Το νέο νομικό πλαίσιο για τα δημόσια Πανεπιστήμια αποκαλύπτει μια βαθιά αποστροφή της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης για καθετί το δημόσιο, όταν αυτό μπορεί να είναι συνυφασμένο με κάποιο δικαίωμα. Επίσης δείχνει μια βαθιά μνησικακία για το θράσος των πολλών – της κοινωνικής πλειοψηφίας – να διεκδικούν και να κατακτούν αυτό το δικαίωμα, στην συγκεκριμένη περίπτωση το δικαίωμα στη δημόσια, δωρεάν εκπαίδευση.
Η προσπάθεια κυβέρνησης και ΜΜΕ να κατασκευαστεί μια αναπαράσταση του δημόσιου Πανεπιστημίου ως τόπου –κυριολεκτικά και συμβολικά– ανομίας και παραβατικότητας και η σύνδεση του τόπου αυτού με τη συλλογική δράση και την πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση στα πράγματα, ως έμφυτη παθογένεια-σύμπτωμα μιας παραβατικής αναπαράστασης του Πανεπιστημίου, καθιστά σαφή την απέχθεια μιας αντιδραστικής, συντηρητικής κοσμοαντίληψης για την πολιτική αυτοδυναμία και τον αυτοπροσδιορισμό, αλλά και για την καινοτομία που μπορεί η οργανωμένη αμφισβήτηση του κυρίαρχου αφηγήματος να επιφέρει.1 Τονίζει μάλιστα ότι το δικαίωμα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι προνόμιο που κάποιος το κερδίζει ατομικά, προσπαθώντας να διαγράψει κάθε συλλογικό αγώνα που οδήγησε στην κατάκτηση και την εμπέδωση του δικαιώματος στη δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι ουσιαστικά προσβάλλει και απειλεί τόσο το δικαίωμα στη μόρφωση όσο και το δικαίωμα στη συλλογική δράση.
Το δικαίωμα της συλλογικής δράσης
Τα στοιχεία της πολιτικής ανεξαρτησίας και της καινοτομίας είναι αναγκαίοι και καθοριστικοί παράγοντες για τη συγκρότηση εναλλακτικών με τρόπο οργανωμένο και ανεξάρτητο από την εκάστοτε εξουσία. Εφόσον τηρούνται οι παράγοντες αυτοί το κυρίαρχο αφήγημα αμφισβητείται ενεργά και μπορεί να συσπειρώνει γύρω του άτομα και ομάδες που έχουν αγανακτήσει και εξοργιστεί λόγω της αδικίας που βιώνουν, αισθάνονται και βλέπουν στους γύρω τους. Έτσι γίνεται εφικτή η αντιπαραβολή ενός μαχητικού προγράμματος για την κοινωνική αλλαγή, μέσω της απονομιμοποίησης και αποσταθεροποίησης της εξουσίας.2 Το νέο πλαίσιο επιχειρεί να πλήξει μια πτυχή της διαδικασίας αυτής παραγωγής εναλλακτικών στο σύστημα. Για αυτό ο κίνδυνος που εμπεριέχει για το δημόσιο Πανεπιστήμιο και την κοινωνία ευρύτερα είναι ποιοτικά ανώτερος από ότι είχε έρθει μέχρι σήμερα ως μεταρρύθμιση για τα δημόσια ΑΕΙ.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλει ένα ριζικό διαχωρισμό μεταξύ του Πανεπιστημίου και του κοινωνικού του ρόλου. Δηλαδή να διαχωρίσει την εκπαίδευση και πιστοποίηση επαγγελματιών από τις διαδικασίες συμβολής στην ελεύθερη παραγωγή γνώσης και τον προβληματισμό πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, που οδηγούν σε ομαδοποιήσεις και πολιτικοποίηση του λόγου και της πράξης και για τις οποίες το Πανεπιστήμιο είναι προνομιακός χώρος. Όταν η συλλογική δράση ταυτίζεται με τη παραβατική δράση και υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος μηχανισμός καταστολής – η πανεπιστημιακή αστυνομία – ο οποίος μπορεί να επέμβει με θεσμική κάλυψη, ώστε να διαλύσει μια οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια, ο κοινωνικός ρόλος του Πανεπιστημίου ακρωτηριάζεται σημαντικά.3
Το τι καταφέρνουν τα δημόσια Πανεπιστήμια στις σημερινές συνθήκες, κόντρα στους μύθους που κατασκευάζονται συστηματικά, όπως και το ποια είναι τα πραγματικά τους προβλήματα, έχει ήδη επιχειρηθεί να περιγραφεί αλλού.4 Η κυβέρνηση όμως, βυθισμένη σε μια κραυγαλέα αντίφαση, επιμένει ότι επιχειρεί να σώσει το Πανεπιστήμιο που τόσο επίμονα έχει επιδοθεί στο να δυσφημεί. Τι καλό μπορεί λοιπόν να βγει από αυτό και για ποιον;
Είναι σημαντικό εδώ να τονιστούν δύο σημεία. Πρώτον, η αγωνία καταστολής της ενδο-πανεπιστημιακής εγκληματικότητας δεν αφορά σε πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά περιγράφει και στοχοποιεί δράσεις συλλογικού χαρακτήρα, όπως αναφέρθηκε.5,6,7 Ποινικοποιεί δηλαδή την έκφραση της αντίθεσης και της αντίστασης στην κυρίαρχη πολιτική πρακτική για τα Πανεπιστήμια. Έτσι η συζήτηση για το αυτοδιοίκητο είναι υποκριτική και αποπροσανατολιστική ταυτόχρονα από την πλευρά της κυβέρνησης. Αυτό ισχύει γιατί αρνείται τον αυτοκαθορισμό του τρόπου θεσμικής ύπαρξης και έκφρασης των φορέων των φοιτητών εντός του Πανεπιστημίου (πχ. τρόπος διεξαγωγής των φοιτητικών εκλογών) και ειδικά όσων διαφωνούν με την κυρίαρχη αυτή πολιτική πρακτική.
Συνέπεια αυτής της προοπτικής είναι η δυνατότητα ηγεμόνευσης μιας α-πολίτικης και ατομικιστικής ιδεολογίας, στοιχείο που αντικατοπτρίζει πολύ περισσότερο το lifestyle, την ηθική και ιδεολογική νομιμοποίηση ενός στερεοτυπικού νόμου του ισχυρού μέσα στις σχολές. Καθένας θα έχει στο Πανεπιστήμιο τη θέση θα αντανακλά την ατομική του «αξία» στα πλαίσια του ανταγωνισμού ως πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης της Πανεπιστημιακής ζωής. Καθένας δηλαδή θα παίρνει αυτό που του «αξίζει» και θα είναι ο μοναδικός «υπεύθυνος» για αυτό που παίρνει, σε μια συνθήκη όπου η ευθυδικία (ό,τι δίνεις παίρνεις) αντικαθιστά την ισότητα.8,9 Εκτός και αν κανείς σκαρφαλώσει στο φοιτητικό άρμα των ‘άριστων’.10
Το δεύτερο στοιχείο είναι ο ψυχρός υπολογισμός των αριθμών με τον οποίο αντιμετωπίζεται το δημόσιο Πανεπιστήμιο, όχι βέβαια αναγνωρίζοντας τις χρόνιες ανάγκες του αλλά σχεδιάζοντας τον έλεγχο, την επιτήρηση και την τιμωρία ως θεμελιακές λειτουργίες της εξουσίας επί του Πανεπιστημίου. Για το πρώτο δεν μπορεί η κυβέρνηση να ‘γεννήσει’ κονδύλια για στέγαση, σίτιση, καθηγητές, διοικητικό προσωπικό, υλικοτεχνική υποδομή και έρευνα, όπως δεν μπορεί να ‘γεννήσει’ γιατρούς και λεωφορεία. Για το δεύτερο όμως –αρνούμενη να χρηματοδοτήσει επί της ουσίας το δημόσιο Πανεπιστήμιο– βρίσκει και διαθέτει για την πρώτη μόνο χρονιά εφαρμογής του νέου νομοσχεδίου ποσό μεγαλύτερο από το μισό της συνολικής ετήσιας χρηματοδότησης, 91,6 εκ. ευρώ, όλων των δημόσιων ΑΕΙ της χώρας για το 2020. Συγκεκριμένα τα αρχικά έξοδα «υποδομών» ανέρχονται σε 30 εκατ. ευρώ, ενώ άλλα 20 θα κοστίζει η ετήσια λειτουργία της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας.11,12
Το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση
Με το πλαίσιο νόμου η κυβέρνηση περιορίζει δραστικά το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη –και άρα δε χρειάζεται να εργάζονται για να επιβιώσουν ενώ σπουδάζουν– με τον καθορισμό διοικητικών και τεχνοκρατικών μεθόδων περικοπής θέσεων (ανώτατο όριο φοίτησης Ν+2 και Ν+3) και άρα της προσβασιμότητας. Ακολουθώντας το πρότυπο του άριστου που δικαιούται και αποκλείοντας τον εργαζόμενο ή φτωχό που διεκδικεί, η εκπαίδευση από δικαίωμα –κάτι που κατόπιν διεκδίκησης είναι κεκτημένο όλων– μεταλλάσσεται σε προνόμιο – κάτι που απολαμβάνει μια κοινωνική μειοψηφία ως κληρονομικό δικαίωμα ή δικαίωμα ανώτερης κοινωνικής θέσης. Το πρώτο μπορεί να συμβάλλει στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, ενώ το δεύτερο στη διατήρηση και αναπαραγωγή της.
Μπορεί κανείς να εκφράσει ορισμένες απορίες εδώ μια και ο νόμος αυτός είναι διάτρητος ακόμα και με τη λογική της ίδιας της κυβέρνησης. Γιατί μπαίνει μια βάση εισαγωγής σε δημόσια ΑΕΙ, η οποία ορίζεται με αόριστο τρόπο, συνδεδεμένη επί της ουσίας μόνο με τη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης (η κρατική χρηματοδότηση θα αρκεί για συγκεκριμένο κάθε φορά αριθμό φοιτητών σε συνδυασμό με τα λοιπά λειτουργικά κόστη ενός Πανεπιστημίου) και όχι να ισχύσει μια βάση που θα πιάνει και τα ιδιωτικά Κολλέγια, όπου μπορεί να καταλήγουν όσοι δεν έπιασαν καν την ελάχιστη αυτή βάση; Ποιος μπορεί να σπουδάσει πληρώνοντας και ποιος όχι; Όχι μόνο για τις σπουδές καθαυτές αλλά για όλη τη φροντιστηριακή διαδρομή μέχρι την πόρτα του Πανεπιστημίου. Τι σημαίνει αιώνιος φοιτητής, πέρα από κάποιον που του προσδίδεται και εδώ ο χαρακτήρας του παραβατικού, του free rider, κάποιου δηλαδή που φυτοζωεί στο Πανεπιστήμιο σε βάρος του κοινωνικού συνόλου; Πρόκειται για ανυπόστατο και αστήρικτο επιχείρημα. Μήπως η βάση εισαγωγής και η στοχοποίηση όσων δεν είναι ΄καλοί και συνεπείς’ σπουδαστές στοχοποιεί τον εργαζόμενο φοιτητή, τον εξαρτημένο από τον – μαύρο ή νόμιμο – μισθό του, μια κοινωνική κατηγορία που πολύ πρόσφατα «ανακάλυψε» και ο πρωθυπουργός ότι υπάρχει;13
Ο κυριότερος παράγοντας καθυστέρησης της λήψης πτυχίου για τους φοιτητές στις σημερινές συνθήκες, είναι η ανάγκη για εργασία παράλληλα με τις σπουδές. Το Πανεπιστήμιο είναι προστατευμένο από κάποιου είδους οικονομική αφαίμαξη εξαιτίας όσων δεν αποφοιτούν εγκαίρως, αφού δεν επιβαρύνεται με κανενός είδους μέριμνα για αυτούς του φοιτητές. Οι επιπτώσεις όμως του να τεθούν εκτός άνθρωποι που δεν επιβαρύνουν κανέναν, είναι μια καταστροφική κοινωνική και πολιτική επιλογή, γιατί κάτι τέτοιο πρακτικά θα οδηγούσε σε ραγδαίο βάθεμα του ρήγματος μεταξύ των εργαζόμενων και φτωχότερων νέων και των ‘άριστων’ γόνων της κυρίαρχης τάξης – οι οποίοι δεν χρειάζεται να εργαστούν ενώ φοιτούν. Η μόρφωση έτσι – βλέπε ρητορική περί απαλλαγής του δημόσιου Πανεπιστημίου από τις παθογένειές του – καταντά προνόμιο αντί για δικαίωμα σε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων, όπου κανονικότητα θα μπορούσε να είναι οι λίγοι μορφωμένοι να στελεχώνουν την όποια εξουσία και να εμπεδώνουν την κοινωνική ιεραρχία επί των πολλών και αποκλεισμένων, χωρίς περιπλοκές τύπου δημόσια, δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση κλπ.
Καταστολή, Νόμος και Τάξη και στο βάθος Ιός
Στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης να νομιμοποιηθεί αυτή η ποιοτική αλλαγή στη δυνατότητα ελέγχου και δράσης στο δημόσιο χώρο του Πανεπιστημίου και του δικαιώματος πρόσβασης σε αυτό από την κοινωνία, η κυβέρνηση επικεντρώνεται συστηματικά στην προβολή όσων αντιδρούν – της πλειοψηφίας της Πανεπιστημιακής κοινότητας που ζει, εργάζεται, αναπτύσσεται και ασφυκτιά σε ένα σοβαρά υποχρηματοδοτούμενο Πανεπιστήμιο – ως παράγοντα που ενθαρρύνει, συμμετέχει ή συγκαλύπτει με κάποιο τρόπο την παραβατικότητα. Έτσι και πάλι ενώ υιοθετεί μια ρητορική υπεράσπισης των Πανεπιστημιακών αξιών, την ίδια στιγμή στιγματίζει όποιον και ότι συνδέεται οργανικά με αυτές. Στην κυρίαρχη αναπαράσταση της κοινωνικής τάξης όσοι δε συμμορφώνονται με τις ηθικές και κανονιστικές αξίες των κυβερνώντων βαφτίζονται περιθωριακοί. Έτσι επιχειρείται η μείωση της επιρροής που μπορεί να έχουν σε μαζικά τμήματα της κοινωνίας, όσοι προβάλλουν μια εναλλακτική αναπαράσταση του Πανεπιστημίου.14 Με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί κανείς ώστε να θεωρείται αποδεκτό μέλος της κοινωνίας, όπως αυτή κατασκευάζεται από την κυρίαρχη τάξη, όποιος δε συναινεί στο νόμο και την καταστολή ως κεντρικό αφήγημα του νόμου και της τάξης περιθωριοποιείται, του αφαιρείται ο λόγος ή γίνεται αντιληπτός ακόμα και ως μολυσματικός παράγοντας με αφορμή τις μαζικές διαμαρτυρίες, οι οποίες καταστέλλονται με αφορμή και την πανδημία.
Πρόκειται πράγματι για μια προσπάθεια καταστροφής και όχι δημιουργίας – σε επίπεδο δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης – που επιχειρείται στη βάση μιας διχοτόμησης Καλού-Κακού. Κακό είναι ότι δε συμμορφώνεται στο πρόταγμα καταστολής των ελευθεριών – και άρα της δυνατότητας να αντιπροτείνονται και να διεκδικούνται εναλλακτικές – το οποίο βαφτίζεται ως παραβατικό των ηθικών και υλικών αρχών του συστήματος. Καλό είναι ότι ταυτίζεται με το κυβερνητικό όραμα ενός Πανεπιστήμιου επιτηρούμενου, τιμωρητικού και για λίγους. Αυτό φυσικά δεν είναι μια πρωτοφανής τακτική που αφορά μόνο στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Όλοι οι διαφωνούντες – για παράδειγμα οι γιατροί που καταγγέλλουν την κατάσταση στα νοσοκομεία και την εκβιαστική πριμοδότηση των ιδιωτών υγείας με τα κυβερνητικά μέτρα για την πανδημία – πρέπει να εξορκιστούν και να πειθαρχήσουν. 15, 16, 17
Αυτό δείχνει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν αποτελούν κάποια ιδιαιτερότητα του χώρου. Αντίθετα, η κοινωνική διάλυση και η καταστολή των δικαιωμάτων, ως συνέπειες ενός ακραία νεοφιλελεύθερου και συγκεντρωτικού αυταρχισμού είναι διάχυτα σε κάθε κοινωνικό πεδίο. Η κυβέρνηση και η αστική τάξη της χώρας, οι οποίες και χρειάζονται αλλά και φοβούνται τους υποτελείς, δεν πρόκειται φυσικά να αναγνωρίσουν ότι η σημερινή κατάντια – μέσα στην οποία ένα στοχοποιημένο και ακρωτηριασμένο δημόσιο Πανεπιστήμιο κατορθώνει να επιβιώνει – είναι δική τους ευθύνη.
Η εγκληματικότητα, η φτώχεια, ο αποκλεισμός, δε γεννήθηκαν σε κανένα ΑΕΙ.
Μας αφορά όλους
Η αίσθηση απειλής και αδικίας, που ολοένα και αυξάνονται για σημαντικές μερίδες του κόσμου, φαίνεται ότι έχουν ήδη φτάσει σε κρίσιμο σημείο βρασμού στο χώρο της Παιδείας. Αυτό μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει και να κινητοποιήσει κόσμο. Αυτό άλλωστε συμβαίνει με το συγκεκριμένο νόμο, αντανακλώντας μια ευρύτερη αγανάκτηση εξαιτίας της πολιτικής εκμετάλλευσης και της πανδημίας εκτός των άλλων, και της τιμωρίας ως κυρίαρχης – αν όχι μοναδικής – πολιτικής έναντι κάθε αντιτιθέμενης φωνής και συλλογικότητας, η οποία δαιμονοποιείται ως αντικοινωνική.
Η ηγεμονία όμως δεν είναι παντοδύναμη. Μάλιστα είναι στο σημείο που παύει να θεωρείται ως τέτοια – μια νομιμοποιημένη, σταθερή αρχή που δεν αντιμετωπίζει ανταγωνιστικές θέσεις και κινήματα – όταν καταφεύγει ολοένα και περισσότερο στην καταστολή. Η σημερινή κατάσταση φαίνεται να παρουσιάζει μια τέτοια δυναμική για το πως ενδέχεται να εξελιχθούν μελλοντικά κινήματα. Δεν φτάνει όμως να υπάρχουν κοινά αιτήματα και συνειδητοποίηση της αδικίας για να μαζικοποιηθεί και να θεωρηθεί αποτελεσματική μια εναλλακτική, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε συλλογική δράση.18 Η πολιτικοποίηση σε ένα νέο ποιοτικά επίπεδο απαιτεί τη μετωπική συγκρότηση όσων μάχονται για το δημόσιο Πανεπιστήμιο, όσων απολαμβάνουν μία το χειροκρότημα και μια τα κλομπ και όσων παρακολουθούν μουδιασμένοι ακόμα όσα συμβαίνουν, ή ίσως θεωρώντας ότι η επίταση της καταστολής και η επίθεση σε κάθε μορφής δικαίωμα δεν τους αγγίζει… ακόμα.19
Μπορεί να φτάνουμε σε αυτό το ιστορικό σημείο όπου οι κοινωνικές συγκρούσεις που επίκειται – και η σύγκρουση για το χαρακτήρα της δημόσιας εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου ειδικά είναι τέτοια – για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, να αφορούν όχι συγκεκριμένα δικαιώματα πια, αλλά συνολικά ‘το θεμελιώδες δικαίωμα του να έχει κανείς δικαιώματα’, αυτό που θα εξανάγκαζε δηλαδή το σύστημα να αντιλαμβάνεται όλους ως ανθρώπους που συμμετέχουν ισότιμα σε μια κοινότητα.20 Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι ένα δικαίωμα δεν είναι αυθύπαρκτο, επειδή το γράφει ένα κομμάτι χαρτί, κάτι που άλλωστε μπορεί να επικαλείται και η ίδια η εξουσία δίχως κόστος. Ένα δικαίωμα υπάρχει όταν κάποιος το διεκδικεί και οργανώνει τη δράση του γύρω από την κατάκτηση και διατήρησή του.21,22 Διαφορετικά ο διογκούμενος κυβερνητικός αυταρχισμός, ως αντανάκλαση μιας τάσης για επικράτηση πεποιθήσεων ολοκληρωτισμού στα πλαίσια του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, θα επιχειρεί διαρκώς να αποκλείσει κάθε εναλλακτική πρόταση και τις κοινωνικές ομάδες, οι οποίες επιθυμούν να την πραγματώσουν σε μια κατεύθυνση επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής.
Πρώταήρθαν… ή Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι.23
«Όταν οι Ναζί πήραν τους κομμουνιστές,
σιώπησα, δεν ήμουν δα κομμουνιστής.
»Όταν έκλεισαν μέσα τους σοσιαλδημοκράτες,
σιώπησα, δεν ήμουν δα σοσιαλδημοκράτης.
»Όταν πήραν τους συνδικαλιστές,
σιώπησα, δεν ήμουν δα συνδικαλιστής.
»Όταν πήραν εμένα,
δεν υπήρχε κανείς πλέον,
που να μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.»
- Staerklé, C. (2015). Social order and political legitimacy. In: G. Sammut, E. Andreouli & G. Gaskell (Eds.). Resistance, Stability, and Social Change: A Handbook of Social Representations (pp. 280-294). Cambridge: Cambridge University Press.
- Simon, B., & Klandermans, B. (2001). Politicized collective identity: A social psychological analysis. American psychologist, 56(4), 319.
- thepressproject.gr: «Πανεπιστημιακή» Αστυνομία; Αντίφασις εν τοις όροις! (contradictio in adjecto)
- efsyn.gr: Αλήθειες και μύθοι για τα δημόσια Πανεπιστήμια
- alfavita.gr: ΑΕΙ: Τα στατιστικά της εγκληματικότητας των… γύρω δρόμων της ΑΣΟΕΕ
- xekinima.org: Η αστυνομοκρατία είναι ασυμβίβαστη με την Παιδεία
- efsyn.gr: Η αληθινή ιστορία ενός «χτισίματος»
- Furnham, A. (2003). Belief in a just world: Research progress over the past decade. Personality and individual differences, 34(5), 795-817.
- Weber, M. (2006). Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού. Αθήνα: Gutenberg.
- imerodromos.gr: “Party Μωρή Αρρωστη”: Οι «αρχές» της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ (βίντεο)
- left.gr: 20 εκατ. ευρώ ετησίως θα στοιχίσουν οι ειδικοί φρουροί στα πανεπιστήμια
- esos.gr: “Προίκα” 30 εκ ευρώ στα Πανεπιστήμια για την φύλαξη των Ιδρυμάτων
- tvxs.gr: Οι «εξαρτημένοι» των μισθών και το σύνδρομο στέρησης
- Staerklé, C. (2015), βλέπε υποσημείωση 2 παραπάνω.
- thepressproject.gr: «Επιχείρηση φίμωσης» και των Νοσοκομειακών Γιατρών Καρδίτσας με εισαγγελική παραγγελία
- thepressproject.gr: Στη γραμμή «φταίνε οι γιατροί για τους θανάτους εκτός ΜΕΘ» και ο Βορίδης
- thepressproject.gr: Μαζικές παραιτήσεις γιατρών στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου με φόντο τις απειλές της διοίκησης και τις ελλείψεις προσωπικού
- Simon, B., & Klandermans, B. (2001), βλέπε υποσημείωση 3 παραπάνω.
- Aξίζει εδώ να σημειωθεί η συζήτηση γύρω από το πιστοποιητικό εμβολιασμού και τη διάκριση που απορρέει μεταξύ πολιτών πρώτης (εμβολιασμένων) και δεύτερης (μη εμβολιασμένων) κατηγορίας: dw.com: Τα πιστοποιητικά εμβολιασμού διχάζουν την ΕΕ
- Butler, J., & Spivak, G. C. (2015). Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν. Αθήνα: Τόπος.
- ό.π.
- xekinima.org: Σ. Σεφεριάδης: Η κλιμάκωση της καταστολής απαιτεί κλιμάκωση των αντιστάσεων
- el.wikipedia.org: Πρώτα ήρθαν