Οι τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Σαξονίας – Άνχαλντ της Γερμανίας που πραγματοποιηθήκαν την Κυριακή 6 Ιούνη, πέρα από την προφανή νίκη του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Άνγκελα Μέρκελ (CDU) και την τοποθέτηση του ακροδεξιού AfD ως το δεύτερο πιο ισχυρό κόμμα, αποκαλύπτουν ταυτόχρονα την μεγάλη πτώση του αριστερού κόμματος Die Linke.
To CDU εμφανίστηκε ως ο σαφής νικητής με 37,1% των ψήφων αυξάνοντας μάλιστα κατά 6,2% το ποσοστό του σε σχέση με τις εκλογές του 2016, ενώ το ακροδεξιό AfD, παρόλο που έχασε 1,8 μονάδες, βγήκε δεύτερο με 22,5%.
Το αριστερό κόμμα Die Linke σημείωσε μεγάλη πτώση στα ποσοστά του πέφτοντας στο 11% των ψήφων από το 16,3% που είχε στις εκλογές του 2016.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολούθησε με ποσοστό 8,5%, οι Φιλελεύθεροι (FPD) με 6,5% και οι Πράσινοι επίσης με 6,5%. Την ίδια στιγμή σημαντικό ήταν και το ποσοστό της αποχής που άγγιξε το 40% (από 30% το 2016), πράγμα που φανερώνει τη μαζική δυσαρέσκεια απέναντι στα υπάρχοντα κόμματα.
Η νίκη του CDU
Η εκλογική νίκη του CDU χρεώνεται σε πρώτη φάση γύρω από την λογική που κυριάρχησε προεκλογικά, «ας ψηφίσουμε οποιοδήποτε κόμμα, αρκεί να μην βγει το AfD», με ένα μεγάλο κομμάτι των ΜΜΕ της άρχουσας τάξης να υποστηρίζει ότι το CDU είναι το μοναδικό κόμμα που μπορεί να βάλει φρένο στην Ακροδεξιά.
Τα κυρίαρχα ΜΜΕ και οι δημοσκοπήσεις, από την αρχή της προεκλογικής εκστρατείας, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα κλίμα μάχης «στήθος με στήθος» ανάμεσα στο CDU και το AfD.
Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά όμως είναι στην πραγματικότητα τεχνητή. Ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, Ρέινερ Χάσελοφ, όχι μόνο υιοθέτησε την ατζέντα του AfD, αλλά έχει συνεργαστεί ανοιχτά με το ακροδεξιό κόμμα σε επίπεδο τοπικού κοινοβουλίου. Την ίδια στιγμή σε κεντρικό (ομοσπονδιακό) επίπεδο, όπως αποκαλύπτει έκθεση του γερμανικού δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ARD, το CDU και το AfD συνεργάστηκαν σε τουλάχιστον 18 περιπτώσεις.
Οι διαρκείς διαβεβαιώσεις του Χάσελοφ ότι δεν θα συνεργαστεί σε επίπεδο διακυβέρνησης με το ακροδεξιό AfD, γίνονται μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους, καθώς ο Χάσελοφ γνωρίζει πολύ καλά ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνεργασίας θα κόστιζε μεγάλες απώλειες για το CDU τόσο στις τοπικές όσο και στις ομοσπονδιακές εκλογές. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πρόσφατη έρευνα το 77% των ψηφοφόρων του CDU απορρίπτουν τη συνεργασία με το AfD.
Η κρίση στο Die Linke
Για το αριστερό κόμμα Die Linke, το αποτέλεσμα ήταν μια «ηχηρή ήττα», σύμφωνα με τη συμπρόεδρο του κόμματος, Σουζάνε Χένινγκ-Βέλσοβ. Το 5% απώλειας ψήφων είναι το μεγαλύτερο ποσοστό πτώσης σε σχέση με όλα τα άλλα κόμματα, και αντιστοιχεί σε 63.000 ψήφους.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων το Die Linke έχασε 18.000 ψήφους που μετακινήθηκαν προς το CDU. Προφανώς η μετακίνηση αυτή οφείλεται σε ένα βαθμό στη στροφή που έκαναν οι ψηφοφόροι προς το CDU προκείμενου να περιορίσουν την άνοδο του AfD.
Το πιο καθοριστικό όμως για την εκλογική ήττα του Die Linke έχει να κάνει με το γεγονός ότι το κόμμα δεν έχει καταφέρει να χτίσει μια σταθερή βάση στα εργατικά και νεολαιίστικά στρώματα, ενώ την ίδια στιγμή το κόμμα σημειώνει σημάδια συρρίκνωσης σε επίπεδο μελών. Στο τέλος του 2010 υπήρχαν 5.427 μέλη στη Σαξονία-Άνχαλτ, ενώ στο τέλος του 2020 ο αριθμός αυτός μειώθηκε σχεδόν στο μισό, σε 3.192 μέλη.
Και αυτό βέβαια έχει άμεση σχέση και με τη γενική πολιτική στάση του κόμματος και ειδικά με την προεκλογική εκστρατεία που πραγματοποίησε και δεν είχε συγκεκριμένη πολιτική στόχευση. Κάτι που γίνεται εμφανές από το κεντρικό σλόγκαν της εκστρατείας «Καλύτερα. Die Linke» (Besser. Die Linke) της προεκλογικής εκστρατείας.
Σε ένα κρατίδιο όπως αυτό της Σαξονίας-Άνχαλτ, που μαζί με το κρατίδιο του Μεκλεμβούργου – Δυτικής Πομερανίας, είναι το πιο φτωχό της Γερμανίας, με το ποσοστό ανεργίας να είναι στο 8,6%, όταν η ανεργία σε εθνικό επίπεδο βρίσκεται στο 5,9% και με το μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε εθνικό επίπεδο, το Die Linke θα έπρεπε να είχε βγει μπροστά με ένα μαχητικό πρόγραμμα και να δώσει πειστικές απαντήσεις διεξόδου από την κρίση που βιώνουν τα πλατιά στρώματα στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλ. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε και το κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα το αποκαλύπτει ξεκάθαρα.
Η πτώση του SPD
Την ίδια στιγμή βαριά ήταν και η ήττα για το σοσιαλδημοκρατικό SPD, που μέχρι και τη δεκαετία του ’90 ήταν το πιο ισχυρό κόμμα στην Σαξονία – Άνχλαντ. Το 1998 ενδεικτικά είχε πάρει το 35,9% των ψήφων.
Από το 1994 έως το 2002, ο Ρέινχαρντ Χόπνερ ηγήθηκε μιας κυβέρνησης μειοψηφίας του SPD με την υποστήριξη του Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS). Το αποτέλεσμα των πολιτικών της συγκυβέρνησης ήταν η ανεργία στην Σαξονία – Άνχλαντ να φτάσει το 2002 στο 21,4%, να κλείσουν στο Μαγδεμβούργο τα μεγάλα εργοστάσια, αθλητικές εγκαταστάσεις και χώροι αναψυχής, ενώ οι παιδικοί σταθμοί μειώθηκαν κατά 1/3.
Αυτές οι πολιτικές είχαν σαν αποτέλεσμα τα λαϊκά στρώματα να γυρίσουν, χρόνο με τον χρόνο, την πλάτη στο SPD και τώρα το 8,4% των εκλογών να αποτελεί το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του στο συγκεκριμένο κρατίδιο.
Η πρόβα πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές
Οι εκλογές της Σαξονίας – Άνχαλντ ήταν οι τελευταίες πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Σεπτέμβρη του 2021 και πολλοί είναι αυτοί που τις χαρακτήρισαν σαν την πρόβα των ομοσπονδιακών εκλογών.
Αυτό που αποκαλύπτεται, για μια ακόμη φορά, είναι πως χωρίς μια μαχητική αριστερή στροφή του Die Linke, που θα αναδείξει τα προβλήματα και θα παλέψει σταθερά υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων και της νεολαίας, ενώ ταυτόχρονα θα δώσει τη μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά που σταθεροποιεί τις δυνάμεις της, δεν υπάρχει ελπίδα για την Αριστερά.
Στο εσωτερικό του Die Linke υπάρχει, από την άλλη, μια σημαντική αριστερή πτέρυγα. Στο βαθμό που αυτή υιοθετήσει ένα καθαρό και τολμηρό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και συγκρουστεί ανοικτά με την ηγεσία του Die Linke και τη δεξιά της διαδρομή, μπορούν να δημιουργηθούν οι δυνατότητες για την παρουσία μιας σημαντικής αντικαπιταλιστικής-ανατρεπτικής Αριστεράς στη Γερμανία.