Nihat Halepli, Τουρκία
Ενώ γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται σε πορεία κατάρρευσης, είναι εμφανής και η προσπάθειά του να βρει διάφορους τρόπους για να κρατηθεί στην εξουσία. Με το μήνυμα που έστειλε λίγο μετά τον θάνατο δύο Τούρκων στρατιωτών στη Συρία, ο Ερντογάν σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας στρατιωτικής επιχείρησης στην περιοχή Ροζάβα στη βόρεια Συρία. Προφανώς ελπίζει ότι μια «νίκη» σε μια πολεμική επιχείρηση στη Συρία θα παρατείνει τη ζωή του καθεστώτος του.
Η στρατηγική της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας
Η Τουρκία συμμετέχει στον συριακό πόλεμο από την αρχή του. Η στρατηγική της ήταν αρχικά να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ ενισχύοντας τη δράση τζιχαντιστικών ομάδων (φανατικοί ισλαμιστές, υποστηριζόμενοι από την Τουρκία) και να αναβαθμίσει τον ρόλο της ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη.
Από τη στιγμή που οι κουρδικές δυνάμεις κατέλαβαν τον έλεγχο της περιοχής και άρχισαν να οικοδομούν μια αυτόνομη διοίκηση στη βόρεια Συρία το 2012, το σαμποτάρισμα αυτού του εγχειρήματος έγινε μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες της Τουρκίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι το τουρκικό καθεστώς θα προσπαθήσει να σταματήσει τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο. Ο φόβος του είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση, τα εκατομμύρια των Κούρδων που καταπιέζονται στο εσωτερικό της Τουρκίας θα κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση.
Επιπλέον, ο Ερντογάν αξιοποιεί την τουρκική εμπλοκή στη Συρία και για εσωτερικούς λόγους. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, η επιδείνωση της οικονομίας, η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και η επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα έπαιξαν ρόλο στη μείωση της υποστήριξης προς το καθεστώς. Στα πλαίσια της αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης χρησιμοποιήθηκε και η εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία, για να τροφοδοτηθεί ο εθνικισμός και να αποσπαστεί η προσοχή του κόσμου από τα εσωτερικά προβλήματα.
Ροζάβα
Η Ροζάβα είναι μια περιοχή στη βορειοανατολική Συρία, που κατοικείται κυρίως από κουρδικούς πληθυσμούς. Αποτελείται από τρεις περιοχές: το Αφρίν στα δυτικά, το Κομπάνι στη μέση και το Τζεζιρέ στα ανατολικά, το οποίο συνορεύει με το Ιράκ.
Αρχικά, οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Το Κομπάνι έγινε γνωστό στον κόσμο, ιδίως με την πολιορκία του ISIS και την ήττα του μετά από έναν μακρόχρονο ένοπλο αγώνα. Αυτός ο αγώνας σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον ISIS και ταυτόχρονα αποτέλεσε ένα τεράστιο πλήγμα στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του Ερντογάν στη Συρία. Η σύγκρουση στο Κομπάνι σηματοδότησε επίσης την έναρξη της άμεσης εμπλοκής των ΗΠΑ στη Συρία.
Με την ήττα του ISIS, η Τουρκία ενήργησε γρήγορα για να αποτρέψει την ενοποίηση του Κομπάνι με το Αφρίν και εισέβαλε στην περιοχή. Αφού κατέλαβε το Αφρίν το 2018, εγκατέστησε δυνάμεις στην περιοχή ανάμεσα στο Κομπάνι και το Τζεζιρέ το 2019.
Ταυτόχρονα, η Ρωσία ενήργησε ως προστάτης του καθεστώτος Άσαντ και ενέκρινε όλες αυτές τις εισβολές, αλλά επιπλέον απαίτησε παραχωρήσεις από τις τζιχαντιστικές ομάδες, χρησιμοποιώντας την Τουρκία για να τις επιτύχει. Με αυτόν τον τρόπο οι τζιχαντιστές, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους διάφορα μέρη της Συρίας, ιδίως το Χαλέπι, συμπιέστηκαν σταδιακά σε μια περιοχή. Οι τζιχαντιστικές ομάδες είναι τώρα συγκεντρωμένες κυρίως στην Ιντλίμπ, στη βορειοδυτική Συρία, στην κορυφή του στρατηγικής σημασίας αυτοκινητόδρομου Μ4 που οδηγεί από τη Λατάκια στη Σαρακίμπ.
Η Τουρκία όχι μόνο παρέχει τη σύνδεσή τους με τον έξω κόσμο, αλλά και προστατεύει τις τζιχαντιστικές ομάδες. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Τούρκων στρατιωτών μόνο στο βορειοδυτικό τμήμα της Συρίας ανέρχεται σε 15.000.
Οι πιθανοί στόχοι
Συζητείται δημοσίως ότι οι πιθανοί στόχοι της στρατιωτικής επιχείρησης αυτή τη φορά θα μπορούσαν να είναι η Άιν Ίσα, η Μανμπίτζ, το Ταλ Τεμίρ, το Ταλ Ριφάτ ή το Κομπάνι. Ο Ερντογάν είχε πρόσφατα συνομιλίες με τον Μπάιντεν και τον Πούτιν για να πάρει το πράσινο φως για την επιχείρηση. Αν και λέγεται πως σε καμία από τις δύο συναντήσεις δεν κατάφερε να πάρει τη συμφωνία που ήθελε, η κατάσταση παραμένει ασαφής. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι οι διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν αφορούν το Κομπάνι. Δεδομένου ότι όλες οι άλλες περιοχές που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι κρίσιμης στρατηγικής σημασίας για το συριακό καθεστώς και συνεπώς για τη Ρωσία, υπάρχει το σενάριο ότι ο Πούτιν μπορεί να δώσει στην Τουρκία το πράσινο φως για το Κομπάνι με σκοπό να διασφαλίσει ότι ο αυτοκινητόδρομος M4 στα νότια του Ιντλίμπ θα είναι υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του καθεστώτος.
Επιπλέον, υπάρχουν εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Πούτιν θέλει να προκαλέσει ρωγμή στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, δίνοντας το πράσινο φως σε μια επιχείρηση ενός μέλους του ΝΑΤΟ (Τουρκία) εναντίον δυνάμεων που υποστηρίζονται από ένα άλλο μέλος του ΝΑΤΟ (ΗΠΑ). Ήδη υπάρχουν προβλήματα μεταξύ των δύο κρατών του ΝΑΤΟ λόγω της αγοράς από την Τουρκία των ρωσικών πυραύλων S400 και της απομάκρυνσης της Τουρκίας από το πρόγραμμα των αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών F35.
Ο Ερντογάν χρειάζεται μια «νίκη»
Αν και το καθεστώς Ερντογάν έχει αυξήσει τη στρατιωτική του παρουσία σε χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν και η Λιβύη, είναι γεγονός ότι οι ιμπεριαλιστικές του φιλοδοξίες στη Συρία βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Ένα από τα πιο πιεστικά ερωτήματα που απασχολεί την τουρκική κοινή γνώμη σήμερα, είναι αν οι εκεί τζιχαντιστικές ομάδες θα κατακλύσουν την Τουρκία σε περίπτωση που το συριακό καθεστώς εκκαθαρίσει την Ιντλίμπ.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς βρίσκεται αντιμέτωπο με κοινωνική δυσαρέσκεια. Το κόστος διαβίωσης είναι ο βασικός παράγοντας που απασχολεί την καθημερινότητα της εργατικής τάξης.
Ως αποτέλεσμα της συνεχούς υποτίμησης της τουρκικής λίρας, των τεράστιων αυξήσεων στις τιμές βασικών προϊόντων όπως η ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο και ιδιαίτερα των αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων, το βιοτικό επίπεδο μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων έχει εμφανώς επιδεινωθεί. Η υποστήριξη προς το καθεστώς, το οποίο έχει ταυτίσει την ύπαρξή του με τη διαφθορά, τη φτώχεια και τις αστυνομικές απαγορεύσεις μειώνεται, ενώ η οργή απέναντί του αυξάνεται.
Σε προηγούμενες πολεμικές επιχειρήσεις ήταν σαφές ότι ο κυρίαρχος παράγοντας που καθόριζε τη στρατηγική του τουρκικού καθεστώτος ήταν η αντικουρδική πολιτική του. Αυτή τη φορά όμως, οι λόγοι πίσω από αυτήν είναι κυρίως εσωτερικοί. Πρώτα απ’ όλα, το καθεστώς αναμένει ότι οι μάζες θα βάλουν σε δεύτερη μοίρα τα κοινωνικά προβλήματα αν καταφέρει να καλλιεργήσει εθνικιστική ατμόσφαιρα και να ενισχύσει με αυτή την επιχείρηση τη δημαγωγία του.
Ταυτόχρονα, είναι μια προσπάθεια να σταματήσει η διαρροή εκλογικής υποστήριξης από τον κυβερνητικό συνασπισμό προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στις τελευταίες τοπικές εκλογές, το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ γνώρισε μεγάλη ήττα στις πιο σημαντικής πόλεις, με τις ψήφους των Κούρδων να πηγαίνουν σε υποψηφίους της αντιπολίτευσης. Αλλά τα κόμματα της αντιπολίτευσης (εκτός από το αριστερό φιλοκουρδικό HDP) ανταγωνίζονται τον συνασπισμό ΑΚΡ/ΜΗΡ στον εθνικισμό. Έτσι, ο Ερντογάν υπολογίζει ότι θα καταφέρει να αξιοποιήσει την πολεμοκαπηλεία με τρόπο που να κοστίσει περισσότερες κουρδικές ψήφους στην αντιπολίτευση παρά στον ίδιο.
Με μια «νίκη» στη Συρία, ο Ερντογάν ελπίζει να ανακτήσει μέρος της υποστήριξης που έχασε, υποστηρίζοντας ότι κατάφερε ένα πλήγμα στην «τρομοκρατία».
Αλλά οι προσπάθειες αυτές είναι μάταιες. Σε μια ατμόσφαιρα όπου το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται σε σαφή πτώση και το τέλος του μοιάζει σχεδόν βέβαιο, γίνεται καθαρό ότι αυτή η στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία αποτελεί μια προσπάθεια που μοναδικό στόχο έχει να παρατείνει τη ζωή του. Μια ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση θα αποσπάσει την προσοχή των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από την καθημερινότητά της για ένα διάστημα, αλλά σύντομα η επίδρασή της θα εξασθενίσει. Και τότε η ατζέντα θα αλλάξει ξανά: ανεργία, πληθωρισμός, χαμηλοί μισθοί, εκμετάλλευση και κοινωνική αδικία… Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επιχείρησης θα πολλαπλασιάσουν τα υπάρχοντα προβλήματα των εργαζομένων.
Εν κατακλείδι, αν και δεν είναι ακόμη σαφές αν το καθεστώς Ερντογάν θα προχωρήσει σε μια τέτοια επιχείρηση, είναι βέβαιο ότι αυτός και παρόμοιοι ελιγμοί δεν μπορούν να αποτρέψουν την αναπόφευκτη πορεία του προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας.