Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες της Αφρικής που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση και τις χειρότερες αγριότητες από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες. Ήδη από τον 16ο αιώνα, Πορτογάλοι δουλέμποροι πλούτιζαν μεταφέροντας σκλάβους από το τότε βασίλειο του Κονγκό στην Ευρώπη και την Αμερική. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η περιοχή μπήκε στο στόχαστρο του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου, κυρίως για τον φυσικό πλούτο της.
Οι θησαυροί του ποταμού
Η λεκάνη του ποταμού Κονγκό είναι μια τεράστια έκταση που καλύπτεται από οικοσυστήματα σπάνιας βιοποικιλότητας και οικολογικής σημασίας για τον πλανήτη. Ταυτόχρονα κρύβει τεράστιες ευκαιρίες απόκτησης αμύθητων κερδών για την άρχουσα τάξη: από τη βλάστηση στο εσωτερικό του τροπικού δάσους, τον ανυπολόγιστο ορυκτό πλούτο κάτω από αυτό, μέχρι την αξιοποίηση του ποταμού για τη δημιουργία εμπορικών σταθμών, ο Λεοπόλδος αποφάσισε ότι ήθελε να αποκτήσει αυτή την έκταση και τις ευκαιρίες που τη συνόδευαν.
Ο βασιλιάς ζήτησε από τον Βρετανό εξερευνητή Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ να διερευνήσει για λογαριασμό του αυτές τις δυνατότητες και μέσα σε λίγα χρόνια ο Στάνλεϊ επιβεβαίωσε τις τεράστιες ευκαιρίες για κέρδη που κρύβονταν στη Λεκάνη του ποταμού Κονγκό. Μέχρι το 1885, είχε κλείσει αρκετές συμφωνίες με φύλαρχους της περιοχής, ώστε να εξασφαλίσει για τον Λεοπόλδο μια αχανή έκταση στην Κεντρική Αφρική, η οποία ονομάστηκε «Κράτος του Ελεύθερου Κονγκό». Χάρη στη συνεργασία με πολλούς από αυτούς τους τοπικούς ηγεμόνες, αλλά και στον στρατό του βασιλιά, για τις επόμενες δεκαετίες το Κονγκό θα αποτελούσε κομμάτι της προσωπικής του περιουσίας.
Τα χρόνια του Λεοπόλδου
Ανάμεσα στους «θησαυρούς» που είχε να προσφέρει το Κονγκό στον Λεοπόλδο, ήταν τα δέντρα καουτσούκ, καθώς η παραγωγή ελαστικών για οχήματα αυξανόταν και το υλικό αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ζήτηση. Ο Λεοπόλδος όμως δεν θεωρούσε περιουσία του μόνο τα δέντρα και τη γη της χώρας, αλλά και τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της κατοχής του Κονγκό από τον Βέλγο βασιλιά, η καταναγκαστική εργασία, τα βασανιστήρια, οι ακρωτηριασμοί και οι δολοφονίες ήταν καθημερινή πρακτική.
Οι ντόπιοι όφειλαν να είναι παραγωγικοί στη συγκομιδή του καουτσούκ και αν δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες μπορούσαν να υποστούν διάφορες τιμωρίες, από άγριους ξυλοδαρμούς μέχρι ακρωτηριασμό των χεριών, όχι μόνο των ίδιων αλλά και μελών των οικογενειών τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι οικογένειες απάγονταν από τους αποικιοκράτες σαν μέσο πίεσης και πειθάρχησης των σκλάβων στης φυτείες καουτσούκ και αλλού, όπως π.χ. στην κατασκευή υποδομών, τα ορυχεία, κα. Τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν μέσα σε λίγες δεκαετίες. Άλλοι δολοφονήθηκαν από τον στρατό του Λεοπόλδου, άλλοι εξαιτίας της εξάντλησης και της πείνας στα κάτεργα του βασιλιά.
Από τον Λεοπόλδο στο Βέλγιο και στην ανεξαρτησία
Μετά από δεκαετίες άγριας εκμετάλλευσης, κακοποίησης και δολοφονιών, ολόκληρος ο κόσμος ήξερε πλέον τι συμβαίνει στο Κονγκό και το βελγικό κράτος δεν μπορούσε πια να προσποιείται ότι δεν ακούει τις φωνές διαμαρτυρίας. Το 1908, ένα χρόνο πριν τον θάνατο του Λεοπόλδου, το «Κράτος του Ελεύθερου Κονγκό» που φυσικά δεν ήταν ποτέ ελεύθερο, μετονομάστηκε σε Βελγικό Κονγκό και πέρασε στην ευθύνη της βελγικής κυβέρνησης. Αν και η ακραία κακοποίηση των κατοίκων της χώρας περιορίστηκε σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, ο φυσικός πλούτος του Κονγκό συνέχισε να αποτελεί λάφυρο για τους Βέλγους αποικιοκράτες που εξακολουθούσαν να ελέγχουν κάθε πτυχή της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας.
Στα μέσα του εικοστού αιώνα, στην πλειοψηφία των αφρικανικών χωρών που μέχρι τότε ανήκαν σε κάποια ευρωπαϊκή αποικιακή δύναμη, αναπτύχθηκαν κινήματα που απαιτούσαν τον τερματισμό της αποικιοκρατίας. Κάτι αντίστοιχο συνέβη την ίδια περίοδο στην Ασία, με μεγάλα αντιαποικιακά κινήματα και επαναστάσεις στην Ινδία, την Ινδονησία και αλλού.
Το 1960 αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, μετά από μαζικές κινητοποιήσεις που προηγήθηκαν το 1959, κατά τις οποίες στην πρωτεύουσα της χώρας Κινσάσα (εκείνη την περίοδο εξακολουθούσε να ονομάζεται Λέοπολντβιλ – η πόλη του Λεοπόλδου) ο στρατός επιτέθηκε στους διαδηλωτές σκοτώνοντας εκατοντάδες. Μέσα από αυτές τις κινητοποιήσεις αναδείχτηκε το «Εθνικό Κίνημα του Κονγκό» με επικεφαλής τον Πατρίς Λουμούμπα. Τον επόμενο χρόνο, ο Λουμούμπα εκλέχτηκε ο πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης πλέον «Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό» την οποία οι αποικιοκράτες αντιλαμβάνονταν ότι δεν θα μπορούσαν να ελέγχουν πλήρως για πολύ καιρό ακόμη, όσο σκληρή κι αν ήταν η καταστολή που θα εφάρμοζαν.
Εξακολουθούσαν όμως να επιδιώκουν τον οικονομικό έλεγχο της χώρας και να αναζητούν έναν τρόπο να κρατήσουν την πρόσβαση που είχαν μέχρι τότε στον πλούτο της, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις μαζικές κοινωνικές εκρήξεις. Ήξεραν ότι αυτή η οικονομική εξουσία κινδύνευε από την κυβέρνηση του Λουμούμπα και φοβούνταν το ενδεχόμενο εθνικοποίησης των βασικών πλουτοπαραγωγικών πόρων της ΛΔΚ. Πάνω απ’ όλα όμως φοβούνταν τον λαό του Κονγκό που είχε πολύ πρόσφατα βιώσει τον εφιάλτη στα χέρια του στρατού του Λεοπόλδου και στη συνέχεια του βελγικού κράτους. Έναν λαό που ήταν πλέον έτοιμος να παλέψει για να πάρει πίσω στα χέρια του το σύνολο της χώρας του και όχι απλά να εκλέξει μια κυβέρνηση που αργά ή γρήγορα θα υποχρεωνόταν να υποταχθεί στους αποικιοκράτες – εκτός κι αν οι τελευταίοι προλάβαιναν να την ανατρέψουν. Έτσι, οι αποικιοκράτες αποφάσισαν να μη χάσουν χρόνο και να κάνουν ακριβώς αυτό.
Η ανατροπή του Λουμούμπα
Για να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους χρειάζονταν έναν συνεργάτη που θα ήταν διατεθειμένος όχι μόνο να εξασφαλίσει την εύκολη πρόσβασή τους στον πλούτο της χώρας, αλλά και να καταστείλει κάθε φωνή αντίστασης. Τον βρήκαν στο πρόσωπο του Μομπούτου Σέσε Σέκο, αρχηγού του στρατού και μέχρι τότε έμπιστου συνεργάτη του Λουμούμπα. Παράλληλα προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τα «αυτονομιστικά κινήματα» υπό την ηγεσία μιας σειράς τοπικών ηγεμόνων που ήλπιζαν να αποκτήσουν προσωπικά οφέλη συνεργαζόμενοι με τους πρώην αποικιοκράτες, με βασικότερο αυτό της επαρχίας Κατάνγκα, που παραμένει μέχρι και σήμερα η πιο πλούσια σε μεταλλεύματα περιοχή της χώρας.
Ο πρώτος στόχος ήταν η ανατροπή και η δολοφονία του Λουμούμπα και η εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος που θα έλεγχε την κατάσταση για λογαριασμό τους. Στην εξίσωση πλέον, πέρα από την παλιά βελγική αποικιοκρατία είχαν προστεθεί οι ΗΠΑ, που φοβούνταν ότι η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στις πρώην αφρικανικές αποικίες αυξανόταν. Ο Λουμούμπα εξάλλου, μετά την απογοήτευση που βίωσε από την απεύθυνσή του στον ΟΗΕ και στις ΗΠΑ, (από τις οποίες ζήτησε βοήθεια προκειμένου να σταματήσουν οι Βέλγοι πρώην αποικιοκράτες να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της χώρας) στράφηκε στην Σοβιετική Ένωση.
Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, το 1961, ο Λουμούμπα ανατράπηκε με τη βοήθεια του Μομπούτου, φυλακίστηκε και τελικά δολοφονήθηκε από Βέλγους και Κονγκολέζους στρατιωτικούς. Το μόνο που απέμεινε από το σώμα του που διαλύθηκε σε οξύ προκειμένου να μην ανακαλυφθεί, ήταν ένα και μοναδικό δόντι που κάποιος Βέλγος αξιωματικός αποφάσισε να κρατήσει ως λάφυρο. Όσο για την κοινωνία του Κονγκό που είχε μόλις προλάβει να πάρει μια ανάσα ελευθερίας, ξεκινούσε μια νέα περίοδος βίας, τρομοκρατίας και εκμετάλλευσης.
Μομπούτου Σέσε Σέκο
Ο στρατηγός Μομπούτου δεν άργησε να οργανώσει πραξικόπημα βασισμένος στις στενές σχέσεις με τους Βέλγους αποικιοκράτες και τις ΗΠΑ. Η περίοδος της εξουσίας του, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως το 1997 έμεινε γνωστή για την τρομοκρατία, την προσωπολατρεία και βέβαια τη στενή συνεργασία με τη Δύση. Στο εσωτερικό της χώρας η βασική τάση ήταν ο «εξαφρικανισμός» και η αλλαγή κάθε συμβόλου, ονόματος, ή στοιχείου της καθημερινής ζωής που θύμιζε αποικιοκρατία. Η πρωτεύουσα Λέοπολντβιλ μετονομάστηκε σε Κινσάσα, το Κονγκό μετονομάστηκε σε Ζαίρ, ενώ απαγορεύτηκε ακόμη και το να δίνονται δυτικά ονόματα στα παιδιά.
Στο επίπεδο των διεθνών οικονομικών σχέσεων ωστόσο, η πολιτική του ήταν αυτή της επιδίωξης της μεγαλύτερης δυνατής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που πρακτικά σήμαινε κάθε είδους διευκόλυνση για τις εταιρείες που προέρχονταν από τις χώρες των συμμάχων του και πλήρη πρόσβαση τους στον φυσικό πλούτο της χώρας.
Ο Νίξον αποκαλούσε τον Μομπούτου ηγέτη «με σταθερότητα και όραμα». Το όραμα αυτό περιλάμβανε τη διευκόλυνση μαζικών επενδύσεων ξένων μεγάλων εταιρειών, κυρίως στον τομέα των εξορύξεων μετάλλων και της ενέργειας. Μέσα από τις στενές σχέσεις με μεγάλες κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, ο Μομπούτου εξασφάλισε για τον ίδιο και την οικογένειά του μια ζωή εξωφρενικής πολυτέλειας, ενώ απαιτούσε σχεδόν να λατρεύεται σαν θεός.
Ο τεράστιος πλούτος της χώρας που ο Μομπούτου μοιράστηκε με τους δυτικούς φίλους και συμμάχους του, το μονοκομματικό καθεστώς και η απόλυτη λατρεία στο πρόσωπο του ηγέτη, ο προκλητικός τρόπος ζωής και η ακραία εκμετάλλευση των φτωχών της χώρας, οδήγησαν τελικά σε ένα κύμα κοινωνικής οργής, που εκδηλώθηκε με μαζικές διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Το 1997 ο Μομπούτου ανατράπηκε από τις αντάρτικες δυνάμεις του Λοράν Καμπίλα, ο οποίος παρά τις μεγάλες υποσχέσεις συνέχισε την πολιτική της εκχώρησης του πλούτου της χώρας στον δυτικό ιμπεριαλισμό και τις επιχειρήσεις του. Το ίδιο έκαναν και όλες οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν από την ανατροπή του Μομπούτου μέχρι σήμερα.
Η λεηλασία συνεχίζεται
Η ΛΔΚ είναι σήμερα η δέκατη φτωχότερη χώρα στον κόσμο (με βάση το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα) παρά τον τεράστιο φυσικό πλούτο της. Το καουτσούκ έχει πλέον αντικατασταθεί από τις εξορύξεις κοβαλτίου, χαλκού, χρυσού, διαμαντιών, κα. Από τα πολύτιμα αυτά υλικά πλουτίζουν οι μεγάλες πολυεθνικές εξορύξεων και ενέργειας, ενώ αυτό που μένει για τους κατοίκους της χώρας είναι η παιδική εργασία, τα καθημερινά ατυχήματα στα ορυχεία, οι άθλιες συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής, η πείνα και η περιβαλλοντική καταστροφή.
Το τροπικό δάσος του ποταμού Κονγκό, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά τον Αμαζόνιο, αποψιλώνεται με γρήγορους ρυθμούς από τις πολυεθνικές των εξορύξεων, αλλά και από εταιρείες ξυλείας που είτε αγνοούν τους κανόνες γύρω από την υλοτομία, είτε εκμεταλλεύονται τη χαλάρωσή τους. Από τις πρακτικές αυτές δεν κινδυνεύει μόνο το περιβάλλον και οι κάτοικοι της χώρας, αλλά και η παγκόσμια οικολογική ισορροπία.
Παρόμοια είναι η εικόνα στις περισσότερες χώρες της Αφρικής. Διεφθαρμένες κυβερνήσεις έχουν αναλάβει τη διευκόλυνση της εκμετάλλευσης του πλούτου της ηπείρου από τις παλιές αποικιακές δυνάμεις και τις μεγάλες πολυεθνικές. Πραγματική ανεξαρτησία, πραγματική ελευθερία και ανθρώπινη ζωή για τους κατοίκους της Αφρικής, σημαίνει να πάρουν οι ίδιοι στα χέρια τους τη ζωή τους, ανατρέποντας την κυριαρχία του συστήματος της εκμετάλλευσης και τους εκπροσώπους του. Κάθε αγώνας που αναπτύσσεται σε αυτή την κατεύθυνση, κάθε απεργία, κάθε κίνημα για την προστασία του περιβάλλοντος, κάθε διαμαρτυρία ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα της ηπείρου, χρειάζεται τη στήριξη και την αλληλεγγύη κάθε ανθρώπου στον πλανήτη που καταπιέζεται από το ίδιο σύστημα.