Ξεκίνημα Βόλου
Η πανελλαδική ημέρα δράσης κατά της καύσης σκουπιδιών
Το συλλαλητήριο κατά της καύσης των σκουπιδιών που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο το Σάββατο 29 Μαΐου ήταν η πρώτη απάντηση του κινήματος μετά από το πολύμηνο λοκντάουν και την απουσία κινηματικών δράσεων για το τεράστιο αυτό περιβαλλοντικό ζήτημα.
Η πραγματοποίηση του συλλαλητηρίου στο πλαίσιο μιας ημέρας συντονισμένων δράσεων/κινητοποιήσεων σε μια σειρά πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μηλάκι Εύβοιας κα) ήταν σημαντική γιατί ανέδειξε την προοπτική του πανελλαδικού αγώνα κατά της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης των απορριμμάτων, η οποία δεν αφορά μόνο τον Βόλο αλλά όλη τη χώρα.
Η ενημερωτική καμπάνια που προηγήθηκε της κινητοποίησης ξανάφερε το θέμα στην επικαιρότητα και εξήγησε στην τοπική κοινωνία ότι κυβέρνηση, Δήμος Βόλου και Περιφέρεια εφαρμόζουν την καύση για τα κέρδη των τσιμεντοβιομηχάνων και των εργολάβων των σκουπιδιών. Δώσαμε λοιπόν το μήνυμα ότι το κίνημα είναι εδώ, συνεχίζει να μάχεται και κάνει βήματα πανελλαδικού συντονισμού.
Μειωμένη συμμετοχή
Παρά τα θετικά στοιχεία, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η συμμετοχή του κόσμου στη συγκέντρωση και την πορεία ήταν σημαντικά μειωμένη (500-600 άτομα), σε σύγκριση με τα συλλαλητήρια του 2018-2019 όταν το κίνημα ήταν σε ανοδική φάση. Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα προκαλεί προβληματισμό και απαιτεί εξήγηση.
Κατά τη γνώμη μας, πολλοί παράγοντες έπαιξαν ρόλο στη μειωμένη συμμετοχή και αυτοί αφορούν τόσο το γενικό κλίμα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην κοινωνία, όσο και τις υποκειμενικές αδυναμίες των οργανωμένων δυνάμεων.
Πανδημία
Το πρώτο στοιχείο που έπαιξε ρόλο ήταν η γενικότερη κατάσταση την οποία διέρχεται η κοινωνία με την πανδημία και αμέσως μετά την πολύμηνη καραντίνα. Η πανδημία και η εγκληματική της διαχείρισή από την κυβέρνηση, έστρεψε την προσοχή του κόσμου σε άλλα θέματα (υγεία, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα κοκ).
Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε ότι δυο 24ωρα πριν το συλλαλητήριο υπήρχαν δημοσιεύματα/ διαρροές ότι επίκειται τοπικό λοκντάουν στο Βόλο.
Η διάσπαση των δυνάμεων
Όμως, η σημαντικότερη αιτία της μειωμένης συμμετοχής ήταν η πολυδιάσπαση/κατακερματισμός των δυνάμεων του κινήματος τα τελευταία δυο χρόνια.
Στο πρώτο συλλαλητήριο τον Μάιο του 2018 συμμετείχαν πάρα πολλές οργανώσεις και φορείς όπως: η τότε ενιαία Επιτροπή Αγώνα Πολιτών Βόλου κατά της καύσης σκουπιδιών, ο Ιατρικός Σύλλογος και άλλοι φορείς Υγείας, το ΤΕΕ, η ΕΛΜΕ, η Ένωση Γονέων και Κηδεμόνων, εργατικά σωματεία (κυρίως από το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ), όλες οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ο χώρος των αναρχικών κοκ.
Καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία του κοινού μετώπου είχε παίξει η τότε ενιαία Επιτροπή Αγώνα Πολιτών Βόλου (στην οποία συμμετείχαν τα μέλη του Ξεκινήματος από την ίδρυσή της) λόγω του ενωτικού της χαρακτήρα και των κινηματικών πρωτοβουλιών.
Δυστυχώς, η Επιτροπή Αγώνα Πολιτών Βόλου διασπάστηκε στο τέλος του 2019. Η διάσπαση ήταν αποτέλεσμα των εκφυλιστικών και αντιδημοκρατικών πρακτικών της ηγετικής ομάδας γύρω από την Περιβαλλοντική Πρωτοβουλία.
Η ομάδα αυτή επεδίωξε να επιβάλει με αντιδημοκρατικές-γραφειοκρατικές μεθόδους τη γραμμή της και τους ανθρώπους της, αποκλείοντας κάθε διαφορετική φωνή και ειδικά τις αριστερές φωνές, ακόμη και με κουβαλητούς σε συνελεύσεις. Αυτή η διάσπαση, και μάλιστα σε πολλά κομμάτια, είχε αρνητικές επιπτώσεις.
Οι περισσότεροι φορείς που συμμετείχαν στα τεράστια συλλαλητήρια του 2018-2019 δεν στήριξαν την κινητοποίηση της 29ης Μαΐου, παρά την ανοιχτή πρόσκληση που τους είχε απευθύνει η «Πρωτοβουλία NOBURN». Άλλοι επειδή ελέγχονται από την ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και τα άλλα συστημικά κόμματα και ποτέ δεν πίστεψαν στον αγώνα αλλά συμμετείχαν μόνο κάτω από την πίεση της κοινωνίας. Άλλοι, όπως το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ, επειδή δεν θέλει τη συνεργασία με άλλες αριστερές ριζοσπαστικές οργανώσεις. Τα σωματεία του ΠΑΜΕ μάλιστα, μαζί με την Περιβαλλοντική Πρωτοβουλία, επέλεξαν να καλέσουν δική τους ξεχωριστή συγκέντρωση μια βδομάδα αργότερα, το Σάββατο 5 Ιουνίου!
Κούραση στο κίνημα
Πέρα από τα παραπάνω, πρέπει να λάβουμε υπόψη όταν πολύ μαζικές κινητοποιήσεις δεν καταφέρνουν να φέρουν απτό αποτέλεσμα και δεν υπάρχει σχέδιο κλιμάκωσης τότε κατά κανόνα ακολουθεί κούραση και απογοήτευση.
Εδώ και τέσσερα χρόνια πραγματοποιούνται στον Βόλο μαζικές κινητοποιήσεις κατά της καύσης των σκουπιδιών. Από το 2018 έχουν πραγματοποιηθεί πέντε πολύ μαζικά συλλαλητήρια – τα δυο μαθητικά/πανεκπαιδευτικά – με συμμετοχή πολλών χιλιάδων πολιτών. Στις εκλογές του 2019 πραγματοποιήθηκε ένα άτυπο-αυτοοργανωμένο δημοψήφισμα, στο οποίο ψήφισαν πάνω από 5.000 πολίτες. Παράλληλα, έγιναν αμέτρητες ακόμη συγκεντρώσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο, την Περιφέρεια, το ίδιο το εργοστάσιο κοκ.
Παρά τη μαζική συμμετοχή σε αυτές τις κινητοποιήσεις, η ΑΓΕΤ όχι μόνο δεν σταμάτησε την καύση, αλλά πήρε άδεια να καίει ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες σκουπιδιών (πρόσφατη τροποποίηση της ΑΕΠΟ). Επιπλέον, η καύση επεκτείνεται σε όλη τη χώρα με την ψήφιση και εφαρμογή του νέου Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων, που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον Αύγουστο του 2020.
Επομένως, σε μεγάλη μερίδα του κόσμου υπάρχει η αίσθηση ότι με τα συλλαλητήρια δεν πετυχαίνουμε κάτι. Όταν αυτό το αίσθημα συνδυάζεται με διάσπαση των δυνάμεων τότε το αποτέλεσμα είναι η κάμψη του κινήματος.
Οι προτάσεις που είχαμε καταθέσει
Για αυτό τον κίνδυνο το Ξεκίνημα είχε μιλήσει από πολύ νωρίς. Μετά το πρώτο συλλαλητήριο, τον Μάιο του 2018, γράφαμε:
« … η κυβέρνηση, η εταιρία και ο Δήμος Βόλου, παρά τη μαζικότητα του συλλαλητηρίου, εμμένουν στις αποφάσεις τους … ποντάρουν στην εκτόνωση της αγανάκτησης … Γι’ αυτό, το κίνημα χρειάζεται να επεξεργαστεί τη δική του τακτική για τη συνέχιση του αγώνα ο οποίος όλα δείχνουν ότι θα είναι μακροχρόνιος».
Αμέσως μετά το συλλαλητήριο τον Μάρτιο του 2019 επαναλαμβάναμε:
«Ο σχεδιασμός της εταιρείας και των συμμάχων της (κυβέρνηση, Δήμος Βόλου, Περιφέρεια, συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, κλπ) ήταν εξαρχής το να κουραστεί το κίνημα αφότου εκτονωθεί μετά τις πρώτες κινητοποιήσεις. Ο κίνδυνος της κούρασης είναι υπαρκτός… Γι’ αυτούς τους λόγους το κίνημα χρειάζεται ένα μελετημένο σχέδιο που θα δώσει διάρκεια στον αγώνα, θα αυξήσει τη συμμετοχή ανθρώπων και θα κάνει πιο ισχυρή την πίεση προς την εταιρεία και την κυβέρνηση»
Στη βάση αυτής της εκτίμησης κάναμε μια σειρά από προτάσεις, οι κυριότερες εκ των οποίων ήταν:
- Διατήρηση του κοινού μετώπου κοινωνικών φορέων, συλλογικοτήτων κατά της καύσης και κομμάτων της Αριστεράς
- Δημιουργία επιτροπών αγώνα σε γειτονιές
- Παν-εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις (καταλήψεις, αποχές, απεργίες και πορείες) μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών και γονέων
- Ενωτικό κατέβασμα της Αριστεράς και αγωνιστών του κινήματος στις δημοτικές εκλογές του 2019, με στόχο την πολιτική έκφραση του κινήματος και προοπτικά έναν Δήμο όργανο πάλης του κινήματος
- Απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων της ΑΓΕΤ, αλλά και τοπικές γενικές απεργίες που να παραλύουν το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας στην πόλη (για την καύση)
Χωρίς ανατρεπτική Αριστερά
Κάποιες από τις προτάσεις αυτές, όπως οι μαθητικές και παν-εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις υλοποιήθηκαν και αυτό ενίσχυσε το κίνημα.
Με δεδομένο όμως ότι οι δυνάμεις του κατεστημένου είναι με την πλευρά της Lafarge (ακόμα και όταν κάτω από την πίεση της κοινωνίας συμμετείχαν στο κίνημα) για να υπάρξει ένα σχέδιο αγώνα όπως το περιγράψαμε απαιτούνταν η συνεργασία από τη μεριά της Αριστεράς στη βάση ενός τέτοιου προγράμματος – αυτή ήταν η προϋπόθεση για την υιοθέτηση του από την τοπική κοινωνία.
Αυτή η προσέγγιση όμως έλειπε από την Αριστερά και συνεχίζει να λείπει. Το ΚΚΕ, η πιο μεγάλη οργάνωση της Αριστεράς,παρά τη συμμετοχή του στο κίνημα λειτουργεί, όπως δείξαμε και πιο πάνω, διασπαστικά– και σε καμία φάση δεν έκανε συγκεκριμένες προτάσεις ούτε παρουσίασε σχέδιο για τη συνέχεια και την κλιμάκωση. Και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, όπως είναι σήμερα, δυστυχώς εμφανίζει παρόμοιες παθογένειες.
Αυτό καθιστά την ανάγκη να χτίσουμε μια μαζική ανατρεπτική Αριστερά, που θα λειτουργεί ενωτικά και στη βάση ενός μαχητικού σχεδιασμού όπως τον πιο πάνω, ένα από τα πιο σημαντικά πολιτικά καθήκοντα της περιόδου και για την προετοιμασία των μελλοντικών αγώνων.
Απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα στη δράση όλων των δυνάμεων που συμμετέχουν στο κίνημα γιατί μόνο έτσι μπορεί το κίνημα να πετύχει νίκες. Αυτό δεν σημαίνει ενοποίηση των διαφορετικών συλλογικοτήτων που υπάρχουν, αλλά συντονισμένος βηματισμός στη βάση ενός κοινού σχεδίου.
Όμως αυτός ο αγώνας είναι και αγώνας ενάντια στο σύστημα συνολικά – την κυβέρνηση, τους κρατικούς φορείς και την εξουσία των πολυεθνικών και του μεγάλου κεφαλαίου. Γι’ αυτό η Αριστερά που χρειαζόμαστε πρέπει, πέρα από προτάσεις για την κλιμάκωση των τοπικών κινημάτων, να υιοθετεί τον μακροπρόθεσμο στόχο της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, δηλαδή ένα μαχητικό, ανατρεπτικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα για μια εναλλακτική κοινωνία.