Ρολάνδος Παύλου, γιατρός
Στέλλα Χονδροματίδου, γιατρός
Το «δεύτερο κύμα» της πανδημίας, από τις αρχές Οκτωβρίου και μετά οδήγησε περιοχές όπως η Θεσσαλονίκη να παρουσιάζουν αριθμό θανάτων διπλάσιο σε αναλογία πληθυσμού από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κυβέρνηση προσπαθεί ακόμα και τώρα να συντηρήσει τον μύθο της «επιτυχούς αντιμετώπισης» κάνοντας αλχημείες, συμψηφίζοντας τα στοιχεία από επιβαρυμένες περιοχές με περιοχές με ελαφρύ φορτίο (όπως η Κρήτη) ή μειώνοντας ξαφνικά τον αριθμό των τεστ. Το δεύτερο αυτό κύμα αποκάλυψε τις χρόνιες ελλείψεις και αδυναμίες του ελληνικού συστήματος υγείας.
Το πρώτο lockdown έγινε σε μια φάση της πανδημίας που δεν υπήρχαν αρκετά επιστημονικά δεδομένα για τη συμπεριφορά του κορωνοϊού, οι διεθνείς φορείς υγείας άργησαν να αντιδράσουν και οι υποδομές ήταν ανύπαρκτες. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό δεν ήξερε ακόμα τα χαρακτηριστικά της νόσου covid-19, τις ενδεδειγμένες θεραπείες, τη μεταδοτικότητα, τα σωστά μέτρα προστασίας. Παρ’ όλες τις σκληρές επιπτώσεις στην οικονομία, στην κοινωνική ζωή, αλλά και στην υγεία του πληθυσμού, δεν μπορούμε να καταδικάσουμε την κυβέρνηση για την απόφαση αυτή του Μάρτη. Ωστόσο, από επιστημονική άποψη δεν είναι εύκολο ακόμα και τώρα να καταλήξει κανείς σε απόλυτα ασφαλή συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα του πρώτου lockdown, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του κύματος (πολύ χαμηλές καμπύλες), του μικρού αριθμού τεστ και της χαμηλής αξιοπιστίας τους και της έλλειψης συστηματικής μελέτης.
Όμως, ήδη από πριν το καλοκαίρι, επιδημιολόγοι, ακόμα και μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας (ΕΕΥΥ) προειδοποιούσαν για ένα δεύτερο, ισχυρότερο κύμα της πανδημίας που αναμενόταν από το φθινόπωρο. Αυτό το κύμα έκανε την πρώτη εμφάνιση του από τα τέλη του Ιούλη με αυξητική τάση αριθμού νοσηλευομένων σε ΜΕΘ και θανάτων.
Οι φορείς του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού ζητούσαν σε όλους τους τόνους προετοιμασία των νοσοκομείων και της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, επένδυση σε προστατευτικά και θεραπευτικά μέσα, προσλήψεις και εκπαίδευση. Ωστόσο, παρά τις ισχυρές ενδείξεις και τις προειδοποιητικές φωνές, η κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτα!
Το αποτέλεσμα της εγκληματικής αδράνειας της κυβέρνησης είναι η τωρινή δραματική κατάσταση, με πλήρεις ΜΕΘ, με μεγάλο αριθμό θανάτων και με ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού σε όλη την Ελλάδα. Το δεύτερο lockdown, όπως συμφωνούν πλέον όλοι οι επιδημιολόγοι δεν πέτυχε την αναχαίτιση της εξέλιξης των κρουσμάτων και των θανάτων. Αντίθετα, αρκετοί από αυτούς κάνουν πλέον δυσοίωνες προβλέψεις για επιδείνωση της κατάστασης με αλλεπάλληλα νέα κύματα μέχρι το τέλος του χειμώνα.
Οι γιατροί και νοσηλευτές δίνουν τη μάχη για να σώσουν ζωές σε ένα σύστημα υγείας εντελώς ανοχύρωτο, λεηλατημένο από τα μνημόνια, χωρίς προστασία, χωρίς οδηγίες, χωρίς εκπαίδευση πάνω στα φάρμακα και τα υπόλοιπα ενδεδειγμένα θεραπευτικά μέσα, χωρίς προσλήψεις και χωρίς ένα εθνικό σχέδιο ελέγχου της διασποράς.
Ολόκληρη η χώρα παρακολουθεί παγωμένη την αύξηση των βαρέως νοσούντων και νεκρών, ενώ η κυβέρνηση χωρίς σχέδιο διαχείρισης εναποθέτει πλέον τις ελπίδες της στον από μηχανής θεό των εμβολίων.
Χωρίς επιδημιολογική επιτήρηση
Καθηγητές πανεπιστημίου όπως ο Βλαχογιαννόπουλος και η Λινού, αλλά και τα ίδια τα μέλη της ΕΕΥΥ (Βατόπουλος, Γκίκας) παραδέχτηκαν δημόσια (σε συνέντευξη στο TV Κρήτη 5/12) πως δεν είχαν και δεν έχουν πρόσβαση στα στατιστικά επιδημιολογικά στοιχεία της βάσης δεδομένων του ΕΟΔΥ!
Πρόκειται για μια τραγική παραδοχή που δείχνει πως δεν υπάρχει επιστημονική δουλειά πίσω από τις δραματικές ανακοινώσεις του Χαρδαλιά και του Τσιόδρα, δεν υπάρχει μελέτη και συμπεράσματα από την πορεία της πανδημίας, δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο! Η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει επιστημονικό κύρος στις πολιτικές επιλογές της γύρω από την πανδημία, αλλά αφήνει τους ίδιους τους επιστήμονες που επικαλείται στο σκοτάδι! Αλλά και να είχαν πρόσβαση, η πραγματική επιστημονική δουλειά της επιδημιολογικής επιτήρησης θα απαιτούσε πολύ περισσότερα και καλά σχεδιασμένα τεστ και μια κεντρική υπηρεσία διαρκούς στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων. Το καθήκον αυτής της κεντρικής επιστημονικής επεξεργασίας και εξαγωγής συμπερασμάτων δεν υπήρχε ούτε επί ΚΕΕΛΠΝΟ ούτε τώρα μπορεί να το αναλάβει ο ΕΟΔΥ εξαιτίας των χρόνιων προβλημάτων που τον ταλανίζουν.
Έτσι, τα μέλη της ΕΕΥΥ δεν γνωρίζουν καν πόσοι ασθενείς covid-19 αποθεραπεύονται και παίρνουν εξιτήριο από τα νοσοκομεία, πόσοι από τους θανάτους είναι εντός και πόσοι εκτός νοσοκομείου, πόσοι πήραν θεραπεία και ποια! Ούτε καν πόσα τεστ γίνανε και πού ακριβώς!
Η διασπορά του ιού μπορεί να υπολογιστεί μόνο βάσει του κλάσματος θετικών αποτελεσμάτων προς αριθμό τεστ! Όταν σου λείπει ο παρονομαστής, ο αριθμός κρουσμάτων από μόνος του δεν έχει κανένα απολύτως νόημα! Είναι πιθανό, για παράδειγμα, σκόπιμα να έγιναν λιγότερα τεστ την τελευταία βδομάδα, προκειμένου να εμφανιστεί μείωση των κρουσμάτων, για να δικαιολογήσει η κυβέρνηση το ολιγοήμερο άνοιγμα των καταστημάτων που σχεδιάζει.
Όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα θα έπρεπε να είναι δημόσια, ελεύθερα προσβάσιμα από όλους τους πολίτες (πόσο μάλλον στους επιστήμονες)! Οποιαδήποτε άλλη τακτική υποκρύπτει πολιτικές σκοπιμότητες, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες για μαγείρεμα των αριθμών και συσκοτίζοντας την εικόνα της συμπεριφοράς του ιού συμβάλλει στην ανεξέλεγκτη διασπορά και τους ακόμα περισσότερους θανάτους!
Η σωστή επιδημιολογική μελέτη θα απαιτούσε εκτεταμένα τεστ (και rapid αλλά και δειγματοληπτικά PCR) δύο ειδών. Το πρώτο είδος θα έπρεπε να είναι τακτικό τυχαιοποιημένο αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα ολόκληρης της χώρας. Αυτό δεν είναι το ίδιο με το γελοίο μαζικό rapid τεστ που έκανε η κυβέρνηση στις πλατείες! Είναι ένα πολύ καλά σχεδιασμένο σύνολο τεστ που θα έπρεπε να γίνεται επιλέγοντας τυχαία άτομα, αλλά αντιπροσωπευτικά όλων των γεωγραφικών περιοχών της χώρας, όλων των ηλικιών, κοινωνικών στρωμάτων, επαγγελμάτων, υποκείμενων νοσημάτων κλπ, που θα βοηθούσε με τις κατάλληλες στατιστικές αναγωγές να δώσει μια κατά προσέγγιση εικόνα του συνόλου της εθνικής κατανομής των θετικών κρουσμάτων. Το δεύτερο είδος θα έπρεπε να είναι το πιο στοχευμένο σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως οι φιλοξενούμενοι σε οίκους ευγηρίας και οι υγειονομικοί.
Και τα δύο αυτά είδη τεστ αν γίνονταν τακτικά και συστηματικά, αν δίνονταν σε ομάδες επιστημόνων για στατιστική επεξεργασία, θα μπορούσαν να δώσουν εξαιρετικά σημαντικά αποτελέσματα, βοηθώντας τους αρμόδιους φορείς να εντοπίσουν και να απομονώσουν τα λεγόμενα cluster (περιορισμένοι κοινωνικοί χώροι και ομάδες με ψηλό αριθμό κρουσμάτων), να προβλέψουν το κύμα, τη γεωγραφική ή κοινωνική κατανομή του και να πάρουν έγκαιρα στοχευμένα μέτρα ανακοπής της διασποράς.
Χωρίς υποδομή και προσωπικό τα νοσοκομεία
Όλοι οι σοβαροί επιστήμονες προειδοποιούσαν ήδη από πριν το καλοκαίρι για τον ερχομό του δεύτερου κύματος, οι συνδικαλιστικοί φορείς των γιατρών και νοσηλευτών διεκδικούσαν σε όλους τους τόνους προσλήψεις προσωπικού και ενίσχυση των δομών υγείας νοσοκομειακής αλλά και πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Η αρχή της πανδημίας τον περασμένο Μάρτιο, βρήκε το σύστημα υγείας ερειπωμένο από τις μνημονιακές περικοπές, με ένα αριθμό κλινών ΜΕΘ σε αναλογία πληθυσμού στον πάτο της Ευρώπης.
Και παρ’ όλο το χρόνο που είχε η κυβέρνηση, οι κλίνες αυξήθηκαν ελάχιστα και κυρίως μέσα από ιδιωτικές δωρεές, χωρίς τον σωστό σχεδιασμό και χωρίς τις ανάλογες προσλήψεις. Έτσι, όπως καταγγέλλει η ΠΟΕΔΗΝ, αντί για 3500 κλίνες ΜΕΘ σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ, υπάρχουν μόλις 557 κλίνες, από τις οποίες οι 80 δεν λειτουργούν λόγω υποστελέχωσης. Η πρόσληψη 5,000 συμβασιούχων στα νοσοκομεία μόλις που κάλυψε τη μείωση προσωπικού από το 2018 και μετά. Τελικά, μπροστά στο αδιέξοδο των γεμάτων ΜΕΘ, η κυβέρνηση αναγκάστηκε στο «και πέντε» να προχωρήσει σε μια καρικατούρα επίταξης των ιδιωτικών κλινικών με πολύ ψηλό κόστος, η οποία όμως δεν λειτούργησε τελικά (ούτε καν η ΚΥΑ δεν εκδόθηκε, ούτε η διαδικασία αποζημίωσης καθορίστηκε).
Οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης και το δικό της αίσθημα ευθύνης φαίνεται από το γεγονός πως ο προϋπολογισμός του 2021 προβλέπει συνολικά δαπάνη 4,257 δισ. ευρώ για την Υγεία έναντι 4,829 δισ. ευρώ το 2020, δηλαδή περίπου 570 εκατ. € λιγότερα!
Εκτός όμως από τις ελλείψεις σε υποδομή, μέσα και προσωπικό, δεν υπήρξε ούτε σχέδιο δράσης και κατανομής καθηκόντων των διαφόρων κλινικών, καμιά κατανομή καθηκόντων στο υγειονομικό προσωπικό, καμιά προηγούμενη εκπαίδευση ώστε με την άνοδο των εισαγωγών να γνωρίζει ακριβώς ο καθένας τι κάνει. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό σε περιφερειακό και ιδιωτικό επίπεδο όπου τα Κέντρα Υγείας και τοπικά ιατρεία κλείσανε, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τα κρούσματα, μη έχοντας ούτε μέσα ούτε εκπαίδευση.
Έτσι, με αυτή την εγκληματική πολιτική, η κυβέρνηση άφησε τους υγειονομικούς, αυτούς που «χειροκρότησε» τον Μάρτη, εντελώς αβοήθητους, απροστάτευτους και χωρίς υποδομή και υποστήριξη να βγάλουν για μια ακόμα φορά το φίδι από την τρύπα. Παράλληλα, άφησε ελεύθερο το πεδίο στις ιδιωτικές κλινικές να κερδοσκοπούν, να αισχροκερδούν παίζοντας με την αγωνία των ασθενών covid-19 και των συγγενών τους. Η κυβέρνηση προτίμησε να προσλάβει αστυνομικούς και να χρυσοπληρώσει τα ΜΜΕ για να στηρίξουν το …έργο της.
Το τραγικό αποτέλεσμα είναι αυτή τη στιγμή ένας μεγάλος αριθμός γιατρών και νοσηλευτών να νοσεί, ενώ οι υπόλοιποι να βρίσκονται στα όρια της κατάρρευσης, χωρίς ρεπό, χωρίς διαλείμματα, αντιμέτωποι μόνοι τους με βαριά ασθενείς και ετοιμοθάνατους.
Υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις όπου ασθενείς γιατροί που βρίσκονταν σε καραντίνα στο σπίτι τους κλήθηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά τους!
Εθνικός σχεδιασμός θα σήμαινε μαζικές προσλήψεις προσωπικού, σαφής διαχωρισμός καθηκόντων των νοσοκομείων ώστε να μην αφεθούν οι υπόλοιποι ασθενείς χωρίς περίθαλψη, συντονισμένες εφημερίες κλπ.
Πρωτοβάθμια περίθαλψη
Το πιο κρίσιμο ίσως μέτρο που θα έπρεπε να είχε παρθεί είναι η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Ανάμεσα στη διάγνωση covid-19 και την εισαγωγή στο νοσοκομείο υπήρχε και υπάρχει ένα τεράστιο κενό!
Αλλά ακόμα και η ίδια η διάγνωση αποθαρρύνονταν από τις πολιτικές της κυβέρνησης. Ενώ σε άλλες χώρες το τεστ συνταγογραφείται, στην Ελλάδα παρέμεινε ακάλυπτο πριν ελαχίστων εξαιρέσεων (δάσκαλοι και κάποιες δημόσιες υπηρεσίες). Τα 70-100 ευρώ κόστους είναι ένα δυσβάσταχτο ποσό για τα πιο φτωχά στρώματα. Καταγγέλθηκαν ακόμα και περιπτώσεις που νοσοκομεία αναφοράς επιτρέπανε την πρόσβαση μόνο ασθενών που προσκόμιζαν θετικό αποτέλεσμα από τεστ που έπρεπε να κάνουν ιδιωτικά.
Αλλά και τα διαπιστωμένα θετικά κρούσματα, αφήνονταν και αφήνονται χωρίς καμία παρακολούθηση και φροντίδα στο σπίτι. Τα τηλεφωνήματα προς τον ΕΟΔΥ από πολίτες τα απαντούν (αν τα απαντήσουν…) τηλεφωνητές που καμία γνώση ιατρικής δεν έχουν, και πέραν της θερμοκρασίας δεν δίνουν καμιά άλλη οδηγία. Σε πολλές περιπτώσεις, χάθηκαν ανθρώπινες ζωές, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα μέτρησης του κορεσμού οξυγόνου εκτός νοσοκομείου, ώστε να διαπιστωθεί αν χρειάζεται εισαγωγή.
Δεν υπήρχε εθνικό σχέδιο ιχνηλάτησης επαφών (στα αρχικά στάδια, γιατί πλέον δεν έχει νόημα) και πρωτοκόλλου κατ’ οίκο φροντίδας ασθενών covid-19. Αντίθετα, σε άλλες χώρες έχει εφαρμοστεί με επιτυχία η χορήγηση φαρμάκων και οξυγόνου κατ’ οίκον, με την υποστήριξη και παρακολούθηση του οικογενειακού γιατρού.
Δεν υπήρχαν οι αναγκαίες κινητές μονάδες του ΕΟΔΥ που να σαρώσουν όλη τη χώρα, να κάνουν εξετάσεις και τεστ, να εκπαιδεύσουν το τοπικό υγειονομικό προσωπικό στις πρωτόγνωρες συνθήκες και να στηρίξουν την περίθαλψη στα πρώτα στάδια της νόσου, πριν ο ασθενής φτάσει στο νοσοκομείο.
Γενικά, η παρέμβαση σε επίπεδο τοπικής κοινότητας, με επιδημιολογική καταγραφή σε τοπικό επίπεδο, με άμεση τακτική φροντίδα από τοπικές δομές υγείας, με αυξημένα μέτρα προστασίας και παρακολούθησης ευπαθών ομάδων, θα έσωζε ζωές καθώς θα προλάβαινε την εξέλιξη της νόσου, θα αποφόρτιζε τα νοσοκομεία, θα βοηθούσε στον πιο έγκαιρο και έγκυρο εντοπισμό εστιών διασποράς, θα βοηθούσε στην αποτελεσματική απομόνωση των κρουσμάτων και τη διαχείριση γενικά της πανδημίας χωρίς το στοίβαγμα στις κεντρικές δομές των μεγάλων πόλεων με ότι τραγικό αυτό συνεπάγεται.
Η αποφόρτιση των νοσοκομείων έχει τεράστια σημασία. Θα μπορούσαν να φροντίσουν καλύτερα τους ασθενείς που πραγματικά το χρειάζονται. Αντίθετα, τα ίδια τα νοσοκομεία καταντήσανε εστίες υπερμετάδοσης ακριβώς λόγω ανεξέλεγκτου στοιβάγματος ασθενών covid-19 που θα μπορούσαν να είχαν θεραπευτεί πριν φτάσουν να χρειάζονται εισαγωγή.
Αυτό οδηγεί ασθενείς που έχουν άλλα προβλήματα υγείας εκτός covid-19, να αποφεύγουν ή να μην μπορούν να πάνε στο νοσοκομείο με ότι αυτό συνεπάγεται για την υγεία τους. Επιπρόσθετα, συνάδελφοι γιατροί καταγγέλλουν πως δεν έχουν επάρκεια στα φάρμακα, τα θεραπευτικά μέσα και τους χώρους, με αποτέλεσμα να μην παρέχουν σε όλους τους ασθενείς την καλύτερη δυνατή περίθαλψη ή αναγκάζονται να δώσουν εξιτήριο σε ασθενείς πριν ολοκληρωθεί η θεραπεία τους, με αποτέλεσμα κίνδυνο διασποράς στο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Τι σημαίνει lockdown
Το lockdown είναι ένα ακραίο μέτρο το οποίο έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία, αλλά και στην υγεία του πληθυσμού και ιδιαίτερα των φτωχότερων στρωμάτων. Είναι ας πούμε η απόφαση να αφαιρέσει ένας γιατρός τις αμυγδαλές του ασθενούς για να μη ρισκάρει μια χειρότερη μόλυνση. Αυτός που παίρνει μια τέτοια μαξιμαλιστική απόφαση μπορεί να δικαιωθεί. Αλλά καλός γιατρός είναι αυτός που μπορεί να διακρίνει πότε πρέπει να αφαιρεθούν και πότε η διατήρηση των αμυγδαλών ως πρώτης γραμμής άμυνας του οργανισμού έχει περισσότερα οφέλη από αυτά της αφαίρεσης.
Αν είχαν παρθεί έγκαιρα μέτρα, ιδιαίτερα η καλά οργανωμένη επιδημιολογική επιτήρηση με τακτικά στοχευμένα δειγματοληπτικά (αλλά μαζικά) τεστ, με οργανωμένες παρεμβάσεις σε χώρους κοινωνικούς ή επαγγελματικούς που αποδεικνύονται εστίες υπερμετάδοσης και η οργάνωση πρωτοβάθμιας περίθαλψης και εξωνοσοκομειακής φροντίδας, θα μπορούσε στο δεύτερο κύμα να εφαρμοστεί ένα λιγότερο οδυνηρό αλλά παρ’ όλα αυτά πιο αποτελεσματικό σχέδιο συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων.
Αντίθετα με τα δύσκολα αλλά ουσιαστικά αυτά μέτρα, το γενικευμένο lockdown αφήνει άθικτες εστίες υπερμετάδοσης αδυνατώντας έτσι να περιορίσει την εξέλιξη της πανδημίας. Οι εστίες αυτές είναι η βιομηχανία, όπου οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να δουλεύουν χωρίς κανένα υγειονομικό μέτρο προστασίας καθώς τα μέτρα στοιχίζουν, είναι η συγκοινωνία, όπου οι ίδιοι εργαζόμενοι αναγκάζονται να στοιβάζονται στα λεωφορεία και τέλος είναι τα ίδια τα σπίτια, όπου σε συνθήκες κρύου φτωχές πολυμελείς οικογένειες στριμώχνονται σε 40-50 τετραγωνικά με αποτέλεσμα να διασπείρεται ο ιός σε όλη την οικογένεια.
Με άλλα λόγια, το lockdown αυτό έχει έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, καθώς ο επιχειρηματίας ή ο υψηλόμισθος έχει ελευθερία κίνησης, έχει μεγάλο σπίτι χωρίς συνωστισμό των μελών, έχει τον προσωπικό του ιδιωτικό γιατρό για διαρκή παρακολούθηση και μπορεί να κάνει τηλε-εργασία χωρίς να εκτίθεται σε εστίες μετάδοσης.
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως καταγγέλλουν συνάδελφοι γιατροί, οι εργοδότες αναγκάζουν τους εργαζόμενους να συνεχίσουν να δουλεύουν ενώ έχουν συμπτώματα ή ακόμα και θετικό τεστ covid-19. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να αποκρύψουν τα συμπτώματα τους ή ότι κάποιο μέλος της οικογένειας τους νοσεί, προκειμένου να μη χάσουν το πολύτιμο μεροκάματο.
Αν υπήρχε αντικειμενική επιδημιολογική καταγραφή, είναι βέβαιο πως θα διαπιστωνόταν πως τα λεωφορεία, οι φτωχογειτονιές και η βαριά βιομηχανία αποτελούν σημαντικές εστίες μετάδοσης.
Και εδώ η Ελλάδα βρίσκεται σε μεσαιωνικές συνθήκες. Αν υπήρχε πλήρης κάλυψη των ημερομισθίων που χάνει ο εργαζόμενος αν ασθενήσει με covid-19 και αν υπήρχε αυστηρός έλεγχος των υγειονομικών συνθηκών στα εργοστάσια από την Επιθεώρηση Εργασίας σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας, θα περιοριζόταν το φαινόμενο της διασποράς στη βιομηχανία.
Το «σωτήριο» εμβόλιο
Έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, η κυβέρνηση έχει στρέψει όλη την έμφαση της προπαγάνδας της στο επερχόμενο «σωτήριο» εμβόλιο. Όμως κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν υιοθετεί τον ακραίο ενθουσιασμό που επιδεικνύουν τα ΜΜΕ για τα εμβόλια που εγκριθήκανε. Πρόκειται για εντελώς πρωτόγνωρη τεχνολογία που δεν έχει δοκιμαστεί ξανά. Παρ’ όλα αυτά, πήρε άδεια μέσα σε ελάχιστους μήνες ενώ προηγούμενα εμβόλια όπως της χολέρας, της διφθερίτιδας, της πολιομυελίτιδας κλπ χρειάστηκαν 10 χρόνια και παραπάνω για να ολοκληρώσουν τις δοκιμές ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Ιδιαίτερα το τρίτο στάδιο δοκιμών δεν μπορεί να συμπιεστεί χρονικά, καθώς αφορά τις μέσο- και μακροπρόθεσμες επιπλοκές, που δεν μπορούν να μελετηθούν ολοκληρωμένα χωρίς παρέλευση ετών.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής φαρμακολογίας Κούβελας, η συντριπτική πλειοψηφία των δοκιμών ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των τωρινών εμβολίων παραμένουν απροσπέλαστες από τους επιστήμονες, με τη δικαιολογία της προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων των εταιριών, ενώ δημοσιεύονται μόνο οι πιο ευνοϊκές από αυτές. Με όσα γνωρίζουν οι επιστήμονες, παραμένει άγνωστο πόσο διαρκεί η ανοσία που προκαλούν τα εμβόλια, αν θα χρειάζονται επαναληπτικές δόσεις, αν οι εμβολιασμένοι θα μπορούν να μεταδώσουν τον ιό, αν όσοι είναι άνω των 70 ετών δημιουργούν ανοσία (δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία στις μελέτες), αν υπάρχει περίπτωση υπερ-αντίδρασης (antibody dependent enhancement), τι θα απογίνεται το γενετικό υλικό (mRNA) του εμβολίου μετά το τέλος της αποστολής του ή τέλος αν υπάρχει περίπτωση δημιουργίας αυτο-αντισωμάτων, δηλαδή πρόκλησης αυτοάνοσων νοσημάτων.
Δεν είναι τυχαίο που οι ίδιες οι εταιρίες έχουν θέσει ως όρο την αποποίηση ευθυνών από τυχόν επιπλοκές. Και βέβαια, από τη στιγμή που τα εμβόλια αυτά έχουν τη μορφή του mRNA, μια τυχόν μετάλλαξη του ιού είναι δυνατόν να τα καταστήσει εντελώς αναποτελεσματικά (σύμφωνα με τον καθηγητή Βλαχογιαννόπουλο).
Η ίδια η πραγματοποίηση του εμβολιασμού θα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, ιδιαίτερα εάν προκριθεί το εμβόλιο που χρειάζεται -70 °C για συντήρηση. Οι λοιμωξιολόγοι μιλάνε για μια περίοδο περίπου ενός χρόνου πριν ολοκληρωθεί. Και με την έλλειψη υποδομών υγείας στη χώρα, το εγχείρημα γίνεται ακροβασία. Η όποια σημασία επομένως του εμβολίου θα φανεί μετά από τουλάχιστον ένα χρόνο.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει περιθώριο ενθουσιασμού ότι ο εμβολιασμός είναι στο κατώφλι και θα σημάνει το οριστικό τέλος της πανδημίας. Αρκετοί επιστήμονες μιλάνε πλέον για «συνδημία», για μια κατάσταση δηλαδή όπου θα πρέπει να μάθουν τα κράτη και οι δομές υγείας να διαχειρίζονται εποχιακά κύματα του covid-19 για πολλά χρόνια, με άγνωστο ορίζοντα οριστικής εξάλειψης.
Παρεμπιπτόντως, να αναφέρουμε πως πιο σημαντική θα ήταν η άμεση εισαγωγή φαρμάκων που αποδείχτηκαν αποτελεσματικά στους ασθενείς μέσης βαρύτητας και που προλαβαίνουν την επιδείνωση και την ανάγκη διασωλήνωσης. Τέτοιο παράδειγμα είναι τα μονοκλωνικά αντισώματα που χορηγήθηκαν στον Τραμπ και εγκρίθηκαν ήδη από τον FDA (Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκου) και τα οποία αποδείχτηκε πως μειώνουν κατά 70% τις περιπτώσεις που χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη.
Χώρες όπως η Αμερική και η Γαλλία ήδη αρχίζουν να σχεδιάζουν τη μετά-εμβολιαστική εποχή και αρχίζουν να ασχολούνται με τα υποκείμενα νοσήματα που δημιουργούν τις βαρύτερες επιπλοκές της νόσου. Αλλά, αυτό είναι εντελώς ανέφικτο σε συνθήκες καπιταλισμού. Στην Αμερική θεωρείται υγιές μεταβολικά (δηλαδή χωρίς παχυσαρκία, καρδιαγγειακή νόσο, προδιαβήτη ή διαβήτη) μόνο ένα 12% του πληθυσμού, την ώρα που οι κυριότερες επιβαρυντικές υποκείμενες νόσοι σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο. Τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2017 στην Αμερική για πρώτη φορά από το 1900 έχουν μικρότερο προσδόκιμο ζωής από αυτά της προηγούμενης χρονιάς. Στην ουσία, η πανδημία βρήκε ευνοϊκό έδαφος στην τεράστια νοσηρότητα που υποβόσκει στις δυτικές κοινωνίες και που σχετίζεται με τις άθλιες συνθήκες ζωής, εργασίας, διατροφής και περιβάλλοντος του καπιταλισμού.
Υποχρεωτικός εμβολιασμός;
Αν πραγματικά ο εμβολιασμός σήμαινε το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως μπαίνει θέμα «δημοσίου συμφέροντος» το οποίο ξεπερνά τις όποιες ατομικές ελευθερίες. Με δεδομένα όμως τα κενά στα επιστημονικά δεδομένα για τα εμβόλια, την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια τους, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός αποτελεί παραβίαση των ατομικών ελευθεριών. Ένα κράτος που θα είχε πραγματική διάθεση υπεράσπισης του συλλογικού δημοσίου συμφέροντος θα έδινε στη δημοσιότητα όλα τα στοιχεία για τα εμβόλια, θα παρουσίαζε όλα τα πιθανά οφέλη και τις πιθανές παρενέργειες και θα άνοιγε έναν ειλικρινή διάλογο με την κοινωνία. Σε αυτό τον διάλογο, θα έπρεπε να ανοιχτεί το θέμα των «υποκείμενων νόσων» και πώς θα βελτιωθεί το συνολικό επίπεδο υγείας της κοινωνίας, τα διάφορα φάρμακα ενάντια στον κορωνοϊό και το θέμα της υποδομής υγείας. Ένα κράτος με πραγματική διάθεση αλληλεγγύης και προάσπισης του συλλογικού καλού δεν θα απομόνωνε σε καμιά περίπτωση ένα φάρμακο ή ένα εμβόλιο ανάγοντάς το σε πανάκεια.
Όμως, όλα δείχνουν πως οι φαρμακευτικοί κολοσσοί Pfizer, Moderna και AstraZeneca κινούνται με κριτήριο το κέρδος, αποκρύπτουν στοιχεία, υπερβάλλοντας τα οφέλη, αποσιωπώντας τα άγνωστα ή τα αρνητικά σημεία, προκειμένου να πετύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή επικράτηση στη διεθνή αγορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» είναι μια θολή και αναξιόπιστη έννοια.
Για την ώρα η κυβέρνηση μετρώντας το πολιτικό κόστος μιλά για προαιρετικό εμβολιασμό, αλλά με τέτοιες επιπτώσεις, όπως η αδυναμία ταξιδιών κλπ, που ουσιαστικά το καθιστά έμμεσα υποχρεωτικό. Οι δημοσκοπήσεις πριν δύο μήνες έδειχναν ένα ποσοστό 40% που δεν θέλει να κάνει το εμβόλιο. Είναι πιθανόν, στην πορεία του εμβολιασμού η κυβέρνηση να κινηθεί πιο καθαρά στην κατεύθυνση της υποχρεωτικότητας, αφού δημιουργήσει ένα κλίμα ενθουσιασμού μέσω των πληρωμένων ΜΜΕ.
Κρατική καταστολή
Η μετάθεση της ευθύνης στους πολίτες και η προσπάθεια να ρίξει η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της το φταίξιμο για το δεύτερο κύμα στους «ανεύθυνους νέους» είναι σκανδαλώδης, την ίδια στιγμή που η ίδια δεν πήρε την παραμικρή ευθύνη να προετοιμαστεί και να προετοιμάσει μηχανισμούς, προσωπικό και υποδομές.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με το ανοργάνωτο και ανεξέλεγκτο καιροσκοπικό άνοιγμα του τουρισμού, χωρίς τεστ στους τουρίστες, χωρίς ουσιαστικά μέτρα προστασίας, στην προσπάθεια να δείξει η κυβέρνηση πως η χώρα αποτελεί «ασφαλή» προορισμό και ενδίδοντας στις πιέσεις μεγάλων τουριστικών γραφείων του εξωτερικού.
Τώρα συνεχίζει το ίδιο βιολί, ρίχνοντας την ευθύνη ξανά στους πολίτες γιατί δεν είναι αρκετά υπάκουοι στα περιοριστικά μέτρα.
Ο πολιτικός χαρακτήρας της αστυνομοκρατίας έγινε εντελώς απροκάλυπτος στις περιπτώσεις της 17ης Νοέμβρη και της 6ης Δεκέμβρη, όπου οι διαδηλωτές τηρούσαν αποστάσεις και μέτρα ατομικής προστασίας και δέχτηκαν απρόκλητες επιθέσεις από μπουλούκια αστυνομικών, χωρίς μάσκες ή άλλη προσπάθεια έστω προσχηματικής τήρησης των μέτρων. Η παρεμπόδιση ακόμα και ατόμων που έκαναν τη βόλτα τους με όλα τα μέτρα στην περιοχή του μνημείου του Γρηγορόπουλου ήταν χαρακτηριστική.
Παράλληλα, εξελίσσεται μια πιο ύπουλη καταστολή, με τη μορφή της λογοκρισίας σε κάθε άποψη επιστημονική ή μη που διαφέρει από το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα. Σε όλη αυτή την περίοδο της πανδημίας, πέραν όλων των άλλων έγινε συστηματική προσπάθεια να εδραιωθεί η καθολική κυριαρχία της επιστημονικής ελίτ ως του απόλυτου φορέα της αντικειμενικής αλήθειας. Και αυτό είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονικό! Όσο και να φαίνονται αδιάψευστα τα στοιχεία που έχει μπροστά του ένας επιστήμονας, πάντα πρέπει να κρατά μικρό καλάθι, να είναι έτοιμος να τεστάρει ξανά και ξανά τη θεωρία του, με πλήρη ετοιμότητα να την αναθεωρήσει.
Εδώ όμως, η διαπλοκή της επιστημονικής ελίτ με την πολιτική εξουσία δημιούργησε μια στρέβλωση, γιατί η ελίτ καλείται να επενδύσει με επιστημονικά στοιχεία τις πολιτικές επιλογές της εξουσίας, επιλογές που δεν λαμβάνονται με επιστημονικά κριτήρια.
Οι επιστήμονες της ΕΕΥΥ φέρουν ακέραια την ευθύνη, γιατί αν διαφωνούσαν με τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας ή αν θεωρούσαν ανεπαρκή ή λανθασμένα τα μέτρα θα έπρεπε δημόσια και θαρραλέα να διαχωρίσουν τη θέση τους.
Η καταστολή οποιασδήποτε διαφορετικής επιστημονικής, ακόμα και καλά τεκμηριωμένης, άποψης, με τη ταμπέλα του «συνομωσιολόγου» ή των «fake news» αφαιρεί το οξυγόνο του διαλόγου, που είναι αναγκαίο προκειμένου να βγουν τα ορθότερα συμπεράσματα για την πανδημία, τα χαρακτηριστικά του ιού, τα καλύτερα μέσα αντιμετώπισής του. Αυτός ο διάλογος θα έπρεπε να είναι ελεύθερος και δημόσιος, ώστε και οι απλοί πολίτες να μπορούν να συγκρίνουν απόψεις, στοιχεία και επιχειρήματα και να πάρουν μια πιο ενημερωμένη θέση.
Πόση κοινωνική στήριξη έχει η κυβέρνηση;
Στο πρώτο lockdown πραγματικά η κυβέρνηση είχε ελεύθερο το πεδίο να εφαρμόσει τα περιοριστικά μέτρα, καθώς η κοινωνία βρέθηκε σοκαρισμένη από τη νέα κατάσταση, φοβισμένη από το φάσμα μιας ανεξέλεγκτης πανδημίας.
Ωστόσο, η άρνηση της να προετοιμάσει τη χώρα για το αναμενόμενο δεύτερο κύμα και οι μεγάλες παλινωδίες (κολλάει στο πάρκο, δεν κολλάει με τη θεία κοινωνία, κολλάει στη θάλασσα, δεν κολλάει στα πάρτι του Μπακογιάννη, απαγορεύεται η εξόρμηση στη φύση, επιτρέπεται να ανέβεις στην Πάρνηθα αν είσαι ο Μητσοτάκης, κολλάει στις 10 το βράδυ, δεν κολλάει στις 8 κλπ κλπ) δημιούργησαν μια δικαιολογημένη δυσπιστία σε πλατιά στρώματα της κοινωνίας και μια διάθεση ανυπακοής. Αυτές οι ανακολουθίες, αντιφάσεις και οι παλινωδίες οδήγησαν μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και ιδιαίτερα των νέων, να μην πείθεται πως αυτά τα μέτρα είναι για το καλό της, με αποτέλεσμα να τηρεί τα μέτρα μόνο από τον φόβο του προστίμου. Σε αυτό προστίθενται τα εκρηκτικά κοινωνικά αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η παράλυση της οικονομίας.
Αν η κοινωνία αισθανόταν πως η κυβέρνηση πραγματικά κάνει ότι μπορεί για να αναχαιτίσει την πανδημία και να σώσει όσες περισσότερες ζωές μπορεί, θα ήταν πολύ πιο πρόθυμη να αναλάβει το δικό της μερίδιο ευθύνης. Με τις παρούσες όμως συνθήκες, με έλλειψη μέτρων υποστήριξης των δομών υγείας, με έντονες διακρίσεις ανάμεσα σε προνομιούχα και μη στρώματα, με διαρκείς παλινωδίες των κυβερνητικών στελεχών και των «ειδικών», με το απροκάλυπτο τάισμα των ΜΜΕ, των «ελικίκου» και των μαθητικών μασκών-αλεξίπτωτων, αλλά πάνω απ’ όλα με την αδυναμία των ισοπεδωτικών κυβερνητικών μέτρων να αναχαιτίσουν την εξέλιξη της πανδημίας, η κοινωνία χάνει κάθε μέρα και πιο πολύ την υπομονή της και τον φόβο της καταστολής.
Δεν είναι αντικείμενο αυτού του κειμένου να προβλέψει την ένταση και τον χαρακτήρα των επερχόμενων κινημάτων, αλλά το βέβαιο είναι πως η πανδημία επιτάχυνε τις μοριακές διεργασίες στη βάση της κοινωνίας και δεν είναι μακριά το σημείο όπου το βάρος των επιπτώσεων της κρίσης θα είναι μεγαλύτερο από το φόβο του covid-19 ή της καταστολής.