Με αφορμή τη συμπλήρωση 72 χρόνων από το δημοψήφισμα για την «Ένωση» το 1950 στην Κύπρο, επαναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του Παναγιώτη Σολωμού, από το site της Νέας Διεθνιστικής Αριστεράς, αδελφής οργάνωσης του «Ξ» στην Κύπρο.
Στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950 έγινε κάτω από τον έλεγχο της κυπριακής εκκλησίας το ενωτικό δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα και η καθολική συμμετοχή σ’αυτό ήταν αποτέλεσμα της στροφής που έκανε η ηγεσία του ΑΚΕΛ από τη θέση της Αυτοκυβέρνησης-Ένωσης στη θέση της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης. Αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν να συγκεντρωθούν 215.108 υπογραφές, επί συνόλου 224.757 ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου. Το εκπληκτικό αυτό ποσοστό αντιπροσώπευε το 95,7% των Ελληνοκυπρίων (ε/κ). Πολλοί, για να υπερασπιστούν το αίτημα της ένωσης, αναφέρουν ότι υπέρ της ένωσης ψήφισαν και Τουρκοκύπριοι (τ/κ) χωρίς να αναφέρεται πόσοι ήταν αυτοί. Στην πραγματικότητα το δημοψήφισμα δεν απευθυνόταν στους τ/κ, οι οποίοι ούτε καν συμπεριλαμβάνονταν στους εκλογικούς καταλόγους, γι’ αυτό κι έγινε στις εκκλησίες.
Πριν από το δημοψήφισμα προηγήθηκε η «Διασκεπτική». Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μπροστά στο αντιαποικιακό αίσθημα, το οποίο αναπτυσσόταν, η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε, να προλάβει τα γεγονότα και να ξεφουσκώσει τη συσσωρευμένη λαϊκή οργή. Το 1946 κάλεσε ε/κ και τ/κ σε συνομιλίες για τη δημιουργία κυπριακού Συντάγματος. Στο κάλεσμα αυτό ανταποκρίθηκε η τ/κ κοινότητα και η ε/κ Αριστερά, ενώ απείχε η ε/κ δεξιά και η εκκλησία.
Στην πορεία όμως διαφάνηκε ότι αυτό που ήταν διατεθειμένοι να δώσουν οι Άγγλοι αποικιοκράτες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η δημιουργία ενός αντιπροσωπευτικού συμβουλευτικού σώματος, χωρίς αλλαγές όσον αφορά το καθεστώς της αποικιοκρατίας, και έτσι η «Διασκεπτική» ναυάγησε το 1948. Μέσα από την προσπάθεια αυτή φάνηκε, επίσης, η αντίθεση της τ/κ πλευράς να δεχτεί ουσιαστικές αλλαγές στη διακυβέρνηση της Βρετανίας και να περάσει κάτω από τη διακυβέρνηση των ε/κ.
Μετά την εξέλιξη αυτή, το ΑΚΕΛ, κάτω από την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη αλλάζει γραμμή. Αντιπροσωπεία του κόμματος, με τους Φιφή Ιωάννου και Αντρέα Ζιαρτίδη, πηγαίνει το φθινόπωρο του 1948 στα βουνά όπου και συναντά τον Ζαχαριάδη. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Ζιαρτίδη, ο Ζαχαριάδης είπε στην αποστολή του ΑΚΕΛ ότι
«δεν γίνεται εμείς να πολεμούμε με το όπλο ενάντια στην αντίδραση και τον Βρετανικό ιμπεριαλισμό και σεις στην Κύπρο να συνεργάζεστε με τους Βρετανούς για Σύνταγμα. Η τακτική σας πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να αγωνιστείτε για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εμείς είμαστε βέβαιοι για τη νίκη μας και όταν νικήσουμε θα είναι η λύση του προβλήματός σας!» (Ανδρέας Ζιαρτίδης, Η Διασκεπτική, στην εφημερίδα « Ο Φιλελεύθερος», 15/3/1987).
Στη συνέχεια, η αποστολή πήγε στο Βουκουρέστι για να πάρει και τις απόψεις της «Κομινφόρμ» (της Διεθνούς του Στάλιν) αλλά τούτο δεν έγινε κατορθωτό. Ο Ανδρέας Ζιαρτίδης είδε στην Αγγλία τον Χάρι Πόλιτ του Κ.Κ. Αγγλίας, ο οποίος χαρακτήρισε τις απόψεις Ζαχαριάδη ανοησίες. (Πανίκος Παιονίδης, Ανδρέας Ζιαρτίδης, Χωρίς φόβο και πάθος, Λευκωσία 1995, σελ. 64).
Το ΑΚΕΛ μετά την υιοθέτηση της θέσης υπέρ της Ένωσης κινητοποιήθηκε ενεργά στην προώθησή της και έτσι πρώτο έβαλε την ιδέα του δημοψηφίσματος. Μάλιστα επιχείρησε την προώθησή του σε συνεργασία με την εκκλησία, η οποία όμως δεν είχε καμιά διάθεση να αναγνωρίσει οποιοδήποτε ρόλο στο ΑΚΕΛ πάνω στο θέμα αυτό, γι’ αυτό και ανέλαβε από μόνη της την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
Παρόλα αυτά, το ΑΚΕΛ συμμετέχει στην προσπάθεια και οργανώνει δικές του συγκεντρώσεις χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό του και τους αξιωματούχους του. Συγκεκριμένα, στη Λεμεσό, σύμφωνα με στοιχεία της τότε αποικιακής κυβέρνησης, οργανώνονται 81 συγκεντρώσεις από την εκκλησία και τη Δεξιά και 24 από την Αριστερά. Στις συγκεντρώσεις της Αριστεράς μιλούν ο αριστερός δήμαρχος Λεμεσού και ο επαρχιακός γραμματέας του ΑΚΕΛ. Η Δεξιά και η εθναρχία συνεχίζουν να παραγνωρίζουν το ΑΚΕΛ και μετά το δημοψήφισμα, έτσι αρνούνται να συμπεριλάβουν το κόμμα σε κοινή πρεσβεία, η οποία θα περιόδευε στο εξωτερικό, στην προσπάθεια προώθησης του αιτήματος της ένωσης. Αρνούνται, επίσης, να επισκεφτούν και χώρες του ανατολικού μπλοκ όπως εισηγήθηκε το ΑΚΕΛ.
Η πρεσβεία της Εθναρχίας επισκέφθηκε πρώτα την Αθήνα, όπου στη συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό έγινε ξεκάθαρο ότι η επίσημη Αθήνα δεν επιθυμούσε τη συγκεκριμένη στιγμή να συγκρουστεί με το Λονδίνο. Χαρακτηριστική της όλης προσέγγισης του θέματος από την ελληνική κυβέρνηση ήταν η δήλωση του αντιπροέδρου Γεωργίου Παπανδρέου:
«Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει από ασφυξίαν».
Η αλλαγή θέσης του ΑΚΕΛ δεν έγινε χωρίς εσωτερικές διαφωνίες και αντιδράσεις. Σαν αποτέλεσμα αυτών των διαφωνιών έχουμε το 1949 την «εκλογή» του Παπαϊωάννου στη θέση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος σε αντικατάσταση του Φιφή Ιωάννου, ενώ μια σειρά στελεχών έπεσαν σε δυσμένεια και μέχρι το 1953 διαγράφηκαν η απομακρύνθηκαν. Ανάμεσά τους ο Πλουτής Σέρβας, γενικός Γραμματέας του κόμματος από το 1941 μέχρι το 1945 και ακολούθως δήμαρχος Λεμεσού και ο Αδάμος Αδάμαντος, δήμαρχος Αμμοχώστου.
Η στροφή του ΑΚΕΛ στο αίτημα της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης σήμανε την ολοκλήρωση της εγκατάλειψης της γραμμής της Ανεξαρτησίας-Αυτονομίας κάτω από ένα ενιαίο μέτωπο μαζί με τους τ/κ και κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος, που είχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (Κ.Κ.Κ) και την υιοθέτηση της σταλινικής πολιτικής της θεωρίας των σταδίων (πρώτα το εθνικοαπελευθερωτικό στάδιο και μετά το Σοσιαλιστικό) και της συνεργασίας με τη λεγόμενη προοδευτική αστική τάξη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η αλλαγή της πολιτικής του ΑΚΕΛ και το ενωτικό δημοψήφισμα έβαλαν τις βάσεις για να μπορέσει η Δεξιά να δώσει εθνικιστική έκφραση στο αντιαποικιακό αίσθημα του κυπριακού λαού, να αναπτυχθεί ο εθνικισμός και να έχουμε το 1955 τον Χίτη Γρίβα να παρουσιάζεται σαν ηγέτης του αντιαποικιακού αγώνα. Η ανάπτυξη του εθνικισμού είχε αντίκτυπο ανάμεσα στις γραμμές του συνδικαλιστικού κινήματος αφού οι τ/κ μέλη της ΠΕΟ έφευγαν και προσχωρούσαν σε τ/κ συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μακρόχρονα η πολιτική της συνεργασίας με την «προοδευτική αστική τάξη» και η υποταγή του ΑΚΕΛ στις πολιτικές της αποδείχτηκε καταστροφική για τον κυπριακό λαό, αφού οδήγησε στα γεγονότα του ’74 και στην ντε φάκτο διχοτόμηση.
Αυτό που είχε καθήκον να κάνει η Αριστερά τότε, ήταν να μπει επικεφαλής του αντιαποικιακού αγώνα και μέσα από μαζικές κινητοποιήσεις να του δώσει κοινωνικό χαρακτήρα. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 έχουμε σημαντικούς ταξικούς αγώνες για το 8ωρο, τις κοινωνικές ασφαλίσεις κ.λπ., και την κλιμάκωση των συνδικαλιστικών αγώνων με αποκορύφωμα τους αγώνες των μεταλλωρύχων το 1948. Μέσα από αυτούς του αγώνες τόσο η Αριστερά όσο και η ενότητα των εργατών, ε/κ και τ/κ, έβγαιναν ενισχυμένες με κοινές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αντί να εντείνει λοιπόν αυτούς τους αγώνες, να βάλει πολιτικά αιτήματα ενάντια στην Αποικιοκρατία με στόχο τη συνεργασία ανάμεσα στις δυο κοινότητες σε μια ανεξάρτητη σοσιαλιστική Κύπρο, υποτάχθηκε στη Δεξιά και υιοθέτησε το αίτημα της Ένωσης.
Σήμερα, με το βάθεμα της κρίσης, η άρχουσα τάξη στην προσπάθειά της να την φορτώσει στους εργαζόμενους και την κοινωνία, προσπαθεί να ξαναχρησιμοποιήσει το εθνικό μέσα από το ζήτημα των υδρογονανθράκων και του άλυτου Κυπριακού Προβλήματος. Καθήκον της Αριστεράς σήμερα είναι να προωθήσει αυτό στο οποίο απέτυχε το ΑΚΕΛ τη δεκαετία του ’40. Τον συντονισμό των κοινωνικών αγώνων ενάντια στα μνημόνια και την προωθούμενη οικονομική εκμετάλλευση, με τον αγώνα για διευθέτηση του Κυπριακού, με στόχο μια ομόσπονδη σοσιαλιστική Κύπρο, στην οποία ο παραγόμενος πλούτος να ανήκει σε αυτούς που τον παράγουν και οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι να ανήκουν σε όλους τους κατοίκους της Κύπρου, ανεξάρτητα από εθνότητα, και όχι σε μια δράκα πλουτοκράτες εκμεταλλευτές.