Ο Άντζελο Χέρντον γεννήθηκε μαύρος και βίωσε τον βαθύ ρατσισμό των αρχών του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ. Ήταν όμως και κομμουνιστής, κάτι που έκανε ακόμα δυσκολότερη την επιβίωσή του.
Η απόλυτη φτώχεια και η επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες
Γεννήθηκε το 1913 στο Οχάϊο, σε μια πολύ φτωχή οικογένεια. Την εποχή εκείνη τα λιντσαρίσματα μαύρων ήταν καθημερινό φαινόμενο ενώ οι κρεμασμένοι στα δέντρα αφροαμερικανοί θεωρούνταν κάτι σαν τουριστική ατραξιόν.
Στα 14 του έφυγε από το σπίτι για να δουλέψει στα ορυχεία του Κεντάκι. Στη συνέχεια, πήγε στο Μπίρμινχαμ της Αλαμπάμα, όπου έπιασε δουλειά στην Tennessee Coal, Iron & Railroad Company. Σε ηλικία 17 ετών, ο Χέρντον παρακολούθησε την ομιλία ενός στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ και πείστηκε πως ο καπιταλισμός ήταν υπεύθυνος τόσο για τη φτώχεια του, όσο και για τον ρατσισμό που βίωνε, έτσι αποφάσισε να γίνει και ο ίδιος μέλος του κόμματος.
Το Συμβούλιο Ανέργων, η πρώτη σύλληψη και δίκη στην Αλαμπάμα
Ο νεαρός Άντζελο ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχος στην οργάνωση κινητοποιήσεων, έτσι του ανατέθηκε από το ΚΚ ΗΠΑ να βοηθήσει στις δράσεις του Συμβουλίου Ανέργων. Επρόκειτο για μια διαφυλετική οργάνωση που κινητοποιούσε λευκούς και μαύρους ανέργους που διεκδικούσαν επιδόματα ανεργίας. Έναν μόλις χρόνο μετά το Κραχ του 1929, τα επίσημα ποσοστά ανεργίας κυμαίνονταν στο 25% (στην πραγματικότητα ξεπερνούσαν το 30%).
Η πρώτη σύλληψη του Χέρντον έγινε στην Πολιτεία της Αλαμπάμα το 1931, την ώρα που μοίραζε φυλλάδια του Συμβουλίου Ανέργων. Δικάστηκε με την κατηγορία της υποκίνησης σε εξέγερση από ένα σώμα ενόρκων αποκλειστικά λευκών.
Στην πρώτη σειρά του κοινού, δέσποζε η φυσιογνωμία του τοπικού ηγέτη της Κου Κλουξ Κλαν, ο οποίος μάλιστα φώναξε «Να λιντσάρουμε τον μπάσταρδο». Υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες πως ακόμα και ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανήκε στην «Αόρατη Αυτοκρατορία» με τις λευκές κουκούλες.
Αφού διάβασε την απόφαση του Δικαστηρίου για καταδίκη ενός έτους καταναγκαστικής εργασίας, γνωστής ως chain gang (οι κατάδικοι, έχοντας δεμένα τα πόδια με χοντρές αλυσίδες για να μη διαφύγουν, αναγκάζονταν να κάνουν σκληρές χειρωνακτικές εργασίες), είπε κλείνοντας: «Είναι κρίμα που δεν ισχύει εδώ (στην Αλαμπάμα) ο αντίστοιχος νόμος της Τζόρτζια, ώστε να σου σπάσουμε το λαιμό μέσα στο Δικαστήριο»!
Η κοινή διαδήλωση λευκών και μαύρων ανέργων στην Τζόρτζια
Αφού εξέτισε την ποινή του, ο Άντζελο Χέρντον συνέχισε τη δράση του στην Πολιτεία της Τζόρτζια. Στις 30 Ιούνη του 1932, 1.000 άνεργοι -μέλη του τοπικού παραρτήματος του Συμβουλίου Ανέργων- διαδήλωσαν έξω από το δικαστήριο της Ατλάντα, απαιτώντας την ανανέωση των επιδομάτων τους που είχαν μόλις ανασταλεί. Ο Χέρντον βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των διαδηλωτών.
Θορυβημένες από τη μαζικότητα και τη μαχητικότητα της κινητοποίησης, αλλά κυρίως από το γεγονός πως λευκοί και μαύροι αγωνίζονταν μαζί, οι πολιτειακές αρχές αποφάσισαν να υποχωρήσουν, «βρίσκοντας» τελικά τους απαιτούμενους πόρους για τη στήριξη των ανέργων.
Τα χρόνια της βαθιάς οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ‘30, η αμερικανική άρχουσα τάξη είχε πολλούς λόγους να φοβάται μήπως χάσει την εξουσία της. Το παράδειγμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δημιουργίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πολύ πρόσφατο, ενώ η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου του μέσου Αμερικανού προκάλεσε πολύ μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις, από την ανατολική ως τη δυτική ακτή.
Οι εκπρόσωποι των τραστ και του μεγάλου κεφαλαίου στις ΗΠΑ «έπαιζαν το χαρτί του ρατσισμού» για να αποφύγουν αυτό που θεωρούσαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο: την κοινή πάλη μαύρων και λευκών εργατών.
Η δεύτερη σύλληψη για κομμουνιστικό υλικό
Για τους παραπάνω λόγους, η αστυνομία της Τζόρτζια αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα απέναντι στην επικίνδυνη ριζοσπαστικοποίηση. Δέκα μέρες μετά τη μαζική κινητοποίηση στο δικαστήριο, ο Χέρντον συνελήφθη, την ώρα που παραλάμβανε την αλληλογραφία του. Σε έρευνες στο δωμάτιο που έμενε, η αστυνομία «ανακάλυψε» βιβλία κομμουνιστικού περιεχομένου, στοιχειοθετώντας έτσι κατηγορίες περί υποκίνησης εξέγερσης για τον νεαρό Χέρντον, που προφυλακίστηκε για έξι μήνες.
Η κατάσταση του 19χρονου Άντζελο ήταν ιδιαίτερα σοβαρή, αφού αν κρινόταν ένοχος στην επερχόμενη δίκη, θα αντιμετώπιζε τη θανατική ποινή. Δύο δικηγόροι, μέλη του International Labour Defense (του Νομικού τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος), οι Μπέντζαμιν Ντέϊβις και Τζον Γκιρ, ανέλαβαν να σώσουν τη ζωή του Χέρντον.
Στο δικαστήριο της Ατλάντα, πρωτεύουσας της Τζόρτζια, μέλη της τοπικής Κου Κλουξ Κλαν συμμετείχαν στο σώμα των ενόρκων (όπως βέβαια συνέβαινε σχεδόν παντού σε αντίστοιχες περιπτώσεις). Ο απροκάλυπτα ρατσιστής εισαγγελέας Τζον Χάντσον συνέδεσε την υπόθεση με τον διαφυλετικό γάμο, ίσως το μεγαλύτερο ταμπού στην κοινωνία του αμερικανικού Νότου τη δεκαετία του ‘30, προκειμένου να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του ρώτησε έναν ένορκο: «Θα ήθελες η κόρη ή η αδερφή σου να παντρευτεί έναν νέγρο;».
Στη συγκλονιστική απολογία του, ο Χέρντον δεν έκρυψε την ιδεολογία του και κάλεσε λευκούς και μαύρους να αγωνιστούν μαζί για τα δικαιώματά τους. Ανάμεσα σε άλλα είπε: «Μπορεί να τελειώσετε μαζί μου, αλλά χιλιάδες Άντζελο Χέρντον θα έρθουν. Ακόμα κι αν σκοτώσετε έναν, δύο ή περισσότερους, δεν μπορείτε να σκοτώσετε όλη την εργατική τάξη».
Η ποινή που του επιβλήθηκε τελικά ήταν 20 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, αλυσοδεμένος.
Δικαστικές παλινωδίες, κινητοποιήσεις και οριστική αθώωση
Στις 7 Δεκέμβρη του 1935, το Εφετείο της Τζόρτζια αποφάσισε την απελευθέρωσή του, αφού οι δικηγόροι του μαύρου κομμουνιστή κατάδικου κατάφεραν να αποδείξουν πως τα κομμουνιστικά βιβλία που ο Χέρντον είχε στην κατοχή του, μπορούσαν να βρεθούν σε οποιαδήποτε δημοτική βιβλιοθήκη.
Η ανακούφιση του Άντζελο Χέρντον δεν κράτησε πολύ, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο της Τζόρτζια επέμεινε στην αρχική του απόφαση. Μαζικές διαδηλώσεις σε Κάνσας, Μισούρι, Ντένβερ οργανώθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, απαιτώντας την οριστική του απαλλαγή από τις κατηγορίες. Ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Χέρντον που γράφτηκε την περίοδο που ήταν στη φυλακή, με τίτλο «Αφήστε με να ζήσω».
Ενώ η υπόθεση συγκέντρωνε ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον ξεσηκώνοντας ακόμα και διεθνείς αντιδράσεις, στις 26 Απρίλη του 1937, με ψήφους 5 υπέρ έναντι 4 κατά, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αθώωσε οριστικά τον Άντζελο Χέρντον.
Ο Χέρντον έζησε την υπόλοιπη ζωή του σε διάφορες πολιτείες, πάντα όμως προσπαθούσε να οργανώσει τους εργάτες και κυρίως τους μαύρους, στα σωματεία και τις εργατικές οργανώσεις. Τη δεκαετία του ‘40, εξέδωσε την εφημερίδα «The People’s advocate» στο Σαν Φρανσίσκο.
Πέθανε τον Δεκέμβρη του 1997, έχοντας προλάβει να δει τη μεταφορά του βιβλίου του «Αφήστε με να ζήσω» στη θεατρική σκηνή, από το Θέατρο των Εργατών της Νέας Υόρκης το 1991.