Η κατάσταση «πολέμου» που επικρατεί στα νοσοκομεία της Αττικής, αποτέλεσμα της άρνησης της κυβέρνησης να εκπονήσει ένα σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση της πανδημίας εδώ και ένα χρόνο, την οδήγησε στην «επίταξη»/επιστράτευση 200 ιδιωτών γιατρών από τη Δευτέρα 22 Μάρτη για ένα μήνα.
Αυτό που είχε προηγηθεί ήταν:
- η άρνηση της κυβέρνησης να κάνει μαζικές προσλήψεις γιατρών εδώ και ένα χρόνο
- η σκόπιμη διασπορά fake news ότι δήθεν δεν υπάρχουν παθολόγοι, αναισθησιολόγοι και πνευμονολόγοι που να θέλουν να προσληφθούν στα δημόσια νοσοκομεία και η οποία αναμεταδόθηκε σε χρόνο dt από τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια της
- η διαφήμιση των περιβόητων «κινήτρων» για να προσέλθουν μόνοι τους ιδιώτες γιατροί για ένα μήνα να ενισχύσουν το ΕΣΥ
- και αφού το τελευταίο απέτυχε, η κατασυκοφάντηση των γιατρών ότι δεν ενδιαφέρονται για τη δημόσια υγεία.
Είναι φανερό ότι ακόμα και τώρα, με τους νεκρούς να πλησιάζουν τους 8000, με τους διασωληνωμένους να έχουν ξεπεράσει τους 700, με τα νοσοκομεία να ξεκινούν εφημερίες χωρίς έστω μια κλίνη ΜΕΘ κενή, με τους ασθενείς covid να στοιβάζονται στα ράντζα μαζί με τους υπόλοιπους ασθενείς, με διασωληνώσεις να γίνονται κατά κόρον σε απλούς θαλάμους περιμένοντας να αδειάσει μία ΜΕΘ και με τη διαλογή ασθενών, η κυβέρνηση έχει μόνο ένα καημό: πως θα αφήσει στο απυρόβλητο τους κλινικάρχες.
Αυτό εξυπηρετεί η σιγή ιχθύος στα Μέσα Ενημέρωσης της «λίστας Πέτσα» σε σχέση με την πορεία της πανδημίας και τις πολιτικές της κυβέρνησης, αυτό εξυπηρετούν και οι δηλώσεις του τύπου «όλα πάνε καλά» όπως αυτή που έκανε την Τρίτη 23/3 ο Υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης:
«Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω κλίνες, θα υπάρξει ίσως στο μέλλον και τότε θα αναζητηθεί η συνεργασία και θα ενταχθούν είτε μέσω της συνέργειας είτε μέσω της επίταξης».
Τα κυβερνητικά στελέχη από την αρχή της πανδημίας, αναπαράγοντας το γνωστό μότο «δεν είμαστε Σοβιετία», αρνούνται να ακουμπήσουν τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμα και όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, συνεχίζουν υποστηρίζοντας ότι έχουν σχέδιο, ότι κάνουν τις επιτάξεις που χρειάζεται το σύστημα και ότι βρίσκονται σε «συνεργασία» με τους κλινικάρχες για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ας δούμε όμως τί είδους επιτάξεις κάνουν και για ποια συνεργασία μιλούν.
Οι «επιτάξεις» της κυβέρνησης
Η πρώτη φάση της πανδημίας έδειξε καθαρά τον δρόμο που θα ακολουθούσε η κυβέρνηση σε σχέση με τους ιδιώτες. Ήταν πριν ένα χρόνο που η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι διπλασιάζεται το ενοίκιο (1600 ευρώ τη μέρα αντί 800 ευρώ) που θα δίνει ο ΕΟΠΠΥ στον ιδιωτικό τομέα για κάθε κλίνη ΜΕΘ non covid και μάλιστα η κυβέρνηση έκλεισε το μάτι στους κλινικάρχες δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα κρεβάτια ΜΕΘ έως και 40% «με απλή γνωστοποίηση», χωρίς δηλαδή κανένα έλεγχο καταλληλότητας.
Στις αρχές του φετινού Μάρτη, η κυβέρνηση διαφήμισε τη «συνεργασία» της με ιδιωτικά νοσηλευτήρια που δέχθηκαν να διαθέσουν 215 κλίνες για non covid περιστατικά και να αποφορτίσουν το ΕΣΥ. Το θέμα παίχτηκε στα κανάλια σαν «μεγάλο ευεργέτημα» φυσικά, αλλά αυτό που ξέχασαν να μας πουν είναι ότι η διάθεση 215 κλινών δεν αποτελεί δωρεά αλλά θα χρυσοπληρωθεί!
Το ακόμη πιο σκανδαλώδες είναι ότι αυτό το φοβερό «ευεργέτημα» γίνεται, με βάση τα πρώτα δεδομένα, με γιατρούς του ΕΣΥ να μεταφέρονται στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια να κάνουν τη δουλειά! Την ώρα δηλαδή που το ΕΣΥ στενάζει από έλλειψη προσωπικού και νοσοκομειακών χώρων η κυβέρνηση δίνει λεφτά στους ιδιώτες για να πάρει κρεβάτια και στέλνει ειδικευόμενους γιατρούς του ΕΣΥ για να καλύπτουν τα κενά που δεν θέλουν να καλύψουν οι κλινικάρχες. Μέχρι στιγμής αυτό έχει γίνει για το ιδιωτικό Λητώ και όλα δείχνουν πως έτσι σχεδιάζει να κινηθεί η κυβέρνηση σε σχέση και με τα υπόλοιπα νοσηλευτήρια.
Η υποτιθέμενη συμβολή του ιδιωτικού τομέα Υγείας αποκαλύπτεται και σε σχέση με το τί είδους ασθενείς θα νοσηλεύσουν τα ιδιωτικά θεραπευτήρια (νοσοκομεία δεν είναι σε καμία περίπτωση). Εδώ έρχεται το έγγραφο που έστειλε ο διοικητής της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας προς τους διοικητές των νοσοκομείων που είναι να στείλουν ασθενείς στο ιδιωτικό «Ιατρικό Περιστερίου» και περιγράφει τις προϋποθέσεις μεταφοράς.
Ο ασθενής που θα μεταφερθεί στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο λοιπόν, για να αποφορτίσει το ΕΣΥ, πρέπει να έχει καλό επίπεδο συνείδησης, να μην έχει πυρετό, να έχει ικανοποιητική οξυγόνωση, να είναι αιμοδυναμικά σταθερός, να έχει επιθυμητή αξονική τομογραφία θώρακος. Μιλάμε δηλαδή για ασθενείς σχεδόν στο τελευταίο στάδιο της ανάρρωσης, έτοιμοι για να πάνε σπίτι τους. Ότι πρέπει δηλαδή για τα «ιδιωτικά θεραπευτήρια» και αυτό που ξέρουν να κάνουν καλά: παροχή στην ουσία ξενοδοχειακών και όχι ιατρικών υπηρεσιών τις οποίες να χρυσοπληρώνουν τα δημόσια ταμεία.
Οι προστάτες των κλινικαρχών
Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας έχει γίνει ξεκάθαρο ποιος μπορεί να παίξει ρόλο στην αναχαίτισή της και ποιος δεν μπορεί. Το δημόσιο σύστημα Υγείας μπορεί, το ιδιωτικό είναι εντελώς ανίκανο. Οι «συνεργασίες» που επικαλείται η κυβέρνηση με τον ιδιωτικό τομέα εδώ και ένα χρόνο αποτελούν απλά μπόνους και δώρα στους κλινικάρχες.
Οι παλιές θέσεις της Νέας Δημοκρατίας για το δημόσιο Σύστημα Υγείας και για τους ιδιώτες δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ήταν βουλευτές της όπως ο Μπάμπης Παπαδημητρίου που ως δημοσιογράφος του ΣΚΑΙ, παρέα με τον Πορτοσάλτε ζητούσαν το γκρέμισμα των δημόσιων νοσοκομείων πριν την πανδημία. Ήταν ο Άδωνις Γεωργιάδης που περηφανευόταν ότι οι απολύσεις γιατρών και νοσηλευτών ήταν δικές του αποφάσεις και όχι της Τρόικα. Ήταν ο Μητσοτάκης που ως υπουργός παλιά και ως υποψήφιος πρωθυπουργός υπερασπίζονταν το δόγμα «5 απολύσεις – 1 πρόσληψη» στο Δημόσιο, που αβάνταρε τα ιδιωτικά κέντρα από τα οποία ο ΕΟΠΥ θα πρέπει να αγοράζει υπηρεσίες, αντί να έχει τις δικές του, και που ένα μόλις χρόνο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας μιλούσε για «γιατρούς στο ΕΣΥ που πλεονάζουν».
Γιατί πρέπει να γίνουν επιτάξεις και γιατί «χωρίς αποζημίωση»
Η σημερινή κατάσταση της πανδημίας έχει επιβεβαιώσει ότι η αποφασιστική ενίσχυση του ΕΣΥ είναι ο μόνος δρόμος για να μπορεί το σύστημα Υγείας να αντιμετωπίσει τις πιέσεις. Η κυβέρνηση συνεχίζει να ποντάρει στο ότι σε ένα μήνα όλα θα έχουν γυρίσει στην «κανονικότητα», γι’ αυτό και αντί για προσλήψεις προχωράει σε επιστράτευση ιδιωτών γιατρών για ένα μήνα, μέχρι να περάσει η μπόρα. Πρόκειται καθαρά για άλλο ένα επικοινωνιακό μέτρο. Οι γιατροί αυτοί είναι άσχετοι με το θέμα της πανδημίας και μέχρι να προσαρμοστούν στα δεδομένα πολέμου των νοσοκομείων λόγω covid θα έχει τελειώσει η δουλειά τους. Και όλα αυτά την ώρα που οι λίστες αναμονής γιατρών για να προσληφθούν στο ΕΣΥ είναι γεμάτες.
Οι τελευταίες εξελίξεις στα δημόσια νοσοκομεία, ο συνωστισμός, η έλλειψη κλινών ΜΕΘ, δείχνουν ότι οι επιτάξεις των ιδιωτικών θεραπευτηρίων είναι ο μόνος δρόμος. Όλες οι ενδείξεις από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα δείχνουν ότι δεν θα υπάρξει καμιά επιστροφή στην κανονικότητα άμεσα. Η πανδημία έχει δρόμο μπροστά της και όσοι πόνταραν στα εμβόλια σαν μοναδική και οριστική λύση πλέον έχουν διαψευστεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Η λογική της κυβέρνησης «δεν φτιάχνουμε ΜΕΘ, δεν προσλαμβάνουμε γιατρούς επειδή δεν θέλουμε να μας μείνουν μετά την πανδημία» μέχρι τώρα δεν έχει λειτουργήσει και δεν πρόκειται να λειτουργήσει ακριβώς επειδή η αντιμετώπιση της πανδημίας θα πάρει χρόνο. Η «συνεργασία» με τους κλινικάρχες στην οποία επένδυσε η κυβέρνηση δεν έγινε μόνο για να μη θιγούν τα κέρδη τους, αλλά αντίθετα για να ενισχυθούν.
Η ιδιωτική Υγεία ουσιαστικά παρασιτεί πάνω στο σώμα της κοινωνίας που πλήττεται από την πανδημία. Έχουμε πληρώσει και το κάνουμε χρόνια τώρα τους κλινικάρχες μέσα από τα ασφαλιστικά ταμεία μας, σε εξετάσεις, επεμβάσεις και νοσηλείες, ακριβώς επειδή κυριάρχησε η λογική «αγοράζουμε υπηρεσίες» που επέβαλαν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις. Τα κέρδη τους δεν βγήκαν μέσα από την επιστημονική τους επάρκεια και το επίπεδο παροχής ιατρικών υπηρεσιών αλλά μέσα από τα κυβερνητικά δώρα και την εγκατάλειψη του ΕΣΥ προκειμένου να στηριχθούν αυτοί.
Τώρα που η κοινωνία χρειάζεται υποδομές για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο η ιδιωτική Υγεία πρέπει να περάσει στην κοινωνία. Τα αιτήματα των γιατρών και των νοσηλευτών που ζητούν επιτάξεις των ιδιωτικών θεραπευτηρίων ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας και πρέπει να μπουν ψηλά στις προτεραιότητες των εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων. Είναι χώροι που μπορούν να σώσουν ζωές, είναι χώροι που οι κλινικάρχες ούτε θέλουν, ούτε πρόκειται να παραχωρήσουν για τις κοινωνικές ανάγκες. Και για αυτό πρέπει να επιταχθούν, χωρίς αποζημίωση και να ενταχθούν στο σχεδιασμό για ένα ισχυρό Δημόσιο Σύστημα Υγείας που να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας για υγεία και ζωή.