Δημοσιεύουμε άρθρο του Ciaran Mulholland από το Internationalist Standpoint
Πριν από πενήντα χρόνια, η βρετανική κυβέρνηση εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο της αναγκαστικής μετακίνησης του ενός τρίτου του πληθυσμού της Βόρειας Ιρλανδίας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σταθεροποιήσει την κατάσταση και να αντιμετωπίσει το χάος και τη βία που εντεινόταν. Εκείνη την περίοδο, ακόμα κι ένας ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος φαινόταν εξαιρετικά πιθανός.
Σήμερα, οι αναμνήσεις αυτών των γεγονότων έχουν ξεθωριάσει, κάτι που είναι βολικό για τις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζονται στον σεχταρισμό (δηλαδή τη θρησκευτική διαίρεση) και προωθούν επικίνδυνες αντιλαϊκές πολιτικές. Το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και οι ακτιβιστές και ομάδες της Αριστεράς που επιδιώκουν να κερδίσουν τόσο τους προτεστάντες όσο και τους καθολικούς εργαζόμενους και νέους στις ιδέες του σοσιαλισμού, έχουν καθήκον να θυμούνται τα γεγονότα της περιόδου των «ταραχών» και να αντλούν τα σωστά πολιτικά συμπεράσματα.
Αδίστακτη δύναμη
Στις 13 Ιουλίου του 1972, μετά την κατάρρευση της προσωρινής εκεχειρίας του IRA, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ διέταξε την εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που η κατάρρευση γινόταν «αμετάκλητη». Ο Χιθ φοβόταν ένα σενάριο όπου «η κατάσταση ασφαλείας στη Βόρεια Ιρλανδία θα επιδεινωνόταν τόσο, ώστε η κυβέρνηση θα έφτανε στο σημείο να χάσει τον έλεγχο των γεγονότων».
Τα σχέδια περιλάμβαναν «άμεση στρατιωτική επίθεση στις περιοχές που κυριαρχούσαν εξτρεμιστές καθολικοί με στόχο την εξασφάλιση μιας ολοκληρωτικής νίκης επί του IRA, σε συνδυασμό με μια ουδέτερη, αν όχι ανεκτική στάση, απέναντι στις δραστηριότητες της UDA (σ.σ. παραστρατιωτική ομάδα της προτεσταντικής κοινότητας)». Επίσης εξετάζονταν το σενάριο του αφοπλισμού του προτεσταντικού πληθυσμού μέσω της απόσυρσης των αδειών των όπλων που είχαν δοθεί.
Σύμφωνα με το σχέδιο, 300.000 καθολικοί θα μετακινούνταν δυτικά του ποταμού Μπαν και 200.000 προτεστάντες προς την αντίθετη κατεύθυνση (σ.σ. συνολικά το ένα τρίτο του πληθυσμού). Εάν χρειαζόταν, θα γινόταν χρήση βίας εναντίον όσων αρνούνταν να μετακινηθούν. Πριν τις αναγκαστικές μετακινήσεις θα εφαρμόζονταν δύο άλλα μέτρα. Αρχικά θα κηρυσσόταν κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στη συνέχεια ο αριθμός των ταγμάτων του βρετανικού στρατού στους δρόμους θα αυξανόταν από 20 σε 47 (ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των στρατευμάτων σε 50.000). Ο αξιωματούχος που εκπόνησε τα σχέδια παραδέχτηκε ότι ήταν «εξαιρετικά αμφίβολη» η επιτυχής εφαρμογή τους, καθώς θα προέκυπτε «μεγάλη αντίσταση» και η κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι «εντελώς αδίστακτη στη χρήση βίας».
Στο χείλος του εμφυλίου πολέμου
Η βρετανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να εξετάσει τέτοια μέτρα επειδή το 1972 ο Ιρλανδικός Βορράς βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Σχεδόν 500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη χρονιά και πάνω από 5.000 τραυματίστηκαν. Για να γίνουν κατανοητοί αυτοί οι αριθμοί, πρέπει να ειδωθούν στο σωστό πλαίσιο: ο πληθυσμός του Βορρά ήταν μικρός (το 1972 ήταν μόλις 1,5 εκατομμύριο). Μια αιματοχυσία αντίστοιχης κλίμακας στην Αγγλία, τη Σκωτία και την Ουαλία θα είχε ως αποτέλεσμα 20.000 νεκρούς και 200.000 τραυματίες, ενώ για τις ΗΠΑ 70.000 νεκρούς και 700.000 τραυματίες.
Το κράτος είχε κινητοποιήσει μεγάλο αριθμό ενόπλων, αλλά δυσκολευόταν να ελέγξει την κατάσταση, παρά την υιοθέτηση μεθόδων δανεισμένων από μια σειρά πολέμους στις Βρετανικές αποικίες τα προηγούμενα 25 χρόνια. Συνολικά, το κράτος είχε στη διάθεσή του 32.000 αστυνομικούς και στρατιώτες. Η Βασιλική Χωροφυλακή του Όλστερ, μια ένοπλη και στρατιωτικοποιημένη αστυνομική δύναμη, είχε αυξηθεί από 3.000 σε καιρό ειρήνης σε πάνω από 6.000. 23.000 τακτικοί Βρετανοί στρατιώτες είχαν αναπτυχθεί στην περιοχή και συμπληρώνονταν από 6.000 μέλη του νεοσύστατου τοπικού Συντάγματος Άμυνας του Όλστερ.
Οι δυνάμεις των παραστρατιωτικών οργανώσεων που ξεπήδησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, καθώς λειτουργούσαν στη σκιά. Στην προτεσταντική κοινότητα o Aμυντικός Σύνδεσμος του Όλστερ μπορούσε να βγάλει 40.000 άτομα στους δρόμους. Η Δύναμη Εθελοντών του Όλστερ ήταν λιγότερη μαζική, αλλά και πάλι αριθμούσε αρκετές χιλιάδες. Υπήρχαν μισή ντουζίνα μικρότερες ένοπλες ομάδες, όπως οι Κομμάντο Κόκκινα Χέρια, οι Πορτοκαλί Εθελοντές κλπ. Η Ένωση Ειδικών Αστυνομικών του Όλστερ (USCA), η οποία σχηματίστηκε από πρώην μέλη της διαλυμένης βοηθητικής δύναμης της αστυνομίας (B-Specials) ισχυριζόταν ότι είχε 10.000 μέλη και δήλωνε πρόθυμη να πάρει τα όπλα σε περίπτωση μεγάλης κλιμάκωσης της βίας.
Στην καθολική κοινότητα τόσο ο επίσημος IRA όσο και ο προσωρινός IRA (οι δύο οργανώσεις που προέκυψαν μετά τη διάσπαση του IRA το 1969) αναπτύχθηκαν γρήγορα μετά τη νομοθέτηση που επέτρεπε την παρατεταμένη κράτηση χωρίς δίκη τον Αύγουστο του 1971 και ιδιαίτερα μετά τη Ματωμένη Κυριακή, όταν 14 άοπλοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από τα βρετανικά στρατεύματα τον Ιανουάριο του 1972. Ο επίσημος ΙRA ήταν αρχικά η μεγαλύτερη ομάδα, με 10.000 νέους στην περιφέρειά του, αλλά με τον καιρό ξεπεράστηκε από τoν προσωρινό IRA. Στα χαρτιά, η μεγαλύτερη ομάδα στις καθολικές περιοχές ήταν η Καθολική Ένωση Πρώην Αξιωματικών (αποτελούμενη από πρώην μέλη του βρετανικού στρατού), η οποία ισχυριζόταν πως είχε 20.000 μέλη. Ήταν ως επί το πλείστον άοπλοι που ασχολούνταν με την υπεράσπιση των καθολικών περιοχών και τη δημιουργία προστατευτικών οδοφραγμάτων, αλλά είχαν δηλώσει πως ήταν πρόθυμοι να οπλιστούν και να πολεμήσουν σε έναν ενδεχόμενο εμφύλιο πόλεμο.
Αν δεχτούμε μια συντηρητική εκτίμηση ότι οι διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις είχαν περίπου 50.000 μέλη το 1972 και το συγκρίνουμε με τον ευρύτερο πληθυσμό της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ουαλίας, αυτό θα ισοδυναμούσε αναλογικά σαν 2,5 εκατομμύρια, κυρίως νέων ανδρών από εργατικές κοινότητες, να προετοιμάζονται για έναν εμφύλιο πόλεμο.
Οι εργαζόμενοι κινούνται για να ελέγξουν τον σεχταρισμό
Η βρετανική κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για τη βίαιη καταστολή, η οποία στρεφόταν κυρίως κατά της καθολικής κοινότητας της Βόρειας Ιρλανδίας. Μέχρι το τέλος του 1972 ο βρετανικός στρατός είχε σκοτώσει 150 άτομα, κάποια σε γεγονότα με μαζικές απώλειες, όπως για παράδειγμα στη σφαγή του Μπαλυμέρφυ όπου σκοτώθηκαν 11 άνθρωποι, 5 στη σφαγή του Σπρίνγκχιλ, 6 στη σφαγή του Νιού Λοντζ Ρόουντ κλπ, ενώ σχεδόν 2.000 άτομα βρέθηκαν στην φυλακή χωρίς να τους ασκηθούν κατηγορίες ή να οδηγηθούν σε δίκη! Παράλληλα, πάνω από 100 Βρετανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους το 1972.
Ο επίσημος IRA ζήτησε κατάπαυση του πυρός τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, εν μέρει ως απάντηση στις διαμαρτυρίες εργαζομένων στην περιοχή του Ντέρι ενάντια στη δράση τους, μετά τη δολοφονία ενός Βρετανού στρατιώτη καθώς επέστρεφε από την άδεια του. Την ίδια ώρα ο προσωρινός IRA βρίσκονταν μόλις στα πρώτα στάδια μιας εκστρατείας που επρόκειτο να διαρκέσει 25 χρόνια. Mαζί με όλες τις άλλες παραστρατιωτικές ομάδες κατέφυγε σε αυτό που έγινε γνωστό ως «tit-for-tat», δηλαδή σεχταριστικές δολοφονίες εκατοντάδων ανθρώπων σε έναν ατέρμονο κύκλο αντιποίνων και αντεκδικήσεων.
Η κατάσταση ήταν πια απελπιστική. Αλλά δεν ήταν η καταστολή ή το αδιέξοδο των ανταγωνιστικών παραστρατιωτικών ομάδων που απέτρεψε την κλιμάκωση της βίας και το ξέσπασμα ενός ολοκληρωτικού εμφυλίου πολέμου. Ήταν η δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης. 250.000 εργάτες συμμετείχαν ενεργά στα συνδικάτα της Βόρειας Ιρλανδίας σε μια εποχή που η βάση στα εργοστάσια και στους χώρους εργασίας ήταν έτοιμη να δράσει ανεξάρτητα από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Παράλληλα, η πολιτικοποίηση των εργαζομένων ήταν πολύ μαζική, όπως έδειχνε η επιρροή του Εργατικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας (NILP) και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στις γενικές εκλογές του 1970, παρόλη την γενικότερη αποδιοργανωμένη πολιτική κατάσταση, 100.000 άτομα ψήφισαν το NILP.
Όταν ξέσπασαν για πρώτη φορά μαζικές κινητοποιήσεις και πυροβολισμοί τον Αύγουστο του 1969, ήταν η επιρροή των πιο πρωτοπόρων ακτιβιστών της εργατικής τάξης που απέτρεψε την περαιτέρω εξάπλωση της βίας. Σε μια μαζική συνέλευση 8.000 εργατών των ναυπηγείων υπερψηφίστηκε η ανάγκη για προστασία όλων των εργαζομένων, καθολικών και προτεσταντών, από τις επιθέσεις των σεχταριστικών δυνάμεων. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ως παράδειγμα που εξαπλώθηκε και σε άλλους χώρους εργασίας, καθώς και στις συνοικίες της εργατικής τάξης. Οι πιο πρωτοπόροι εργάτες έβαλαν στην άκρη τις θρησκευτικές διαιρέσεις και για ένα χρονικό διάστημα κατάφεραν να αποτρέψουν συλλογικά την εκδίωξη εργαζομένων από τα σπίτια και τους χώρους εργασίας τους.
Εκείνη την εποχή μια μικρή ομάδα μαρξιστών που οργανώθηκε γύρω από την εφημερίδα «Militant» (Μαχητής), υποστήριζε ότι το εργατικό κίνημα θα έπρεπε να προχωρήσει παραπέρα και να συγκροτήσει μια ένοπλη συνδικαλιστική δύναμη αυτοάμυνας. Σήμερα, μετά από μισό αιώνα από εκείνη την εποχή, το κάλεσμα αυτό μπορεί να φαίνεται χωρίς νόημα, αλλά μέσα στην αναταραχή εκείνης της εποχής είχε. Στην πραγματικότητα ακόμη και τα ανώτερα κλιμάκια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας συζητούσαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Όμως τελικά οι ηγέτες των συνδικάτων δεν πήραν αυτή την πρωτοβουλία, επιτρέποντας έτσι στους σεχταριστές πολιτικούς και στους παραστρατιωτικούς να κυριαρχήσουν. Κατά τη διάρκεια του 1972, του 1973 και του 1974, το εργατικό κίνημα άρχισε να υποχωρεί. Παρόλα αυτά συνέχιζαν να υπάρχουν παραδείγματα εργατών που αναλάμβαναν δράση για να αντιμετωπίσουν τις δολοφονίες από σεχταριστές. Το 1974, το μικτό εργατικό δυναμικό (προτεστάντες και καθολικοί) του εργοστασίου επεξεργασίας κρέατος, Abbey Meats, στα περίχωρα του Μπέλφαστ, έκανε αυθόρμητη στάση εργασίας και αποχώρησε από το εργοστάσιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας μετά από επίθεση με πολυβόλο σε αυτοκίνητο που μετέφερε εργάτες στο εργοστάσιο κατά την οποία σκοτώθηκαν δύο άτομα.
Η σφαγή του Κίνγκσμιλ
Στα τέλη του 1975 και στις αρχές του 1976 η αιματοχυσία είχε κορυφωθεί. Τον Δεκέμβριο του 1975 ο IRA σκότωσε δύο προτεστάντες στο κέντρο του Ντέρι. Η τοπική Επιτροπή των Συνδικάτων (σ.σ. σαν τοπικό Εργατικό Κέντρο) κάλεσε σε διαμαρτυρία στην οποία συμμετείχαν 5.000 άτομα. Τον Ιανουάριο το μακελειό συνεχίστηκε. Έξι καθολικοί που ανήκαν σε δύο οικογένειες (τρεις αδελφοί της οικογένειας Ριαβέι και τρεις αδελφοί της οικογένειας Ο’ Ντάουντ) δολοφονήθηκαν στα σπίτια τους στο Νότιο Αρμάγκ τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου από την παραστρατιωτική Δύναμη Εθελοντών του Όλστερ σε συνεργασία με μέλη των κρατικών δυνάμεων. Την επόμενη ημέρα μια μονάδα του προσωρινού IRA σταμάτησε ένα μικρό λεωφορείο με δώδεκα εργάτες που επέστρεφαν στο σπίτι τους από το εργοστάσιο ρούχων στο οποίο δούλευαν. Τους παρέταξαν δίπλα στο λεωφορείο κι αφού είπαν στον μοναδικό καθολικό εργάτη να απομακρυνθεί χωρίς να κοιτάξει πίσω, πυροβόλησαν ανελέητα με πολυβόλο τους έντεκα προτεστάντες εργάτες. Οι δέκα πέθαναν, ενώ ένας γλίτωσε από θαύμα με δεκαοκτώ τραύματα από σφαίρες και έζησε για να διηγηθεί την ιστορία αυτού που έγινε γνωστό σαν η σφαγή του Κίνγκσμιλ.
Τις επόμενες ημέρες, οι τοπικές Επιτροπές των Συνδικάτων στο Νιούρι και στην περιοχή Λούργκαν-Πορτντάουν-Κράιγκαβον, κάλεσαν σε απεργίες και διαμαρτυρίες κατά των δολοφονιών και χιλιάδες άνθρωποι ανταποκρίθηκαν. Αυτές οι τρεις περιφερειακές γενικές απεργίες και διαδηλώσεις, ήταν η πρώτη γενικευμένη αντίδραση του εργατικού κινήματος εδώ και αρκετά χρόνια. Τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ιρλανδίας, υπό την πίεση της βάσης οργάνωσε την εκστρατεία «Καλύτερη Ζωή για Όλους». Η εκστρατεία όμως δεν ανέπτυξε τη δυναμική που ήταν απαραίτητη, παρά τις προσπάθειες των υποστηρικτών του «Militant», που καλούσαν σε υιοθέτηση αιτημάτων για τα ταξικά ζητήματα της φτώχειας και της ανεργίας που τροφοδοτούσαν τη βία, ώστε να αναπτυχθεί ένα κοινό και ενωτικό μέτωπο ενάντια στο σεχταρισμό και την κρατική καταστολή. Αυτή η αδυναμία των επίσημων οργανώσεων του εργατικού κινήματος δημιούργησε το έδαφος ώστε από το 1976 και μετά, μια διαταξική συμμαχία, ο «Λαός της Ειρήνης», να δώσει διέξοδο στην έντονη λαχτάρα για ειρήνη στις περιοχές της εργατικής τάξης. Εκατοντάδες χιλιάδες συμμετείχαν σε διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια αρκετών μηνών.
Αυτό το κίνημα, που είχε σαν βασικό στόχο να υπάρξει έλεγχος των παραστρατιωκών οργανώσεων και να σταματήσει τις δολοφονίες πολιτών, άρχισε να φθίνει από το 1977 και μετά. Έτσι τον Μάιο του 1977 οι σκληροπυρηνικοί συνδικαλιστές ηγέτες επιχείρησαν να οργανώσουν γενική απεργία μόνο των προτεσταντών, με την υποστήριξη παραστρατιωτικών δυνάμεων. Οι συνδικαλιστές και οι αγωνιστές που εναντιώθηκαν αντιμετώπισαν εκφοβισμούς και απειλές. Σε μια σπασμωδική αντίδραση, οι παραστρατιωτικοί πυροβόλησαν έναν προτεστάντη οδηγό που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διχαστική απεργία. Ήταν όμως ήδη αργά: η οργανωμένη εργατική τάξη δεν στήριξε την αντιδραστική αυτή απεργία. Οι υποστηρικτές του «Militant» καθώς και άλλοι αριστεροί αγωνιστές έπαιξαν σημαντικό ρόλο μέσω της εκστρατείας που οργανώθηκε από την Επιτροπή Συντονισμού των Συνδικάτων και των Εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι πάντα επιστρέφουν στον δρόμο του αγώνα, ακόμα και μετά από μεγάλες περιόδους ηρεμίας, ύφεσης και οπισθοχώρησης. Όταν το κάνουν, ο αγώνας για ένα ζήτημα, ανοίγει τον δρόμο για να αγωνιστούν και για άλλα. Έτσι οι κινητοποιήσεις κατά των σεχταριστικών επιθέσεων τον Δεκέμβριο του 1975 και τον Ιανουάριο του 1976, καθώς και το κίνημα που έσπασε την αντιδραστική απεργία το 1977, έδωσαν αυτοπεποίθηση στο συνδικαλιστικό κίνημα που από το 1978 οργάνωσε μια σειρά απεργιών που κορυφώθηκαν με τον γνωστό «Χειμώνα της Δυσαρέσκειας». Στα πρώτα χρόνια του Θατσερισμού, οι πιο προχωρημένοι εργάτες στράφηκαν στο πολιτικό πεδίο και στις τοπικές εκλογές του 1981 οι αγωνιστές συνδικαλιστές έβαλαν υποψηφιότητα μέσα από τοπικά σχήματα όπως το Εργατικό Κόμμα του Ντέρι και η Εργατική Ένωση του Άντριμ.
Το κίνημα μέσα σε λίγα χρόνια είχε περάσει από τις αντι-σεχταριστικές δράσεις για την υπεράσπιση της ζωής των εργαζομένων, στους αγώνες για καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας και στη διεκδίκηση ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στην κεντρική πολιτική σκηνή. Σε κάθε στάδιο ο ρόλος των ταξικά συνειδητοποιημένων συνδικαλιστών και των μαρξιστών αγωνιστών -που διακινδύνευαν μάλιστα την ίδια τους την ζωή- ήταν πολύ σημαντικός.
Μαθήματα για σήμερα
Η απειλή της βίας με πολιτικά κίνητρα στη Βόρεια Ιρλανδία παραμένει ζωντανή και η ιδέα ότι μπορεί να περιοριστεί από το αστικό κράτος είναι λανθασμένη. Αν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η βία κλιμακώθηκε, φτάνοντας κοντά στο σημείο ενός εμφυλίου πολέμου, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις αυτό θα μπορούσε να συμβεί ξανά. Και στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά είναι η συνειδητή παρέμβαση των ταξικά συνειδητοποιημένων εργατών και των αριστερών ακτιβιστών.
Η δύναμη των συνδικάτων απέτρεψε μια ολοκληρωτική κλιμάκωση στις δεκαετίες του 1970, του ’80 και του ’90 και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις σεχταριστικές απειλές μέχρι και σήμερα. Από τότε παραμένουν ενωμένα και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα διατηρούν μαζική βάση και ισχυρή οργάνωση, αλλά υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν να υπονομεύσουν την ενότητα των συνδικάτων και είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι να την υπερασπιστούν. Επιπλέον, αν η πολιτική σκηνή συνεχίσει να κυριαρχείται από σεχταριστικά κόμματα, νέες κοινωνικές διαιρέσεις και συγκρούσεις θα γίνουν αναπόφευκτες. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ένα μαζικό πολιτικό κόμμα που να εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλων των εργαζομένων, τόσο από προτεσταντικό όσο και από καθολικό υπόβαθρο, καθώς και εκείνων που έχουν έρθει στη Βόρεια Ιρλανδία από άλλες χώρες.
Τα μαζικά κοινωνικά κινήματα θα αποτελέσουν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί ένα νέο μαζικό αριστερό κόμμα. Το κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων έχει φέρει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε σύγκρουση με τους εργοδότες τους. Πολλοί συνειδητοποιούν ότι τα σεχταριστικά κόμματα δεν εκπροσωπούν τα ταξικά τους συμφέροντα και βγάζουν τα απαραίτητα συμπεράσματα. Αν έστω και ένας μικρός αριθμός εργαζομένων αναζητά μια εναλλακτική στην Αριστερά, έχουμε το καθήκον να δώσουμε απαντήσεις και να δείξουμε στην πράξη ποιες είναι οι δυνατότητες. Υπάρχουν κάποιοι στην αριστερά που έχουν στραφεί προς τον εθνικισμό και απορρίπτουν την ιδέα ενός μαζικού, αντι-σεχταριστικού αριστερού κόμματος. Υπάρχουν άλλοι που αποδέχονται στα λόγια την ανάγκη για ένα τέτοιο κόμμα αλλά διστάζουν να πάρουν πρωτοβουλίες. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να περιμένουμε. Έχουμε καθήκον να ξεκινήσουμε τη σκληρή δουλειά που απαιτείται για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής λύσης. Οι εργαζόμενοι με ταξική συνείδηση και οι ακτιβιστές της αντι-σεχταριστικής Αριστεράς πρέπει να ανταποκριθούμε στην πρόκληση και να δράσουμε άμεσα και ενωτικά.