Εν μέσω καλοκαιρινών διακοπών και με την γνωστή αντιδημοκρατική διαδικασία του κατεπείγοντος, η ΝΔ προσέφερε κάποια πολύ χρήσιμα δώρα στο μεγάλο κεφάλαιο. Εν συντομία:
α) Καταργήθηκε (με αναδρομική ισχύ) ο βάσιμος λόγος απόλυσης του εργαζομένου-ης, ως απαραίτητο στοιχείο για το έγκυρο της απόλυσης. Καταργείται, λοιπόν, ο νόμος 463/2019 (τον είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν αποχωρήσει), που προέβλεπε ότι για να είναι έγκυρη μια απόλυση οφείλει ο εργοδότης να καταχωρήσει στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και την αιτία. Μάλιστα, αρκετοί εργαζόμενοι-ες, αξιοποιώντας αυτόν τον νόμο προσέφυγαν το τελευταίο διάστημα στην επιθεώρηση εργασίας υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την απόλυσή τους και περιμένουν την απόφαση. Η αναδρομική ισχύ της διάταξης της ΝΔ επί της ουσίας ακυρώνει τις προσφυγές αυτές. Φυσικά, αυτό από μόνο του δεν έλυνε το ζήτημα των άθλιων συνθηκών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά δυσκόλευε κάπως τη ζωή των εργοδοτών.[1]
β) Καταργήθηκε η συνευθύνη εργολάβου και άμεσου εργοδότη. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι-ες δεν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους από την εταιρία που στην ουσία εργάζονται, παρά μόνο από την εταιρία που τους «νοικιάζει». Οι «ενοικιαζόμενοι» εργαζόμενοι-ες είναι όλο και πιο πολλοί, και πρέπει να βγάλουν άκρη με τον εργολάβο, ενώ οι μεγάλες εταιρίες θα σηκώνουν τα χέρια ψηλά όταν υπάρχουν παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας. [2]
γ) Ανεστάλησαν, στην ουσία καταργήθηκαν, οι προθεσμίες των αξιώσεων του εργαζομένου σε περίπτωση προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το βάρος απόδειξης ότι κακώς απολύθηκε το έχει πλέον ο εργαζόμενος-η, ο οποίος μπορεί και πάλι να πάει στην Επιθεώρηση Εργασίας και έχει τρίμηνη προθεσμία για να προσφύγει και δικαστικά – δεν αναστέλλεται το δικαίωμά του αυτό. Θα πρέπει όμως να προσέξει αν προσφύγει στην επιθεώρηση εργασίας να μην χάσει το τρίμηνο από τη δικαστική άσκηση του δικαιώματός του, γιατί σε αντίθετη περίπτωση χάνει αυτό το δικαίωμα. [3]
Περιορισμός και των συνδικαλιστικών ελευθεριών
Και σα να μην έφταναν αυτά, ο Υπουργός Εργασίας προωθεί ακόμα ένα μέτρο για τον περιορισμό της συνδικαλιστικής ελευθερίας και του δικαιώματος στην απεργία. Στη διάταξη για την παρουσία του 50%+1 των οικονομικά ενεργών μελών του σωματείου στη συνέλευση για την προκήρυξη απεργίας (που είχε περάσει η προκάτοχός του, Αχτσιόγλου) σχεδιάζεται να προστεθεί ότι αυτή γίνεται με ηλεκτρονική ψηφοφορία.
Μια κυβέρνηση που κυβερνάει τη χώρα με 39,8% των ψηφισάντων (το οποίο βέβαια είναι κάτω από 20% του συνόλου των ψηφοφόρων αν υπολογίσουμε και την αποχή), δεν μπορεί να χωνέψει πως μπορεί να γίνει μια απεργία που να αποφασιστεί από μια συνέλευση με λιγότερο από 50% συμμετοχή…
Στην μεγάλη πλειοψηφία των σωματείων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων δεν συμμετέχει ενεργά στη «ζωή» των σωματείων, ζήτημα το οποίο φυσικά και πρέπει να μας απασχολήσει και να βρούμε τρόπους ένταξης και ενεργοποίησης. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει ότι τα μέλη αυτά δεν συμφωνούν και δεν συμμετέχουν στις απεργιακές κινητοποιήσεις όταν αυτές καλούνται. Αν πάρουμε για παράδειγμα το σωματείο της Εθνικής Τράπεζας, στις συνελεύσεις συμμετέχει το πολύ το 1/5 των εργαζομένων. Στην τελευταία απεργία, όμως, για την υπογραφή επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας η συμμετοχή ξεπέρασε το 60%.
Πάνω σε αυτό το μέτρο του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση ΝΔ «προσθέτει» την ηλεκτρονική ψηφοφορία, προσπαθώντας στην ουσία να απομακρύνει τους εργαζόμενους από συνελεύσεις και διαδικασίες των συνδικάτων. Αν καθιερωθεί η ηλεκτρονική ψηφοφορία, οι εργαζόμενοι δεν θα έχουν κίνητρο να πηγαίνουν σε συνελεύσεις, να ακούνε απόψεις, να αλλάζουν γνώμη, να συμμετέχουν ενεργά. Και επιπλέον, θα μπορεί ο εργοδότης να πιέζει εργαζομένους να ψηφίζουν κατά της απεργίας πολύ πιο εύκολα.
Αυτές είναι θατσερικής έμπνευσης διατάξεις που δεν έχουν άλλο στόχο από το να πάνε χρόνια πίσω το εργατικό/συνδικαλιστικό κίνημα. Στην Βρετανία, οι νόμοι της Θάτσερ για το πώς μπορεί να κηρυχθεί μια απεργία (που επέβαλλαν την ψηφοφορία με ταχυδρομείο) είχαν τόσες πολλές διατάξεις και κανονισμούς που σχεδόν όλες οι απεργίες έβγαιναν παράνομες μετά από εφέσεις των εργοδοτών για τυπικά παραπτώματα.
Ανάγκη ανασυγκρότησης
Η εσωτερική ζωή και η λειτουργία των σωματείων είναι υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων και κανένα λόγο δεν πρέπει να έχουν κυβερνήσεις και εργοδότες. Το υπαρκτό και πολύ σοβαρό ζήτημα του εκδημοκρατισμού και της ριζοσπαστικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει άμεσα να απασχολήσει τις μαχητικές αριστερές δυνάμεις και τους αγωνιστές/στιες της βάσης.
Είναι φανερό από την πρώτη στιγμή ότι η ΝΔ δεν είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων, αλλά μια μικρής μειοψηφίας που παρασιτεί εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Και η αντεργατική πολιτική της θα συνεχίσει και θα ενταθεί ακόμα περισσότερο. Και αποδεικνύεται ξανά ότι σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του συστήματος και αδυναμίας της άρχουσας τάξης να προσφέρει διέξοδο, οι οικονομικές ελίτ δεν ανέχονται ούτε ψήγματα ελέγχου και περιορισμού της ασυδοσίας της εργοδοσίας. Ταυτόχρονα, αξιοποιούν την αδυναμία του κινήματος να αντισταθεί για να κερδίσουν έδαφος προκειμένου να προετοιμαστούν για την επόμενη άνοδο του.
Δεν μπορούμε βέβαια να αφήσουμε ασχολίαστη τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βγήκε στα κάγκελα με αφορμή αυτές τις άθλιες τροπολογίες της ΝΔ. Την στιγμή που και ο ίδιος αφομοιώθηκε από το σύστημα και έκανε συμμαχίες με ένα κομμάτι του μεγάλου κεφαλαίου. Και είναι αυτή του η στάση που έστρωσε το δρόμο για την επαναφορά της ΝΔ.
Ενεργοποίηση, όχι αποστράτευση
Οι εξελίξεις αυτές δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην αποστράτευση, αλλά ακριβώς το αντίθετο, στην ενεργοποίησή μας. Η εμπλοκή μας στα σωματεία και στους αγώνες της επόμενης περιόδου είναι πολύ κρίσιμη.
Για να μπορέσει να αντιστραφεί η εικόνα της απογοήτευσης χρειάζεται όμως οι ηγεσίες της Αριστεράς να ανταποκριθούν στην κρισιμότητα της κατάστασης. Παρά τις διαφορές που υπάρχουν, θα πρέπει να υπάρξει συντονισμένη παρέμβαση, τόσο ανά χώρο δουλειάς όσο και ανά περιοχή με την εκπόνηση ενός κοινού σχεδίου δράσης, που να περιλαμβάνει ενδεικτικά:
- Κοινή απάντηση σε κάθε αντεργατικό μέτρο που προωθεί η κυβέρνηση. Να σταματήσει επιτέλους το καρκίνωμα των ξεχωριστών πορειών που διασπά τις δυνάμεις του κινήματος.
- Εκστρατείες ενημέρωσης και κινητοποίησης σε εργασιακούς χώρους για την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων (ενάντια σε απολύσεις, τήρηση του ωραρίου και των συμβατικών υποχρεώσεων των εργοδοτών, διεκδίκηση συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς, υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κ.α.)
- Επιτροπές αγώνα και πρωτοβουλίες βάσης με στόχο τη δηµιουργία σωµατείων σε «δύσκολους» χώρους του ιδιωτικού τοµέα.
- Πίεση για δηµιουργία ενιαίων σωµατείων στις ΔΕΚΟ και τις Τράπεζες για µόνιµους, συµβασιούχους και εργολαβικούς εργαζόµενους-ες.
- Πάλη για εκδημοκρατισμό των σωματείων. Πραγματικές συνελεύσεις, όπου θα επιδιώκεται η ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων κι εκλεγμένα όργανα που θα είναι υπόλογα στη βάση και ανά πάσα στιγμή ανακλητά.
- Έμπρακτη αλληλεγγύη ανάμεσα σε σωματεία και αγωνιστές τόσο του ίδιου όσο και διαφορετικών κλάδων.
- Προσπάθεια συντονισμού με ευρύτερα κοινωνικά κινήματα (περιβαλλοντικό, αντιφασιστικό, γυναικείο, ΛΟΑΤ*, κ.α.)
Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η διοργάνωση μιας ενωτικής και μαχητικής κινητοποίησης στη ΔΕΘ, όπου τα αγωνιστικά σωματεία, οι οργανώσεις της ανατρεπτικής αριστεράς και τα κοινωνικά κινήματα θα βρεθούν στην ίδια συγκέντρωση και θα κατέβουν από κοινού στο δρόμο, δίνοντας μια αρχική απάντηση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και από εκεί και πέρα να προετοιμαστούν για την συνέχεια.