Μετάφραση άρθρου των σ. Ετζεχάν Μπαλτά και Νιχάτ Χαλέπλι από την Τουρκία, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Internationalist Standpoint.
Στις 14 Μαΐου 2023, θα πραγματοποιηθούν στην Τουρκία οι πιο σημαντικές εκλογές στην ιστορία της. Αν και όλα δείχνουν ότι το καθεστώς Ερντογάν δεν θα επανεκλεγεί, η μεγαλύτερη ανησυχία είναι αν θα μπορέσει να νοθεύσει τις εκλογές και με ποιους τρόπους θα προσπαθήσει να αποφύγει να παραδώσει τη εξουσία.
Στις 14/5 θα διεξαχθούν ταυτόχρονα προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Ωστόσο, οι προεδρικές εκλογές είναι σαφώς οι πιο σημαντικές αυτή τη στιγμή. Ο λόγος είναι ότι όλη η εξουσία στην Τουρκία είναι συγκεντρωμένη στα χέρια του Ερντογάν ως προέδρου.
Η Τουρκία διεξάγει αυτές τις εκλογές σε συνθήκες όπου τόσο οι κρατικοί όσο και οι κοινωνικοί θεσμοί (όπως τα μέσα ενημέρωσης) έχουν περιέλθει στον άμεσο έλεγχο του καθεστώτος, τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ισότιμα στις πολιτικές συζητήσεις παρά το γεγονός ότι διεξάγονται εκλογές, η αντιπολίτευση καταστέλλεται με σκληρές μεθόδους και παρατηρείται ακραία περιστολή των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών.
Προεδρικές εκλογές
Στις προεδρικές εκλογές, εάν ένας υποψήφιος δεν λάβει πάνω από το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο, διεξάγεται δεύτερος γύρος μεταξύ των δύο πρώτων. Ο Ερντογάν, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ως τον τελευταίο σουλτάνο της χώρας, μετά από 21 χρόνια στην εξουσία εξακολουθεί να απολαμβάνει υποστήριξη που δεν πρέπει να υποτιμάται, όπως φάνηκε με τη μαζική συγκέντρωση που πραγματοποίησε πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλα αυτά, όλα τα στοιχεία δείχνουν πως οι εκλογές αυτές θα οδηγήσουν στην πτώση του.
Σύμφωνα με τον μέσο όρο 10 δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν από 10 διαφορετικές εταιρείες τον Απρίλιο, ο αντίπαλος του Ερντογάν, ο Κιλιτσντάρογλου, προηγείται στην κούρσα, παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται τον έλεγχό που έχει πάνω σε όλους τους κρατικούς θεσμούς και σε μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Κιλιτσντάρογλου συγκεντρώνει το 47,5% των ψήφων, ενώ ο Ερντογάν το 44,4%.
Υπάρχουν άλλοι δύο υποψήφιοι στην προεδρική κούρσα. Ο Μουχαρρέμ Ιντζέ (Muharrem İnce), ήταν ο υποψήφιος του CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, κόμμα του Κιλιτσντάρογλου) εναντίον του Ερντογάν στις τελευταίες εκλογές. Με το νεοσύστατο κόμμα του, προσπαθεί χρησιμοποιώντας λαϊκιστικό λόγο να δημιουργήσει τον δικό του χώρο. Το ποσοστό του ήταν περίπου 6% τον Απρίλιο, ενώ φαίνεται να έχει πέσει κοντά στο 4% τις τελευταίες εβδομάδες.
Ο τέταρτος υποψήφιος στην κούρσα, ο Σινάν Ογάν (S. Oğan), είναι υπερεθνικιστής και λαμβάνει περίπου 2% στις δημοσκοπήσεις. Αν και οι δύο αυτοί υποψήφιοι είναι πολιτικά ασήμαντοι, το άθροισμα των ποσοστών τους θα μπορούσε να εμποδίσει τον Κιλιτσντάρογλου να επιτύχει ποσοστό άνω του 50% στον πρώτο γύρο, οδηγώντας τις εκλογές σε δεύτερο γύρο. Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των ψηφοφόρων αυτών των υποψηφίων θα ψηφίσει πιθανότατα τον Κιλιτσντάρογλου στον δεύτερο γύρο.
Κιλιτσντάρογλου
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου είναι ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του κεμαλικού κόμματος που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό, από το 2010. Με την πάροδο του χρόνου, έχει εξουδετερώσει τους κεμαλικούς εθνικιστές, γνωστούς ως Ulusalcı, εντός του κόμματος και του έδωσε μια σχετικά πιο σοσιαλδημοκρατική εικόνα.
Μεταξύ των υφιστάμενων αστικών κομμάτων, είναι αναμφίβολα η πιο «αριστερή» φιγούρα. Στις 15 Ιουνίου 2017, η πορεία 450 χιλιομέτρων για τη Δικαιοσύνη από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη με το σύνθημα «Δικαιώματα, Νόμος, Δικαιοσύνη» ήταν μια από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες του.
Παρόλο που στην προεκλογική του εκστρατεία έδωσε έμφαση στο κράτος πρόνοιας και αναφέρθηκε σε κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές, ο Κιλιτσντάρογλου είναι ένας αστός πολιτικός που τελικά εκπροσωπεί τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων. Το σημαντικότερο επίτευγμά του ήταν αναμφίβολα ο σχηματισμός ενός αντιπολιτευτικού αστικού μπλοκ έξι κομμάτων από διαφορετικούς χώρους ενάντια στο μπλοκ Ερντογάν.
Το κράτος πρόνοιας, η δικαιοσύνη, τα δημοκρατικά δικαιώματα και η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελούν τη βάση των υποσχέσεων του Κιλιτσντάρογλου. Υπόσχεται ότι θα εντοπίσει τα ποσά που έχει δώσει το καθεστώς του Ερντογάν σε επιχειρήσεις μέσω έργων σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, χρήματα που έχουν ήδη μεταφερθεί στο εξωτερικό και θα τα επιστρέψει στα κρατικά ταμεία. Αυτή η υπόθεση αφορά κυρίως πέντε τεράστιους ομίλους επιχειρήσεων που συνεργάζονται με τον Ερντογάν, τη λεγόμενη συμμορία των πέντε. Το συνολικό ποσό που ο Κιλιτσντάρογλου ισχυρίζεται ότι θα φέρει πίσω στην Τουρκία είναι αστρονομικό: αγγίζει τα 418 δισ. δολάρια!
Όσο αγενής και αλαζόνας θεωρείται ο Ερντογάν, τόσο ευγενικό και σεμνό προφίλ έχει χτίσει ο Κιλιτσντάρογλου. Ενώ ο Ερντογάν αυτοαποκαλείται ως ο τελευταίος σουλτάνος της χώρας, ο Κιλιτσντάρογλου προσπαθεί να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους με σύντομα βίντεο στην κουζίνα του σπιτιού του, που αποτελεί το πρότυπο μιας μέσης οικογένειας της εργατικής τάξης. Εάν εκλεγεί πρόεδρος, λέει ότι δεν θα μετακομίσει στο προεδρικό μέγαρο των 1.000 δωματίων που έχτισε ο Ερντογάν.
Εάν εκλεγεί ο Κιλιτσντάρογλου, θα είναι επίσης ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος από τη θρησκευτική μειονότητα των Αλεβιτών της Τουρκίας, η οποία σήμερα βιώνει διώξεις και καταστολή.
Κοινοβουλευτικές εκλογές
Στην Τουρκία, το εκλογικό όριο για να μπει κάποιο κόμμα στη Βουλή είναι 7% και ο εκλογικός νόμος επιτρέπει στα κόμματα να συμμετέχουν στις εκλογές με συμμαχίες. Εάν μια συμμαχία, ή ένα κόμμα που συμμετέχει σε μια συμμαχία, υπερβεί το όριο του 7%, τότε αυτό εφαρμόζεται σε όλα τα άλλα κόμματα της συμμαχίας. Έτσι, τα κόμματα που συμμετέχουν σε συμμαχίες μπορούν να εισέλθουν στο κοινοβούλιο ακόμη και αν δεν μπορούσαν από μόνα τους να «πιάσουν» το όριο του 7%. Αυτό αυξάνει τη σημασία των συμμαχιών στις εκλογές.
Σε αυτές τις εκλογές, οι βασικές συμμαχίες είναι τρεις: η Λαϊκή Συμμαχία του καθεστώτος του Ερντογάν (Cumhur İttifakı), η Εθνική Συμμαχία της αστικής αντιπολίτευσης (Millet İttifakı) και η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας της Αριστεράς (Emek ve Özgürlük İttifakı).
Η Λαϊκή Συμμαχία του καθεστώτος
Αν και η Λαϊκή Συμμαχία αποτελείται κυρίως από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν (Adalet ve Kalkınma Partisi, AKP) και το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (Milliyetçi Hareket Partisi, MHP), καθώς το καθεστώς χάνει δυνάμεις και κάθε ψήφος αποκτά μεγαλύτερη σημασία, συμπεριέλαβε στη συμμαχία του αδιακρίτως όσες περισσότερες ομάδες μπορούσε να συμπεριλάβει. Μεταξύ άλλων μικρών εθνικιστικών και ισλαμιστικών κομμάτων, συμπεριέλαβαν ένα τζιχαντιστικό κουρδικό κόμμα, το Hüda-Par (Κόμμα του Σκοπού της Ελευθερίας).
Το κόμμα αυτό, το οποίο ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται για ένα Κουρδιστάν υπό τον νόμο της Σαρία, είναι η νόμιμη βιτρίνα της κουρδικής τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ. Η Χεζμπολάχ έχει χρησιμοποιήσει κάθε είδους μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων σκληρών βασανιστηρίων κατά του απελευθερωτικού κουρδικού κινήματος τη δεκαετία του 1990, με την υποστήριξη του κράτους. Βάζοντας υποψηφίους από αυτό το κόμμα στη λίστα του για τις κοινοβουλευτικές εκλογές, το ΑΚΡ εξασφάλισε την εκπροσώπησή τους στο κοινοβούλιο για την επόμενη περίοδο. Το γεγονός ότι υπερεθνικιστικά τουρκικά κόμματα όπως το ΑΚΡ και το MHP αναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με αυτό το κόμμα είναι μια ακόμη απόδειξη του πόσο πιεσμένο είναι το καθεστώς. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι ο Ερντογάν θέλει να χρησιμοποιήσει αυτό το κόμμα στο μέλλον, ώστε να διασπάσει το κουρδικό κίνημα.
Παρά τα παραπάνω, το ΑΚΡ εξακολουθεί να είναι πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, με ποσοστό 30-35%. Ο μικρότερος εταίρος του, το MHP, κυμαίνεται γύρω στο 7%. Σε αυτό το πλαίσιο, το ποσοστό της Λαϊκής Συμμαχίας κυμαίνεται στο επίπεδο του 40% και δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Το μπλοκ του καθεστώτος, το οποίο δεν έχει να προσφέρει τίποτα καινούργιο στον απλό κόσμο -αντίθετα τον έχει οδηγήσει σε οικονομική και κοινωνική κρίση- προσπαθεί για άλλη μια φορά να επιτύχει τους εκλογικούς του στόχους μέσω της πόλωσης, με επιθετικούς, ψευδείς και χειριστικούς ελιγμούς.
Κατηγορεί τους αντιπάλους της ως «φιλοδυτικούς» και τρομοκράτες, επιτίθεται στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και των γυναικών χρησιμοποιώντας συντηρητικό και αντιδραστικό λόγο και φρασεολογία όπως η «προστασία της οικογένειας» και η «ηθική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας».
Η αστική αντιπολίτευση
Η κύρια αντιπολίτευση στη Λαϊκή Συμμαχία είναι η Εθνική Συμμαχία. Η συμμαχία αυτή αποτελείται από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως «σοσιαλδημοκρατικό», το Καλό Κόμμα (İYİ), το οποίο αποσχίστηκε από το MHP και παρουσιάζεται ως κεντροδεξιό, δύο μικρά κόμματα που αποσχίστηκαν από το ΑΚΡ– το Κόμμα του Μέλλοντος, το οποίο ιδρύθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου και το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου, του οποίου ηγείται ο πρώην υπουργός Οικονομίας Αλί Μπαμπατζάν, το ισλαμιστικό συντηρητικό Κόμμα Ευτυχίας και, τέλος, το φιλελεύθερο συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα.
Από αυτά τα κόμματα, το CHP συγκεντρώνει μεταξύ 25-30% και το İYİ μεταξύ 10-15%. Μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα, το ποσοστό αυτής της συμμαχίας κινείται κοντά στο 40%, όπως ακριβώς και το μπλοκ Ερντογάν.
Δεδομένου ότι το ΑΚΡ αλλάζει συνεχώς τον εκλογικό νόμο προς όφελός του τα τελευταία χρόνια, το σύστημα έχει γίνει αρκετά περίπλοκο. Αυτό, αναγκάζει τα κόμματα να χρησιμοποιούν πολύπλοκες εκλογικές τακτικές. Οι δύο κύριοι εταίροι της Συμμαχίας του Έθνους, το CHP και το İYİ, συμμετέχουν στις εκλογές με δικές τους λίστες, αν και βρίσκονται υπό την ομπρέλα της ίδιας συμμαχίας, αλλά σε κάποιες επαρχίες το ένα κόμμα έχει αποσύρει τη συμμετοχή του για να ψηφιστεί το άλλο.
Σε αντίθεση με τη Λαϊκή Συμμαχία, η Εθνική Συμμαχία κατεβαίνει στις εκλογές με κοινό πρόγραμμα, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων για σχεδόν ένα χρόνο. Περιλαμβάνει κυρίως σημεία σχετικά με τη μετάβαση από το «προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης» σε ένα ενισχυμένο κοινοβουλευτικό σύστημα, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας, την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας, την ανάπτυξη διαφόρων βασικών τομέων και την ανάπτυξη των πληροφοριακών υποδομών κ.λπ.
Για λόγους τακτικής, δεν ήταν σαφές ποιος θα ήταν ο υποψήφιος πρόεδρος της Εθνικής Συμμαχίας μέχρι δύο μήνες πριν από τις εκλογές. Το İYİ προτιμούσε για υποψήφιο αντί για τον Κιλιτσντάρογλου τον Ιμάμογλου (Imamoğlu, δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης), ο οποίος έχει φιλελεύθερο προφίλ παρά την ένταξή του στο CHP και τον Γιαβάς (Yavaş, δήμαρχος της Άγκυρας), ο οποίος είναι εθνικιστής. Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Κιλιτσντάρογλου προκάλεσε την αντίδραση του İYİ και ο ηγέτης του άσκησε έντονη κριτική και ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τη συμμαχία. Η απογοήτευση και η αντίδραση της κοινής γνώμης ήταν τόσο μεγάλη που το İYİ αναγκάστηκε να επιστρέψει στη συμμαχία, με τη συμφωνία ότι και οι δύο δήμαρχοι θα είναι υποψήφιοι αντιπρόεδροι. Σύμφωνα με τα στοιχεία του İYİ, 30.000 άτομα παραιτήθηκαν από το κόμμα μέσα σε τρεις ημέρες ως αντίδραση στην αποχώρηση του από τη συμμαχία.
Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας
Η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας είναι μια αριστερή συμμαχία που αποτελείται από το HDP/YSP (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα/Πράσινο Αριστερό Κόμμα), το TİP (Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας) και πέντε άλλα σοσιαλιστικά κόμματα. Η βασική δύναμη είναι το HDP, το οποίο στηρίζεται κυρίως σε ψήφους από τους Κούρδους και κατέχει θέση-κλειδί στην Τουρκία από τις εκλογές του 2015. Καμία συμμαχία που εκπροσωπεί την άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κερδίσει επαρκή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο χωρίς το HDP και επομένως χωρίς τις ψήφους της Συμμαχίας Εργασίας και Ελευθερίας. Το ίδιο ισχύει και για τις προεδρικές εκλογές.
Παρ’ όλη την καταστολή, το ποσοστό του HDP κυμαίνεται σταθερά στο 12-15%. Για τον λόγο αυτό, το καθεστώς κατέθεσε αγωγή κατά του HDP πριν από δύο χρόνια με σκοπό την απαγόρευσή του. Η αγωγή αυτή εκκρεμεί ακόμη, αλλά λόγω του κινδύνου απαγόρευσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το κόμμα διεκδικεί τη συμμετοχή του στις λίστες ενός από τα μικρότερα κόμματα-μέλη του, του Κόμματος της Πράσινης Αριστεράς.
Το HDP είχε αρχικά ανακοινώσει ότι θα κατέβαζε δικό του υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, αλλά μετά τον ισχυρό σεισμό του Φεβρουαρίου, το κόμμα ανακοίνωσε ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει και ότι υποστηρίζει τον Κιλιτσντάρογλου. Πρώτη προτεραιότητά του είναι η ειρηνική επίλυση του κουρδικού ζητήματος, ενώ ο κεντρικός του στόχος σε αυτές τις εκλογές είναι η ανατροπή του καθεστώτος Ερντογάν.
Το άλλο δημοφιλές κόμμα της συμμαχίας είναι το TİP, το οποίο ιδρύθηκε το 2017 και εξέλεξε 2 βουλευτές μέσω της λίστας του HDP ένα χρόνο αργότερα. Παρόλο που το TİP, το οποίο σήμερα έχει 4 βουλευτές, έχει χαμηλό ποσοστό ψήφων, έχει τη δυνατότητα να γίνει ένα μαζικό κόμμα της Αριστεράς, καθώς το τελευταίο διάστημα υπάρχει σημαντική κινητικότητα γύρω του. Τα μέλη του αυξήθηκαν από 8.000 σε περίπου 45.000 μέσα σε ένα χρόνο. Με βάση αυτό, το TİP έχει θέσει ως στόχο το 3%, το οποίο όμως φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν. Ενώ τα άλλα κόμματα της συμμαχίας συμμετέχουν στις εκλογές με λίστες του HDP/YSP, το TİP αποφάσισε να κατέβει με δικές του λίστες στη μισή χώρα, παρόλο που είναι μέρος της συμμαχίας. Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντιπαράθεση στο εσωτερικό της συμμαχίας, ιδίως λόγω της πολυπλοκότητας του εκλογικού νόμου και του γεγονότος ότι οι ψήφοι ουσιαστικά μεταφέρονται στα μεγάλα κόμματα, εάν ένα κόμμα δεν λάβει τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων για να κερδίσει μια βουλευτική έδρα. Επιπλέον, τα δύο κόμματα καταλήγουν να ανταγωνίζονται για ψήφους σε πολλές κρίσιμες εκλογικές περιφέρειες και, σε ορισμένες περιοχές, υπάρχει ο κίνδυνος να μην εκλεγούν υποψήφιοι από κανένα κόμμα, αν και φαίνεται ότι το ενδεχόμενο αυτό έχει μελετηθεί έγκαιρα και θεωρείται απίθανο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά θα αποτελέσουν σημεία συζήτησης στο εσωτερικό της Συμμαχίας Εργασίας και Ελευθερίας μετά τις εκλογές, ανάλογα φυσικά με το αποτέλεσμά τους. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η αριστερή συμμαχία και ιδιαίτερα το TİP θα δοκιμαστούν όποιο σενάριο και αν επικρατήσει μετά τις εκλογές: αν ο Ερντογάν χάσει, θα προκύψουν νέες συνθήκες, καθώς η κοινωνία θα νιώσει πως έχει μεγαλύτερες ελευθερίες ώστε να συμμετάσχει σε αγώνες- την ίδια στιγμή όμως μπορεί να εμφανιστούν κάποιες αυταπάτες σχετικά με τη νέα κυβέρνηση της Εθνικής Συμμαχίας. Αν κερδίσει ο Ερντογάν, το μαζικό κίνημα θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια αίσθηση απογοήτευσης, αλλά και με ένταση της καταστολής από το καθεστώς.
Να εξασφαλιστεί το αδιάβλητο των εκλογών
Η διασφάλιση του αδιάβλητου της εκλογικής διαδικασίας είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στην Τουρκία του ΑΚΡ. Όπως όλα τα θεσμικά όργανα, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) βρίσκεται υπό τον έλεγχο του καθεστώτος. Το 2019, αποφάσισε ότι οι εκλογές στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε να επαναληφθούν με σαθρά επιχειρήματα, μόνο και μόνο επειδή δεν κέρδισε ο υποψήφιος του ΑΚΡ, ενώ στο δημοψήφισμα του 2017, επικύρωσε άκυρες ψήφους για να ενισχύσει το αποτέλεσμα που βόλευε τον Ερντογάν (προκειμένου δηλαδή να περάσει η συνταγματική αναθεώρηση που έδινε επιπλέον εξουσίες στο καθεστώς του).
Σε όλες τις εκλογές της τελευταίας δεκαετίας, εκτός από τις διάφορες παρατυπίες, έχουν σημειωθεί περιστατικά επιθέσεων από μέλη του ΑΚΡ (με πιο πρόσφατη την επίθεση σε δημόσια συγκέντρωση του Ιμάμογλου στο Ερζερούμ). Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία βρίσκονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χέρια του κυβερνώντος κόμματος, έχουν χρησιμοποιηθεί για τη χειραγώγηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Το YSK, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έχει υιοθετήσει στάση υπέρ του AKP και έχει πάρει αποφάσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν σαφώς αντίθετες με το νόμο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία αναγνωρίζει ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να αποτραπεί η νοθεία των εκλογών από το καθεστώς. Κυριολεκτικά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, από πολλές διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές βάσεις, θεωρούν την προστασία των εκλογών προτεραιότητα και ο αγώνας για καθολική ψηφοφορία στην Τουρκία έχει πλέον αποκτήσει ένα νέο νόημα, την «προστασία της ψήφου». Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποια παραθυράκια θα χρησιμοποιήσει η Λαϊκή Συμμαχία για να υπονομεύσει την εκλογική διαδικασία, αλλά είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει να το κάνει για άλλη μια φορά.
Οικονομικό ναυάγιο
Στις 6 Φλεβάρη του 2023, δύο μεγάλοι σεισμοί έπληξαν την Τουρκία και τη Συρία, σκοτώνοντας 60 χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως στην τουρκική πλευρά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Η δημοσιονομική επιβάρυνση από τον σεισμό υπολογίζεται κοντά στα 107 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο σεισμός έπληξε το 15% της γεωργικής γης της Τουρκίας, το 16% της κτηνοτροφίας και το 25% των καλλιεργειών φρούτων και μπαχαρικών, ενώ οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις δεν έχουν υπολογιστεί ακόμη.
Το χρέος των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του δημόσιου τομέα στην Τουρκία σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο τα τελευταία τρία χρόνια, με το εταιρικό χρέος προς τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να είναι το μεγαλύτερο. Ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί ραγδαία μέσα στο ίδιο διάστημα και όποιο «θαυματουργό» οικονομικό πακέτο και αν υιοθετηθεί από το καθεστώς, δεν μπορεί να μειωθεί.
Η αύξηση του κόστους παραγωγής τροφίμων στην Τουρκία, που οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην πτώση της τούρκικης λίρας, έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές των τροφίμων να είναι πολύ υψηλότερες από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Μετά τον σεισμό, οι τιμές των κατοικιών (προς ενοικίαση ή αγορά), οι οποίες ήταν ήδη εξαιρετικά υψηλές τα τελευταία χρόνια, αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο για δύο βασικούς λόγους: την εσωτερική μετανάστευση και την ανάγκη για ασφαλή στέγαση.
Η αδιανόητη αύξηση των τιμών των τροφίμων και της στέγης δεν συνοδεύεται φυσικά από αύξηση των πραγματικών μισθών και των κοινωνικών επιδομάτων.
Το όριο της πείνας για μια τετραμελή οικογένεια, που υπολογίστηκε από το συνδικάτο United Metal İş, είναι 9.752 TL (τούρκικες λίρες, ή 456 ευρώ) για την περίοδο μέχρι τον Μάρτιο του 2023, ενώ το όριο της φτώχειας είναι 33.754 TL (1.579 ευρώ). Ο κατώτατος μισθός από την άλλη, είναι μόλις 8.500 TL (397 ευρώ) και το μέσο εισόδημα στη χώρα είναι περίπου το ίδιο με τον κατώτατο μισθό.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το συνολικό ποσοστό ανεργίας είναι 10,7%, με την ανεργία των γυναικών και των νέων να είναι εντυπωσιακά υψηλή. Το ένα τρίτο των γυναικών είναι ανασφάλιστες, το ένα τρίτο εργάζεται χωρίς μισθό, κάνοντας τις δουλειές του σπιτιού, ενώ το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών που κάνουν την ίδια εργασία είναι περίπου 20%. Παράλληλα, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό έχει πέσει περίπου στο 50%, κάτι που δείχνει ότι οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας. Ακόμη και η τούρκικη Στατιστική Υπηρεσία δημοσίευσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το συνολικό ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί στο 23,4%. Η εξαιρετικά ευέλικτη αγορά εργασίας οδηγεί σε σταθερή αύξηση της κρυφής ανεργίας.
Το κράτος πρόνοιας και οι δράσεις του, οι οποίες αποτελούν μόνο μια καρικατούρα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, υπονομεύονται συστηματικά και ευρέως. Για παράδειγμα, μόλις το 10% των ανέργων πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να πάρει επίδομα ανεργίας. Όλα τα επιδόματα, όπως οι συντάξεις, τα τρόφιμα, τα καύσιμα, για τους ηλικιωμένους, τους ανάπηρους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τις χήρες κ.λπ. δίνονται με τη μορφή ελεημοσύνης και αποκαλούνται «ενίσχυση».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2020, η Τουρκία είναι η χώρα με τον υψηλότερο αριθμό ατόμων που εργάζονται πάνω από 60 ώρες την εβδομάδα, με το ποσοστό τους να φτάνει 15,1%. Όσον αφορά τις μέσες εβδομαδιαίες ώρες εργασίας, η Τουρκία κατατάσσεται στη δεύτερη θέση μεταξύ των 34 χωρών μελών του ΟΟΣΑ με 45,6 ώρες. Αν συνυπολογίσουμε σε αυτά το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό συνδικαλισμού, που βρίσκεται στο 14%, τη συνεχή απαγόρευση των απεργιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας υγείας, τη συνεχή αύξηση των θανάτων εργαζομένων και την αύξηση των κρατήσεων για κοινωνική ασφάλιση κατά σχεδόν 20%, γίνεται σαφές ότι η Τουρκία μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε κόλαση για την εργατική τάξη.
Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας είναι ένα από τα αδύναμα σημεία της οικονομίας και η νομισματική κρίση έχει από καιρό κατασταλεί τεχνητά από το καθεστώς. Σε τέτοιο βαθμό που δεν υπάρχει πλέον περιθώριο ελιγμών και έτσι ανά πάσα στιγμή το δολάριο μπορεί να εκτιναχτεί σε σχέση με την τουρκική Λίρα.
Επιπλέον, μπροστά στη δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης, το καθεστώς έχει εφαρμόσει προεκλογικά οικονομικά μέτρα εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο. Για παράδειγμα, ενώ την προηγούμενη περίοδο οι όροι εργασίας για όσους εργάζονταν πριν από το 1999 άλλαξαν αναδρομικά και αυξήθηκε το όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, το καθεστώς υποχώρησε και παραχώρησε σε 2,8 εκατομμύρια εργαζόμενους, το δικαίωμα συνταξιοδότησης. Από την άλλη μεριά, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 50% δύο φορές στη σειρά, και παρόλο που αυτό ήταν αναπόφευκτο λόγω του πληθωρισμού και της υποτίμησης της Λίρας, είναι σαφές ότι το καθεστώς το έκανε για να εξασφαλίσει περισσότερες ψήφους.
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα που δείχνουν ότι η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί μετά τις εκλογές θα κληρονομήσει ένα οικονομικό ναυάγιο.
Σημείο καμπής
Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, μπορεί ήδη να ειπωθεί ότι σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής για την τουρκική κοινωνία και την αρχή μιας νέας εποχής. Εάν ο Ερντογάν ηττηθεί, αυτό θα επιφέρει την κατάρρευση του καθεστώτος του. Ενός καθεστώτος το οποίο επί 21 χρόνια αποτελούσε έκφραση των συμφερόντων συγκεκριμένων κομματιών της άρχουσας τάξης, που χαρακτηρίστηκε από την έκφραση «λατρείας της προσωπικότητας» του Ερντογάν και το οποίο ενεπλάκη σε αμέτρητα περιστατικά διαφθοράς και εγκληματικότητας. Φυσικά, τα ηγετικά στελέχη αυτού του καθεστώτος φοβούνται ότι θα λογοδοτήσουν για αυτά τα εγκλήματα. Ως εκ τούτου, πλατιά στρώματα της κοινωνίας ανησυχούν ότι ο Ερντογάν δεν θα θελήσει να εγκαταλείψει την εξουσία αν χάσει τις εκλογές. Πρόσφατες δηλώσεις μελών του καθεστώτος τροφοδοτούν αυτή την ανησυχία. Ο υπουργός Εσωτερικών Σοϊλού δήλωσε ότι
«Η 14η Μαΐου (η ημερομηνία των εκλογών) είναι μια απόπειρα πολιτικού πραξικοπήματος από τη Δύση».
Ο ηγέτης του MHP Ντεβλέτ Μπαχτσελί, μιλώντας για την Εθνική Συμμαχία, δήλωσε
«Αυτοί οι προδότες, είτε θα καταδικαστούν σε ποινές ισόβιας κάθειρξης, είτε θα δεχτούν σφαίρες».
Πολλές παρόμοιες δηλώσεις έγιναν από τους κορυφαίους υπερασπιστές του καθεστώτος.
Η ανησυχία ότι ο Ερντογάν και οι πιστοί του μπορεί να πάρουν κάθε δυνατό μέτρο για να μην χάσουν την εξουσία τους, είναι λογική. Αν και δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς με ποιον ακριβώς τρόπο θα γίνει, αν το καθεστώς προσπαθήσει να διατηρήσει την εξουσία μέσω κάποιου είδους πραξικοπήματος, θα αντιμετωπίσει τεράστια κοινωνική αντίσταση και τελικά θα αποτύχει. Το σίγουρο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα καθεστώς του οποίου η διάρκεια ζωής έχει ήδη λήξει, και καμία εγκληματική προσπάθεια δεν θα μπορέσει να αλλάξει αυτό το γεγονός.