Μια υπόθεση – πολιτικό θρίλερ που κρατάει 13 χρόνια μπήκε σε μια νέα φάση.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη αποφάνθηκε για πρώτη φορά ότι ο θάνατος του Κώστα Τσαλικίδη που είχε βρεθεί κρεμασμένος στο σπίτι του στον Κολωνό στις 9 Μαρτίου του 2005 οφειλόταν σε δολοφονία και όχι σε αυτοκτονία.
Όμως, για να γίνει αυτό χρειάστηκε ο επίμονος αγώνας της οικογένειας του θύματος και η ομόφωνη καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) για πλημμελή έρευνα για τα αίτια του θανάτου του, δικαιώνοντας την οικογένεια που είχε προσφύγει σε αυτό.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών ήταν από τα μεγαλύτερα της προηγούμενης δεκαετίας, και όπως θα διαβάσετε παρακάτω, εμπλέκει μυστικές υπηρεσίες, πολυεθνικές εταιρίες τηλεπικοινωνιών και κυβερνητικά στελέχη.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση:
«Δεν διερευνήθηκαν και άλλες ανακρίβειες, όπως η χτυπητή αντίθεση στα συμπεράσματα ανάμεσα στην ιατροδικαστική έκθεση στην προκαταρκτική και τη συμπληρωματική έρευνα, η έλλειψη κίνητρου για αυτοκτονία και το σπασμένο οζώδες οστό, εύρημα που παραπέμπει σε στραγγαλισμό»
Είχαν προηγηθεί δύο έρευνες, οι οποίες κατέληξαν στο αρχείο δεχόμενες ότι ο θάνατος του Τσαλικίδη ήταν αυτοκτονία και δεν συνδέονταν με το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Κενά στις έρευνες
Ο Τσαλικίδης βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του, στις 9 Μαρτίου του 2005, μια μέρα πριν ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ενημερωθεί επίσημα για τις υποκλοπές (η αποκάλυψη του σκανδάλου στην κοινή γνώμη έγινε 11 μήνες αργότερα). Τότε, στα ΜΜΕ κυριάρχησε η εκδοχή της αυτοκτονίας, και στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν οι βιαστικές έρευνες της αστυνομίας.
Ωστόσο, σε συνεντεύξεις τους ο αδελφός του θύματος, 2 φοιτήτριες γειτόνισσες του Τσαλικίδη και πολλοί ακόμα, αποκαλύπτουν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία:
- ο Τσαλικίδης δεν έδειχνε καμία τάση αυτοκτονίας, μάλιστα κανόνιζε διακοπές με τη σύντροφό του και λίγη ώρα πριν είχε πάει να αγοράσει πάστες από τον κοντινό φούρνο
- άργησε να γίνει η νεκροψία
- δεν πάρθηκαν καθόλου δακτυλικά αποτυπώματα από το χώρο
- δεν ψάχτηκε καν το γεγονός ότι οι φοιτήτριες κατήγγειλαν κλοπή των κλειδιών τους –μεταξύ των οποίων της κεντρικής εισόδου της πολυκατοικίας– μία μέρα πριν την δολοφονία, καθώς και την εύρεση μιας βαλίτσας στο πατάρι τους που δεν τους ανήκε
- δεν δόθηκε βάρος στο γεγονός ότι περίπου έναν μήνα πριν από τον θάνατό του είχε αναφέρει στη σύντροφό του Σάρα Γαλανοπούλου ότι πρέπει να φύγει από τη Vodafone γιατί «είναι ζήτημα ζωής και θανάτου». Λίγες εβδομάδες πριν από την 9η Μαρτίου της είχε αναφέρει ότι «υπήρχε κίνδυνος να κλείσει η Vodafone».
Η εμπλοκή της Vodafone
Το σκάνδαλο των υποκλοπών αποκαλύφθηκε τον Φεβρουάριο του ’06. Μέσα από ένα δίκτυο «κινητών – σκιών», κάποιοι παρακολουθούσαν 100 περίπου κινητά τηλέφωνα. Η παρακολούθηση έγινε μέσω εγκατάστασης ενός κακόβουλου λογισμικού στο δίκτυο της Vodafone. Η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) την χαρακτήρισε ως την «πιο θρασεία “διάρρηξη” δικτύου κινητής τηλεφωνίας όλων των εποχών».
Στη λίστα των παρακολουθούμενων τηλεφώνων ήταν ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, υπουργοί, ηγέτες άλλων κομμάτων, ο αρχηγός της ΕΥΠ αλλά και άνθρωποι που πιστευόταν ότι συνδέονται με την τρομοκρατία.
Με λίγα λόγια, όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν στο συμπέρασμα ότι ήταν δράση μυστικών υπηρεσιών, πιθανότητα ξένων.
Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο το 2008, και ποτέ δεν έγινε η σύνδεση με τον θάνατο του Κ. Τσαλικίδη.
Δεν υπάρχει δολοφονία χωρίς δολοφόνο
Σε μια υπόθεση όπου εμπλέκονται μυστικές υπηρεσίες, η αμερικάνικη πρεσβεία, η τότε ελληνική κυβέρνηση, η διοίκηση μιας εκ των μεγαλύτερων πολυεθνικών εθνικά και διεθνώς, ένα «αόρατο» χέρι προωθούσε σταθερά την εκδοχή της αυτοκτονίας για το στέλεχος της Vodafone Κώστα Τσαλικίδη.
Σήμερα με την βούλα του ΕΔΑΔ και της εισαγγελίας Πρωτοδικών η υπόθεση κανονικά πρέπει να ξανανοίξει. Με ότι αυτό σημαίνει για όσους εμπλέκονται σε αυτή. Γιατί δολοφονία χωρίς δολοφόνο δεν υπάρχει. Ούτε δολοφόνος χωρίς κίνητρο.
Το σίγουρο είναι ότι η οικογένεια δεν πρέπει να μείνει μόνη της σε αυτή την υπόθεση. Η Αριστερά, τα κινήματα, τα συνδικάτα, το σωματείο της Vodafone, έχουν κάθε λόγο να ασχοληθούν επίμονα με το θέμα.