Πέντε μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές στην Γαλλία[1] και ο τηλεοπτικός σχολιαστής και συγγραφέας Ερίκ Ζεμούρ –χωρίς να έχει δικό του κόμμα, χωρίς να έχει εκλεγεί ποτέ σε οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα, χωρίς καν να έχει επίσημα ανακοινώσει την υποψηφιότητα του– έχει μπει στο κέντρο της συζήτησης. Μάλιστα, θεωρείται από πολλούς ως η «ρουκέτα» που θα αντιμετωπίσει στον κρίσιμο δεύτερο γύρο των εκλογών, τον προπορευόμενο στις δημοσκοπήσεις, ως σήμερα, Εμμανουέλ Μακρόν.
Δημοσκοπικό ρεκόρ
Η δημοσκοπική του πορεία είναι άκρως εντυπωσιακή.[2]
Η φημολογούμενη υποψηφιότητα του μπήκε για πρώτη φορά σε δημοσκόπηση της IFOP (Institut Français d’opinion publique) τον Ιούνη του ’21, αμέσως μετά τις περιφερειακές εκλογές, και κέρδισε την προτίμηση του 5,5% των ψηφοφόρων. Στην έρευνα της Ipsos, τον Αύγουστο του ’21, ένα 7% των ψηφοφόρων τον επέλεξε παρόλο που επρόκειτο ακόμα για φήμη κι όχι για ανακοινωμένη υποψηφιότητα. Τον Σεπτέμβρη, στα διαδοχικά βδομαδιάτικα γκάλοπ της Harris Interactive, ανέβαινε συνεχώς, από 10% στην πρόθεση ψήφου στο γκάλοπ της 14ης Σεπτέμβρη, στο 11% στις 21 Σεπτέμβρη και στο 13% στις 29 Σεπτέμβρη. Την 1η Οκτώβρη σε νέο γκάλοπ της Ipsos έφτασε το 15% και απείχε μόλις 1% από το παραδοσιακό ακροδεξιό Rassemblement National (Εθνικός Συναγερμός –πρώην Εθνικό Μέτωπο) της Μαρίν Λεπέν που, μέχρι τότε, έμπαινε στο δεύτερο γύρο ως συνδιεκδικήτρια της Προεδρίας μαζί με τον Ε. Μακρόν.
Στις 6 Οκτώβρη συντελέστηκε μια δημοσκοπική ανατροπή, που διαρκεί ως σήμερα. Στην έρευνα της Harris Interactive για το οικονομικό περιοδικό Challenges (Προκλήσεις), ο Ε. Μακρόν προπορευόταν με 24% και ο Ε. Ζεμούρ ακολουθούσε με 17%, εκτοπίζοντας την Μαρίν Λεπέν στην τρίτη θέση με 15%. Η ίδια εικόνα «κλείδωσε» σε δύο ακόμα γκάλοπ, στις 13 Οκτώβρη και τελευταία στις 7 Νοέμβρη, που δημοσιεύτηκε στη Le FIGARO, με τον Ε. Ζεμούρ σταθερά στο 17% της πρόθεσης ψήφου.
Αλλαγή σκηνικού
Την άνοιξη του ’21 δύσκολα θα πίστευε κάποιος ότι τα πράγματα θα έπαιρναν αυτή την τροπή, με πρώτη τη Μ. Λεπέν του «Εθνικού Συναγερμού». Πρόκειται για το κόμμα που ηγεμονεύει ιδεολογικά και εκλογικά στην γαλλική Ακροδεξιά πάνω από σαράντα χρόνια και που κατάφερε δύο φορές να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών – το 2002 με επικεφαλής τον πατέρα Ζαν-Μαρί Λεπέν και το 2017 με επικεφαλής την κόρη του.
Η Μαρίν Λεπέν φιλοδοξούσε να αναμετρηθεί με καλύτερους όρους με τον ξανά υποψήφιο, όπως όλα δείχνουν, Ε. Μακρόν, στον δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών τον Απρίλη του ’22.
Μέρος της στρατηγικής της αυτής είναι και η νέα τακτική που εφαρμόζει όλα τα τελευταία χρόνια, της αποσύνδεσης του κόμματος από το σκληροπυρηνικό φασιστικό παρελθόν της εποχής του πατέρα της. Κι αυτό για να πειστούν η Γαλλική άρχουσα τάξη και οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές πως ο Εθνικός Συναγερμός είναι μια αξιόπιστη και στιβαρή κυβερνητική επιλογή.
Η καλή εκλογική επίδοση στις περιφερειακές εκλογές τον Ιούνη που πέρασε ήταν ένα απαραίτητο τεστ που έπρεπε να περάσει με επιτυχία το κόμμα της Μ. Λεπέν.
Όμως οι εκλογές του Ιούνη ήταν μια πολύ απότομη προσγείωση. Ο Εθνικός Συναγερμός δεν κατέκτησε καμιά από τις 13 εκλογικές περιφέρειες και η Μ. Λεπέν βρέθηκε απολογούμενη.
Την επαύριο των περιφερειακών εκλογών ο Ε. Ζεμούρ ερμήνευσε ως εξής την παταγώδη αποτυχία:
«Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλέον καμία διαφορά… Η Μαρίν Λεπέν μιλάει όπως ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Εμμανουέλ Μακρόν μιλάει σαν την Μαρίν Λεπέν, κάνουν ήδη σαν να βρίσκονται στον δεύτερο γύρο, αφού γι’ αυτούς τίποτε δεν έχει σημασία εκτός αυτού του δεύτερου γύρου, και είναι σαφές ότι οι ψηφοφόροι αρνούνται να υποκύψουν σε αυτό τον εκβιασμό».[3]
Μετά την επανεκλογή της στη θέση της προέδρου στο συνέδριο του κόμματος, στις αρχές του Ιούλη, επιταχύνθηκαν οι αποχωρήσεις εκλεγμένων αντιπροσώπων, στελεχών και μελών.
Η σκληρή κριτική στις επιλογές της βρήκε χώρο και στη δημόσια σφαίρα. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις στη Le Monde του πρώην υπεύθυνου της νομαρχιακής οργάνωσης των Deux-Sèvres:
«Το χάσμα μεγάλωσε με την πάροδο του χρόνου. Μας απαγορεύτηκε να συμμετέχουμε στη «Manif pour tous» (σ.σ. διαμαρτυρίες κατά του γάμου του ίδιου φύλου)… Η Μαρίν Λεπέν δήλωσε ότι η «Μεγάλη Αντικατάσταση» είναι μια θεωρία συνωμοσίας και ότι το Ισλάμ είναι συμβατό με το Γαλλικό Πολίτευμα, ότι δεν θα αποχωρήσει από τη Συνθήκη του Σένγκεν ή από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων των Ανθρώπου… Είναι μια αριστερή που μεγάλωσε σε έναν πύργο και κληρονόμησε το όνομα Λεπέν».[4]
Ο δρόμος είχε πια ανοίξει για την εισβολή του Ε. Ζεμούρ στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι…
Με αφορμή την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, «Η Γαλλία δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη», εν είδει εκλογικού μανιφέστου, ο Ε. Ζεμούρ άρχισε να οργώνει την χώρα από τον περασμένο Σεπτέμβρη συναντώντας εν δυνάμει υποστηρικτές του, αλλά και διαδηλωτές που τον καταγγέλλουν ως φασίστα και ρατσιστή. Ο ίδιος αρνείται τους χαρακτηρισμούς, αλλά οι δηλώσεις και τα γραπτά του τον προδίδουν.
Συστηματικά περιγράφει την Γαλλία ως μια χώρα υπό απειλή από τους «εισβολείς» μουσουλμάνους μετανάστες που στοχεύουν, τάχα, να την μετατρέψουν σε Ισλαμικό κράτος.
Πρόκειται για αναπαραγωγή της θεωρίας της «Μεγάλης Αντικατάστασης» του θεωρητικού της Ακροδεξιάς, Ρενώ Καμούς.[5]
Στο όνομα της αποτροπής αυτής της «απειλής», ο Ζεμούρ, έχει δηλώσει πως αν ήταν Πρόεδρος, θα έκλεινε τα γαλλικά σύνορα και θα απέλαυνε δύο εκατομμύρια μετανάστες στα πέντε χρόνια της θητείας του. Ακόμα θα απαγόρευε δια νόμου τη δημόσια χρήση της μουσουλμανικής γυναικείας μπούρκας καθώς και την ονοματοδοσία των παιδιών με μουσουλμανικά ονόματα.
Περιγράφοντας το όραμα του για τη χώρα στο σήμερα, υπόσχεται την αναγέννηση της παλιάς Μεγάλης Γαλλίας της Ζαντ Αρκ, του Ναπολέοντα και του Σαρλ Ντε Γκώλ.
Το ίδιο υπερεθνιστικό και μεγαλοϊδεάτικο μοτίβο διαπερνάει και τις ιδέες του για την εξωτερική πολιτική της χώρας: καταγγέλλει την ανισότιμη αντιμετώπιση της Γαλλίας από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό (σ.σ. ιδιαίτερα μετά την συγκρότηση της AUKUS)· είναι υπέρ της εξισορρόπησης των σχέσεων με την Ρωσία του Β. Πούτιν και προτείνει την έξοδο από το ΝΑΤΟ και τον περιορισμό των υπερεξουσιών του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου ώστε να αποκαταστήσει την Γαλλική κυριαρχία· δηλώνει τη συμπάθεια του προς τον Ούγγρο εθνικιστή πρωθυπουργό, Β. Όρμπαν, και τον πάλαι ποτέ Αμερικανό δημαγωγό, σεξιστή και ρατσιστή πρώην πρόεδρο, Ντ.Τράμπ, κλπ.
Οι ακραίες απόψεις του Ε. Ζεμούρ επεκτείνονται σε όλο το κοινωνικό φάσμα.
Συνειδητός αντιφεμινιστής και ομοφοβικός, τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής και υπέρ της κατάργησης των ορίων ταχύτητας στους εθνικούς αυτοκινητόδρομους.
Παρότι θρησκευόμενος Εβραίος καταγγέλλεται από την εβραϊκή κοινότητα για αντισημιτισμό. Αιτία οι προκλητικές δηλώσεις του. Ανάμεσά τους, η αμφισβήτηση της αθωότητας του λοχαγού Άλφρεντ Ντρέιφους, του Εβραίου αξιωματικού του στρατού που είχε κατηγορηθεί για φιλογερμανική κατασκοπεία και τελικά αθωώθηκε το 1906. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση Φιλίπ Πετέν στην περίοδο της Ναζιστικής κατοχής δήθεν προστάτεψε τους Γάλλους Εβραίους.
Μάχη για την ηγεμονία της Ακροδεξιάς
Μέχρι στιγμής ο Ε. Ζεμούρ, δημοσκοπικά τουλάχιστον, αναδεικνύεται νικητής στην αναμέτρηση στο εσωτερικό της Ακροδεξιάς στην κούρσα των προεδρικών εκλογών. Έχει μάλιστα ήδη κερδίσει την εύνοια του πατέρα της Μαρίν Λεπέν, του 93χρονου Ζαν Μαρί Λεπέν, που δήλωσε στη Le Monde:
«Η Μαρίν έχει εγκαταλείψει τις πιο δυνατές θέσεις της και ο Έρικ έκανε κατάληψη στο γήπεδο της… Αν ο Έρικ είναι ο καλύτερα τοποθετημένος υποψήφιος του εθνικιστικού στρατοπέδου, φυσικά και θα τον στηρίξω… H μόνη διαφορά μου από τον Έρικ είναι ότι αυτός είναι Εβραίος. Άρα είναι δύσκολο να τον αποκαλέσουν Ναζί ή φασίστα. Κι αυτό του δίνει μεγαλύτερη ελευθερία».[6]
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η μάχη έχει κιόλας τελειώσει.
Ψαρεύοντας την ψήφο διαμαρτυρίας
Η καύσιμη ύλη της «ρουκέτας» Ε. Ζεμούρ, δεν είναι μόνο από την ακροδεξιά δεξαμενή.
Προσπαθεί εξίσου να ψαρέψει στα θολά νερά της γενικής εκλογικής ψήφου διαμαρτυρίας, δεδομένης της φθοράς του Ε. Μακρόν και των επιβαρυντικών παραμέτρων της πανδημίας, της οικονομικής κρίσης και του μεγάλου θυμού για την εκτόξευση των τιμών σε βενζίνη, πετρέλαιο, ρεύμα και βασικά είδη διατροφής.
Όπως το θέτει και ο Ζαν Υβ Καμούς, επικεφαλής του «Παρατηρητηρίου Ριζοσπαστικών Πολιτικών»:
«Το αληθινό πρόβλημα των μέσων Γάλλων πολιτών είναι ότι φτάνουν στο τέλος του μήνα και τα λεφτά είναι κάθε φορά λιγότερα… Ο Ζεμούρ στηρίζει όλη του την εκστρατεία σε ένα θέμα: μετανάστευση και εθνική ταυτότητα… Έτσι βρήκε κάτι για να “μιλά” σε όλους τους Γάλλους. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκοπήση το 61% πιστεύει στην “Μεγάλη Αντικατάσταση” του Ζεμούρ».[7]
Και η Αριστερά;
Η κατάσταση θα ήταν εντελώς διαφορετική αν το κενό στα αριστερά του πολιτικού φάσματος δεν ήταν το χειρότερο και το βαθύτερο της πρόσφατης περιόδου.
Στις ίδιες δημοσκοπήσεις που ο Ε. Ζεμούρ σαρώνει, τα κόμματα που μιλάνε στο όνομα της Αριστεράς, αντικαπιταλιστικής αλλά και ρεφορμιστικής, κυριολεκτικά αγκομαχούν.
Η Ναταλί Αρτό της Τροτσκιστικής «Εργατικής Πάλης» (Lutte Ouvrière) συγκεντρώνει 0,5-1%, ο Φιλίπ Πουτού του Τροτσκιστικού «Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος» (Nouveau Parti Anticapitaliste) κολλημένος κι αυτός στο 0,5-1%, ο Φαμπιέν Ρουσσέλ του «Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος» (Parti Communiste Francais) χαμηλά επίσης στο 1,5-2% και ο Ζαν Λυκ Μελανσό της «Ανυπότακτης Γαλλίας» (La France Insoumise) στο 9-10%, μόλις δηλαδή στο μισό από όσο είχε συγκεντρώσει στις προεδρικές εκλογές του 2017 όταν είχε πάρει 19,58%!
Ακόμα κι έτσι, έστω η εκλογική συνεργασία και η μετωπική και ενωτική στάση των παραπάνω κομμάτων, θα μπορούσε ενδεχομένως να ταράξει τα νερά – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις θα έπρεπε να «νερώσουν» το δικό τους ανεξάρτητο ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Δυστυχώς όμως δεν διαφαίνεται αυτή η προοπτική.
Το τάιμινγκ κάθε άλλο παρά απαγορευτικό είναι, άλλωστε ο ίδιος ο Ε. Ζεμούρ υπάρχει ως πολιτικό φαινόμενο μόλις πέντε μήνες. Αν αντίθετα η καθεμιά δύναμη της Αριστεράς περιχαρακωθεί μόνο στην δική της εκλογική κάθοδο, θα βρεθεί για άλλη μια φορά πολύ πίσω από τις ανάγκες των εργαζομένων, των νεολαίων και των λαϊκών στρωμάτων.
Η Γαλλική, όπως και η ελληνική και τόσες άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, πρέπει κάποια στιγμή να ανακαλύψει τον απλό και τόσο σημαντικό δρόμο της συνεργασίας, κινηματικής και εκλογικής.