Ήδη από πριν τις εκλογές του Ιούλη και ακόμα περισσότερο μετά, αυτό το ερώτημα υπάρχει στη δημόσια συζήτηση. Πέρα από τις υπερβολές και τις διαστρεβλώσεις που δημιουργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρόκειται για ένα ερώτημα που φυσιολογικά απασχολεί σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν έχει μεν καμιά εμπιστοσύνη στο ΣΥΡΙΖΑ, βλέπει όμως να ξεδιπλώνεται η κατασταλτική ατζέντα της ΝΔ και σκέφτεται αν τελικά «με το ΣΥΡΙΖΑ ήταν καλύτερα».
Πόσο ίδιοι;
Η ΝΔ είναι το κατεξοχήν κόμμα της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Είναι αυτό που πάντα στήριζε η αστική τάξη και που έκανε τις «βρώμικες δουλειές» της. Είναι το κόμμα που στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», του «λιγότερου κράτους» και των «ιδιωτικών επενδύσεων» δεν δίσταζε να πάρει πολύ σκληρά μέτρα για τους εργαζόμενους. Και η καταστολή ερχόταν ως επακόλουθο αυτής της πολιτικής. Όλες οι κυβερνήσεις της δεξιάς από τη μεταπολίτευση και μετά έχουν σημαδευτεί από την έξαρση της κρατικής καταστολής, είτε μιλάμε για την κυβέρνηση Μητσοτάκη του ’90, είτε για την κυβέρνηση Καραμανλή (όπου είχαμε τη δολοφονία Γρηγορόπουλου), είτε για τη σημερινή. Και αν για τη ΝΔ τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα για τα πιο μαχητικά στρώματα των εργαζομένων, για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα που κάλυψε το πολιτικό κενό στην Αριστερά την περίοδο της κρίσης. Βασισμένος σε ένα ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο, στη στήριξη των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 2000 και των αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων, πρόβαλλε το σύνθημα της «κυβέρνησης της Αριστεράς» όταν το παλιό δικομματικό σύστημα ΠΑΣΟΚ & ΝΔ, υπεύθυνο 100% για τα -μέχρι τότε- μνημόνια, κατέρρευσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν ήταν διατεθειμένος να πάει την μάχη με το ελληνικό και ευρωπαϊκό κατεστημένο μέχρι το τέλος. Έτσι, οδηγήθηκε σε συνεχείς συμβιβασμούς και τελικά αφομοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας ήταν το καλοκαίρι του 2015, όπου μετέτρεψε το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ, ψήφισε και εφάρμοσε το 3ο μνημόνιο με απόλυτη συνέπεια προς τους (μέχρι τότε αντίπαλους του) δανειστές.
Ποια η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ;
Από το 2015 και μετά η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ αποκάλυψε πλήρως όλα τα όρια της ρεφορμιστικής πολιτικής του. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η καταστρατήγηση του ΟΧΙ και η εφαρμογή του 3ου μνημονίου ήταν μόνο η αρχή. Η άρνησή του τότε να εφαρμόσει μέχρι τέλους τις συνέπειες του ΟΧΙ και η απόφαση της ηγετικής του ομάδας να υποκύψει στους «δανειστές» άνοιξε το δρόμο για τη συνολική υποταγή του στο σύστημα. Αυτό έδειξε όλη η πορεία διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ:
- Εγκατέλειψε κινήματα τα οποία προ του 2015 υποστήριζε με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτά της Χαλκιδικής και του Ελληνικού. Στις Σκουριές συνέχισε να δίνει άδειες στην Eldorado και δεν ακύρωσε την «επένδυση» (ενώ δεν είχε σχέση με τα «προαπαιτούμενα»), ενώ στο Ελληνικό μόλις το Σεπτέμβρη ήταν ο Τσίπρας που πανηγύριζε ότι αυτός και η κυβέρνησή του έφεραν την «αξιοποίησή» του.
- Ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που έφερε τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στην Ελλάδα σε τόσο μεγάλη κλίμακα υπογράφοντας την παραχώρηση του 1/3 της επικράτειας στις πετρελαϊκές εταιρίες.
- Διατήρησε άθικτο όλο το αντεργατικό πλαίσιο των προηγούμενων κυβερνήσεων και συμβιβαζόμενος με την πολιτική των μνημονίων το πήγε ακόμα παραπέρα, περνώντας αντεργατικούς νόμους και χτυπώντας νομοθετικά τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.
- Προχώρησε σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιου πλούτου.
- Δεσμεύθηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου μεγέθους που μόνο με μια διαρκή πολιτική σκληρής λιτότητας μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Είναι ίδιοι;
Ήταν αυτό αρκετό για να μετατρέψει το ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της αστικής τάξης; Μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ η επιλογή να ψηφίσει μνημόνια και η πολιτική που εφάρμοσε σε ένα ισοδύναμο με τη ΝΔ πολιτικό κόμμα; Τους έκανε τελικά ίδιους;
Στο Ξεκίνημα δεν κάναμε την ανάλυση πως ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ταυτίζονται σε όλα τα επίπεδα. Και αυτό επειδή όντως υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα. Η πολιτική ανάλυση είναι σημαντικό να διακρίνει διαφορές εκεί που υπάρχουν για να είναι ακριβής στις εκτιμήσεις της. Από την άλλη βέβαια, είναι σημαντικό να μην χάνεται κανείς στην λεπτομέρεια και βλέποντας το δέντρο να χάνει το δάσος.
Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πραγματικότητα. Όπως πραγματικότητα είναι ότι αυτή η μετάλλαξη, σε συνδυασμό με την αδυναμία της υπόλοιπης Αριστεράς να καλύψει το πολιτικό κενό, δημιούργησαν απογοήτευση και κλίμα αποστράτευσης στα πιο μαχητικά στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 μπορεί να μην τον μετέτρεψε αυτόματα σε ταυτόσημο κόμμα με τη ΝΔ, ωστόσο είναι ένα κόμμα που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση της αφομοίωσης από το σύστημα με πολύ μεγάλη, πρωτοφανή ίσως για τα ιστορικά δεδομένα, ταχύτητα. Αυτό δείχνει όχι μόνο η πολιτική του πρακτική τα χρόνια που κυβέρνησε, αλλά και η αντιπολιτευτική του στάση σήμερα: ξεκομμένος από τους κοινωνικούς αγώνες, ακολουθεί την πολιτική του «ώριμου φρούτου» με μια χλιαρή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, περιμένοντας να έρθει η ώρα που η κυβέρνηση της ΝΔ θα φθαρεί στα μάτια της κοινωνίας και θα έρθει αυτός στη θέση της.
Η νέα κανονικότητα και ο ΣΥΡΙΖΑ
Μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές οι πολιτικοί εκπρόσωποι του συστήματος, οι μεγαλοδημοσιογράφοι και τα πολιτικά στελέχη πανηγυρίζουν για τη «νέα κανονικότητα» στην οποία μπήκε η ελληνική κοινωνία. Και έχουν δίκιο να χαίρονται γιατί αυτή η «νέα κανονικότητα» είναι πραγματικότητα, έστω και προσωρινά. Η κοινωνικοί αγώνες έχουν περιοριστεί, οι εργατικές διεκδικήσεις είναι μικρής έντασης, οι λαϊκές κινητοποιήσεις σποραδικές, η κοινωνία φαίνεται να έχει εν πολλοίς αποδεχτεί την πραγματικότητα των μνημονίων και με τη λογική της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative- «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική»). Αυτή η “νέα κανονικότητα” όμως είναι και η μεγαλύτερη προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην άρχουσα τάξη. Η συνθηκολόγησή του με το σύστημα και την ΕΕ έβαλε τη σφραγίδα της σε μια περίοδο ύφεσης του κινήματος, σε μια γενιά αγωνιστών που αρχικά πίστεψαν στην ανατροπή και τελικά απογοητεύθηκαν. Και είναι με αυτή την έννοια που ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε το δρόμο στο Μητσοτάκη: έσπειρε την απογοήτευση, ξεπούλησε τους αγώνες και τα οράματα της Αριστεράς, έδωσε τροφή σε όσους λένε ότι «δεν αξίζει να αγωνίζεσαι» και ότι «τελικά όλοι ίδιοι είναι». Και με αυτό τον τρόπο άνοιξε τον δρόμο σε μια ΝΔ που σε κάποια φάση μέσα στην κρίση βρέθηκε εντελώς απαξιωμένη και με την πλάτη στον τοίχο, να επανέλθει στο προσκήνιο.
Αυτό είναι κάτι που ο κόσμος της Αριστεράς δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχωρήσει στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιες οι διαφορές;
Οι διαφορές των δύο κομμάτων είναι δύσκολο να εντοπιστούν στα «κεντρικά» ζητήματα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι υπερασπιστές του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρηματολογούν στη βάση του «τελικά είχαμε δίκιο – δεν είμαστε ίδιοι» επικεντρώνουν σε πολύ συγκεκριμένα σημεία. Τα δικαιώματα, την καταστολή, το προσφυγικό. Όχι στο περιβάλλον για παράδειγμα όπου η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εγκληματική.
Και όντως στα «δικαιωματικά» ζητήματα υπάρχουν διαφορές. Ο ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε για παράδειγμα υπέρ του δικαιώματος για σύμφωνο συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών. Πρόσφατα ψήφισε (σε αντίθεση με τη ΝΔ) υπέρ της προτεινόμενης αλλαγής στο άρθρο 5 του Συντάγματος, που προέβλεπε την προσθήκη αναφοράς στην άρση των διακρίσεων με βάση το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, την αναπηρία, κα.
Παρόλα αυτά ακόμα και στα δημοκρατικά δικαιώματα, στην καταστολή, στο προσφυγικό τα όρια μπαίνουν από το ίδιο το πολιτικό σύστημα που ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν θέλησε να αγγίξει. Όση παραπάνω ευαισθησία και αν επιδεικνύαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για τους πρόσφυγες, ήταν αυτοί που υπέγραψαν τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και έφτιαξαν στρατόπεδα τύπου Μόριας. Όσο και αν αντιδρούν κάποια στελέχη του στην καταστολή των ΜΑΤ, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που αρνήθηκε να ξεκινήσει μια διαδικασία εκδημοκρατισμού και κοινωνικού ελέγχου της αστυνομίας και των σωμάτων ασφαλείας. Και όσο και αν υπερασπίζονται τα δημοκρατικά δικαιώματα η πραγματικότητα είναι ότι τα όρια της παρέμβασής του ο ΣΥΡΙΖΑ τα καθόρισε η υποχώρηση σε κάθε πίεση της Εκκλησίας.
Ποιο είναι το μέτρο της διαφοράς των δύο;
Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα (και πρέπει να τα πάρουμε), το μέτρο της διαφοράς των δύο κομμάτων το βάζει πλέον και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον το κόμμα της «ριζοσπαστικής Αριστεράς και των κινημάτων» που ήταν τη δεκαετία του 2000. Δεν είναι καν το «αντιμνημονιακό» κόμμα που υπήρξε μέχρι το 2015. Είναι, με εξαγγελία της ηγετικής του ομάδας, το κόμμα της «Προοδευτικής Συμμαχίας».
Πρακτικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει ο «δεύτερος» πόλος του συστήματος. Είναι το αριστερό δεκανίκι, αυτό με τις μεγαλύτερες ευαισθησίες στα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, αυτό που εφαρμόζει μια πολιτική που «δεν πιστεύει», όπως κατά καιρούς έλεγαν τα στελέχη του την περίοδο που βρισκόταν στην διακυβέρνηση. Αλλά παραμένει ο δεύτερος πόλος του ίδιου συστήματος και αυτό δεν είναι κάτι παράδοξο. Το είδαμε τις προηγούμενες δεκαετίες στην Ελλάδα με το ΠΑΣΟΚ σε αυτό το ρόλο. Το βλέπουμε στην Ευρώπη με τα δίπολα Προοδευτικών (Σοσιαλδημοκρατικών) – Συντηρητικών (Χριστιανοδημοκρατών). Το βλέπουμε στις ΗΠΑ με το δίπολο Δημοκρατών – Ρεπουμπλικάνων. Δεν είναι τα ίδια ακριβώς κόμματα, ανήκουν όμως στην ουσία στο ίδιο στρατόπεδο. Και τα δύο με τον τρόπο τους στηρίζουν την διατήρηση του συστήματος. Και φυσικά κάτι σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί και τα καταφέρνει να πάρει το ρόλο της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο του νεοφιλελεύθερου εκφυλισμού της.
Ποιο είναι το ερώτημα
Το ερώτημα αν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι ίδιοι δεν υπάρχει κανένας λόγος ο κόσμος της Αριστεράς να το αποφεύγει. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα, αν και βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Την ίδια ώρα όμως πρέπει εμείς να αντιστρέψουμε το ερώτημα.
Σημασία δεν έχει αν είναι «ακριβώς» ίδιοι, αλλά με ποιο τρόπο θα ανατρέψουμε τις μνημονιακές πολιτικές, με ποιο τρόπο θα υπερασπιστούμε τα δημοκρατικά δικαιώματα για Έλληνες και μετανάστες, με ποιο τρόπο θα προστατέψουμε το περιβάλλον που ζούμε. Η απάντηση σε αυτό φυσικά δεν είναι εύκολη.
Χρειάζεται να χτίσουμε αυτές τις οργανώσεις και συλλογικότητες που θα σταθούν αποφασιστικά δίπλα στις εργατικές και νεολαιίστικες διεκδικήσεις και που την κρίσιμη στιγμή δεν θα διστάσουν να ακολουθήσουν το δρόμο της σύγκρουσης με αυτό το σύστημα που καθηλώνει τον κόσμο της εργασίας, καταστρέφει το περιβάλλον και στερεί από την κοινωνία τα πιο αυτονόητα δημοκρατικά δικαιώματα.