Δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο-απόφαση της πρόσφατης διεθνούς συνάντησης της συντονιστικής επιτροπής της CWI που αφορά την Ευρώπη. Το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος του κειμένου για τη Διεθνή Κατάσταση δημοσιεύτηκαν στις 31-12-2016 και στις 2-1-2016 αντίστοιχα . Το επόμενο κείμενο που αφορά τη Μέση Ανατολή θα δημοσιευθεί την Κυριακή 8-1-2016.
Η σχετική ύφεση της κρίσης της ΕΕ που ακολούθησε την ελληνική καταστροφή και την προδοσία του Τσίπρα δέχτηκε ένα εξαιρετικά ισχυρό πλήγμα από το Brexit και την ψήφο της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ. Την ίδια στιγμή η προσφυγική κρίση, η συνεχιζόμενη αναταραχή μετά την εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του βρετανικού Εργατικού Κόμματος και η αυξανόμενη εκλογική υποστήριξη για δεξιές λαϊκιστικές δυνάμεις σε μια σειρά από χώρες είναι ενδείξεις των άλυτων κρίσεων και συνεχιζόμενων εντάσεων που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός.
Από την τελευταία συνάντηση της CWI, το Γενάρη του 2016, στην Ευρώπη δεν παρατηρείται, σε γενικές γραμμές, κάποια σημαντική ανάκαμψη στις απεργίες και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Αυτό οφείλεται κυρίως στον ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που λειτουργεί σαν φρένο σε κάθε σημαντικό αγώνα. Ακόμα και στο Βέλγιο, στο οποίο είχαμε μια μεγάλη πανεθνική διαδήλωση και μερική γενική απεργία τον Σεπτέμβρη, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία εκτροχίασε το κίνημα για άλλη μια φορά. Παρά τη γενική αυτή εικόνα όμως, πρέπει να σημειώσουμε τις μαζικές κινητοποιήσεις που είχαμε στη Γαλλία, που κράτησαν 3 μήνες, ενάντια στην μεταρρύθμιση του εργασιακού νόμου – πράγμα που αντανακλά την βαθύτερη δυσαρέσκεια και θυμό που υπάρχει όχι μόνο στη Γαλλία αλλά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης ιδιαίτερη σημασία έχει ότι στην Ιρλανδία, παρά την εκτεταμένη προπαγάνδα της άρχουσας τάξης για την οικονομική ανάκαμψη σε εξέλιξη, είχαμε μια σειρά από ιδιαίτερα μαχητικές απεργίες που αφορούσαν τους εργαζόμενους στα λεωφορεία και τα τραμ.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε μια πλατιά έξαρση των μαχητικών γενικευμένων αγώνων στην πρόσφατη περίοδο, υπήρξαν κάποιες μικρές αλλά σημαντικές απεργιακές κινητοποιήσεις και αγώνες με νικηφόρα έκβαση σε αρκετές χώρες.
Ο νικηφόρος αγώνας των λιμενεργατών στην Λισσαβόνα ενάντια στα προσωρινά συμβόλαια εργασίας, που αποσιωπήθηκε από τα αστικά ΜΜΕ –για προφανείς και συνειδητούς λόγους– δείχνει ότι ο μαχητικός αγώνας, παρά τα εμπόδια, μπορεί να οδηγήσει σε νίκες. Ο ρόλος που έπαιξε το «Ξεκίνημα», ελληνικό τμήμα της CWI, στον αγώνα των καθαριστριών στην Αθήνα, ο οποίος συνεχίζεται, μέσα από τον οποίο πέτυχαν κάποιες αρχικές επιτυχίες ήταν επίσης σημαντικός. Η τοπική νίκη κατά των εξώσεων των ενοικιαστών στο Butterfields στο Λονδίνο, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ρόλο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δείχνει επίσης τι μπορεί να επιτευχθεί.
Το μαζικό κίνημα της προηγούμενης περιόδου στην Ελλάδα, οι κινητοποιήσεις και οι γενικές απεργίες, όπως έχουμε εξηγήσει σε αρκετά κείμενά μας, είχε ως αποτέλεσμα την ήττα για τους εργαζόμενους εξαιτίας της προδοτικής στάσης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι γενικές απεργίες και τα μαζικά κινήματα στην Ισπανία όπως και στην Πορτογαλία, την Γαλλία και άλλες χώρες προσέκρουσαν στα όρια των ηγεσιών, ενώ οι εργαζόμενοι σε επίπεδο βάσης δεν ήταν, σε αυτή την φάση, ικανοί να επιβάλλουν μια εναλλακτική στρατηγική από τα κάτω, παρά τις σοβαρές προσπάθειες που έγιναν σε πολλές περιπτώσεις.
Η νίκη του κινήματος ενάντια στο τέλος ύδρευσης στην Ιρλανδία, με επικεφαλής μέλη της CWI και άλλες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς, αποδεικνύει πως με σωστές μεθόδους και τακτικές είναι δυνατό να σταματήσουμε τέτοιες επιθέσεις στους εργαζόμενους. Οι αγώνες για κοινωνικά ζητήματα, όπως ο αγώνας για το δικαίωμα στην άμβλωση στην Ιρλανδία –τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο– στον οποίο το Σοσιαλιστικό Κόμμα παίζει έναν ηγετικό ρόλο, όπως και στην Πολωνία και αλλού, είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικοί.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της κατάστασης τους τελευταίους μήνες είναι οι σημαντικοί αγώνες νέων στρωμάτων εργαζομένων που αρχίζουν να μπαίνουν σε δράση και να οργανώνονται για πρώτη φορά. Στη Βρετανία, οι εργαζόμενοι στα delivery στην Deliveroo και την Uber, και στην Ιταλία οι εργαζόμενοι στη Foodora, έχουν μπει στη δράση για πρώτη φορά.
Αυτά τα κινήματα, νέων στρωμάτων επισφαλώς εργαζομένων, παρότι βρίσκονται σε πρωταρχικό στάδιο, είναι ένας δείκτης για τους μελλοντικούς αγώνες από αυτά τα νέα τμήματα της εργατικής τάξης.
Ο εξαιρετικά μαχητικός και ριζοσπαστικοποιημένος αγώνας των ειδικεύομενων γιατρών στα νοσοκομεία της Βρετανίας, ένα πρώην «μεσαίο στρώμα», είναι ενδεικτικό του πως η κρίση έχει χτυπήσει μικροαστικά στρώματα, που οδηγούνται στο να υιοθετήσουν τις παραδόσεις και τις μεθόδους αγώνα της εργατικής τάξης. Μια από τις συνέπειες της κρίσης είναι η καταστροφή των παραδοσιακών κοινωνικών αποθεμάτων του καπιταλισμού στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν απάντηση στους αναλυτές της άρχουσας τάξης αλλά και σε κάποιους στην Αριστερά που απλά θρηνούν την παρακμή των παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης.
Η αποβιομηχανοποίηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχει αναμφίβολα αποδυναμώσει τους παραδοσιακούς κλάδους της εργατικής τάξης. Η αύξηση των επισφαλών θέσεων εργασίας, το γεγονός ότι σε πολλές χώρες νέοι εργαζόμενοι έχουν δυο ή τρεις δουλειές, θέτουν νέα εμπόδια γι’ αυτούς τους εργαζόμενους και για τους μαρξιστές-σοσιαλιστές από την άποψη της οργάνωσης και του αγώνα. Από αυτή την σκοπιά, ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του νεοαποικιακού κόσμου έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στην Ευρώπη. Η πρώτη είσοδος αυτού του νέου στρώματος εργαζόμενων στον αγώνα είναι ως εκ τούτου εξαιρετικά σημαντική.
Η βαθύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση δεν έχει επιλυθεί στις οικονομίες της ΕΕ. Η ανάπτυξη που έχει καταγραφεί σε μια σειρά χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία ή ακόμα και η Γερμανία, είναι υποτονική και η «ανάρρωση» έχει συνοδευτεί με μια αυξανόμενη τάση στις επισφαλείς, χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας.
Η κρίση της Deutsche Bank δείχνει ότι η απειλή μιας νέας κρίσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα παραμένει πάντα παρούσα. Άλλα σημεία ανάφλεξης όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία ή μια εκ νέου έκρηξη της ελληνικής κρίσης θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια νέα και βαθύτερη κρίση. Η προοπτική για ένα τέτοιο σενάριο αντικατοπτρίζεται στο το συνεχιζόμενο «δράμα» και την αναστάτωση που προκαλεί το Brexit. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε Αγγλία και Ουαλία έχει αναλύσει πολύ διεξοδικά τα δραματικά γεγονότα γύρω από το Brexit.
Όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η CWI έχουν εξηγήσει με εκτενή αρθρογραφία, η ψήφος για αποχώρηση της Βρετανίας συντάραξε όλη την ΕΕ και άφησε εμβρόντητη την άρχουσα τάξη στη Βρετανία. Έχουμε εκδώσει μια σειρά από υλικά που αναλύουν αυτή την κρίσιμη εξέλιξη. Ωστόσο, σχεδόν έξι μήνες μετά το αποτέλεσμα, οι ισχυροί πολιτικοί και οικονομικοί μετασεισμοί αυτού του γεγονότος εξακολουθούν να είναι αισθητοί σε όλη την ήπειρο.
Πολλοί αστοί αναλυτές χαρακτήρισαν όσους ψήφισαν υπέρ του Brexit ως αντιδραστικούς, ανίδεους, αγράμματους, εσωστρεφείς ρατσιστές. Τέτοια επιχειρήματα επαναλήφθηκαν και από μερικούς στην «Αριστερά» που είδαν στο αποτέλεσμα την προοπτική της ενίσχυσης των δεξιών λαϊκίστικων δυνάμεων ή ηγετών όπως ο Νάιτζελ Φαράτζ και ο Μπόρις Τζόνσον. Ελάχιστες ήταν οι δυνάμεις, βασικά το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ένας αριθμός μαχητικών ταξικών συνδικαλιστών, όπως από το RMT (το Συνδικάτο Σιδηροδρομικών, Ναυτεργατών και Μεταφορών) που ερμήνευσαν σωστά αυτή την ψήφο ως μια «εξέγερση» (αν και χωρίς ηγεσία από τη μεριά της εργατικής τάξης) των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων ενάντια στην άρχουσα ελίτ.
Παρότι, όπως όλα τα δημοψηφίσματα, έχει πολλές πτυχές, τόσο θετικές όσο και αρνητικές, ήταν πάνω απ’ όλα μια εξέγερση των φτωχών εναντίον των πλουσίων, που αντανακλά το βαθμό της αποξένωσης και της πόλωσης που υπάρχει μετά από δεκαετίες επιθέσεων στο βιοτικό επίπεδο και εφαρμογής πολιτικών λιτότητας.
Από την άλλη πλευρά, πολλοί από όσους ψήφισαν υπέρ της παραμονής, ιδιαίτερα μεταξύ της νεολαίας, το έπραξαν με τις καλύτερες προθέσεις – από αντίθεση στον ρατσισμό και από μια αίσθηση καλώς εννοούμενου «διεθνισμού», συνδεδεμένου για παράδειγμα με το δικαίωμα να ταξιδέψει κανείς για να σπουδάσει ή να δουλέψει στο εξωτερικό.
Οι άμεσες πολιτικές συνέπειες αυτού του πολιτικού σεισμού είχαν ως αποτέλεσμα την παραίτηση του πρώην πρωθυπουργού Κάμερον, του πρώην υπουργού οικονομικών Τζορτζ Όζμπορν και του ηγέτη του UKIP (Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου) Νάιτζελ Φαράτζ. Στη συνέχεια, ως αντανάκλαση της ανοιχτής διάσπασης που υπήρχε στους Συντηρητικούς, ο Μπόρις Τζόνσον, έπεσε θύμα μιας «πολιτικής δολοφονίας» όταν ο πρώην συνεργάτης του, Μάικλ Γκοβ, τον μαχαίρωσε πισώπλατα και διεκδίκησε την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος. Και οι δυο ηττήθηκαν και η Τερέζα Μέι στέφθηκε ηγέτης σε μια εκλογή χωρίς άλλους υποψήφιους, οι οποίοι αποσύρθηκαν κάτω από την πίεση της άρχουσας τάξης που ήταν απελπισμένη στην προσπάθεια της να δημιουργήσει μια κάποια πολιτική σταθερότητα. Η Μέι έγινε έτσι η νέα πρωθυπουργός – χωρίς να έχει ψηφιστεί από κανένα.
Αν ο Τζέρεμι Κόρμπιν είχε στηρίξει την ψήφο υπέρ της εξόδου θα μπορούσε να αλλάξει ολόκληρο το χαρακτήρα της εκστρατείας και θα είχε αναδειχθεί σε μια ηγετική θέση, με μαζική υποστήριξη.
Είχε αρχικά αντιτεθεί στην ΕΟΚ το 1974 και συνέχιζε να είναι έντονα επικριτικός για την ΕΕ μέχρι που εκλέχτηκε ηγέτης των Εργατικών. Αυτή ήταν μια τεράστια ευκαιρία που χάθηκε για τον Κόρμπιν και την ηγετική ομάδα γύρω απ’ αυτόν.
Η οργή και η πικρία ενάντια στους πολιτικούς ηγέτες και η αίσθηση της προδοσίας και της αποξένωσης που εκφράστηκε στην ψήφο υπέρ του Brexit δεν έμεινε απαρατήρητη από την άρχουσα τάξη και συγκεκριμένα από τη νέα ηγεσία του κόμματος των Συντηρητικών. Ρητορικά, η Μέι και οι άλλοι ηγέτες του κόμματος επιχείρησαν να εκφράσουν αυτά τα αισθήματα, ελπίζοντας να προσελκύσουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους των Εργατικών. Οι απαιτήσεις και εξαγγελίες των Συντηρητικών για περισσότερη λιτότητα και μειωμένο ρόλο του κράτους έχουν εξαφανιστεί. Το Συντηρητικό Κόμμα είναι τώρα «το κόμμα της εργατικής τάξης» ισχυρίστηκε η Μέι. Αυτό είναι κάτι που επαναλαμβάνεται από τα άλλα καπιταλιστικά κόμματα, ιδίως αυτά της άκρας δεξιάς. Η Μέι επικαλέστηκε ακόμη τον πρώην πρωθυπουργό των Εργατικών, Κλέμεντ Άτλι! Τώρα (σύμφωνα με την ίδια) το κράτος πρέπει να ηγηθεί, και να βοηθήσει την αγορά όπου είναι απαραίτητο. Οι προηγούμενες πολιτικές των Κάμερον και Όζμπορν έχουν αποκηρυχτεί – μόνο στα λόγια φυσικά.
Στα λόγια μιλούν υπέρ της εγκατάλειψης της λιτότητας. Ωστόσο στην πράξη, οι περικοπές και τα μέτρα λιτότητας συνεχίζουν να εφαρμόζονται από την κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή όμως, αυτή η εξέλιξη αντιπροσωπεύει μια αναγνώριση από μέρους τμημάτων της άρχουσας τάξης πως η συνεχής εφαρμογή της λιτότητας δεν αποτελεί λύση για την παρακμή και την κρίση που αντιμετωπίζει ο βρετανικός καπιταλισμός. Η Μέι έχει επίσης συνδυάσει την υπεράσπιση στα λόγια των «συμφερόντων των εργαζομένων» με την αναβάθμιση του ρατσισμού και του αντιμεταναστευτικού αισθήματος.
Σ’ αυτό το στάδιο η ομάδα της Μέι φαίνεται να γέρνει περισσότερο προς την υποστήριξη ενός «σκληρού Brexit» με όλα τα ρίσκα που αυτό συνεπάγεται. Τουλάχιστον, αυτό θα είναι το σημείο εκκίνησης τους στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Αυτή η εξέλιξη έχει βαθύνει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό των Συντηρητικών, που θα μπορούσαν και να διασπαστούν πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Οι συνέπειες του Brexit έχουν επίσης κλονίσει την ΕΕ στον πυρήνα της. Το Brexit έχει θέσει στο τραπέζι την πιθανότητα και άλλες χώρες όπως η Ολλανδία να αποφασίσουν να ακολουθήσουν την Βρετανία στην έξοδο με αποτέλεσμα να ξεκινήσει έτσι μια διαδικασία όπου η Ευρωζώνη, και συνολικά η ΕΕ, θα «διαλυθεί» σε σχέση με την τωρινή της μορφή. Ο φόβος για μια τέτοια εξέλιξη είναι ένας από τους λόγους που οι ηγέτες της ΕΕ, μαζί με τη Μέρκελ και τον Ολλάντ, έχουν στα λόγια υιοθετήσει, μέχρι στιγμής, μια «σκληρή γραμμή» για την αντιμετώπιση της Βρετανίας. Προσπαθούν να τρομάξουν τους άλλους που σκέφτονται να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο που θα οδηγήσει σε καταστροφή.
Μετά την ελληνική κρίση, φαινόταν στην επιφάνεια πως μια σχετική σταθερότητα είχε επιτευχθεί στην ΕΕ. Ωστόσο, το Brexit αποκάλυψε πως δεν ήταν έτσι. Μετά από αυτή την κρίση, άλλες είναι πιθανό να εμφανιστούν την επόμενη περίοδο. Η Ιταλία και η ήττα του Ρέντζι στο δημοψήφισμα που οδήγησε στην παραίτηση του απειλούν νέο αναβρασμό και κοινωνικές αναταραχές. Η επικίνδυνη κατάσταση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος και η αυξανόμενη εχθρότητα προς το ευρώ και την ΕΕ σημαίνουν πως η Ιταλία μπορεί εύκολα να γίνει ο επόμενος υποψήφιος για έξοδο από την ΕΕ ή τουλάχιστον από την Ευρωζώνη.
Αυτό, σε συνδυασμό με το Brexit, θα σημάνει και το τέλος της ΕΕ στη σημερινή της μορφή. Η αποτυχία των πολιτικών που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα, η συνεχιζόμενη οικονομική καταστροφή και η προοπτική ενός ακόμα «πακέτου διάσωσης» με ακόμη πιο σκληρή λιτότητα, σημαίνει πως είναι ακόμη πιθανό η Ελλάδα να οδηγηθεί στην έξοδο από το ευρώ. Αυτή η προοπτική έχει για άλλη μια φορά βγει στην επιφάνεια μέσα από τα γερμανικά ΜΜΕ.
Οι αυξημένες εθνικές εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών συνεχίζουν και επιδεινώνονται περαιτέρω από την προσφυγική κρίση. Την ίδια στιγμή, οι εντάσεις και οι διασπάσεις μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων των αρχουσών τάξεων εντός των χωρών της ΕΕ συνεχίζουν να αναπτύσσονται.
Η Ευρώπη, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση των κοινωνικών ερεισμάτων και των ριζών, όλων των παραδοσιακών κομμάτων – τόσο των παραδοσιακών καπιταλιστικών κομμάτων και των πρώην εργατικών («αριστερών») κομμάτων που έχουν εναγκαλιστεί τον καπιταλισμό. Η μόνη πραγματική διαφορά μεταξύ των διαφορετικών χωρών είναι ο βαθμός στον οποίο αυτό συμβαίνει. Υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη δυσπιστία και σκεπτικισμός για τους πολιτικούς ηγέτες και το πολιτικό σύστημα. Αυτή η διαδικασία όλο και περισσότερο επηρεάζει όχι μόνο μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, αλλά και την μεσαία τάξη.
Στην Αυστρία, το κυβερνών παραδοσιακό δεξιό κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα, μαραζώνει με περίπου 19% στις δημοσκοπήσεις. Στη Γαλλία, τα ποσοστά αποδοχής του Ολλάντ κατέρρευσαν τόσο ώστε αποσύρθηκε από την προσπάθεια επανεκλογής για δεύτερη θητεία. Στη Γερμανία η Μέρκελ και οι Χριστιανοδημοκράτες όπως και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά – αντικατοπτρίζοντας την αυξανόμενη αποξένωση από τα κατεστημένα κόμματα και την πόλωση που αναπτύχθηκε στη κοινωνία όσον αφορά τις πολιτικές τους για την προσφυγική κρίση.
Ταυτόχρονα, ενώ τα κυβερνόντα και παραδοσιακά κόμματα έχουν αποδυναμωθεί δραματικά, οι νέες αριστερές δυνάμεις που έχουν προκύψει δεν έχουν ακόμα προσφέρει μια σαφή σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Οι δειλές «ρεφορμιστικές» πολιτικές που αυτοί οι ηγέτες υποστηρίζουν σήμερα δεν είναι παρά μια χλωμή αντανάκλαση των αριστερών ρεφορμιστικών, ιδεών που υπερασπιζόταν η Αριστερά στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Τότε, η εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και η γενική ιδέα του σοσιαλισμού σαν μια εναλλακτική κοινωνία υπερασπίζονταν από την Αριστερά, έστω και σε ρεφορμιστική βάση.
Το βάθος της κρίσης στην Ευρώπη έχει αφήσει τα νέα αριστερά κόμματα να παραδέρνουν όταν τίθενται σε δοκιμασία, καθώς οι ιδέες και το πρόγραμμα που έχουν υιοθετήσει αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκή μπροστά στο βάθος της κρίσης. Αυτό αποδείχθηκε πιο χαρακτηριστικά στην προδοσία του Τσίπρα στην Ελλάδα και την επακόλουθη ήττα του κινήματος, σε αυτή τη φάση. Αυτή είναι μια σημαντική προειδοποίηση για τους εργαζόμενους πανευρωπαϊκά και διεθνώς, όσον αφορά την αδυναμία των εξαιρετικά άτολμων ρεφορμιστικών ιδεών που υποστηρίζονται από τις ηγεσίες των νέων αριστερών σχηματισμών σε αυτό το στάδιο.
Η ήττα στην Ελλάδα είχε ωστόσο αντίκτυπο σε τμήματα της Αριστεράς, ιδιαίτερα στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το Μπλόκο της Αριστεράς στη Πορτογαλία και η Ενωμένη Αριστερά στην Ισπανία έχουν υιοθετήσει, τουλάχιστον στα λόγια, μια πολύ πιο επιθετική ρητορική έναντι στους θεσμούς της ΕΕ. Και οι δυο –τουλάχιστον στα χαρτιά– θέτουν το ζήτημα της προετοιμασίας για την πιθανότητα να τεθούν εκτός Ευρώ και ΕΕ.
Πιο πρόσφατα, στις επαναληπτικές γενικές εκλογές στην Ισπανία –τις δεύτερες σε έξι μήνες– η ηγεσία του Podemos, έχοντας κάνει στροφή στα δεξιά (προς τη «μετριοπάθεια») απέτυχε να κάνει το προχώρημα που θα μπορούσε. Η συμμαχία Unidos/Podemos –που συμπεριλάμβανε τους Podemos, την Ενωμένη Αριστερά και άλλα κόμματα– έχασε 1 εκ. ψήφους τον Ιούνη σε σύγκριση με τον Δεκέμβρη του 2015!
Όπως έχει εξηγήσει η CWI κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, η εμφάνιση και η εκρηκτική ανάπτυξη νέων αριστερών κομμάτων όπως οι Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιπροσώπευε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, αντικατοπτρίζοντας μια ισχυρή στροφή προς τα αριστερά στη συνείδηση πλατιών τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Επιπλέον, η συνείδηση των εργαζομένων και της νεολαίας, τουλάχιστον των πιο προχωρημένων τους τμημάτων, έχει γενικά την τάση να είναι στα αριστερά των θέσεων και της προσέγγισης που προβάλλανε οι ηγέτες αυτών των σχηματισμών, όπως επίσης συμβαίνει και στην περίπτωση του Κόρμπιν στη Βρετανία.
Αυτό αντιπροσωπεύει μια μαζική αναζήτηση πολιτικής εναλλακτικής λύσης, ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας, η οποία, αναζήτηση, περιλαμβάνει την υποστήριξη σε σημαντικά στοιχεία ενός σοσιαλιστικού προγράμματος.
Ωστόσο, τα νέα αριστερά κόμματα που έχουν προκύψει στην Ευρώπη, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί σαν πραγματικά «εργατικά κόμματα» με την έννοια της συμμετοχής μεγάλων τμημάτων των εργατικών στρωμάτων σ’ αυτά. Σε γενικές γραμμές, ενώ σημαντικά τμήματα των εργαζομένων και της νεολαίας τα έχουν στηρίξει εκλογικά, δεν έχουν ενταχθεί σε αυτά ούτε τα έχουν μετατρέψει σε σοβαρά όργανα για τους καθημερινούς ταξικούς αγώνες. Έχουν, ως εκ τούτου, πάρει περισσότερο τον χαρακτήρα αριστερών ή ριζοσπαστικών «λαϊκίστικων» κινημάτων σε αυτό το στάδιο. Αυτό αντανακλά επίσης την μικροαστική κοινωνική σύνθεση του μεγαλύτερου μέρους της ηγεσίας αυτών των δυνάμεων.
Εμείς δεν χρησιμοποιούμε τον όρο «λαϊκισμός» με την έννοια που τον χρησιμοποιούν οι αστοί αναλυτές, που στόχο έχουν να μειώσουν οποιοδήποτε αριστερό ή ριζοσπαστικό αίτημα – τον χρησιμοποιούμε σαν ένα πολιτικό χαρακτηρισμό, για να περιγράψουμε σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα. Η εμφάνιση «λαϊκίστικων» κινημάτων, τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της κατάστασης στην Ευρώπη σε αυτό το στάδιο. Ασφαλώς είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ του «αριστερού λαϊκισμού» και του «δεξιού λαϊκισμού». Και οι δυο είναι εξαιρετικά ασταθείς και ασαφείς, κάτι που είναι στον χαρακτήρα του «πολιτικού λαϊκισμού».
Η εμφάνιση του «αριστερού λαϊκισμού» στη σημερινή εποχή αντικατοπτρίζει μια πτυχή του πισωγυρίσματος της πολιτικής συνείδησης μετά την κατάρρευση του σταλινισμού. Η νέα γενιά της εργατικής τάξης που έχει μπει στον αγώνα ενάντια στις συνέπειες της κρίσης του 2007/8 δεν έχει ακόμη, σε γενικές γραμμές, βγάλει σοσιαλιστικά συμπεράσματα μαζί με την κατανόηση της ανάγκης να χτίσει το δικό της ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα. Αυτό αντανακλά την απουσία μιας μαζικής, μαχητικής σοσιαλιστικής εναλλακτικής η οποία να προβάλλει αυτή την ιδέα. Ο «αριστερός λαϊκισμός» με τα θολά, «ριζοσπαστικά» αλλά όχι ταξικά-σοσιαλιστικά συνθήματά του, αναπτύσσεται σαν δύναμη όπου τα πραγματικά σοσιαλιστικά κόμματα των εργαζομένων είτε είναι πολύ αδύναμα είτε δεν υπάρχουν.
Τα νέα αριστερά κόμματα που έχουν προκύψει ποικίλουν εξαιρετικά και είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Δεν έχουν εξελιχθεί σε ισχυρά εργατικά κόμματα – είναι ασταθή, η υποστήριξη γι’ αυτά κυμαίνεται πολύ και παραμένει αβέβαιο το πώς θα αναπτυχθούν ή πόσο καιρό θα κρατήσουν. Είναι σωστό για εμάς να παρεμβαίνουμε και να είμαστε προσανατολισμένοι προς αυτά όπου είναι απαραίτητο καθώς και να αναπτύξουμε τολμηρές αλλά ευέλικτες τακτικές.
Η τάση για την ανάπτυξη μαζικών εργατικών κομμάτων και μιας πιο ξεκάθαρης σοσιαλιστικής συνείδησης είναι πιο πιθανό να επιταχυνθεί με την έναρξη μιας νέας φάσης της κρίσης για τον ευρωπαϊκό και τον διεθνή καπιταλισμό. Οι «αριστεροί λαϊκιστές», ενώ εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό το θυμό των εργαζομένων, είναι από τον χαρακτήρα τους, ασαφείς, συγχυσμένοι και θολοί. Ιστορικά, έχουν την τάση να μειώνουν την ιδέα της ταξικής πάλης, με αόριστες εκκλήσεις για «κοινωνική δικαιοσύνη», χωρίς να έχουν ένα σαφώς καθορισμένο ταξικό περιεχόμενο. Σήμερα, στην Ισπανία, οι ηγέτες του Podemos υπερασπίζονται το «λαό» ενάντια στην «κάστα»: οι «άνθρωποι» ενάντια στη «κάστα». Κανένας από τους δυο όρους δεν εκφράζει με καθαρό τρόπο τον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό. Επίσης, όπως έχουμε εξηγήσει αλλού, κάτω από το πρόσχημα της «δημοκρατίας», αυτές οι πολιτικές δυνάμεις απέχουν συνήθως πολύ από το να μπορούν να θεωρηθούν δημοκρατικές. Έχουν ένα χαρακτήρα γραφειοκρατικό χωρίς ουσιαστικό δημοκρατικό έλεγχο από μια ενεργή κομματική βάση.
Στην Ελλάδα, μετά την συνθηκολόγηση του Τσίπρα, η Λαϊκή Ενότητα απέτυχε να αναπτυχθεί, από τη μια εξαιτίας μιας γραφειοκρατικής προσέγγισης και από την άλλη της έλλειψης ενός ολοκληρωμένου σοσιαλιστικού προγράμματος. Στην πρόσφατη περίοδο έχει υποχωρήσει ακόμη περισσότερο και είναι απίθανο να ανακάμψει αν συνεχίσει με αυτή τη μέθοδο και προσέγγιση.
Στην Ιταλία, το λαϊκίστικο «Κίνημα 5 Αστέρων» – που είναι κάτι διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το Podemos, είναι πολύ αντιφατικό και ποικίλλει πολύ σε χαρακτήρα από περιοχή σε περιοχή – μπορεί ακόμη να κερδίσει εκλογικά στις επόμενες εκλογές. Περιέχει στοιχεία τόσο από τον αριστερό, όσο και από τον δεξιό λαϊκισμό.
Η άτολμη προσέγγιση, το αδύναμο πρόγραμμα και οι γραφειοκρατικές μέθοδοι και δομές έχουν απωθήσει πολλούς εργαζόμενους από το να εμπλακούν ενεργά στους νέους αριστερούς σχηματισμούς και παραμένει ασαφές το πως θα εξελιχθούν. Η νέα γενιά των εργαζομένων δεν έχουν ακόμη βγάλει πλήρως το συμπέρασμα πως πρέπει να χτίσουν ένα δικό τους κόμμα ως όπλο του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.
Η γένεση του Podemos μέσα από το κίνημα των Ισπανών «Αγανακτισμένων» αντιπροσώπευε ένα βήμα μπροστά. Μέσα στο κίνημα των «Αγανακτισμένων» υπήρχε αρχικά ένα έντονο στοιχείο «αντικομματικής» συνείδησης, πράγμα όμως που τελικά ξεπεράστηκε μέσα από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων. Παρά αυτή τη σημαντική πρόοδο, οι μάζες δεν είναι ακόμα σε θέση να ελέγξουν το Podemos και να το χρησιμοποιήσουν σαν ένα μέσο πάλης.
Η ηγεσία του Podemos, που έχει στραφεί προς τα δεξιά, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μάχη στο εσωτερικό της καθώς ο Ιγκλέσιας αντιμετωπίζει μια πρόκληση από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος. Σαν αποτέλεσμα ο Ινγκλέσιας έχει ξανά στραφεί προς τα «αριστερά» και έχει επιστρέψει στις εκκλήσεις για μαζικές διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις – συμπεριλαμβανομένου του καλέσματος γενικής απεργίας, σε περίπτωση που το Λαϊκό Κόμμα σχηματίσει κυβέρνηση με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Δεν αποκλείεται οι Podemos να διασπαστούν μέσα από την παρούσα κρίση ή να στραφούν περισσότερο προς τα αριστερά κάτω από τις πιέσεις τις οποίες δέχονται.
Η Ισπανία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολιτικό αδιέξοδο από τις βουλευτικές εκλογές του Δεκέμβρη του 2015 και μετά. Η άρχουσα τάξη απαιτεί οι βουλευτές του PSOE (Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας – αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ) να επιτρέψουν με την ψήφο τους στο Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη ΠΑΣΟΚοποίηση του PSOE – την κατάρρευση δηλαδή της εκλογικής τους υποστήριξης! Η άρχουσα τάξη ρισκάρει έτσι την εκλογική εξαφάνιση του PSOE για χάρη της βραχυπρόθεσμης κοινοβουλευτικής πολιτικής «σταθερότητας». Αυτό δείχνει την ένταση των αδιεξόδων με τα οποία είναι αντιμέτωπη.
Ο φόβος για μια τέτοια εξέλιξη και η μαζική αντίδραση μεταξύ των μελών και της κοινωνικής βάσης του PSOE στην προοπτική το κόμμα να επιτρέψει στο Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση, έχει οδηγήσει σε μια ανοικτή εσωτερική διαμάχη και στην απομάκρυνση του Σάντσεζ από την ηγεσία –μια κίνηση που ισοδυναμεί με πραξικόπημα από την πιο δεξιά, φιλο-καπιταλιστική πτέρυγα του κόμματος που αντιπροσωπεύεται από τον Φελίπε Γκονζάλες με την υποστήριξη των τοπικών «βαρόνων» του κόμματος. Ο Σάντσεζ βέβαια δεν είναι κάποιος ριζοσπάστης αριστερός, αλλά αντανακλά την πίεση που νιώθει από την βάση και το φόβο από τις εκλογικές συνέπειες της στήριξης του Λαϊκού Κόμματος. Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη. Ωστόσο, η ύπαρξη του Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς καθιστά λιγότερο πιθανό ότι μια εξέλιξη στο στυλ του Κόρμπιν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί γύρω από τον Σάντσεζ ή άλλους, αν και αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να αποκλειστεί εντελώς.
Το Εθνικό Ζήτημα, ιδιαίτερα στη Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων και τη Γαλικία, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα στην Ισπανία όπως και σε άλλες χώρες. Η άρνηση του Podemos να αποκηρύξει την ιδέα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και ενός δημοψηφίσματος στη Καταλωνία ήταν ένα από τα κύρια εμπόδια στο να επιτευχθεί μια συμφωνία μεταξύ της ηγεσίας του Podemos και του PSOE. Η ισπανική άρχουσα τάξη θα αντιταχθεί αποφασιστικά σε κάθε προσπάθεια για εξαγγελία δημοψηφίσματος.
Το εθνικό ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας για το εργατικό κίνημα στην Ισπανία και σε όλη την Ευρώπη. Όπως στη Σκοτία, η στήριξη στο αίτημα για ανεξαρτησία μπορεί να μεγαλώνει ή να μειώνεται σε διαφορετικά στάδια και φάσεις. Η CWI υπερασπίζεται τα δημοκρατικά δικαιώματα όλων των λαών. Στη Καταλωνία υποστηρίζουμε το δικαίωμα του καταλανικού λαού να αποφασίσει για τη μοίρα του μέσω ενός δημοψηφίσματος, και τονίζουμε τον καίριο ρόλο της εργατικής τάξης στον αγώνα για το δικαίωμα αυτό. Την ίδια στιγμή πρέπει να αντιταχθούμε σαφώς στα καπιταλιστικά εθνικιστικά κόμματα, όπως το CiU στη Καταλωνία ή το PNV στη Χώρα των Βάσκων.
Χρειάζεται επίσης να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα όλων των μειονοτήτων και να εξηγούμε ότι μόνο στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής Καταλωνίας μπορούν να ικανοποιηθούν – να αντιπαρατεθούμε με τις ψευδαισθήσεις που μπορεί να υπάρχουν για μια ανεξάρτητη καπιταλιστική Καταλωνία ως πανάκεια. Αυτό πρέπει να συνδεθεί με την ιδέα της ενωμένης πάλης όλων των λαών του ισπανικού κράτους και της Ιβηρικής Χερσονήσου σαν σύνολο για μια εθελοντική, δημοκρατική, σοσιαλιστική συνομοσπονδία ελεύθερων λαών.
Στην πρόσφατη περίοδο το ισπανικό κίνημα πέρασε μια φάση κινηματικής υποχώρησης και μερικής παράλυσης. Η προοπτική μιας νέας κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος μπορεί να σημάνει την επανεμφάνιση ενός νέου κύματος μαζικών αγώνων στην Ισπανία. Η εξαιρετικά πετυχημένη γενική απεργία στην Παιδεία που κάλεσε το Συνδικάτο Μαθητών και Σπουδαστών στις 26 Οκτώβρη είναι πολύ σημαντική σε αυτό το πλαίσιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τολμηρές και σωστές τακτικές επιλογές, θα δώσουν στους επαναστάτες σοσιαλιστές στην Ισπανία τις ευκαιρίες να σημειώσουν πολύ σημαντική πρόοδο την επόμενη περίοδο.
Τα λαϊκίστικα αντιφατικά χαρακτηριστικά, οι συμβιβασμοί και οι αντιδημοκρατική λειτουργία που υπάρχει στο Podemos όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ενυπάρχουν επίσης στο κίνημα γύρω από τον Κόρμπιν στη Βρετανία, παρά το γεγονός ότι αυτό το κίνημα έχει, για τους λόγους που εξηγούνται σε άλλα υλικά, λάβει χώρα μέσω του Εργατικού Κόμματος.
Οι απεγνωσμένες προσπάθειες των ηγετών του Momentum (στΜ: του κινήματος που στηρίζει τον Κόρμπιν και επεκτείνεται και έξω από τις γραμμές του Εργατικού Κόμματος) και των ανθρώπων γύρω από τον Κόρμπιν να φτάσουν σε ακόμα ένα «συμβιβασμό» με τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, ένα χρόνο μετά την αρχική του εκλογή, κάνουν το αποτέλεσμα της εσωτερικής διαμάχης στο Εργατικό Κόμμα πολύ ασαφές. Έχουν αφήσει τον δεξιό μηχανισμό του Εργατικού Κόμματος εκτός αμφισβήτησης και άθικτο. Οι μέθοδοι και η προσέγγιση που υιοθετούν προσομοιάζουν σε μια βρετανική εκδοχή της προσέγγισης των ηγετών του Podemos. Οι απόπειρες για την επίτευξη συμβιβασμού με την δεξιά και η άρνηση να τους αμφισβητήσουν θα μπορούσε να οδηγήσει μελλοντικά στην κατάρρευση του κινήματος γύρω από τον Κόρμπιν – όπως ακριβώς οι δομές του Podemos άδειασαν καθώς η ηγεσία μετακινιόταν περαιτέρω προς τα δεξιά.
Οι εξελίξεις στην Πορτογαλία και η πρόσφατη εκλογική άνοδος του Μπλόκου της Αριστεράς δείχνουν πως αυτοί οι νέοι, άστατοι και ασταθείς αριστεροί σχηματισμοί μπορούν παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις. Ενώ αρχικά το Μπλόκο βρισκόταν στα «δεξιά» των νέων σχηματισμών, υιοθετώντας την πιο φιλο-ευρώ και φιλο-ΕΕ στάση, ο αντίκτυπος της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις της κρίσης οδήγησαν την ηγεσία του Μπλόκου της Αριστεράς σε μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Μετά από αυτό και αντανακλώντας τον –ακόμα αδρανή– θυμό μεταξύ των εργαζομένων, της νεολαίας και των φτωχοποιημένων μεσαίων στρωμάτων, είχε σημαντικά κέρδη στις πρόσφατες εκλογές.
Ενώ το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομμουνιστικό Κόμμα έπραξαν σωστά να διευκολύνουν το σχηματισμό κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Πορτογαλία έκαναν ένα κρίσιμο λάθος: το να βάλουν την υπογραφή τους σε ένα σύμφωνο πολιτικής σταθερότητας τεσσάρων ετών!
Αυτό σημαίνει πως τα δυο κόμματα αυτοεγκλωβίζονται στην υποστήριξη της κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος ακόμα και όταν κινείται στην εφαρμογή περαιτέρω αντεργατικών μέτρων.
Παρ’ όλα αυτά, το κίνημα γύρω από το Μπλόκο της Αριστεράς είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς ελκύει εκατοντάδες, κυρίως νέους, εργαζόμενους και φοιτητές προερχόμενους από την εργατική τάξη και τους ωθεί να ενταχτούν στο κόμμα σε αναζήτηση ενός οργάνου πάλης. Αυτό έχει ενισχύσει σημαντικά τη CWI, δίνοντας νέα δυναμική στην προσπάθειά της να βοηθήσει στην οργάνωση αυτών των στρωμάτων στη μάχη για το μετασχηματισμό του Μπλόκου της Αριστεράς σε ένα μαζικό νέο κόμμα με πραγματικά αριστερό πρόγραμμα.
Η έλλειψη μαχητικών, ισχυρών εργατικών κομμάτων δεν έχει μόνο επιτρέψει μια φάση του αριστερού «λαϊκισμού» να αναπτυχθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έχει επίσης επιτρέψει σε δεξιές, λαϊκίστικες, ρατσιστικές δυνάμεις να ενισχύσουν τη θέση τους σε πολλές χώρες.
Αυτό ήταν εν μέρει συνέπεια της προσφυγικής κρίσης και της ανικανότητας της Αριστεράς να προσφέρει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση η οποία να υπερασπίζεται τα δικαιώματα όλων των μεταναστών, να αντιτίθεται στο ρατσισμό και να απαντά επίσης στους φόβους των εργαζομένων και των άλλων που νιώθουν ότι απειλούνται οι συνθήκες ζωής τους από νέες επιθέσεις και υπονόμευση.
Παράλληλα με το δικαίωμα των μεταναστών να μείνουν, είναι απαραίτητο να απαιτηθεί μια αύξηση των πόρων και των επενδύσεων σε θέσεις εργασίας για όλους, ένας εγγυημένος κατώτατος μισθός και δημόσιες υπηρεσίες που να είναι διαθέσιμες για όλους.
Η αποτυχία της Αριστεράς να αναπτύξει ή να προσφέρει μια εναλλακτική λύση σε κάποιες χώρες θέτει την απειλή της ανάδειξης στην κυβέρνηση ορισμένων ρατσιστικών, λαϊκίστικων δυνάμεων. Αυτό είναι ακόμη μια πιθανότητα στην Αυστρία όπου το Κόμμα της Ελευθερίας, παρότι δεν κέρδισε την προεδρία, προηγείται στις δημοσκοπήσεις και είναι πιθανά σε θέση, μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, να ηγηθεί της κυβέρνησης. Η ανάπτυξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία στις πρόσφατες εκλογές στα κρατίδια αντανακλά επίσης τους κινδύνους που εγκυμονούν.
Στη Γαλλία, η κατάρρευση της υποστήριξης στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ολλάντ μπορεί να σημαίνει ότι οι Γάλλοι εργαζόμενοι θα έρθουν αντιμέτωποι στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με τη δυσάρεστη επιλογή ανάμεσα στη Λεπέν από το Εθνικό Μέτωπο και τον Φιγιόν από τους Ρεπουμπλικάνους. Αυτό θα αποτελέσει ένα περίπλοκο εκλογικό και τακτικό ζήτημα για τη CWI.
Το 2002, όταν ο Ζαν Μαρί Λεπέν ήταν αντιμέτωπος με τον υποψήφιο της δεξιάς Σιράκ, υποστηρίξαμε τις κινητοποιήσεις στο δρόμο αλλά όχι τη ψήφο στον Σιράκ. Ενώ κατανοούσαμε ότι πολλοί θα ψήφιζαν υπέρ του Σιράκ, υποστηρίξαμε το «λευκό» και την ίδια στιγμή καλούσαμε το λαό να προετοιμαστεί για το επόμενο στάδιο του αγώνα και να συγκεντρώσει τη μέγιστη δυνατή δύναμη για να προετοιμάσει την ίδρυση ενός μαζικού εργατικού κόμματος (η άκρα αριστερά, η LCR και η LO πήραν τότε σχεδόν το 10% των ψήφων). Αν υπήρχε μια σοβαρή πιθανότητα να νικήσει ο Λεπέν εκείνη την εποχή, εξηγήσαμε, θα ήταν σωστό να καταψηφίζαμε τον Λεπέν και, έτσι, να δίναμε ψήφο στον Σιράκ στον δεύτερο γύρο, ενώ θα καλούσαμε για προετοιμασία του αγώνα ενάντια σε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του. Εντούτοις, δεν ήταν αυτή η περίπτωση. Σήμερα, μια νίκη της Λεπέν επίσης φαντάζει λιγότερο πιθανή, αλλά δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί.
Αν η επιλογή αυτή την φορά είναι μεταξύ της Λεπέν και του Φιγιόν, όπως διαφαίνονται αυτή τη στιγμή τα δεδομένα θα ήταν και πάλι αδύνατο να καλέσουμε για ψήφο στον Φιγιόν στον δεύτερο γύρο, με δεδομένο το ακραίο δεξιό πρόγραμμα που αυτός υποστηρίζει και την κοινωνική καταστροφή που η εφαρμογή του θα σήμαινε,. Έχοντας να επιλέξουμε μεταξύ της Λεπέν και του Φιγιόν, θα πρέπει να καλέσουμε σε ένα τρίτο γύρο στους δρόμους, σε μαζικές διαμαρτυρίες και τους αγώνες και επίσης να καλέσουμε για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής δύναμης των εργαζομένων και της νεολαίας. Η αυξανόμενη υποστήριξη για τον Μελανσόν σε αυτό το στάδιο, παρά τα πολιτικά όρια που ο ίδιος εμφανίζει, θα είναι επίσης μια σημαντική εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση, δημιουργώντας μια δυνατότερη βάση για την ανάπτυξη της Αριστεράς.
Η άνοδος στην εξουσία δεξιών λαϊκίστικων κομμάτων, σε ορισμένες χώρες, θα αποτελούσε, σαφώς, μια αποτυχία για την εργατική τάξη και την Αριστερά. Θα αντανακλούσε την απουσία ισχυρών μαζικών εργατικών κομμάτων η οποία επέτρεψε στη δεξιά να καλύψει το κενό. Μια τέτοια εξέλιξη θα αύξανε τις φυλετικές εντάσεις και θα συνοδευόταν από την καθιέρωση πιο αυταρχικών μέτρων ενάντια στην εργατική τάξη και τους μετανάστες, σε μια κοινοβουλευτική εκδοχή του Βοναπαρτισμού.
Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήταν συγκρίσιμη με τον ερχομό στην εξουσία των φασιστικών καθεστώτων στη δεκαετία του ’30. Η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων σε αυτό το στάδιο δεν επιτρέπει μια τέτοια εξέλιξη σήμερα. Είναι ενδεικτικό πως αυτά τα κόμματα έχουν κατά κανόνα κρατήσει αποστάσεις από τις ανοιχτά φασιστικές πτέρυγες που υπήρχαν στο παρελθόν. Έχουν παρουσιάσει τους εαυτούς τους με έναν πολύ λαϊκίστικο τρόπο, συχνά απευθυνόμενοι στην εργατική τάξη ή τα πιο χτυπημένα τμήματα της. Τα παραδοσιακά καπιταλιστικά κόμματα όπως το Συντηρητικό Κόμμα στη Βρετανία, όπως δείχνει και η νέα κυβέρνηση της Τερέζα Μέι, μπορεί να είναι επίσης σε θέση να αγκαλιάσουν μερικές από τις ιδέες και το πρόγραμμα των δεξιών λαϊκίστικων κινημάτων προκειμένου να προσπαθήσουν να κερδίσουν εκλογική υποστήριξη. Αυτό έχει συμβεί στην Σκανδιναβία όπου τα κύρια κόμματα του κατεστημένου έχουν όλα κάνει στροφή προς τα δεξιά.
Κάθε νίκη του δεξιού λαϊκισμού, για παράδειγμα στη Γαλλία, θα προετοιμάσει το έδαφος για αντεπίθεση από μαζικά κοινωνικά στρώματα, για κοινωνικές διεργασίες κι αγώνες που θα οδηγούν σε μια στροφή προς τα αριστερά μετά από μια τέτοια εμπειρία. Θα χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη πόλωση που θα επιτρέπει στην εργατική τάξη και την επαναστατική Αριστερά να παρέμβει και να πετύχει σημαντικά προχωρήματα. Σε μια πολύ ήπια μορφή, αυτό ήδη παρατηρείται στην Αυστρία και τη Γερμανία. Αυτό αποτελεί μια ένδειξη του τι θα αναπτυχθεί σε πολύ υψηλότερο επίπεδο αν τέτοιες δεξιές λαϊκίστικες δυνάμεις έρθουν στην εξουσία.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι βεβαιότητα. Ωστόσο η CWI χρειάζεται να είναι προετοιμασμένη –και αντίστοιχα να προετοιμάσει τα εργατικά και νεολαιίστικα στρώματα στα οποία κινείται και παρεμβαίνει– για μια τέτοια εξέλιξη λόγω της καθυστέρησης στο χτίσιμο μαζικών εργατικών κομμάτων. Τα θέματα της μετανάστευσης και της προσφυγικής κρίσης είναι ζωτικής σημασίας ζητήματα για το εργατικό κίνημα και τη CWI. Η οργάνωση και η παρέμβαση στους αντιρατσιστικούς αγώνες και η υιοθέτηση αιτημάτων και συνθημάτων που να αντιστοιχούν στην κάθε κατάσταση και συνείδηση, είναι κρίσιμα καθήκοντα για τη CWI και τις οργανώσεις που συμμετέχουν σ’ αυτήν.
Οι ακροδεξιές λαϊκιστικές κυβερνήσεις που υπάρχουν σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν είναι τόσο δυνατές όσο φαίνονται. Αντικατοπτρίζουν εν μέρει τις επιπτώσεις στην πολιτική συνείδηση στις χώρες με πρώην σταλινικό καθεστώς. Έχουν θεσπίσει φαύλη κατασταλτική νομοθεσία έχουν προσπαθήσει να διεγείρουν τα ρατσιστικά και εθνικιστικά αισθήματα χρησιμοποιώντας την προσφυγική κρίση για να παίξουν με τους φόβους του πληθυσμού – πράγμα που τους έχει φέρει σε σύγκρουση και με την ΕΕ.
Εντούτοις, αυτά τα λαϊκίστικα καθεστώτα δεν έχουν την σταθερή κοινωνική βάση που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχουν. Στην Ουγγαρία το πρόσφατο δημοψήφισμα που καλέστηκε από τον πρωθυπουργό Ορμπάν σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα ήταν μια απόπειρα να συγκεντρώσει μεγαλύτερη εκλογική υποστήριξη αλλά κατέληξε σε ήττα. Ακόμη και η νεοφασιστική αντιπολίτευση του Γιόμπικ δεν θα μπορούσε πραγματικά να ξεχωρίσει από την κυβέρνηση στην σχετική εκστρατεία. Ωστόσο η καθόλου δημοφιλής και διεφθαρμένη κυβέρνηση απέτυχε να εξασφαλίσει την απαραίτητη συμμετοχή του 50% ώστε η πρόταση να καταστεί νόμος. Αυτό παρά τη μαζική κυβερνητική εκστρατεία που αναπτύχθηκε.
Στην Πολωνία, οι προσπάθειες της κυβέρνησης του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη» να εισάγει μια νομοθεσία κατά των αμβλώσεων αντιμετώπισαν άγρια αντίσταση και διαμαρτυρίες οι οποίες περιλάμβαναν μια απεργία που καλέστηκε από γυναίκες και την οποία η συνδικαλιστική ομοσπονδία OPZZ, αναγκάστηκε να υπερασπιστεί. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Αυτό έγινε παρά την αντίθεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην απεργία και το κίνημα διαμαρτυριών το οποίο χαρακτήρισε σαν «καρναβάλι του διαβόλου». Αυτή η νίκη μπορεί να ενθαρρύνει άλλα τμήματα των εργαζομένων να κινηθούν επίσης προς τον αγώνα. Αυτό, σε συνδυασμό με την σημαντική ανάπτυξη του μικρού κόμματος RAZEM, προαναγγέλλει πιθανά το άνοιγμα μιας νέας κατάστασης στην Πολωνία.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρώπη και την ΕΕ έχουν επιβεβαιώσει το γενικό περίγραμμα της ανάλυσης της CWI όπως αναπτύχθηκε στο τελευταίο παγκόσμιο συνέδριο. Η προοπτική του βαθέματος της κρίσης του ευρώ και της ΕΕ στην επόμενη περίοδο είναι βέβαιη. Νέες μάχες και αγώνες θα ξεσπάσουν σε μια σειρά χώρες. Η έναρξη μιας νέας οικονομικής κρίσης είναι πολύ πιθανό να έχει βαθιά επίδραση στην πολιτική συνείδηση των πιο μαχητικών και ενεργών στρωμάτων εργαζομένων και νεολαίας, επαναφέροντας το ζήτημα του σοσιαλισμού σαν εναλλακτικού συστήματος σε μαζικό επίπεδο και στην πολιτική ατζέντα. Η ανάπτυξη νέων αγώνων της εργατικής τάξης θα δημιουργήσει σημαντικές ευκαιρίες για τις μαρξιστικές-επαναστατικές ιδέες. Η ανάγκη να καλυφθεί το τεράστιο κενό στις γραμμές της Αριστεράς θέτει το καθήκον του χτισίματος νέων μαζικών εργατικών ομμάτων. Οι δυνάμεις που συμμετέχουν στη CWI θα έχουν μπροστά τους μεγάλες προκλήσεις, μεγάλα καθήκοντα αλλά και μεγάλες ευκαιρίες μέσα από το συνδυασμό τολμηρών αλλά και ευέλικτων τακτικών για το χτίσιμο των δυνάμεων του μαρξισμού και του επαναστατικού σοσιαλισμού.