Η ByteDance, μητρική εταιρεία της κινέζικης εφαρμογής διαμοιρασμού βίντεο «Tik Tok», βρίσκεται στη δεινή θέση να πρέπει να πουλήσει τις δραστηριότητές της μέχρι τα μέσα Σεπτέμβρη.
Ο λόγος είναι η έκδοση εκτελεστικού διατάγματος από τον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος υποχρεώνει την κινέζικη εταιρεία να πουλήσει την εφαρμογή της σε αμερικανική εταιρεία εφόσον επιθυμεί να συνεχίσει τη λειτουργία της στις ΗΠΑ.
Οι βαθύτερες αιτίες βέβαια έχουν να κάνουν με τον τεχνολογικό και εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας ο οποίος έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια και αντανακλά τον ανταγωνισμό των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Αντικινεζική ρητορική από τον πρόεδρο Τραμπ
Από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης Τραμπ, κεντρικό στοιχείο της πολιτικής του ατζέντας ήταν η ξενοφοβική και εθνικιστική ρητορική, η οποία σε οικονομικό επίπεδο μεταφράστηκε σε στοχοποίηση της Κίνας ως πηγή του κακού για τους Αμερικανούς πολίτες. Αυτό δεν παρέλειψε να το τονίσει και με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού, αναφέροντάς τον ως «κινεζικό ιό».
Η αρχή του τεχνολογικού πολέμου έγινε τον Απρίλιο του 2018 επιβάλλοντας κυρώσεις στην κινεζική εταιρεία τεχνολογίας ZTE και συνεχίστηκε με τον «πόλεμο» του 5G απέναντι στην ανερχόμενη δύναμη στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, Huawei.
Πριν από μερικούς μήνες σειρά είχε η εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης Tik Tok η οποία έχει 800 εκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως, 100 εκατομμύρια στις ΗΠΑ, και προσελκύει κυρίως νέους αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας χρήστες σε όλο τον κόσμο.
Στις 6 Αυγούστου με εκτελεστικό διάταγμα ο Τραμπ ανακοίνωσε τη διορία περίπου 45 ημερών στην κινεζική εταιρεία ώστε να πουληθεί πριν αποκλειστεί από τις ΗΠΑ για λόγους εθνικής ασφάλειας, με τις Microsoft, Walmart, Oracle και Twitter να ερίζουν για την εξαγορά της και η οποία αναμένεται να φτάσει τα 30-40 δισεκατομμύρια δολάρια.
Προσπάθειες συμμόρφωσης στους κανόνες Τραμπ και στο τέλος μήνυση
Η μητρική εταιρεία του Tik Tok, ByteDance, προκειμένου να μη χάσει τις επικερδείς δραστηριότητές της στην αγορά των ΗΠΑ ανακοίνωσε, την ίδια μάλιστα μέρα με τις εξαγγελίες Τραμπ, την αγορά νέου Data Center (εγκαταστάσεις αποθήκευσης προσωπικών δεδομένων των χρηστών) στην Ιρλανδία αξίας 500 εκατομμυρίων δολαρίων.
Νωρίτερα τον Ιούνιο είχε προσλάβει τον Αμερικανό Κέβιν Μάγιερ ως διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ώστε να καθησυχάσει τις αντικινεζικές αντιδράσεις των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Μετά από μόλις 3 μήνες και τις ισχυρές πολιτικές πιέσεις που δέχτηκε, ο Μάγιερ υπέβαλε την παραίτησή του μην αντέχοντας τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας, όπως ο ίδιος δήλωσε.
Αφού η προσπάθεια συναίνεσης δεν απέδωσε καρπούς και μετά την παραίτηση του CEO Μάγιερ, η ByteDance προχώρησε σε αγωγή της αμερικανικής κυβέρνησης «υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των εργαζομένων και των χρηστών της».
Η υποκρισία των Δυτικών απέναντι στο αυταρχικό κινεζικό καθεστώς
Οι επιθέσεις του Τραμπ δεν σταματάνε στην εφαρμογή Tik Tok αλλά συνεχίζονται και σε άλλες κινέζικες εφαρμογές όπως το WeChat (εφαρμογή ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων) και κινεζικές εταιρείες όπως o τεχνολογικός κολοσσός ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba.
Την ίδια ώρα βέβαια ο Τραμπ επικροτεί τις στενές εμπορικές σχέσεις συνεργασίας με το Πεκίνο που έχουν επιτευχθεί στο τέλος του περασμένου έτους στον τομέα των γεωργικών προϊόντων και συγκεκριμένα στην αγορά αμερικανικής σόγιας και καλαμποκιού από την κυβέρνηση της Κίνας.
Για να επιστρέψουμε όμως στον τεχνολογικό τομέα, και στην υποκριτική ανησυχία Τραμπ για την εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων των Αμερικανών πολιτών από τις κινεζικές αρχές, η μεταφορά των server iCloud της αμερικανικής εταιρείας Apple στις 28 Φεβρουαρίου του 2018 από τις ΗΠΑ στην κινεζική εταιρεία GCBD με έδρα την επαρχία Γκουϊτζόου, προφανώς λόγω μειωμένων εξόδων, διόλου δεν απασχόλησε σε σχέση με την «απειλούμενη εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ.
Το ίδιο και το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 2018 η αμερικανικής ιδιοκτησίας διαδικτυακή εφαρμογή Facebook, της οποίας η λειτουργία στην Κίνα έχει μπλοκαριστεί από την κυβέρνηση, παραδέχτηκε ότι μοιράζεται τα δεδομένα των χρηστών της με την κινεζική εταιρεία Huawei.
Οι αμερικανικές εταιρείες Apple και Facebook δεν υπέστησαν ποτέ κυρώσεις από την κυβέρνηση Τραμπ για τον διαμοιρασμό προσωπικών δεδομένων Αμερικανών πολιτών με τις Κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας.
Τα δεδομένα και οι ζωές μας δεν είναι ασφαλή στο υπάρχον σύστημα
Το Κινέζικο Κομουνιστικό Κόμμα έχει επιβάλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς καταπίεσης και ανελευθερίας στους πολίτες της χώρας το οποίο διατηρεί και σε διαδικτυακό επίπεδο.
Από την άλλη μεριά οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις στον υπόλοιπο κόσμο, κρυμμένες πίσω από ένα δημοκρατικό μανδύα ελεγχόμενων ελευθερίων, επιδίδονται σε κλοπή των προσωπικών δεδομένων των πολιτών με σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας τους.
Εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις συνεργάζονταν αρμονικά στον τομέα ψηφιακής επιτήρησης και ηλεκτρονικής ασφάλειας με την κυβέρνηση της Κίνας. Τα περιβόητα «ατομικά δικαιώματα» και ελευθερίες θυσιάζονταν εύκολα στο βωμό της κερδοφορίας και της επέκτασης των δυτικών επιχειρήσεων στην αγορά της Κίνας.
Το γεγονός που άλλαξε την κατάσταση ήταν η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος που σημείωσε η Κίνα τα τελευταία χρόνια και έφτασε να απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στα πεδία της τεχνητής νοημοσύνης, των υπηρεσιών «υπολογιστικού νέφους» (Cloud Computing), της επιστήμης των δεδομένων (Big Data) και σε τελική ανάλυση σε οικονομική ισχύ και παγκόσμια κυριαρχία.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι διαδικτυακές εφαρμογές και η ίδια η λειτουργία του διαδικτύου πρέπει να αποτελούν δημόσια και κοινωνικά αγαθά.
Ο μόνος τρόπος για να παραμένουν ασφαλή τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, οπότε και οι ζωές τους, είναι να ελέγχονται και να διαχειρίζονται δημοκρατικά από τους ίδιους και την κοινωνία και όχι από μια χούφτα μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι έχουν ως μοναδικό σκοπό το μέγιστο δυνατό ιδιωτικό κέρδος.