Μαρίνα Κονταρά, Βρυξέλλες
Δέκα χιλιάδες εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς κατέβηκαν στους δρόμους των Βρυξελλών την Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο απεργίας στον τομέα της εκπαίδευσης που διοργάνωσαν τα γαλλόφωνα συνδικάτα της χώρας.
Η διαδήλωση κατευθύνθηκε προς το Υπουργείο Παιδείας της Βαλλωνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, απαιτώντας καλύτερες συνθήκες στα σχολεία για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Αντιπροσωπεία των απεργών συναντήθηκε με την Υπουργό και με συνεργάτες της, οι οποίοι ωστόσο δεν κατάφεραν να υποσχεθούν τίποτα περισσότερο από 100 ευρώ αύξηση ανά εκπαιδευτικό. Αυτή η αύξηση βέβαια θα αποδοθεί σε ορίζοντα τριετίας, ως μισθολογική αναπροσαρμογή που οι απεργοί υποστηρίζουν ότι είχε καθυστερήσει από καιρό (και σε καμία περίπτωση φυσικά δεν καλύπτει την αύξηση του κόστους ζωής που βιώνουν οι εργαζόμενοι, καθώς αποτελεί αύξηση στον μέσο μισθό περίπου 5% σε βάθος 3 χρόνων).
Σε κάθε περίπτωση, τα αιτήματά τους είναι πολύ ευρύτερα από μια μισθολογική αύξηση.
Χρόνια προβλήματα στην εκπαίδευση
Το εκπαιδευτικό σύστημα στο Βέλγιο έχει υποστεί σημαντικές περικοπές τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια, με αποτέλεσμα την κακή ποιότητα των σχολικών υποδομών, ελλείψεις στο προσωπικό και σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν περιπτώσεις για κτίρια που καταρρέουν, που δεν έχουν θέρμανση ή επαρκές προσωπικό καθαριότητας. Αναφέρουν επίσης ότι αναγκάζονται να κάνουν υπερωρίες για να καλύψουν διοικητικά καθήκοντα, καθώς έλλειψη υπάρχει και σε διοικητικό προσωπικό. Από τη μια δεν γίνονται προσλήψεις διοικητικών, από την άλλη οι κυβερνήσεις έχουν επιβάλει περίπλοκες διαδικασίες αξιολόγησης και χρονοβόρες διοικητικές πράξεις, τις οποίες φυσικά κάποιος πρέπει να κάνει! Αν δεν υπάρχει το διοικητικό προσωπικό, τότε θα τις κάνουν οι εκπαιδευτικοί.
Εκτός από αυτό, η ποιότητα της εκπαίδευσης έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Το γνωστικό επίπεδο πολλών μαθητών σε βασικά μαθήματα όπως τα Μαθηματικά, η Φυσική ή τα Γαλλικά, είναι χαμηλότερο από αυτό που θα αντιστοιχούσε στην τάξη στην οποία φοιτούν – το ποσοστό των μαθητών αυτών μπορεί να φτάσει μέχρι και το 30% ανά τμήμα. Μερικές φορές, τα παιδιά στην τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν σωστά. Υπάρχουν επίσης εντυπωσιακές ανισότητες: οι ελλείψεις αυτές είναι πολύ μεγαλύτερες στα σχολεία των φτωχών περιοχών απ’ ό,τι στις πλούσιες.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την πανδημία
Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιβλήθηκαν πρωτόκολλα υγιεινής και καθαριότητας, αλλά δεν υπήρχε επαρκής αριθμός εργαζομένων για την εφαρμογή των πρωτοκόλλων αυτών. Ταυτόχρονα, τα σχολεία δεν έλαβαν τα αναγκαία προϊόντα καθαρισμού και προστατευτικό εξοπλισμό (μάσκες, απολυμαντικά κ.λπ.), οπότε ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν αυτά τα απαραίτητα μέτρα. Ένας από τους απεργούς που ήταν παρόντες στη διαδήλωση μίλησε γι’ αυτό με πολύ εύγλωττο τρόπο:
«Μας λένε να ανοίξουμε τα παράθυρα, αλλά πολλά παράθυρα στις αίθουσες των σχολείων μας είναι σπασμένα!».
Ένας καθηγητής αγγλικών είπε επίσης:
«Όταν οι συνάδελφοι απουσιάζουν επειδή πρέπει να μπουν σε καραντίνα ή είναι άρρωστοι, εμείς μπορεί να βρεθούμε με 35 μαθητές σε μια τάξη»,
είναι σαφές ότι σε τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να διεξαχθεί φυσιολογικό μάθημα ούτε να τηρηθεί κανένα υγειονομικό πρωτόκολλο.
Συσσωρευμένος θυμός
Όλοι οι παραπάνω λόγοι είναι υπεραρκετοί για να κατέβουν 10.000 άτομα στη διαδήλωση, ενώ η συμμετοχή στην απεργία ήταν επίσης πολύ μεγάλη. Ήταν η μεγαλύτερη απεργία και διαδήλωση στον τομέα της εκπαίδευσης από το 2011. Το ποσοστό συμμετοχής ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ανέμεναν τα συνδικάτα.
Έχει συσσωρευθεί πολύ θυμός όλα αυτά τα χρόνια και ο αντιφατικός και αμφιλεγόμενος χειρισμός της πανδημίας από την κυβέρνηση ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι αποφάσεις για το άνοιγμα και κλείσιμο των σχολείων δεν λαμβάνονταν με βάση τις συνθήκες στο πεδίο ή την κατάσταση της πανδημίας, αλλά ανάλογα με το πόσο επείγον ήταν για την οικονομία να πάνε οι γονείς στη δουλειά. Τα σχολεία χρησιμοποιήθηκαν στην πραγματικότητα σαν χώροι φύλαξης παιδιών. Σύμφωνα με δηλώσεις ενός εκπαιδευτικού από τις Βρυξέλλες, τουλάχιστον το 30% των εκπαιδευτικών δηλώνουν ότι δεν αντέχουν άλλο και ότι βρίσκονται οριακά σε burnout (υπερκόπωση).
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι στη διαδήλωση συμμετείχαν και ορισμένοι εκπαιδευτικοί από τη Φλάνδρα, παρόλο που τα φλαμανδικά συνδικάτα δεν είχαν καλέσει στην απεργία.
***
Με βάση όλη αυτή την κατάσταση, οι εκπαιδευτικοί, το διοικητικό προσωπικό, οι γονείς και οι μαθητές απαιτούν:
- Προστατευτικό εξοπλισμό προκειμένου να τηρηθούν τα πρωτόκολλα του Covid (μάσκες, απολυμαντικά, δωρεάν self-test),
- Καλύτερες υποδομές: συντήρηση και επισκευή των υφιστάμενων κτιρίων, αλλά και προσαρμογή άδειων κτιρίων που ανήκουν στους δήμους, για χρήση τους ως σχολικών κτιρίων.
- Μαζικές προσλήψεις εκπαιδευτικών, διοικητικού και τεχνικού προσωπικού, αλλά και προσωπικού καθαριότητας, με στόχο να μην υπάρχουν περισσότεροι από 15 μαθητές ανά τάξη.
- Να σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τις διοικητικές διαδικασίες και πάψει η πολιτική ανταγωνιστικότητας που ασκείται σχετικά με τα σχολεία. Αντίθετα, προτεραιότητα να είναι η παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης.
Όπως είπε ένας και συνδικαλιστής στη συγκέντρωση, η απάντηση του Υπουργείου ήταν πολύ ανεπαρκής και τα αιτήματά τους δεν εισακούστηκαν. Γι’ αυτό, όπως τόνισε, την επόμενη φορά θα πρέπει να κατέβουν στους δρόμους 20.000 εργαζόμενοι στα σχολεία και η επόμενη φορά θα πρέπει να είναι πολύ σύντομα.