονότα, ιδιαίτερα το πρώτο, αποτέλεσαν σοβαρές ήττες για τα μαζικά κινήματα.
  3. Η καπιταλιστική παλινόρθωση στο Ανατολικό Μπλοκ άνοιξε μια περίοδο αρνητικών εξελίξεων όσον αφορά την ταξική πάλη και την ταξική/σοσιαλιστική συνείδηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, μια πολύ δύσκολη περίοδο για τις μαρξιστικές ιδέες και οργανώσεις. Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν να ξεπερνιούνται εν μέρει προς το τέλος της δεκαετίας, με την εμφάνιση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, με αφετηρία το Σιάτλ, στο τέλος της χιλιετίας. Η δεκαετία του 2000 ήταν μια περίοδος ανόδου των αγώνων και της συνείδησης. Αν και οι σοσιαλιστικές ιδέες και η σοσιαλιστική προοπτική ήταν ακόμα αδύναμες και απομακρυσμένες, μια νέα γενιά αγωνιστών έμπαινε στο προσκήνιο.
  4. Η κατάρρευση των κομμουνιστικών κομμάτων και η πλήρης συνθηκολόγηση των παλαιών ρεφορμιστικών Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία υιοθέτησαν και εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές (Εργατικοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία, SPD στη Γερμανία, PSOE στην Ισπανία, Δημοκρατικό Κόμμα στην Ιταλία, κ.λπ.) είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα κενό στην Αριστερά. Αυτό, σε συνδυασμό με την άνοδο των κοινωνικών αγώνων, αντανακλάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και του 2000, στην εμφάνιση μιας σειράς νέων αριστερών κομμάτων, όπως το PRC στην Ιταλία, το Respect στη Βρετανία, το SSP στη Σκωτία, το PtB στο Βέλγιο, το SP στην Ολλανδία, το Die Linke στη Γερμανία, PSOL στη Βραζιλία κ.λπ. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά είχε ξεκινήσει κάποιες πρωτοβουλίες που φαίνονταν ελπιδοφόρες, όπως το NPA στη Γαλλία, και κατάφερε να δημιουργήσει σημαντικές δυνάμεις σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως στις περιπτώσεις του SP (Σοσιαλιστικό Κόμμα) και του PBP (Οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη) στην Ιρλανδία. Νέα κινήματα ήταν σε άνοδο: αντιφασισμός/αντιρατσισμός, αντιπαγκοσμιοποίηση, φεμινισμός και αντισεξισμός, περιβάλλον κ.λπ.
  5. Η οικονομική κρίση του 2007-8-9 φαινόταν σαν το σημείο καμπής που θα μπορούσε να ωθήσει την ταξική πάλη και την ταξική συνείδηση σε νέα υψηλά επίπεδα και σε μια πιο ξεκάθαρα σοσιαλιστική κατεύθυνση σε μαζική βάση. Αυτή η προοπτική αποδείχθηκε λανθασμένη. Είχαμε ισχυρούς αγώνες, ιδιαίτερα με τις αραβικές επαναστάσεις στη Βόρεια Αφρική (γνωστές ως «Αραβική Άνοιξη») και την «κρίση χρέους» της Νότιας Ευρώπης που έδωσε αφορμή για μνημειώδεις αγώνες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αλλά αυτά τα κινήματα ηττήθηκαν.
  6. Αντανακλώμενες στο πολιτικό επίπεδο, οι συνθήκες αυτές είχαν δημιούργησαν ή έδωσαν μαζικές διαστάσεις σε μια δεύτερη γενιά κομμάτων της Νέας Αριστεράς – του τύπου του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, του Podemos στην Ισπανία, του Αριστερού Μπλοκ στην Πορτογαλία κ.λπ. Οδήγησαν επίσης στην άνοδο των φαινομένων Κόρμπιν και Σάντερς στη Βρετανία και στις ΗΠΑ αντίστοιχα. Το πρώτο μέρος της δεκαετίας του 2010 φάνηκε να αναβιώνει τον αριστερό ρεφορμισμό, ως μαζικό φαινόμενο, σε διεθνή κλίμακα. Αλλά μέχρι το τέλος της δεκαετίας, και παρά το νέο κύμα κοινωνικών εκρήξεων και επαναστάσεων σε πολλές πρώην αποικιακές  χώρες, ιδιαίτερα το 2019, και την εμφάνιση, με νέα δυναμική, των νέων κινημάτων ενάντια στον σεξισμό και την κλιματική κρίση, όλοι αυτοί οι σχηματισμοί συνθηκολόγησαν και ξεπουλήθηκαν. Με αυτόν τον τρόπο η δεκαετία του 2010 έφερε μια «διπλή ήττα» – τόσο σε επίπεδο συνδικαλιστικών και κοινωνικών αγώνων όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η κρίση του Covid είχε επίσης ως αποτέλεσμα να ανακόψει τους αγώνες που αναπτύσσονταν, ειδικά γύρω από την κλιματική αλλαγή.
  7. Ο αντίκτυπος αυτών των ηττών είναι αισθητός ακόμη και σήμερα. Ταυτόχρονα υπάρχουν πολλά στοιχεία που ωθούν τη συνείδηση προς τα εμπρός, σε μια ριζοσπαστική, αριστερή και σε τελική ανάλυση σοσιαλιστική κατεύθυνση – αλλά οι διεργασίες είναι αργές. Υπάρχει μαζική οργή σε μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει βαρεθεί τις κενές υποσχέσεις και τις ατελείωτες πολιτικές λιτότητας και νεοφιλελευθερισμού. Η επισφάλεια γίνεται όλο και περισσότερο η κυρίαρχη μορφή των εργασιακών σχέσεων. Η ανεργία είναι «χαμηλή» μόνο και μόνο επειδή η υποαπασχόληση είναι υψηλή. Το βιοτικό επίπεδο έχει διαβρωθεί από τον πληθωρισμό. Οι κοινωνικές υπηρεσίες δέχονται συνεχείς επιθέσεις και ιδιωτικοποιούνται. Ο πόλεμος στη Γάζα αποκαλύπτει τις εγκληματικές πολιτικές και την υποκρισία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, στο δικαίωμα διαμαρτυρίας, διαδήλωσης, ακόμα και λόγου, με πρόσχημα τον «αντισημιτισμό», αυξάνει την οργή. Αυτά αναμειγνύονται με τα νέα κινήματα της πρόσφατης περιόδου, τον φεμινισμό, το ΛΟΑΤΚΙ και το περιβαλλοντικό. Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και των νεοφασιστικών ομάδων λειτουργεί ως έναυσμα για να αφυπνίσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα τη νεολαία, να κάνει κάτι γι’ αυτό. Αυτές οι συνθήκες προετοιμάζουν αγώνες και μεγάλα συνειδησιακά άλματα σε μεταγενέστερο στάδιο.

Ρεφορμισμός – παλιός και νέος

  1. Η ιστορική εμπειρία σχετικά με το ρόλο του ρεφορμισμού είναι πλούσια από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ιδίως στη Γαλλία και την Ισπανία στα μέσα της δεκαετίας του 1930 κ.λπ., τη μεταπολεμική περίοδο και τις τελευταίες δεκαετίες. Τα ρεφορμιστικά κόμματα όχι μόνο εγκαταλείπουν τον υποτιθέμενο στόχο τους για το «ειρηνικό» πέρασμα σε μια εναλλακτική (σοσιαλιστική) κοινωνία, αλλά προδίδουν τις εργαζόμενες μάζες και προετοιμάζουν το έδαφος για την επιστροφή της αντίδρασης. Η αντίδραση, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, μπορεί να πάρει τη μορφή της ανόδου ή της επανεμφάνισης της Ακροδεξιάς και των φασιστικών οργανώσεων. Οδηγεί επίσης στην κρίση των οργανώσεων της εργατικής τάξης, τόσο των πολιτικών όσο και των συνδικαλιστικών.
  2. Αυτά τα συμπεράσματα δεν τα έβγαλαν ποτέ τα νέα ρεφορμιστικά κόμματα, η «Νέα Αριστερά», που δημιουργήθηκαν στη μετασταλινική εποχή, στο κενό που δημιουργήθηκε από την πλήρη συνθηκολόγηση της Σοσιαλδημοκρατίας με τον καπιταλιστικό νεοφιλελευθερισμό και την κατάρρευση των σταλινικών, λεγόμενων «κομμουνιστικών», κομμάτων. Η βαθιά υποχώρηση της συνείδησης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης στην Ευρώπη βάθυνε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 2007-9 και οδήγησε σε μια ευρεία υποχώρηση όλων των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, ξεκινώντας από τα συνδικάτα, τα οποία ερμήνευαν όλο και περισσότερο το ρόλο τους ως εκπροσώπηση «ενός από τους πυλώνες της παραγωγής» και επομένως απλώς επικουρικά προς την καπιταλιστική παραγωγή. Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετά ιστορικά ρεφορμιστικά κόμματα έχουν ουσιαστικά απομακρυνθεί από το πλαίσιο του εργατικού κινήματος, ενώ η νέα Αριστερά, παρόλο που συχνά υιοθετεί μια «αντισυστημική», ή «προοδευτική» στάση, το κάνει με γενικό και αφηρημένο τρόπο, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές στο ρόλο της εργατικής τάξης και την υπέρβαση του σημερινού τρόπου παραγωγής.
  3. Η Ευρώπη αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση ενός πλήθους τέτοιων «νέων ρεφορμιστικών» κομμάτων, στις δεκαετίες του 1990, 2000 και 2010, τα οποία, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, απέτυχαν να προσφέρουν προοπτική. Είναι βάσιμο να υποστηρίξει κανείς ότι σήμερα στην Ευρώπη το κενό στην Αριστερά είναι το μεγαλύτερο από τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα η τεράστια πλειοψηφία των μαζικών αριστερών κομμάτων αρνείται ακόμη και να αναφέρει τη λέξη «σοσιαλισμός» ή ακόμη και «εθνικοποίηση». Αναπόφευκτα, επίσης, αποτυγχάνουν να ηγηθούν με συνεπή και μαχητικό τρόπο στους αγώνες της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
  4. Αυτοί οι παράγοντες έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στη συνείδηση της εργατικής τάξης. Το γενικό επίπεδο της ταξικής και σοσιαλιστικής συνείδησης σήμερα είναι πολύ χαμηλό σε σύγκριση με προηγούμενες εποχές. Σαν αποτέλεσμα, έχουμε μια γενικευμένη κρίση στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, σε όλα τα επίπεδα, με αντίκτυπο στην κοινωνία και στα μαζικά κινήματα.
  5. Αυτό είναι κάτι που αναπόφευκτα θα αλλάξει: το βάθος της οικονομικής κρίσης, οι προοπτικές και η δυναμική των πολεμικών συγκρούσεων, το βάθος της κλιματικής κρίσης κ.λπ. προκαλούν μια σαφή κρίση ηγεμονίας μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και καλλιεργούν μια πλατιά συνειδητοποίηση της ανάγκης για ριζοσπαστικές απαντήσεις. Βλέπουμε πολλά στοιχεία «αναζήτησης» μέσα στις εργαζόμενες μάζες και τη νεολαία, μια σημαντική υποστήριξη των «σοσιαλιστικών ιδεών» γενικά, αν και με συγκεχυμένο και θολό τρόπο, μια υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, κ.λπ. Αλλά όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι διεργασίες είναι αργές λόγω της αδυναμίας της εργατικής τάξης.
  6. Είδαμε επίσης ότι οι πλατιές μάζες, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, ξανά και ξανά, έδωσαν τεράστια ώθηση σε νέους πολιτικούς σχηματισμούς, όποτε ένας τέτοιος βρισκόταν στον ορίζοντα. Αυτό δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν και οι οποίες μπλοκάρονται από την αδυναμία, την υποχώρηση της συνείδησης και τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με το ρόλο των ηγεσιών της νέας Αριστεράς και των συνδικάτων.
  7. Η κατάσταση με την κρίση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και της γενικής συνείδησης είναι από πολλές απόψεις χειρότερη στην Ευρώπη από ό,τι σε άλλες ηπείρους. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς έχουν επανειλημμένα δοκιμαστεί στην κυβέρνηση και έχουν αποτύχει τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό συμβαίνει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ξεκινώντας από τα μαζικά κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας και τα Κομμουνιστικά Κόμματα πριν από την καπιταλιστική παλινόρθωση στα πρώην σταλινικά κράτη και στη συνέχεια με τον «νέο» ρεφορμισμό της νέας Αριστεράς. Η Ευρώπη ήταν παραδοσιακά το επίκεντρο της ανάπτυξης των οργανώσεων και των ιδεών της εργατικής τάξης, αλλά σήμερα, υστερεί σε σχέση με τις εξελίξεις στην αμερικανική ήπειρο και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, στην Ασία και την Αφρική. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η εικόνα δεν θα αλλάξει και πάλι στο μέλλον.

Ελλάδα

  1. Στην Ευρώπη, μετά την ύφεση του 2007-2009 και κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κυβέρνηση και το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 2015, αποτέλεσαν για μαζικά στρώματα σε ολόκληρη την ήπειρο παράδειγμα της δυνατότητας ρήξης με τις πολιτικές λιτότητας και σκιαγράφησης μιας συστημικής αλλαγής. Η αντίσταση, με άλλα λόγια, φάνηκε όχι μόνο δυνατή αλλά και ικανή να επιβάλει μια διαφορετική προσέγγιση στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν η ηγεσία του ανέλαβε να εφαρμόσει τις πολιτικές που απαιτούσε η Τρόικα, όχι μόνο διέψευσε τις ελπίδες και τις προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αλλά και κατέστησε λιγότερο αξιόπιστη μια συνολική αριστερή εναλλακτική λύση απέναντι στις άρχουσες τάξεις.
  2. Το αποτέλεσμα για τη νέα Αριστερά ήταν καταστροφικό – και ο αντίκτυπος στα μαζικά κινήματα τεράστιος. Το ιταλικό και το ελληνικό μαζικό κίνημα, παρά τις αγωνιστικές και επαναστατικές τους παραδόσεις, δεν έχουν ακόμη συνέλθει από την ήττα και την προδοσία των ηγετών των κομμάτων της νέας Αριστεράς.
  3. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 οδήγησε σε πολλαπλές διασπάσεις. Καμία από αυτές δεν μπόρεσε να σχηματίσει μια υπολογίσιμη αριστερή εναλλακτική – η συντριπτική πλειοψηφία οδηγήθηκε σε κρίση τα χρόνια που ακολούθησαν τη διάσπασή τους. Το αποκορύφωμα του εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εκλογή του Κασσελάκη στην ηγεσία του. Ο Κασσελάκης είναι ένας πολυεκατομμυριούχος εφοπλιστής, ο οποίος ζούσε στις ΗΠΑ πριν έρθει στην Ελλάδα για να διεκδικήσει την ηγεσία. Αυτό που επέτρεψε σε αυτό το άτομο να διεκδικήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μόνο η δεξιά πολιτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το βοναπαρτιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Τσίπρας και η ηγετική πλειοψηφία στο κόμμα. Ο αρχηγός του κόμματος δεν ψηφιζόταν από τους αντιπροσώπους στο συνέδριο, που εκλέγονταν από κομματικές οργανώσεις, αλλά από τους ευρύτερους υποστηρικτές του κόμματος – έτσι, άτομα μπορούσαν να γίνουν «μέλη» απλά πληρώνοντας 2 ευρώ ετήσια συνδρομή και να ψηφίσουν για τον πρόεδρο. Η ΛΟΑΤ κοινότητα κινητοποιήθηκε για να ψηφίσει τον πρώτο ομοφυλόφιλο που ηγήθηκε ενός μαζικού πολιτικού κόμματος στην Ελλάδα και έτσι ο Κασσελάκης βρέθηκε να ηγείται ενός κόμματος στο οποίο δεν ανήκε ποτέ. Ούτε η δεξιά πτέρυγα του κόμματος δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό – το αποτέλεσμα ήταν ένα δεύτερο κύμα διάσπασης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να πλέον στο 5% σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Μεταξύ άλλων, αυτό δείχνει και τον τραγικό αλλά και κωμικό ρόλο που μπορεί να παίξουν οι Πολιτικές Ταυτότητας όταν δοκιμάζονται.

Ιταλία

  1. Στην Ιταλία είχαμε ένα από τα σημαντικότερα κομμουνιστικά κόμματα στον κόσμο και ένα από τα πιο σπουδαιότερα αριστερά κινήματα στην Ευρώπη. Ακόμα και στη δεκαετία του 1980, παρά τις συνθηκολογήσεις του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΙ) και των συνδικάτων (ο «ιστορικός συμβιβασμός» και η εισοδηματική πολιτική), κατάφεραν να ηγηθούν μαζικών αγώνων (όπως για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, τα κινήματα κατά των πυραύλων και των πυρηνικών, τις επιτροπές βάσης στα σχολεία και τις μεταφορές, τα φοιτητικά κινήματα το 1985 και το 1989). Η διάλυση του ΚΚΙ και η ανάδειξη ενός δεξιού ρεφορμιστικού κόμματος (PDS/DS) δημιούργησαν τον χώρο για την ανασύνθεση της Αριστεράς. Το PRC (Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης) έφτασε περίπου τα 100.000 μέλη (μέχρι το 2006) και συγκέντρωσε μεταξύ 4,5% και 6% των ψήφων, έχοντας φτάσει και το 8,5% το 1996. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση των αγώνων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και στις εργατικές κινητοποιήσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (FIOM και νόμος περί απολύσεων).
  2. Η πορεία του PRC σημαδεύτηκε από διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις: μεταξύ σταλινικών και αντισταλινικών παρατάξεων· μεταξύ μιας «δημοκρατικής συμμαχίας» και ενός εναλλακτικού πόλου στις «δύο δεξιές» (κεντροαριστερά και δεξιά)· μεταξύ ενός «κομμουνιστικού» προσανατολισμού και μιας ριζοσπαστικής αριστερής προσέγγισης. Η απόφαση να συμμετάσχει στην κυβέρνηση (2006) και να υπερβεί το «κομμουνιστικό» προφίλ (Αριστερά Ουράνιο Τόξο) οδήγησε στην κοινοβουλευτική καταστροφή του 2008, με την Αριστερά να αποκλείεται από το Κοινοβούλιο. Ακριβώς τη στιγμή που η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων διαβρωνόταν από την κρίση, δεν υπήρχε σημείο αναφοράς για την κοινωνική αντίσταση. Το ρεφορμιστικό DS εγκατέλειψε κάθε δεσμό με την εργατική τάξη, ιδρύοντας ένα φιλελεύθερο «προοδευτικό» κόμμα (PD υπό τον Βελτρόνι και τον Ρέντσι). Το PRC διασπάστηκε μεταξύ των «κομμουνιστικών» παρατάξεων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς (2009).
  3. Εκείνα τα χρόνια είχαμε μια βαριά ήττα για την εργατική τάξη, με τις χωριστές συμφωνίες για τις συμβάσεις το 2009 (αποδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων), τη συνθηκολόγηση της FIOM στη FIAT (ακολουθούμενη από την κατάρρευση του «κοινωνικού συνασπισμού» το 2015 και την κακή ανανέωση των συμβάσεων το 2016) και την επίθεση του Ρέντσι (από το Δημοκρατικό Κόμμα). Το προφίλ της ιταλικής Αριστεράς άλλαξε βαθιά. Αυτό οδήγησε στη διφορούμενη άνοδο του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και στην εδραίωση ενός αντιδραστικού μπλοκ το 2018/2019. Η Αριστερά διατήρησε μια πρωτοπορία δεκάδων χιλιάδων ακτιβιστών: εναλλακτικά δίκτυα με μειωμένη εκλογική απήχηση (1-2% των ψήφων, συχνά συσπειρωμένα σε απίθανες, προσωρινές λίστες συνδεδεμένες με μεμονωμένα πρόσωπα)ᣟ μια πληθώρα ομάδων (συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν απομείνει από το PRC- το ΚΚΙ)ᣟ ένας νεοσταλινικός και τολιατικός σχηματισμόςᣟ το PoterealPopolo, μια σταλινική και λαϊκιστική δύναμηᣟ οι Μποντριγκιστικοί κύκλοι που ηγούνται των SiCobasᣟ η ρεφορμιστική αριστερά που ανασυγκροτήθηκε στην Πράσινο-Κόκκινη Συμμαχία (AVS, κομμάτια που αποσχίστηκαν από το PRC προς τα δεξιά με τους Πράσινους). Μέσα σε όλα αυτά, κάθε αναφορά στην εργατική τάξη, και συχνά κάθε πραγματική μαζική επιρροή, έχει χαθεί.

Πορτογαλία, Ισπανία, Γερμανία

  1. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Γερμανία είχαμε επίσης την εμφάνιση σημαντικών κομμάτων της νέας Αριστεράς, τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα τους βρίσκονται τώρα αντιμέτωπα με μια βαθιά κρίση. Το κοινό χαρακτηριστικό σε όλα, όπως και στα προαναφερθέντα παραδείγματα, είναι ότι συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις – στην Ισπανία και την Πορτογαλία σε εθνικό επίπεδο, στη Γερμανία σε επίπεδο ομοσπονδιακών κρατιδίων.
  2. Η συμμετοχή της Αριστεράς σε μια αστική κυβέρνηση μπορεί να γίνει μόνο υπό τους όρους της άρχουσας τάξης. Σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, το σύστημα δεν έχει περιθώρια για φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτή είναι και η στιγμή που η άρχουσα τάξη χρειάζεται αριστερά κόμματα για να μπορέσει να κυβερνήσει, ακριβώς επειδή η κυριαρχία της αμφισβητείται από τις μάζες. Έτσι, τα κόμματα της Αριστεράς καταλήγουν να εφαρμόζουν τις πολιτικές που απαιτούν οι καπιταλιστές, να λειτουργούν ως «πυροσβέστες» ενάντια στους εργατικούς αγώνες, να καταλήγουν και τα ίδια σε κρίση και να προετοιμάζουν το έδαφος για την επιστροφή της αντίδρασης.
  3. Είναι τραγική ειρωνεία όταν τα «αριστερά» κόμματα διακηρύσσουν ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην Ακροδεξιά, ενώ είναι ακριβώς οι πολιτικές τους που προετοιμάζουν το έδαφος για την Ακροδεξιά. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γερμανία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των διεργασιών. Το Vox στην Ισπανία εμφανίστηκε μόλις το 2014, η Chega στην Πορτογαλία το 2019 και το AfD στη Γερμανία το 2013. Και όλα είχαν θεαματική άνοδο.

Bloco

  1. 24. Το Bloco de Esquerda (BdE – Μπλόκο της Αριστεράς) κατάφερε να ανέβει κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους 2010-5 που συγκλόνισε τη νότια Ευρώπη, από μια μικρή δύναμη, και να συνάψει συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (αλλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Πράσινους) της Πορτογαλίας, ώστε να επιτρέψει στο ΣΚ να κυβερνήσει ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Η συμμαχία τους συνεχίστηκε και μετά τις επόμενες εκλογές, αυτές του 2019. Η συμμαχία κατέρρευσε το 2022, όταν το ΣΚ αποφάσισε να στοχεύσει σε κυβέρνηση πλειοψηφίας, ώστε να μην εξαρτάται από τους αριστερούς συνεργάτες του. Στην πράξη, το ΣΚ χρησιμοποίησε τα αριστερά κόμματα, όταν τα χρειαζόταν, και στη συνέχεια τα εγκατέλειψε. Στο απόγειό του, το 2015, το Bloco είχε 19 έδρες στο πορτογαλικό κοινοβούλιο, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2024 έπεσε στις 5. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2019 δημιουργήθηκε το ακροδεξιό κόμμα Chega. Τότε πήρε το 1,3% των ψήφων· στις εκλογές του 2022 πήρε 7,15% και 12 έδρες. Ενώ το 2015 το Μπλόκο ήταν στο 10,2%, το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο με 19 έδρες, έπεσε στο 6,6% στις εκλογές του 2019 και στο 4,6% στις εκλογές του 2022 με μόλις 5 έδρες. Η ήττα του ’22 οδήγησε σε αλλαγή ηγεσίας – η MarianaMortágua, που αντικατέστησε την Catarina Martins, να φαίνεται ότι προσπαθεί να ωθήσει το BdE προς τα αριστερά.

Podemos

  1. 25. Το Podemos («Μπορούμε») είναι πολύ γνωστό έχοντας δημιουργηθεί «μέσα» από το μεγάλο κίνημα των Αγανακτισμένων που συγκλόνισε την Ισπανία το 2011 (μέρος του παγκόσμιου «κινήματος καταλήψεων» της περιόδου). Δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 2014, από γνωστούς ακαδημαϊκούς και διανοούμενους. Κατέβηκε για πρώτη φορά στις Ευρωεκλογές του 2014 και πήρε 8% των ψήφων. Ένα χρόνο αργότερα, στις γενικές εκλογές του 2015, κέρδισε 20,7% – το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα, πίσω από το Λαϊκό Κόμμα (PP) και το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE), σπάζοντας έτσι το παραδοσιακό δικομματικό σύστημα της Ισπανίας. Τον Ιούνιο του 2016 ένωσε τις δυνάμεις του με την Ενωμένη Αριστερά για να σχηματίσουν τον συνασπισμό UnidosPodemos (Ενωμένοι Μπορούμε). Πήρε το 21,1% των ψήφων, μια μικρή αύξηση σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, αποτυγχάνοντας στον στόχο του να ξεπεράσει το PSOE.
  2. Σύντομα μετά τη δημιουργία του το Podemos κινήθηκε όλο και περισσότερο προς τα δεξιά. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο πιο επιφανής ηγέτης του, πρόσφερε ξεκάθαρη υποστήριξη στον Τσίπρα μετά την συνθηκολόγησή του το καλοκαίρι του 2015, εντείνοντας τις εσωτερικές διαιρέσεις στο Podemos. Το εσωτερικό καθεστώς παρουσιάστηκε σαν «άμεση» δημοκρατία, μέσω του διαδικτύου – τα μέλη μπορούσαν υποτίθεται να «συμμετέχουν» και να «ψηφίζουν» online, αλλά αυτό σήμαινε απλά ότι η ηγεσία ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη, παίρνοντας όποια απόφαση ήθελε, αγνοώντας ό,τι δεν συμφωνούσε και χωρίς η βάση του κόμματος να έχει κάποιο τρόπο να αλλάξει τις πολιτικές ή την ίδια την ηγεσία. Μέχρι τον Απρίλιο του 2019 το Unidos Podemos είχε πέσει στο 14,3% και τον Νοέμβριο του 2019, σε επαναληπτικές εκλογές λόγω πολιτικού αδιεξόδου, στο 12,8%. Ως φυσικό επακόλουθο της δεξιάς του πορείας, το Unidos Podemos σχημάτισε κυβέρνηση με το PSOE. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας διετέλεσε δεύτερος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Κοινωνικών Δικαιωμάτων μέχρι το 2021… οπότε και εγκατέλειψε την πολιτική! Τον Ιούλιο του 2023 οι Podemos προσχώρησαν σε έναν νέο συνασπισμό, το Sumar, με επικεφαλής τη Γιολάντ αΝτίαζ και έλαβαν το 12,4% των ψήφων (πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν στο Sumar περίπου 10%). Ουσιαστικά το Podemos δεν έχει πλέον ανεξάρτητη ύπαρξη.

DieLinke

  1. Το Die Linke δημιουργήθηκε το 2007 μέσω της ενοποίησης του WASG στη Δυτική Γερμανία, που αποσχίστηκε από το SPD, και του PDS που είχε τη βάση του στην Ανατολική Γερμανία. Από την πρώτη του συμμετοχή στις εκλογές για το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο έλαβε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, 11,9% – γεγονός που το καθιστούσε το τέταρτο μεγαλύτερο κόμμα στην Μπούντεσταγκ. Αλλά το Die Linke απέτυχε να προσφέρει ένα αριστερό εναλλακτικό όραμα στη γερμανική εργατική τάξη, είτε στη δυτική είτε στην ανατολική Γερμανία. Τα ποσοστά του το 2013 έπεσαν στο 8,6%, το 2017 αυξήθηκαν ελαφρώς στο 9,2%, αλλά το 2021 έπεσαν στο 4,9%. Δέχθηκε πιέσεις από τους Πράσινους, οι οποίοι αύξησαν τη δύναμή τους σε βάρος του, αλλά και από το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία – δημιουργήθηκε το 2013, αλλά αύξησε σημαντικά την υποστήριξή του μετά την προσφυγική κρίση του 2015-16) το οποίο υπονόμευσε την υποστήριξή του στην ανατολική Γερμανία όπου το Die Linke είχε τα προπύργιά του.

Σάρα Βάγκενκνεχτ

  1. Η περίπτωση του BSW (Sarah Wakengnecht Alliance) που αναφέρθηκε νωρίτερα στο κείμενο, αξίζει σίγουρα την προσοχή μας. Η Σ.Β. αποσχίστηκε από το Die Linke τον Οκτώβριο του 2023, για να δημιουργήσει μια Συμμαχία στο όνομά της, και ήταν πολύ πιο επιτυχημένη από ό,τι θα μπορούσε να προβλέψει κανείς σε βάρος του Die Linke που βρίσκεται σε σύγχυση και κρίση. Συνδυάζει τα αιτήματα που προβάλλει η Ακροδεξιά, ειδικά για το μεταναστευτικό, με συντηρητικές ιδέες για φεμινιστικά και ΛΟΑΤΚΙ ζητήματα, και με αιτήματα υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Είναι σημαντικό ότι παίρνει αντιπολεμικές θέσεις, ασκώντας κριτική στη γερμανική κυβέρνηση και την ΕΕ, τόσο σε σχέση με την Ουκρανία όσο και με τον πόλεμο στη Γάζα (επικρίνει το Ισραήλ, υποστηρίζει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους).
  2. Η Βάγκενκνεχτ ισχυρίζεται ότι δημιούργησε το BSW για να σταματήσει την άνοδο του AfD, αλλά τίποτα τέτοιο δεν συνέβη – αντίθετα το Die Linke βυθίστηκε σε βαθύτερη κρίση. Η επιτυχία του BSW είναι φυσικά μια αντανάκλαση της κρίσης του DieLinke- που δεν έχει καθαρές θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία ή την Παλαιστίνη και συμμετέχει συχνά στις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων, εφαρμόζοντας πολιτικές νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα. Το BSW δεν κατάφερε να αποσπάσει ψήφους από το AfD, παίρνοντας βασικά ψήφους από απογοητευμένους ψηφοφόρους του SPD (Σοσιαλδημοκράτες) και το Die Linke [4].

Κόρμπιν

  1. Η εμφάνιση του Τζέρεμι Κόρμπιν και του ρεύματος γύρω απ’ αυτόν (Corbynism) στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 προκάλεσε έκπληξη – εξίσου μεγάλη έκπληξη και ενδιαφέρον αποτέλεσε και το φαινόμενο του Μπέρνι Σάντερς στο Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ. Ο Κόρμπιν ανέλαβε την ηγεσία του βρετανικού Εργατικού Κόμματος και προσπάθησε να του δώσει μια ώθηση προς τα αριστερά, χωρίς όμως να είναι έτοιμος να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τη δεξιά πτέρυγα. Απέτυχε πλήρως και αυτό επέτρεψε στη δεξιά αντίδραση στο εσωτερικό των Εργατικών να ανακτήσει τον έλεγχο, να πετσοκόψει την αριστερά του κόμματος και να διαγράψει ακόμη και τον Κόρμπιν. Ωστόσο, έθεσε υποψηφιότητα στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές (Ιούλιος 2024) και εξελέγη βουλευτής.
  2. Σήμερα ο Κόρμπιν επιχειρεί μια συμμαχία με βουλευτές που ανήκαν στους Εργατικούς, για να δημιουργήσει ένα είδος κοινοβουλευτικής αντιπολιτευτικής ομάδας. Αυτό είναι εντελώς ανεπαρκές. Οι προϋποθέσεις για ένα νέο κόμμα της εργατικής τάξης στη Βρετανία υπάρχουν. Και ο Κόρμπιν θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για τη δημιουργία του – αλλά δεν μπόρεσε να παίξει αυτό τον ρόλο λόγο λόγω των ρεφορμιστικών του θέσεων.
  3. Κατά την περίοδο της ηγεσίας του Κόρμπιν δημιουργήθηκε το «Momentum» ως μια ευρεία οργάνωση για την παροχή υποστήριξης στις ιδέες του Κόρμπιν τόσο εντός όσο και εκτός του Εργατικού Κόμματος. Απέτυχε παταγωδώς, αφενός λόγω των συντηρητικών δεξιών ρεφορμιστικών ιδεών του και αφετέρου λόγω της εντελώς γραφειοκρατικής προσέγγισής του απέναντι σε όποιον δεν συμμεριζόταν τις απόψεις της ηγεσίας. Το Momentum έδειξε για άλλη μια φορά ότι οι δυνατότητες που υπάρχουν αντικειμενικά για τη δημιουργία νέων αριστερών σχηματισμών, ριζοσπαστικού αν όχι ανοιχτά σοσιαλιστικού χαρακτήρα, μπορούν να καταστραφούν εξαιτίας υποκειμενικών παραγόντων, από το ρόλο δηλαδή που παίζει η ηγεσία.
  4. Εν μέρει ως απάντηση στον πόλεμο στη Γάζα και εν μέρει λόγω του περαιτέρω εκφυλισμού του Εργατικού Κόμματος (ΕΚ), εμφανίστηκε προς το τέλος του 2023 το «Collective», το οποίο συγκέντρωσε υποστηρικτές του Κόρμπιν, πρώην δημ. συμβούλους του ΕΚ, αριστερούς ανεξάρτητους υποψηφίους, ομάδες και ακτιβιστές. Ο διακηρυγμένος στόχος του Collective είναι «η ανοικοδόμηση ενός μαζικού σοσιαλιστικού κινήματος ως θεμέλιο για ένα νέο αριστερό πολιτικό κόμμα». Μένει να δούμε αν θα πετύχει τον διακηρυγμένο στόχο του. Αποτελεί όμως άλλη μια ένδειξη για το πόσο ώριμη είναι η αντικειμενική κατάσταση για τη δημιουργία των τόσο αναγκαίων ριζοσπαστικών αριστερών πλατιών οργανώσεων που θα δώσουν διέξοδο στην εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας.

Η Ανυπότακτη Γαλλία και το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο»

  1. Ένας από τους λίγους μεγάλους αριστερούς σχηματισμούς στην Ευρώπη που δεν έχει δοκιμαστεί, εκτεθεί και βρεθεί σε κρίση, παρά τις μεγάλες προκλήσεις και τα πολλά εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι η Ανυπότακτη Γαλλία (La France Insoumise – LFI), με επικεφαλής τον Jean-LucMélenchon (πρώην βουλευτή και υπουργό του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, από το οποίο αποσχίστηκε το 2008). Το LFI συνδυάζει ριζοσπαστικά αριστερά αιτήματα και συνθήματα με κινητοποιήσεις στο δρόμο, ένα εθνικιστικό προγραμματικό πλαίσιο και μια ουσιαστικά ρεφορμιστική προσέγγιση. Δημιουργήθηκε το 2016 και συνεχίζει να αυξάνει την υποστήριξή του. Στις προεδρικές εκλογές του 2017, ο Mélenchon κέρδισε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων που πήρε ποτέ υποψήφιος στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) στη μεταπολεμική περίοδο. Το 2022, έφτασε το 22%, αποτυγχάνοντας οριακά (για 1,2% των ψήφων) να περάσει στον δεύτερο γύρο απέναντι στον Μακρόν.
  2. Στις βουλευτικές εκλογές του 2024 (30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου) το LFI ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του Νέου Λαϊκού Μετώπου (Nouveau Front Populaire – NFP) μιας συμμαχίας μεταξύ της Ανυπότακτης Γαλλίας, των Σοσιαλιστών, του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, των Πρασίνων και άλλων μικρότερων δυνάμεων. Η συμμαχία αυτή δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 2022 για να διεκδικήσει τις βουλευτικές εκλογές, με την ονομασία NUPES (Νέα Λαϊκή Ένωση). Η δημιουργία του NPF ήταν η απάντηση στον Μακρόν που προκήρυξε πρόωρες εκλογές μετά την συντριπτική ήττα του συνδυασμού του στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024. Σε αυτές τις εκλογές το RN της Μαρίν Λεπέν ήρθε πρώτο με 31,37% των ψήφων, ενώ η λίστα του Μακρόν (L’EE) πήρε λιγότερο από το μισό του ποσοστού αυτού, 14,60%. Ο Μακρόν επιχείρησε να κινηθεί γρήγορα, προκηρύσσοντας αμέσως πρόωρες εκλογές για να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους του και να κάνει χρήση του συνήθους εκβιασμού του «μικρότερου κακού»: «ψηφίστε με, εναντίον των εξτρεμιστών». Το NFP, συμπεριλαμβανομένου του LFI, υιοθέτησε μια τακτική «δημοκρατικού μετώπου» στο δεύτερο γύρο, αποσύροντας τους δικούς του υποψηφίους και προτρέποντας τους πολίτες να ψηφίσουν τους υποψηφίους του Μακρόν. Η Λεπέν πράγματι ηττήθηκε με αυτόν τον τρόπο, το NFP κέρδισε 178 έδρες, το στρατόπεδο του Μακρόν 162 και η Λεπέν 142.
  3. Ο Μακρόν αρνήθηκε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο NFP, παρά την επικράτησή του, κάνοντας χρήση του αριθμού των εδρών του και των προεδρικών υπερεξουσιών του. Όρισε μια κυβέρνηση μειοψηφίας της δικής του επιλογής, υπό τον πρωθυπουργό Michel Barnier, ο οποίος προέρχεται από την παραδοσιακή Δεξιά (Ρεπουμπλικάνοι) – με την υποστήριξη της Marine Le Pen. Αυτό οδήγησε σε μαζικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων σε διαμαρτυρίες που κάλεσε το NFP. Η κυβέρνηση Μπαρνιέ έπεσε στις αρχές Δεκεμβρίου λόγω πρότασης δυσπιστίας του NFP που ψηφίστηκε επίσης από το RN, για να αντικατασταθεί μετά από λίγες εβδομάδες από την κυβέρνηση Μπαϊρού, με το ίδιο πολιτικό υπόβαθρο. Η γαλλική αστάθεια θα συνεχιστεί έτσι και τους επόμενους μήνες, προκαλώντας πιθανά νέες εκλογές τους επόμενους μήνες ή ακόμη και πρόωρες προεδρικές εκλογές.
  4. Παρά το «ριζοσπαστικό» πρόσωπο και τη «φήμη» που έχει η LFI, εν μέρει λόγω των επιθέσεων εναντίον της από την άρχουσα τάξη, δεν είναι μαρξιστική οργάνωση, δεν μπορεί καν να χαρακτηριστεί αντικαπιταλιστική. Δεν περιγράφει τον εαυτό της ως κόμμα αλλά ως «κίνημα» και ως «δίκτυο» και δεν στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος – ουσιαστικά θέλει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για να το κάνει «καλύτερο», πιο ανθρώπινο – η συνηθισμένη αυταπάτη των ρεφορμιστών. Τα κόμματα με τα οποία έχει συμμαχήσει στο NFP, ιδιαίτερα το SP, αλλά και το PCF και οι Πράσινοι, έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν και έχουν δείξει ότι δεν είναι διατεθειμένα να εισέλθουν σε καμία μεγάλη αντιπαράθεση με τη γαλλική άρχουσα τάξη, να αμφισβητήσουν με οποιονδήποτε τρόπο το καπιταλιστικό σύστημα. Επιπλέον, το LFI επαναλαμβάνει την προσέγγιση των κομμάτων της νέας Αριστεράς, υπερασπιζόμενο ένα υποτιθέμενο γαλλικό κοινωνικό μοντέλο, χωρίς καμία ρητή αναφορά στο ρόλο της εργατικής τάξης και χωρίς καμία αναφορά σε οποιονδήποτε ταξικό διεθνισμό.
  5. Εκτός από το πολιτικό πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία του LFI, υπάρχει και μια άλλη κρίσιμη έλλειψη, και αυτή είναι ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του LFI (και επίσης του NFP). Η LFI είναι μια οργάνωση με κατακόρυφες δομές και ιεραρχία, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της γενικής πολιτικής γραμμής ή του Mélenchon από τα μέλη (που υπολογίζονται σε περίπου 400.000).
  6. Το LFI, κατά τα τελευταία δύο χρόνια, ακριβώς τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία εγκαινίαζε μια νέα φάση ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης, πρότεινε μια τακτική ευρέων συμμαχιών στο πλαίσιο του «προοδευτικού» μετώπου που, τόσο στο όνομα όσο και στην ουσία, θυμίζει ρητά το Λαϊκό Μέτωπο της δεκαετίας του 1930. Το NFP καθώς και ο προκάτοχός του, το NUPES (Nouvelle Union Populaire Écologique et Sociale) περιλαμβάνουν όχι μόνο δυνάμεις από το εργατικό κίνημα που έχουν προηγουμένως δείξει ότι δεν είναι πρόθυμες να εμπλακούν σε μια σοβαρή αντιπαράθεση με τη γαλλική άρχουσα τάξη (όπως το PCF), αλλά και δυνάμεις που τώρα ευθυγραμμίζονται πλήρως με την «προοδευτική» αστική τάξη (οι Πράσινοι και το PS). Με αυτόν τον τρόπο, η LFI επαναλαμβάνει θεωρητικά και πολιτικά τα ίδια λάθη που έγιναν πριν από 90 χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι τον περασμένο Σεπτέμβριο (2024) το LFI ψήφισε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπέρ της έγκρισης της χρήσης ευρωπαϊκών όπλων για τη στόχευση στρατιωτικών στόχων στη Ρωσία.
  7. Το πολιτικό πρόγραμμα του NFP (και της NUPES πριν από αυτό) περιλαμβάνει αιτήματα όπως: πάγωμα των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των τροφίμων· αύξηση των μισθών· λιγότερες ώρες εργασίας· μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης· αύξηση της φορολογίας των πλουσίων και των επιχειρήσεων· αύξηση των δαπανών για την πρόνοια και τις κοινωνικές υπηρεσίες· κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και των ορυκτών καυσίμων· κατά του ρατσισμού και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων· υποστήριξη των δικαιωμάτων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων· αναθεώρηση του Συντάγματος για την κατάργηση των ακραίων/βοναπαρτιστικών εξουσιών του προέδρου· κ.λπ. Τα αιτήματα αυτά εγείρουν την εχθρότητα της γαλλικής άρχουσας τάξης, η οποία προφανώς θεωρεί τον Mélenchon πολύ πιο απρόβλεπτο και επικίνδυνο από τη Marine Le Pen. Παρά τον –όχι ιδιαίτερα ριζοσπαστικό– μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα του, το πρόγραμμα του LFI θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί στα πλαίσια του καπιταλισμού και μιας διαταξιακής συμμαχίας λόγω της σφοδρής αντίθεσης της γαλλικής (και διεθνούς) αστικής τάξης.
  8. Παρά τη στρατηγική αυτή και παρά την αδυναμία της να προσφέρει μια εναλλακτική κατεύθυνση στους συνδικαλιστικούς αγώνες, όπως το κίνημα για τις συντάξεις, η LFI και το NPF, στην παρούσα συγκυρία, θεωρούνται από τις μάζες ότι παρέχουν μια προοπτική, τόσο σε επίπεδο καθημερινών αγώνων και διαμαρτυριών όσο και πολιτικά, για να αμφισβητήσουν την κεντροδεξιά κυβέρνηση και την Ακροδεξιά. Σαν αποτέλεσμα, η LFI έχει πολύ σημαντική υποστήριξη στη γαλλική εργατική τάξη, τη νεολαία και τα κοινωνικά κινήματα.
  9. Το NFP οικοδομήθηκε στη βάση της συγκέντρωσης των «δημοκρατικών/προοδευτικών» δυνάμεων για να αντιταχθεί στην προοπτική η Ακροδεξιά να κερδίσει την κυβέρνηση. Αλλά αν το NFP ήταν σε θέση να σχηματίσει το ίδιο κυβέρνηση, όλες οι εσωτερικές του αντιφάσεις θα έβγαιναν στην επιφάνεια με εκρηκτική δύναμη. Αντιμέτωπο με την αποφασιστική αντίθεση της άρχουσας τάξης στις μεταρρυθμίσεις που θέλει να περάσει, το NFP θα είχε την επιλογή να συμβιβαστεί (δηλαδή να εγκαταλείψει το πρόγραμμά του) ή να καταρρεύσει. Το NPF είναι επομένως ένας ασταθής σχηματισμός.
  10. Η πολυπλοκότητα της σημερινής πολιτικής δυναμικής, η γενική αδυναμία της εργατικής τάξης, η αδυναμία των ταξικών και επαναστατικών δυνάμεων και το χάσμα μεταξύ της μαζικής συνείδησης και της πραγματικότητας της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου δημιουργούν ένα χώρο για διάφορες πολιτικές και εκλογικές τακτικές την επόμενη περίοδο – από την παροχή στο NFP κριτικής υποστήριξης στις εκλογές μέχρι την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού μετώπου στο NFP.
  11. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι διχασμένη ως προς την προσέγγιση της LFI. Μεγάλα τμήματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αντιτίθενται στην LFI και ιδιαίτερα στο NPF, αλλά άλλα παρέχουν υποστήριξη ή/και συμμετέχουν. Η πιο μεγάλη αντικαπιταλιστική ομάδα στη Γαλλία, το NPA (Nouveau Parti Anticapitaliste – Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) διασπάστηκε πάνω σε αυτό (και σε μια σειρά άλλων σημαντικών ζητημάτων) τον Δεκέμβριο του 2022. Η διάσπαση χώρισε το NPA στα δύο, με περίπου 700 μέλη σε κάθε πλευρά. Το ένα προσχώρησε στο NPF, το άλλο (NPA Revolutionaire) αρνήθηκε ακόμη και να καλέσει σε ψήφο σε αυτό.
  12. Πέρα από οποιαδήποτε πολιτική ή εκλογική τακτική, για τους Μαρξιστές μια πολιτική θέση αρχών ενάντια στη δημιουργία του γαλλικού «λαϊκού μετώπου», και πιο συγκεκριμένα για την ένταξη του ΣΚ σε αυτό, είναι απαραίτητη: ιστορικά, ένα λαϊκό μέτωπο είναι ένας «απεργοσπαστικός μηχανισμός», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Τρότσκι – και έτσι, θα δημιουργήσει τις συνθήκες για την επιστροφή της δεξιάς αντίδρασης. Αυτή η κριτική πρέπει να απευθύνεται προς την LFI που ήταν η βασική δύναμη πίσω από το NPF, για την αποτυχία της να αντλήσει τα διδάγματα από την αποτυχημένη εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου της δεκαετίας του 1930. Στόχος πρέπει πάντα να είναι να πείθουμε μέσα από υπομονετική εξήγηση. Πολιτική παρέμβαση μαζί με κριτική, σημαίνει να αγωνιζόμαστε για την πλήρη εφαρμογή των αιτημάτων του μαζικού κινήματος που υιοθετούνται στο πρόγραμμα του NFP, τονίζοντας όμως ότι η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί την πλήρη αυτονομία και πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης πάνω σε μια σαφή προοπτική ανατροπής του συστήματος.
  13. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να εξετάσουμε διαφορετικές τακτικές όπως κριτική υποστήριξη ή εισοδισμό, με στόχο την οικοδόμηση των μαρξιστικών δυνάμεων και, όταν είναι δυνατόν, την ανατροπή της ταξικής-συμβιβαστικής δυναμικής του Λαϊκού Μετώπου.
  14. Η γενική διάθεση για πλατιά ενότητα έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η Ακροδεξιά είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να αγνοούμε ή να αντιτασσόμαστε σ΄ αυτή. Σε ένα πλαίσιο,

«…όπου η παγκόσμια οικονομική κρίση επιδεινώνεται, η ανεργία αυξάνεται, σε κάθε σχεδόν χώρα το διεθνές κεφάλαιο έχει περάσει σε μια συστηματική επίθεση εναντίον των εργαζομένων… υπάρχει μια νέα διάθεση μεταξύ των εργαζομένων – μια αυθόρμητη επιδίωξη προς την ενότητα, η οποία είναι κυριολεκτικά ασυγκράτητη… Τα νέα στρώματα των πολιτικά άπειρων εργατών που μόλις άρχισαν να δραστηριοποιούνται επιθυμούν την ενότητα όλων των εργατικών κομμάτων, ακόμα και όλων των εργατικών οργανώσεων γενικά, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσουν την αντίσταση στην καπιταλιστική επίθεση» [Θέσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, 18 Δεκεμβρίου 1921].

Αυτή η γενική παρατήρηση ίσχυε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, όταν οι μάζες ήταν οργανωμένες σε ρεφορμιστικά κόμματα και συνδικάτα, και εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, ακόμη και όταν οι μάζες είναι συχνά ανοργάνωτες και διασκορπισμένες.

«Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι απλώς μια πρωτοβουλία με την οποία οι κομμουνιστές προτείνουν να ενωθούν με όλους τους εργάτες που ανήκουν σε άλλα κόμματα και ομάδες και όλους τους ανένταχτους εργάτες σε έναν κοινό αγώνα για την υπεράσπιση των άμεσων, βασικών συμφερόντων της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη».

Η τακτική του ενιαίου μετώπου (ΕΜ) λειτουργεί, επομένως, μέσα σε μια μαζική και ταξική διάσταση, εμπλέκοντας όλες τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς στην κοινωνική δράση και στοχεύοντας στην ανάπτυξη ενιαίων οργανωτικών βάσεων ανάμεσα στις μάζες (απεργιακές επιτροπές, συντονισμοί, αυτοοργανωμένες συνελεύσεις κ.λπ.). Η τακτική του ΕΜ είναι το ακριβώς αντίθετο των διαταξικών λαϊκών μετώπων.

  1. Οι Mαρξιστές στη Γαλλία θα είχαν καθήκον να ασκήσουν αυτή την κριτική στην LFI, αλλά με προσεκτικό και ευαίσθητο τρόπο δεδομένης της υποστήριξης που έχει το LFI/NPF στην εργατική τάξη, τους μετανάστες, τη νεολαία κ.λπ. Ο στόχος θα πρέπει πάντα να είναι να πείσουμε μέσα από υπομονετική εξήγηση. Ωστόσο, το να πάρουμε μια θέση αρχής απέναντι στο NPF είναι διαφορετικό από την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί απέναντι του ή απέναντι στην LFI. Ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός προς αυτές τις δυνάμεις θα ήταν απαραίτητος επειδή προσελκύουν (βλ. παρακάτω) μεγάλους αριθμούς ακτιβιστών της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το μέγεθος, ωστόσο, μιας μαρξιστικής οργάνωσης είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την απόφαση σχετικά με μια τέτοια τακτική. Για μια πολύ μικρή επαναστατική ομάδα, πιθανά η καλύτερη τακτική θα ήταν να κάνει εισοδισμό στην LFI – οι δομές της το επιτρέπουν αυτό. Ανεξάρτητα όμως από το μέγεθος και τις πρακτικές λεπτομέρειες της τακτικής, οι οποίες δεν μπορούν να αποφασιστούν από μακριά (καθώς δεν έχουμε οργάνωση στη Γαλλία) και οι οποίες θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης με ανοικτό μυαλό, θα ήταν απαραίτητη η εφαρμογή της «μεθόδου» του ΕΜ προς την LFI, δηλαδή η συνεργασία και η κοινή δράση με τους ακτιβιστές της βάσης της. 

Η αντικαπιταλιστική Αριστερά

Γαλλία

  1. Υπάρχουν χώρες όπου η αντικαπιταλιστική Αριστερά παίζει σημαντικό ρόλο στο εργατικό και στα κοινωνικά κινήματα και μια σειρά από περιπτώσεις όπου έφτασε κοντά στη δημιουργία σημαντικών νέων αριστερών σχηματισμών, αλλά τελικά απέτυχε να αλλάξει σημαντικά το τοπίο της Αριστεράς.
  2. Μια από τις πιο σημαντικές χώρες όπου οι οργανώσεις που έχουν αναφορά στον Τρότσκι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο παρελθόν, είναι η Γαλλία. Το NPA, που ήδη αναφέρθηκε, είχε αναζωπυρώσει τις ελπίδες πολλών ακτιβιστών κατά τη δημιουργία του τον Φεβρουάριο του 2009, μετρώντας 9.200 ιδρυτικά μέλη. Η «άκρα αριστερά» είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε όλα τα κινήματα των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Στις προεδρικές εκλογές του 2002, οι υποψήφιοι της Τροτσκιστικής Αριστεράς έλαβαν αθροιστικά το 10,44% των συνολικών ψήφων! Στις εκλογές του 2007 έλαβαν το 7% – σημαντικά χαμηλότερο από το 2002, αλλά ακόμα μεγάλο, ενδεικτικό της δυναμικής που υπήρχε αντικειμενικά.
  3. Την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του NPA πήρε η μεγαλύτερη από τις τροτσκιστικές οργανώσεις, η LCR (Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα) που συνδέεται με την Ενιαία Γραμματεία της 4ης Διεθνούς (USFI). Το NPA ήταν ένας ευρύς σχηματισμός με στόχο να ενώσει την κατακερματισμένη γαλλική αντικαπιταλιστική Αριστερά. Η ιδέα ήταν σωστή, αλλά εφαρμόστηκε με λάθος τρόπο. Ακολουθώντας την τακτική που χαρακτηρίζει την USFI διεθνώς, η LCR διαλύθηκε μέσα στο NPA. Αυτό σήμαινε ότι είχαν εγκαταλείψει τον στόχο της ύπαρξης ενός οργανωμένου επαναστατικού πυρήνα στο κέντρο του NPA (ως πλατιού σχηματισμού). Το NPA, επομένως, ήταν βέβαιο ότι θα κατέληγε σε περιπέτειες (οπορτουνιστικές ή σεχταριστικές). Η LCR απαίτησε ότι όλες οι ομάδες που αποφάσιζαν να ενταχθούν στο NPA θα έπρεπε επίσης να αυτοδιαλυθούν πριν από την ένταξή τους. Αυτό το λάθος είναι κρίσιμης σημασίας, γιατί δεν αναγνωρίζει την ανάγκη οι επαναστάτες να λειτουργούν οργανωμένα μέσα σε ευρύτερους αριστερούς σχηματισμούς, οι οποίοι, διαφορετικά, θα έτειναν να είναι ρεφορμιστικοί, αριστερορεφορμιστικοί ή κεντριστικοί ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά σίγουρα όχι επαναστατικοί.
  4. Η άνοδος του Mélenchon ως ισχυρής αριστερής προσωπικότητας, που οικοδόμησε γύρω του ευρείες αριστερές συμμαχίες και κατέβηκε στις προεδρικές εκλογές από το 2012 και μετά, δημιούργησε αμέσως αντιπαραθέσεις και διασπάσεις στο NPA λόγω της απόφασης του να κατέβει μόνο του αντί να διερευνήσει τις δυνατότητας μιας εκλογικής συνεργασίας με τον Μελανσόν.
  5. Οι αντιθέσεις αυτές έγιναν ακόμη πιο έντονες γύρω από τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2022. Στον πρώτο γύρο ο Μακρόν ήρθε πρώτος με 27,85%, η Λεπέν δεύτερη με 23,15% και ο Μελανσόν τρίτος με 21,95% – δηλαδή ο Mélenchon έχασε από τη LePen κατά 1,2% και έτσι βγήκε από την κούρσα του 2ου γύρου. Στον πρώτο γύρο συμμετείχαν αρκετοί αριστεροί υποψήφιοι, από τους Πράσινους (Jadot, 4,63%), το PCF (Roussel, 2,28%), το PS (Hidalgo, 1,75%). Οι τροτσκιστές υποψήφιοι του NPA, F. Poutou, και του Loute Ouvrier (Εργατικός Αγώνας) N. Artaud, έλαβαν 0,77% και 0,56% αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά 1,33%. Αυτό είναι υψηλότερο από τη διαφορά μεταξύ Λεπέν και Μελανσόν. Αν οι δύο κύριες τροτσκιστικές οργανώσεις είχαν καλέσει σε ψήφο υπέρ του Μελανσόν στο πλαίσιο μιας εκλογικής συμφωνίας, ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών θα διεξαγόταν πιθανότατα μεταξύ του Μακρόν και του Μελανσόν, αντί του Μακρόν και της Λεπέν. Η ήττα του Μελανσόν οδήγησε την LFI στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του Νέου Λαϊκού Μετώπου, απευθυνόμενη κυρίως στα δεξιά της, στους Πράσινους και στο PS. Οι συνθήκες αυτές αύξησαν αναπόφευκτα τις πιέσεις στο εσωτερικό του NPA, το οποίο διασπάστηκε πριν από το τέλος του ίδιου έτους, ιδιαίτερα καθώς τα ποσοστά του στις διαδοχικές προεδρικές εκλογές μειώνονταν σταθερά: 1,15% το 2012, 1,09% το 2017 και 0,76% το 2022.
  6. Υπάρχουν σαφή ταξικά χαρακτηριστικά στην ψήφο προς τον Mélenchon, όπως προκύπτει, πχ, από τις προεδρικές εκλογές του 2022. Ο Mélenchon είχε θεαματικά αποτελέσματα σε ορισμένα προάστια της εργατικής τάξης του Παρισιού: 49,09% στο Seine-Saint-Denis, 64% στο La Courneuve, 55,22% στο Montreuil, 53,83% στο Pantin, 61,13% στο Saint-Denis, 54,20% στο Villepinte, 60% στο Gennevilliers, κ.λπ. Συνολικά, ο Mélenchon ήρθε πρώτος σε ψήφους, σε πέντε από τα οκτώ διαμερίσματα της περιφέρειας Ile-de-France γύρω από το Παρίσι! Ο Mélenchon ήταν επίσης πρώτος στις Γαλλικές Αντίλλες στην Καραϊβική, πήρε 56,16% στη Γουαδελούπη, 53,1% στη Μαρτινίκα κ.λπ. Το ίδιο συνέβη και με όσους ψηφοφόρους αυτοπροσδιορίζονται ως Μουσουλμάνοι, όπου έλαβε το 70% των ψήφων τους! Κέρδισε επίσης την πλειοψηφία μεταξύ εκείνων που ψηφίζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους και (σύμφωνα με δημοσκόπηση) πήρε το 38,4% των ψήφων μεταξύ των ψηφοφόρων ηλικίας 18-24 ετών. Αυτό το μοτίβο επαναλήφθηκε στις γενικές εκλογές του 2024. Υπάρχει μια σαφής κοινωνική δυναμική γύρω από την Ανυπότακτη Γαλλία και η μεθοδολογία του ενιαίου μετώπου προς αυτή θα ήταν απαραίτητη, δηλαδή, στην πράξη, η ανάγκη συνεργασίας και χτισίματος κοινών εκστρατειών, κοινωνικών κινημάτων και τοπικών επιτροπών με τους ακτιβιστές της βάσης της.

Ιρλανδία

  1. Η Ιρλανδία είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση από πολλές απόψεις. Οι δύο ημιμαζικοί αριστεροί σχηματισμοί της νέας Αριστεράς, με παρουσία στο κοινοβούλιο, συνδέονται με τον τροτσκιστικό χώρο: το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP), προερχόμενο από την παράδοση της CWI (αποσχίστηκε από την CWI το 2021 και από την ISA το 2024) και το «Οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη» (PBP), προερχόμενο από τη βρετανική παράδοση του SWP.
  2. Η Ιρλανδία δείχνει τις δυνατότητες. Το SP κατάφερε στο παρελθόν να ηγηθεί σπουδαίων μαζικών εκστρατειών κατά των τελών ύδρευσης και κατά του φόρου στην αποκομιδή των απορριμμάτων, μεταξύ άλλων, ενώ κάποιοι από τους εκπροσώπους του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν λόγω των αγώνων στους οποίους ηγούνταν. Έτσι, δημιουργήθηκαν νέες μαχητικές ταξικές παραδόσεις. Μένει να δούμε αν το SP και το PBP θα μπορέσουν να διατηρήσουν και να αυξήσουν την υποστήριξή τους την επόμενη περίοδο.

Ελλάδα

  1. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια ισχυρή παρουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όλων των αποχρώσεων: τροτσκιστών, σταλινικών, μαοϊκών, και αρκετών μικτού ή ασαφούς χαρακτήρα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχει με τη μία ή την άλλη μορφή για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Στο απόγειό της, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010, είχε περίπου 2.500 ακτιβιστές και ήταν σε θέση να πάρει στις εκλογές μέχρι και 1,2% των ψήφων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ένα ριζοσπαστικό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, αλλά είναι ταυτόχρονα σεχταριστική, αρνούμενη να εφαρμόσει την προσέγγιση του ενιαίου μετώπου και τις πολιτικές-εκλογικές συμμαχίες με άλλες δυνάμεις του εργατικού κινήματος. Αρνήθηκε να το κάνει αυτό στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και στις αρχές του 2010 απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο τελευταίος μπορούσε ακόμη να χαρακτηριστεί ως κόμμα της Αριστεράς, και αρνείται να το κάνει και σήμερα ακόμη και απέναντι στο ΚΚΕ, για να μην αναφέρουμε το ΜΕΡΑ25. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει στην ουσία την αντίληψη ότι η προσέγγιση του ΕΜ αφορά μόνο τις οργανώσεις του «επαναστατικού χώρου». Απέτυχε πλήρως να αξιοποιήσει την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 με αποτέλεσμα να καταλήξει και η ίδια σε μεγάλη κρίση, με αλλεπάλληλες διασπάσεις. Στις τελευταίες βουλευτικές (Ιούνιος 2023) πήρε 0,3% (λιγότερες από 16.000 ψήφους) με την αποχή σε ύψος ρεκόρ, περίπου 50%.
  2. Η πλειοψηφία των αντικαπιταλιστικών αριστερών οργανώσεων δεν συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το ελληνικό τμήμα του ISp, το Ξεκίνημα, δεν συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ουσιαστικά για έναν βασικό λόγο: τη σεχταριστική απόρριψη του ΕΜ και των ευρύτερων συμμαχιών με άλλες αριστερές δυνάμεις. Ωστόσο, στις τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου 2023, ο ευρύς αντικαπιταλιστικός χώρος αναγκάστηκε να συσπειρωθεί σε πολλούς δήμους (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης) σε ένα ψηφοδέλτιο. Αιτία ήταν ένας νέος νόμος της κυβέρνησης της ΝΔ που επέβαλε όριο 3% για να κερδίσει οποιοδήποτε κόμμα έδρες στα δημοτικά συμβούλια. Αυτό ήρθε να συμπληρώσει μια σειρά από άλλα εμπόδια, π.χ. στους μεγάλους δήμους θα έπρεπε κάθε συνδυασμός να παρουσιάσει περισσότερους από 100 υποψηφίους για να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις εκλογές… Η συνεργασία αυτή της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οδήγησε σε κάτι που μόνο ως ιστορικό μπορεί να χαρακτηριστεί: πήρε περίπου 6% στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, όχι λιγότερο από 4% στους υπόλοιπους από τους 15 δήμους όπου τέτοιες συμμαχίες κατέβηκαν στις εκλογές, και σε μία περίπτωση 9%. Τα συμπεράσματα ωστόσο δεν έχουν βγει, ο αντικαπιταλιστικός χώρος παραμένει πολυδιασπασμένος. Όμως τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών δείχνουν τις δυνατότητες και τη σημασία της μεθόδου του ΕΜ και της ανάπτυξης ενός κοινού πολιτικού-εκλογικού χώρου για την ελληνική αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Συμπεράσματα

  1. Ένα από τα κύρια σημεία που πρέπει να αναδειχθεί είναι ότι ενώ κατανοούμε τις περιπλοκές που υπάρχουν στην αντικειμενική κατάσταση, αυτό που είναι ακόμα πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρονται. Υπάρχει τεράστιος θυμός στην κοινωνία και μεγάλες ευκαιρίες για τις επαναστατικές ιδέες. Η δυναμική όμως αυτή δεν υλοποιείται λόγω του ρόλου των κομμάτων της νέας Αριστεράς και των ελλειμμάτων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για επαναστατικές ιδέες, αλλά δυστυχώς η πλειοψηφία της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς χαρακτηρίζεται από σεχταρισμό, έλλειψη επαρκούς σύνδεσης με την εργατική τάξη και άρνηση συνεργασίας σε κοινές καμπάνιες, εκλογικές συνεργασίες, κοινές πρωτοβουλίες κλπ.
  2. Οι εμπειρίες των τελευταίων ετών και δεκαετιών έχουν δείξει ότι η εργατική τάξη και η νεολαία θα κινηθούν ξανά και ξανά σε μια προσπάθεια να οικοδομήσουν πολιτικές οργανώσεις που θα υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Κατά τη διάρκεια όλων των μεγάλων κρίσεων και γεγονότων των τελευταίων τριών δεκαετιών οι μάζες στράφηκαν σε μικρές αριστερές οργανώσεις (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) ή δημιούργησαν νέες από το μηδέν (π.χ. Podemos) και τους έδωσαν μαζική υποστήριξη ώστε να μπορέσουν να πάρουν την εξουσία. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η μαζική απογοήτευση, επειδή όλα τα κόμματα της νέας Αριστεράς απορρίπτουν τον επαναστατικό δρόμο, έχοντας αυταπάτες σε έναν «ανθρώπινο» καπιταλισμό, με αποτέλεσμα να συνθηκολογούν κάτω από τις πιέσεις της άρχουσας τάξης.
  3. Οποιοσδήποτε νέος αριστερός σχηματισμός, ο οποίος δεν έχει στον πυρήνα του ένα ισχυρό μαρξιστικό στελεχιακό δυναμικό, θα αναπτυχθεί αναπόφευκτα προς μια ρεφορμιστική κατεύθυνση και θα καταλήξει να απογοητεύσει την εργατική τάξη, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την επιστροφή της αντίδρασης με πιο καταπιεστικές και αυταρχικές μορφές.
  4. Η τεράστια άνοδος της Ακροδεξιάς τις τελευταίες δύο δεκαετίες συνδέεται άμεσα με την αποτυχία των κομμάτων της Αριστεράς, παλαιών και νέων, να δώσουν διέξοδο σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
  5. Μια νέα γενιά αριστερών κομμάτων είναι αναπόφευκτη την επόμενη περίοδο, όμως αυτό μπορεί να πάρει χρόνο λόγω του βάρους των προηγούμενων ηττών και απογοητεύσεων. Οι Μαρξιστές πρέπει να παρακολουθούν στενά αυτές τις διεργασίες, προκειμένου να παρέμβουν και να μπολιάσουν με επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες τις γραμμές τους. Υπάρχουν χώρες στις οποίες η Αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει αρκετή δύναμη για να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης ευρύτερων αριστερών σχηματισμών, αρκεί να συμφωνήσει να συνεργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει σημαντικό δυναμικό σε μια σειρά από χώρες, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για να ακολουθήσουν κι άλλες, αν οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς εγκαταλείψουν τον σεχταρισμό που χαρακτηρίζει τις περισσότερες από αυτές.
  6. Το Internationalist Standpoint θα συνεχίσει να εργάζεται σε τρία επίπεδα, όπως έχει κάνει από την ίδρυσή του το 2022:

α) για την ενίσχυση των δυνάμεών μας,

β) για να συνεργαστεί με άλλες οργανώσεις, που συνδέονται με τους εργαζόμενους και τη νεολαία, στο πλαίσιο του ενιαίου μετώπου, για να αγωνιστούν από κοινού για συγκεκριμένα ζητήματα ή σε συγκεκριμένες εκστρατείες,

γ) για να οικοδομήσουμε νέες μαχητικές οργανώσεις της εργατικής τάξης ή νέους αριστερούς σχηματισμούς, είτε συμμετέχοντας σε αυτούς αν άλλες δυνάμεις αναλάβουν την πρωτοβουλία, είτε αναλαμβάνοντας εμείς οι ίδιοι την πρωτοβουλία μαζί με άλλες δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού χώρου. Αυτοί οι σχηματισμοί θα πρέπει να λειτουργούν στη βάση της εσωτερικής δημοκρατίας και με πλήρη ανεξαρτησία στις συνιστώσες τους.

Ταυτόχρονα, το ISp θα στοχεύει στην εμβάθυνση των σχέσεών του με άλλες επαναστατικές διεθνείς οργανώσεις.


[1] Αυτό άλλαξε τους πρώτους μήνες του 2025, όταν οι πολιτικές του Τραμπ οδήγησαν σε κατάρρευση των χρηματιστηρίων. Διαβάστε περισσότερα εδώ.
[2] Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που το σύστημα Σέγκεν δέχτηκε χτυπήματα. Στην «προσφυγική κρίση» του 2015 και στην πανδημία του Covid, πολλές χώρες εισήγαγαν συνοριακούς ελέγχους και τους κράτησαν για χρόνια. Είναι ξεκάθαρο ότι ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας όταν αγνοούνται οι κανόνες, ούτε νομικές οδοί για να αμφισβητηθούν αυτές οι παραβιάσεις.
[3] Τελικά, οΤζεορτζέσκου αποκλείστηκε από τις εκλογές «λόγω παραβίασης του Συντάγματος» και βρίσκεται υπό δικαστικό έλεγχο. Σύμφωνα με τις αρχές της Ρουμανίας, βρέθηκαν στοιχεία ότι παρέβη την προεκλογική νομοθεσία και ότι συνδεόταν με ένοπλες ομάδες που προετοιμαζόταν να αποσταθεροποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό υπέρ του.
[4] Στις ομοσπονδιακές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου 2025, το BSW δεν μπόρεσε να πιάσει το όριο του 5% για την είσοδο στην βουλή. Σε αυτές τις εκλογές, το AfD κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν τις ψήφους του, ερχόμενο δεύτερο με 20,8% έναντι των Συντηρητικών (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, CDU, και η αδελφή της Χριστιανοκοινωνική Ένωση, CSU) που έλαβαν 28,6%. Το Diel Linke κατάφερε να ανακάμψει σημαντικά κερδίζοντας 8,8%. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στη μεγάλη κινητοποίηση των απογοητευμένων πρώην ψηφοφόρων του SPD και των πρώην Πράσινων για να σταματήσουν το AfD- η συμμετοχή στις εκλογές έφτασε σε ποσοστό ρεκόρ 82,5%.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,273ΥποστηρικτέςΚάντε Like
990ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
437ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα