Η κυβέρνηση της ΝΔ παράγει περισσότερα σκάνδαλα από όσα μπορεί να… διαχειριστεί ή να παρακολουθήσει η κοινωνία. Αυτός ήταν βέβαια πάντα ο τρόπος με τον οποίο γίνονταν οι δουλειές, μεταξύ κυβερνήσεων και μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει βάλει σκοπό να κατακτήσει την «αριστεία» σ’ αυτό το επίπεδο.
Από την άλλη όμως η εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δεν επιτρέπουν την απόκρυψη αυτών των πληροφοριών μέσω της συνήθους «εξαγοράς» των ΜΜΕ –οι πληροφορίες αυτές φτάνουν σε μαζικά ακροατήρια με εξαιρετική ταχύτητα.
Τρεις μήνες μετά την αποκάλυψη της σκανδαλώδους σύμβασης με την εταιρεία Palantir, η οποία είχε επίσης αποκρυφτεί από την κυβέρνηση της ΝΔ, το Σάββατο 20/3 αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό site του Υπουργείου Παιδείας η σύμβαση συνεργασίας με την εταιρεία Cisco για την τηλεκπαίδευση.
Για σχεδόν 1 χρόνο η αρμόδια υπουργός Νίκη Κεραμέως διαμήνυε με κάθε τρόπο ότι η παροχή των αδειών χρήσης και του λογισμικού για την πραγματοποίηση της τηλεκπαίδευσης είναι δωρεάν από την εταιρεία Cisco και όποιος θέλει να δει την σύμβαση μπορεί να επισκεφτεί το γραφείο της!
Η υπόθεση του σκανδάλου κυβέρνησης Cisco έχει δύο πτυχές. Η μία είναι η οικονομική, λόγω των ψεμάτων της Κεραμέως και της κυβέρνησης για δήθεν «δωρεάν παροχή» που τελικά κοστίζει στο δημόσιο 2 εκατομμύρια. Η δεύτερη και εξίσου σημαντική είναι η διάθεση των προσωπικών δεδομένων εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών και εκπαιδευτικών.
Η «δωρεάν» σύμβαση κόστους 2 εκ. ευρώ και επιπλέον παραχώρησης 1,5 εκ. προσωπικών δεδομένων
Ο Νόμος 4727/2020 – ΦΕΚ 184/Α/23-9-2020 ψηφισμένος από την ίδια την κυβέρνηση αναφέρει ρητά ότι ακόμη και η αποδοχή δωρεών από το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να δημοσιεύονται, είτε μέσω ΦΕΚ είτε με ανάρτηση στη «Διαύγεια», για λόγους διαφάνειας και γνωστοποίησης προς κάθε ενδιαφερόμενο.
Η κυβέρνηση της ΝΔ για άλλη μια φορά αδιαφορεί για την τήρηση της νομοθεσίας και η υπουργός Νίκη Κεραμέως ασκεί τα καθήκοντά της με καταχρηστικούς όρους απέναντι στην κοινωνία.
Όπως αποδείχτηκε, η υπογραφή της σύμβασης τελικά πρόκειται να αποφέρει στα ταμεία της αμερικάνικης εταιρείας Cisco 2 εκατ. ευρώ και δώρο 1,5 εκατομμύρια προσωπικά δεδομένα ανήλικων μαθητών και εκπαιδευτικών που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα για την πραγματοποίηση της τηλεκπαίδευσης στα σχολεία.
Τα μεταδεδόμενα (metadata – δείτε παρακάτω) των φυσικών προσώπων που χρησιμοποιούν την εφαρμογή Webex της Cisco μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την ίδια την εταιρεία για εμπορικούς σκοπούς ή να μεταπωληθούν σε τρίτη εταιρεία αποφέροντας πολλαπλάσια έσοδα.
Σύμφωνα με άρθρο των New York Times τα δεδομένα των χρηστών κοστολογούνται σε 20 δολάρια το μήνα για κάθε άτομο. Πέρα όμως από το καθαρά οικονομικό σκέλος υπάρχουν κάποια επιπλέον οφέλη για τους κατόχους των προσωπικών μας δεδομένων.
Το σκάνδαλο Cambridge Analytica και η χειραγώγηση των πολιτών
Η Έλενα Πρασσάκη, διευθύντρια Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας της Cisco δήλωσε στην εφημερίδα Καθημερινή:
«Δεν χρησιμοποιούμε για εμπορικούς σκοπούς και δεν μοιραζόμαστε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών μας σε τρίτα μέρη και δεν διεξάγουμε δραστηριότητες δημιουργίας προφίλ με τα δεδομένα αυτά.»
Ωστόσο η εμπειρία από ανάλογες περιπτώσεις δείχνει ακριβώς το αντίθετο.
Πριν από 5 χρόνια είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο με την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Cambridge Analytica που αφορούσε την στοχευμένη επιρροή περισσότερων από 50 εκατομμυρίων Αμερικανών ψηφοφόρων ώστε να ψηφίσουν τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τελικά κέρδισε τις εκλογές..
Η προεκλογική ομάδα του Τραμπ είχε εξαγοράσει τα προφίλ δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών του Facebook και τα παρέδωσε στην Cambridge Analytica προκειμένου να επηρεάσει με ηλεκτρονικές αναρτήσεις και διαφημίσεις την εκλογική τους προτίμηση.
Πριν αποκαλυφθεί η πραγματικότητα στα δικαστήρια, που οδήγησε στην πληρωμή ενός χρηματικού προστίμου-χάδι για τα οικονομικά μεγέθη των εταιρειών που κρίθηκαν ένοχες, οι εκπρόσωποί τους δήλωναν ευθαρσώς:
«Δεν δουλεύουμε με τα προσωπικά δεδομένα του Facebook, δεν έχουμε δεδομένα από το Facebook.» (Αλεξάντερ Νιξ, εκτελεστικός διευθυντής της Cambridge Analytica).
«Μπορεί η Cambridge Analytica να έχει πολλά δεδομένα αλλά όχι προσωπικά δεδομένα του Facebook καθώς δεν τους έχουμε προμηθεύσει με δεδομένα μας.» (Σίμον Μίλνερ υπεύθυνος πολιτικής του Facebook στην Μ. Βρετανία).
Με άλλα λόγια οι εκπρόσωποι των πολυεθνικών αυτών κολοσσών αλλά και οι εκπρόσωποι κυβερνήσεων, της ΝΔ στην περίπτωση μας, δεν διστάζουν να ψεύδονται επανειλημμένα δημόσια προκειμένου να καλύψουν τις επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο παράνομες συμφωνίες τους.
Metadata ο νέος χρυσός
Τα metadata δεν αφορούν τις προσωπικές πληροφορίες χρηστών όπως την διεύθυνση κατοικίας, τον τηλεφωνικό αριθμό, το ΑΦΜ ή το ΑΜΚΑ. Αφορούν την ηλεκτρονική συμπεριφορά των χρηστών όπως τις ηλεκτρονικές σελίδες που επισκέπτονται, τον χρόνο που αφιερώνουν για περιήγηση στο διαδίκτυο, την ώρα της ημέρας που το κάνουν, τις καταναλωτικές προτιμήσεις τους και τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα.
Με την βοήθεια ψυχολόγων και ειδικών επιστημόνων, εταιρείες ανάλυσης δεδομένων μπορούν να δημιουργήσουν συγκεκριμένα ηλεκτρονικά προφίλ χρηστών, να προβλέψουν δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν σε συγκεκριμένα ερεθίσματα άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οπότε και να τους χειραγωγήσουν σύμφωνα με τα συμφέροντα που θέλουν να εξυπηρετήσουν.
Ακόμη και αν, τηρώντας τους όρους των συμβάσεων που υπογράφουν, οι εταιρείες διαγράψουν τα ονοματεπώνυμα των χρηστών από τους οποίους άντλησαν τα δεδομένα, έχουν καταφέρει να έχουν επεξεργαστεί εκατομμύρια προφίλ χρηστών και να ομαδοποιήσουν τις κατηγορίες ανθρώπινων συμπεριφορών για μελλοντική τους χρήση.
Όλα αυτά γίνονται χωρίς την γνώση και την συγκατάθεση των πολιτών οι οποίοι στρέφονται στο διαδίκτυο καθώς αναζητούν τρόπους εναλλακτικής ενημέρωσης από τα συστημικά Μ.Μ.Ε. τα οποία αποκρύπτουν ή διαστρεβλώνουν την αλήθεια όταν το κρίνουν απαραίτητο.
Η πρόοδος της τεχνολογίας αντί να υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας χρησιμοποιείται από τις μεγάλες επιχειρήσεις για να κερδοσκοπούν σε βάρος μας.
Αν θέλουμε να ελέγξουμε την ασυδοσία των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών και να εκμεταλλευτούμε κάθε επιστημονική εξέλιξη οφείλουμε να δώσουμε τη μάχη για την κοινωνική διαχείριση των υπηρεσιών αυτών.
Πράγμα που σημαίνει, το πέρασμά τους στα χέρια των εργαζομένων και της κοινωνίας οι οποίοι μπορούν δημοκρατικά να σχεδιάσουν και να αποφασίσουν τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να λειτουργούν το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και η αλληλεπίδραση που θα έχουν με την κοινωνία – με στόχο την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών και όχι την κερδοφορία των δισεκατομμυριούχων ιδιοκτητών τους.