Δημοσιεύουμε ανακοίνωση του Αριστερού Ριζοσπαστικού Σχήματος στον Δήμο Θεσσαλονίκης «Η πόλη ανάποδα» (στο οποίο συμμετέχει το Ξεκίνημα) σχετικά με την αποκατάσταση της πλατείας Ελευθερίας
Στις 31 Μαΐου 1958 η «Μακεδονία» ανακοίνωνε με πρωτοσέλιδο άρθρο της τη δυσάρεστη είδηση: «Ο Δήμος Θεσσαλονίκης θέλει να μετατρέψη εις σταθμόν αυτοκινήτων την Πλατεία Ελευθερίας». «Το γεγονός», παρατηρεί με λύπη του ο άγνωστός μας δημοσιογράφος, «προξένησε κατάπληξιν, διότι και μία άλλη πλατεία της Θεσσαλονίκης, αποτελούσα τον πνεύμονα της πόλεως και εις την οποία προσφεύγει προς αναψυχήν τας απογευματινάς ώρας πολύς κόσμος, μετατρέπεται επισήμως πλέον εις υπαίθριον γκαράζ. Ούτως καταστρέφεται η αισθητική όψις του κεντρικού τούτου τμήματος της πόλεως, περιφρονούνται τα δικαιώματα των δημοτών να απολαμβάνουν ολίγης δροσιάς και παραδίδεται η πλατεία εις μίαν πολυθόρυβον εκμετάλλευσιν, αντί ολίγων χιλιάδων δραχμών τας οποίας αναμένει να εισπράξη εξ αυτής ο δήμος».
Παρά τις διαμαρτυρίες, ο τότε Δήμος παρέδωσε τελικά την ιστορική αυτή πλατεία στην κυριαρχία του Ι.Χ. Ήταν άλλωστε η εποχή της επέλασης του αυτοκινήτου, του ξηλώματος του τραμ, της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας. Σε αυτό το κλίμα, τα καινούρια αφεντικά της πόλης δεκάρα δεν έδιναν αν η Πλατεία Ελευθερίας συνδεόταν με πληθώρα ιστορικών γεγονότων της παλιάς Θεσσαλονίκης, από την επανάσταση των Νεότουρκων ως την απαγωγή και την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας. Όλα αυτά ήταν ασήμαντες λεπτομέρειες μπροστά στο να γίνει «υπαίθριο γκαράζ», από το οποίο μάλιστα θα εισέπραττε και «ολίγες χιλιάδες» η εκάστοτε δημοτική αρχή, όπως έλεγε και ο καλός δημοσιογράφος παραπάνω.
Τότε βέβαια δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι αυτές οι «ολίγες χιλιάδες» είναι σταγόνα στον ωκεανό των τεράστιων ιδιωτικών κερδών που θα αποκόμιζαν για δεκαετίες όλες οι μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που έστησαν την παντοκρατορία του Ι.Χ., καταβροχθίζοντας περιβαλλοντικούς πόρους, καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν του δημόσιου αστικού χώρου και παραγκωνίζοντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς σαν φτωχό συγγενή.
Η πρακτική αυτή διατηρήθηκε για δεκαετίες, χωρίς καμία δημοτική αρχή να προτείνει το αυτονόητο -την αποκατάσταση της Πλατείας. Ώσπου φτάνουμε στο 2019 και τη σημερινή διοίκηση, η οποία (μετά από 8 χρόνια απραξίας) αποφασίζει επιτέλους την έξωση του πάρκινγκ και την αποκατάσταση της Πλατείας. Όλα καλά, λοιπόν;
Όχι ακριβώς. Όλα θα ήταν καλά αν η αποκατάσταση της πλατείας περιλαμβανόταν σε ένα σχέδιο βαθμιαίας απεξάρτησης της πόλης από το Ι.Χ. και απελευθέρωσης των δημόσιων χώρων. Η οικτρή κατάσταση των δημόσιων μέσων μεταφοράς, οι ποδηλατόδρομοι που έχουν μετατραπεί σε πάρκινγκ, τα τραπεζοκαθίσματα σε πλατείες, δρόμους και πεζόδρομους, αποδεικνύουν ότι τέτοιο σχέδιο προφανώς και δεν υπάρχει. Αν μάλιστα κρίνουμε από τους αισθητικούς και οικονομικούς όρους της σχεδιαζόμενης ανάπλασης, εύκολα θα συμπεράνουμε ότι η σημερινή Δημοτική Αρχή εντάσσει την ανάπλαση μάλλον σε ένα σχέδιο μετατροπής του κέντρου της πόλης σε τουριστικό φόντο. Δεν πρόκειται λοιπόν για αλλαγή μοντέλου, αλλά για μια απλή αλλαγή προτεραιοτήτων: αν το 1960 τα συμφέροντα του βιομηχανικού συμπλέγματος απαιτούσαν την παράδοση του αστικού χώρου στο ΙΧ, σήμερα το τουριστικό και εμπορικό κεφάλαιο της πόλης απαιτεί την παράδοσή του στους τουρίστες και τα τραπεζοκαθίσματα. Και ο Δήμος, αναγκαστικά, ακολουθεί πια το κυρίαρχο ρεύμα.
Σύμφωνα λοιπόν με το Δήμο, το εγκεκριμένο σχέδιο ανάπλασης μιας πλατείας, έκτασης 7 περίπου στρεμμάτων, θα στοιχίσει στο Δήμο και το δημόσιο 2,5 εκατομμύρια ευρώ (ο αρχικός προϋπολογισμός ήταν κοντά στα 5 εκ.). Από αυτά μάλιστα το 1 εκ. θα προέρχεται από το έντοκο δάνειο που έχει πάρει ο Δήμος Θεσσαλονίκης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, χρεώνοντας το Δήμο για 20 χρόνια. Χωρίς να μπούμε στη διαδικασία να κρίνουμε τα αρχιτεκτονικά σχέδια, αναρωτιόμαστε αν ήταν αναγκαίο να δοθούν ως και 700 ευρώ (και μάλιστα δανεικά) για κάθε τετραγωνικό μέτρο για την ανάπλαση μιας πλατείας. Πιστεύουμε ότι τη ζωντάνια στους δημόσιους χώρους δεν τη δίνουν τα φαντεζί σχέδια, αλλά η πραγματική χρήση τους από πραγματικούς κατοίκους, αυτούς που «προσφεύγουν προς αναψυχήν», αναζητώντας «ολίγη δροσιά».
Η ομορφιά έρχεται από τους καλλιτέχνες του δρόμου (αυτούς που κυνηγά η αστυνομία), από τις πολιτιστικές ομάδες, τις κοινωνικές συλλογικότητες, από αυτούς δηλαδή που δεν βρίσκουν σήμερα μια γωνιά στην πόλη να κάνουν τις εκδηλώσεις τους. Αναρωτιόμαστε λοιπόν αν η νέα πλατεία θα είναι διαθέσιμη για όλους αυτούς, ή αν ο Δήμος θέλει να τη φυλάξει (με ιδιωτική σεκιούριτι πιθανά, όπως απειλεί και για τη Νέα Παραλία) ως ένα αποστειρωμένο φόντο για τις σέλφις των τουριστών. Και κυρίως, φοβόμαστε μήπως κι αυτός ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιηθεί έμμεσα, νόμιμα ή παράνομα δεν έχει σημασία, από τα χιλιάδες τραπεζοκαθίσματα που καταβροχθίζουν λαίμαργα κάθε γωνιά της πόλης μας.
Για να είμαστε ωστόσο σαφείς, ακόμα και με όλες αυτές τις ανησυχίες, θέλουμε το πάρκινγκ να φύγει και η πλατεία να αποκατασταθεί. Εννοείται, ελεύθερη και προσβάσιμη για όλους/ες, χωρίς τραπεζοκαθίσματα, με όλα τα δέντρα όρθια, με ανάδειξη του ιστορικού και μνημειακού της φορτίου, με σεβασμό στην πολυεθνική και πολυπολιτισμική της παράδοση. Εκτιμούμε βέβαια ότι μια τέτοια αποκατάσταση θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει με μικρότερο κόστος και σίγουρα με δημόσια δαπάνη και χωρίς ιδιωτικό δανεισμό.
Οι παρατάξεις και οι πολιτευτές που στηρίζουν την παραμονή του πάρκινγκ, όσες δικαιολογίες και να χρησιμοποιούν, απλά επιθυμούν να διαιωνίσουν την κυριαρχία του Ι.Χ. και του ιδιωτικού κεφαλαίου στους δημόσιους χώρους. Ακόμα περισσότερο, αυτό ισχύει για αυτούς που προτείνουν την κατασκευή υπόγειου πάρκινγκ, το οποίο και συνεπάγεται καταστροφή της υπερκείμενης υψηλής βλάστησης, δηλαδή των δέντρων. Οι θέσεις στάθμευσης πρέπει να μεταφερθούν έξω από τον πολεοδομικό ιστό, στις παρακείμενες εκτάσεις του λιμανιού, τις οποίες βέβαια η διοίκηση όφειλε να είχε διεκδικήσει και αξιοποιήσει εδώ και χρόνια, ως δημοτικό και δωρεάν χώρο στάθμευσης και όχι μόνο, αντί απλά να τις «προτείνει» τώρα, λίγο πριν το τέλος της θητείας της.
Αντίστοιχα, όσοι συνεχίζουν να νιώθουν άβολα με την ανάδειξη του Ολοκαυτώματος και προσπαθούν να επιβάλλουν ανιστόρητους συμψηφισμούς προτείνοντας την εγκατάσταση στην Πλατεία μνημείο και για τους Έλληνες πρόσφυγες του 1922, απλά επιδεικνύουν τη μισαλλοδοξία τους αλλά και την άγνοιά τους, καθώς οι πρόσφυγες του ’22 δεν είχαν ποτέ κάποια οργανική, ιδιαίτερη σχέση με την πλατεία. Άλλωστε, οι πολιτικοί πρόγονοι τους αντιμετώπισαν με ρατσισμό τους τότε πρόσφυγες – όπως ακριβώς οι ίδιοι τους αντιμετωπίζουν τους τωρινούς. Και επειδή εμείς, τα εγγόνια αυτών των προσφύγων, τους τιμούμε πραγματικά, όπως άλλωστε όλους της γης τους κυνηγημένους, θυμώνουμε πολύ όταν οι ακροδεξιοί πολιτευτές τους χρησιμοποιούνται σε εθνικιστικά παιχνίδια.
Το δικό μας σχήμα όμως θα είναι από σήμερα εδώ για να παλέψει για την ανάδειξη της λαϊκής, ιστορικής μνήμης, για την απελευθέρωση της Πλατείας Ελευθερίας, για την απελευθέρωση όλων των δημόσιων χώρων.