Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη δύο Γερμανών επιστημόνων το 15% των θανάτων από τον κορονοϊό παγκοσμίως (ένας στους εφτά) θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν τα άτομα δεν είχαν εκτεθεί μακροχρόνια σε υψηλά επίπεδα ρύπανσης του αέρα.
Ήδη πριν την πανδημία η ατμοσφαιρική ρύπανση είχε ενοχοποιηθεί για εκατοντάδες χιλιάδες πρόωρους θανάτους. Μόνο στην ΕΕ οι θάνατοι που οφείλονται στην ατμοσφαιρική ρύπανση υπολογίζονται σε 400.000 κάθε χρόνο! Αέριοι ρύποι όπως το διοξείδιο του θείου (SO2), το διοξείδιο του αζώτου (NO2), τα μικροσωματίδια (PM), το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) κ.α. προκαλούν ασθένειες του καρδιαγγειακού, του αναπνευστικού και του νευρικού συστήματος, ενώ συμβάλλουν σημαντικά στις διεργασίες πολλών μορφών καρκίνου.
Στον Βόλο, την πόλη που σπουδάζω, μια έρευνα που διήρκησε από το Μάρτιο του 2019 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 και αφορούσε στα αιωρούμενα σωματίδια ΡΜ2.5 (σωματίδια με διάμετρο 2,5 μικρόμετρα, δηλαδή όσο το 3% του πάχους της ανθρώπινης τρίχας) έδειξε ότι τις ημέρες που αυτά ξεπερνάνε το όριο των 25 μg/m3 σημειώνεται κατά μέσο όρο αύξηση 32% στα παιδιατρικά περιστατικά και 25% στα παθολογικά.
Επιστρέφοντας στη σχέση αέριας ρύπανσης και κορονοιού, οι προαναφερόμενοι ερευνητές περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η ρύπανση από μικροσωματίδια (PM) υποβοηθάει στην εξάπλωση του ιού στον οργανισμό ενός ασθενή ως εξής:
«Τα μικροσωματίδια φαίνεται να αυξάνουν τη δραστηριότητα ενός υποδοχέα στην επιφάνεια των κυττάρων, της ACE-2, που είναι γνωστό ότι εμπλέκεται στον τρόπο που ο κορονοϊός μολύνει τα κύτταρα. Έτσι έχουμε ένα διπλό ”χτύπημα”: η ρύπανση του αέρα προκαλεί βλάβες στους πνεύμονες και αυξάνει τη δραστηριότητα της ACE-2, κάτι που με τη σειρά του διευκολύνει τη διείσδυση του ιού στους πνεύμονες και πιθανώς στα αιμοφόρα αγγεία και στην καρδιά».
Ωστόσο πληθαίνουν οι αναλύσεις που συσχετίζουν την αρνητική επίδραση και άλλων ρύπων στην περίπτωση μόλυνσης από κορονοϊό. Το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2), που αποτελεί τον πιο κοινό ρύπο με κύριες πηγές τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα και τους καυστήρες θέρμανσης πετρελαίου, κατατάσσεται σε αυτή την κατηγορία.
Τη θλιβερή πρωτιά στη λίστα των ευρωπαϊκών πόλεων σχετικά με ρύπανση από ΝΟ2 καταλαμβάνει η Αθήνα!
Τη σχέση ανάμεσα στον αριθμό των θανάτων από κορονοϊό και την ατμοσφαιρική ρύπανση κατέγραψε και μια δεύτερη έρευνα η οποία καταμέτρησε τους θανάτους από κορονοϊό σε 66 περιοχές συνολικά, σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Γερμανία. Διαπιστώθηκε ότι το 78% των θανάτων στις χώρες αυτές σημειώθηκε σε 5 μόνο περιοχές: τέσσερις στη Βόρεια Ιταλία και μία κοντά στη Μαδρίτη, που ήταν και οι περιοχές με την υψηλότερη ατμοσφαιρική ρύπανση.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να θεωρηθεί «ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές» στους θανάτους από κορονοϊό.
Το κοινωνικό κόστος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Εκτός από το υγειονομικό φορτίο που αποφέρει στην κοινωνία η ατμοσφαιρική ρύπανση, συμβάλλει έμμεσα και στην οικονομική επιβάρυνση των κοινωνιών. Με βάση έρευνα που έγινε σε 432 ευρωπαϊκές πόλεις, μόνο το 2018 δαπανήθηκαν συνολικά 166 δισ. ευρώ για να καλυφθούν τα κοινωνικά κόστη της αέριας ρύπανσης, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι χρήματα που δαπανούν τα εθνικά συστήματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Σημαντική διαφορά σε σχέση με όλες τις πόλεις έχει το Λονδίνο με περίπου 11,4 δισ. ευρώ ετησίως και ακολουθεί το Βουκουρέστι και το Βερολίνο με 6,3 και 5,2 δισ. ευρώ ετησίως αντίστοιχα. Παρακάτω δίνεται και ο πίνακας με τις 24 πρώτες πόλεις στη κατάταξη μαζί με τα συνολικά τους κόστη ετησίως (δισ. ευρώ).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, τον πληθυσμό κάθε πόλης διότι με βάση αυτόν θα προκύψει και το κόστος ανά κάτοικο που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και μπορεί να συγκριθεί με το εισόδημα του καθενός. Έτσι πρώτο στη λίστα όσον αφορά το κόστος έρχεται τελικά το Βουκουρέστι με 3.000 ευρώ κατά κεφαλήν κόστος. Όσο αναφορά την Ελλάδα η έρευνα περιλαμβάνει μόνο δύο πόλεις, την Αθήνα και την Πάτρα, στις οποίες αντιστοιχούν τα ποσά: €1,1 δισ. συνολικό με περίπου 1700€ κατά κεφαλήν κόστος και €200 εκ. με περίπου 1170€ κόστος ανά κάτοικο.
Ένα πρόβλημα, πολλές λύσεις
Με 400.000 πρόωρους θανάτους, η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί έναν από τους μεγάλους περιβαλλοντικούς κινδύνους για την υγεία στην Ευρώπη.
Ένα πολύ απλό και βασικό μέτρο για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης θα ήταν κατ’ αρχήν η δραστική ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς σε όλες τις μεγάλες πόλεις σε συνδυασμό με μηδενικό ή, τουλάχιστον, πολύ χαμηλό εισιτήριο. Ένα δίκτυο ΜΜΜ που θα κάλυπτε όλες τις περιοχές μιας πόλης, με τακτικά δρομολόγια και πολύ χαμηλό ή μηδενικό κόστος θα αποτελούσε ένα πραγματικό κίνητρο για τον κόσμο να αφήσει τα ΙΧ παρκαρισμένα και να κινηθεί με τα ΜΜΜ. Παράλληλα θα έπρεπε να κατασκευαστούν εκτενή δίκτυα ποδηλατοδρόμων για να ενθαρρυνθεί η ακόμα πιο «πράσινη» μετακίνηση. Η επένδυση σε ΜΜΜ και ποδηλατοδρόμους μπορεί να μειώσει σημαντικά την ατμοσφαιρική ρύπανση των μεγάλων πόλεων, τις δαπάνες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της στην κοινωνία και να σώσει ζωές.
Περαιτέρω, οι σύγχρονες τεχνολογίες στον τομέα της ενέργειας έχουν να προσφέρουν πολλές επιλογές για την παραγωγή ενέργειας που βασίζονται κυρίως σε φυσικές πηγές, που είναι ανανεώσιμες και μπορούν να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα, στην θέρμανση και την ηλεκτροδότηση των σπιτιών και των χώρων εργασίας μας, στη βιομηχανία και στην κίνηση των οχημάτων. Το υδρογόνο[*] για παράδειγμα δεν εκλύει ρύπους κατά την καύση του, παρά μόνο νερό (Η2Ο), ενώ λόγω της δυνατότητας αποθήκευσής του, δικαίως θεωρείται το «καύσιμο του μέλλοντος». Ωστόσο στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου προκρίνονται βιομηχανικής κλίμακας ΑΠΕ και κυρίως αιολικά πάρκα, τα οποία στις περιοχές όπου τοποθετούνται (δάση και βουνοκορφές, περιοχές natura, διαδρόμους αποδημητικών πουλιών κ.α.) επιφέρουν τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ταυτόχρονα οι ίδιες κυβερνήσεις που προκρίνουν και επιδοτούν τις βιομηχανικές ΑΠΕ σε οποιαδήποτε περιοχή με οποιοδήποτε περιβαλλοντικό κόστος στο όνομα του περιβάλλοντος, δεν σταματούν καν τις επενδύσεις στις παραδοσιακές πηγές ενέργειας, τους υδρογονάνθρακες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου όπου σχεδιάζονται τεράστιες υποθαλάσσιες εξορύξεις με κίνδυνο τόσο για το περιβάλλον όσο και για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών της ευρύτερης περιοχής. Ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η οποία επενδύει δυσανάλογα σε ομόλογα μεγάλων ρυπαντών όπως η Shell, η Total και η ENI που είναι εταιρίες εξόρυξης υδρογονανθράκων.
Όλα τα πιο πάνω δείχνουν πως ένα σύστημα που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος και βασίζεται στον ανταγωνισμό, όπως είναι ο καπιταλισμός, είναι αδύνατο να σχεδιάσει μια ενεργειακή πολιτική που να προστατεύει την υγεία του κοινωνικού συνόλου και το περιβάλλον.
Η υπεράσπιση του περιβάλλοντος και της υγείας μας θέτει, επομένως, και έναν μεγαλύτερο στόχο που δεν είναι άλλος από τη ριζική αλλαγή του συστήματος στο οποίο ζούμε και την αντικατάστασή του από ένα σοσιαλιστικό μοντέλο, δημοκρατικό και ελεύθερο, με κεντρικό σχεδιασμό της ενεργειακής παραγωγής, σύμφωνα με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, με σεβασμό στο περιβάλλον και επιλογή των μορφών παραγωγής ενέργειας που ταιριάζουν στο περιβάλλον κάθε περιοχής, με μαζικές επενδύσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς και τα δίκτυα ήπιας κινητικότητας και με δραστική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης στην έρευνα γύρω από την πράσινη ενέργεια – έρευνα που θα αξιοποιείται για το όφελος τους συνόλου της κοινωνίας και όχι για τον πλουτισμό μιας χούφτας μεγαλοεπιχειρηματιών.