Ρόζα Λούξεμπουργκ: Η πολιτοφυλακή και ο μιλιταρισμός

Στο έργο της Ρόζας Λούξεμπουργκ αφιερώνεται ο νέος τόμος 34 της Μαρξιστικής Σκέψης. Περιλαμβάνει κείμενα της μεγάλης επαναστάτριας από την περίοδο 1893-1905. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια επίκαιρη ανάλυσή της για το μιλιταρισμό, δημοσιευμένη στα 1899, ακριβώς την περίοδο που ξεκινούσε η άνοδος του ιμπεριαλισμού, οδηγώντας σε μια αλματώδη αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες (σελ. 117-133 της έκδοσης). Η Λούξεμπουργκ ασκεί μια συντριπτική κριτική στους οπορτουνιστές της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας όπως ο Μαξ Σίπελ, που υποστήριζαν ότι ο μιλιταρισμός συνεισφέρει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μπορεί να είναι αποδεκτός από το κίνημα της εργατικής τάξης. Ανασκευάζοντας πειστικά τα επιχειρήματά τους, τους αντιπαραθέτει το αίτημα της πολιτοφυλακής, του εξοπλισμού του λαού για αμυντικούς σκοπούς.

της Ρόζας Λούξεμπουργκ

Ι

Αυτή δεν είναι η πρώτη, και ελπίζω ούτε η τελευταία φορά, που ακούγονται κριτικές φωνές σχετικά με συγκεκριμένα σημεία του προγράμματος και της τακτικής μας από τις γραμμές του κόμματος. Αυτό από μόνο του δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί στο μέγιστο. Ωστόσο, το πιο σημαντικό είναι πώς γίνεται η κριτική και με αυτό δεν εννοούμε τον «τόνο» που δυστυχώς έχει γίνει της μόδας να χρησιμοποιείται στο κόμμα καλώντας για ανάταση χεριών σε κάθε περίσταση. Μάλλον, εννοούμε κάτι πολύ πιο σημαντικό – τη γενική βάση της κριτικής, τη συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση που εκφράζεται στην κριτική.

Στην πραγματικότητα, η σταυροφορία του Ίσεγκριμ-Σίπελ1 ενάντια στο αίτημά μας για πολιτοφυλακή και υπέρ του μιλιταρισμού στηρίζεται σε μια πολύ συνεπή κοινωνικοπολιτική κοσμοθεώρηση.

Η πιο γενική άποψη στην οποία ο Σίπελ στηρίζει την υπεράσπιση του μιλιταρισμού είναι η πίστη του στην αναγκαιότητα αυτού του στρατιωτικού συστήματος. Χρησιμοποιώντας όλα τα πιθανά επιχειρήματα τεχνικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, καταδεικνύει την απόλυτη αναγκαιότητα ενός μόνιμου στρατού. Και από μια συγκεκριμένη άποψη έχει δίκιο. Ο μόνιμος στρατός και ο μιλιταρισμός είναι πράγματι αναγκαίοι – αλλά για ποιον; Για τις σημερινές άρχουσες τάξεις και τις σύγχρονες κυβερνήσεις. Τώρα τι άλλο μπορεί να συμπεράνει κανείς από αυτό εκτός από ότι, από την ταξική σκοπιά της σημερινής κυβέρνησης και των κυρίαρχων τάξεων, η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η εισαγωγή της πολιτοφυλακής, δηλαδή ο εξοπλισμός του λαού, πρέπει να φαίνεται ότι είναι αδύνατη, ένας παραλογισμός; Και αν ο Σίπελ, από την πλευρά του, θεωρεί την πολιτοφυλακή ως αδύνατη και παράλογη, τότε αποκαλύπτει μόνο ότι ο ίδιος συμμερίζεται την αστική άποψη στο ζήτημα του μιλιταρισμού και ότι το βλέπει με τα μάτια της καπιταλιστικής κυβέρνησης ή των αστικών τάξεων. Αυτό αποδεικνύεται επίσης ξεκάθαρα σε κάθε μεμονωμένο επιχείρημά του. Ισχυρίζεται ότι ο εξοπλισμός όλων των πολιτών με όπλα, που αποτελεί βασικό δόγμα του συστήματος πολιτοφυλακής, θα ήταν αδύνατος επειδή δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα γι’ αυτό. «Ο πολιτισμός υποφέρει αρκετά όπως είναι», λέει. Βασίζει το επιχείρημά του απλώς στη σημερινή πρωσογερμανική δημόσια οικονομία· δεν μπορεί να φανταστεί μια διαφορετική οικονομία, για παράδειγμα μια που χρησιμοποιεί την προοδευτική φορολόγηση της καπιταλιστικής τάξης για τη χρηματοδότηση του συστήματος πολιτοφυλακής.

Ο Σίπελ θεωρεί τη στρατιωτική εκπαίδευση των νέων –ένα άλλο βασικό δόγμα του συστήματος πολιτοφυλακής– ως ανεπιθύμητη, επειδή, λέει, οι υπαξιωματικοί ως στρατιωτικοί εκπαιδευτές θα ασκούσαν την πιο φθοροποιό επιρροή στη νεολαία. Εδώ, βέβαια, στηρίζει το επιχείρημά του στο σημερινό Πρώσο υπαξιωματικό του στρατώνα και απλά τον επεκτείνει ως παιδαγωγό της νεότητας στο φανταστικό του σύστημα πολιτοφυλακής. Η άποψη του Σίπελ για την κατάσταση είναι μια ζωντανή υπενθύμιση του καθηγητή Γιούλιους Βολφ2, ο οποίος βλέπει μια σημαντική αντίρρηση για την κοινωνική τάξη του σοσιαλισμού στο ότι υπό την κυριαρχία του, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το γενικό επιτόκιο θα ανέβαινε…

Ο Σίπελ θεωρεί ότι ο μιλιταρισμός της σημερινής εποχής είναι οικονομικά απαραίτητος επειδή «ανακουφίζει» την οικονομική πίεση στην κοινωνία. Ο Κάουτσκι καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μαντέψει πώς ο σοσιαλδημοκράτης Σίπελ, μπορούσε να συλλάβει ότι αυτός ο μιλιταρισμός θα μπορούσε να «απελευθερώσει» την πίεση. Στη συνέχεια, ο Κάουτσκι συνοδεύει κάθε πιθανή εξήγηση με μια εξαιρετική κατάρριψη. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Σίπελ δεν ανέλαβε το θέμα ως σοσιαλδημοκράτης, ούτε από την άποψη των εργαζομένων. Όταν μιλά για «απελευθέρωση» της πίεσης, είναι προφανές ότι σκέφτεται τον καπιταλισμό. Και σε αυτό φυσικά έχει δίκιο: για τον καπιταλισμό, μια από τις σημαντικότερες μορφές επενδύσεων είναι ο μιλιταρισμός· από την άποψη του καπιταλισμού, ο μιλιταρισμός είναι πράγματι μια «απελευθέρωση» πίεσης. Το ότι ο Σίπελ μιλά εδώ ως πραγματικός υπέρμαχος των συμφερόντων του καπιταλισμού αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι έχει βρει μια κατάλληλη αυθεντία για να τον υποστηρίξει σε αυτό το σημείο.

«Ισχυρίζομαι, κύριοι», είπε κάποιος στη σύνοδο του Ράιχσταγκ στις 12 Ιανουαρίου 1899, «ότι είναι εντελώς λανθασμένο να λέμε ότι τα χρέη δύο εκατομμυρίων του Ράιχ αφορούν μόνο μη παραγωγικές δαπάνες και ότι αυτά δεν αντισταθμίζονται από παραγωγικό εισόδημα οποιουδήποτε είδους. Ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει επένδυση πιο παραγωγική από τις δαπάνες για το στρατό». Ασφαλώς, τα πρακτικά εκείνης της συνεδρίας αναφέρουν «Μειδιάματα στα αριστερά»… Ο ομιλητής ήταν ο βαρόνος φον Στουμ3.

Είναι χαρακτηριστικό όλων των ισχυρισμών του Σίπελ ότι όχι μόνο είναι εγγενώς λανθασμένοι, αλλά βασίζονται επίσης στις προοπτικές της αστικής κοινωνίας. Έτσι, εξεταζόμενα από σοσιαλδημοκρατική άποψη, όλα όσα λέει ο Σίπελ φαίνεται να είναι ανάποδα: ο μόνιμος στρατός είναι απαραίτητος, ο μιλιταρισμός είναι οικονομικά επωφελής, η πολιτοφυλακή είναι ανέφικτη κ.λπ.

Εντυπωσιάζεται κανείς από την ομοιότητα μεταξύ της προοπτικής του Σίπελ στο ζήτημα του μιλιταρισμού και της στάσης του σε ένα άλλο σημαντικό ζήτημα του πολιτικού αγώνα, δηλαδή την τελωνειακή πολιτική.

Πρώτο, και το πιο εντυπωσιακό, βρίσκουμε στην αντιμετώπιση και των δύο ζητημάτων μια άρνηση αναγνώρισης της σύνδεσής τους με τις θέσεις στο θέμα της δημοκρατίας και της αντίδρασης. Αν πιστέψουμε τη διάλεξη του Σίπελ στη Συνδιάσκεψη του Κόμματος στη Στουτγάρδη, ο ισχυρισμός ότι το ελεύθερο εμπόριο ταυτίζεται με την πρόοδο και ότι οι προστατευτικοί δασμοί ταυτίζονται με την αντίδραση είναι λάθος. Η μακρά και ευρεία ιστορική εμπειρία, συνεχίζει, αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς κάλλιστα να είναι ταυτόχρονα ελεύθερος έμπορος και αντιδραστικός ή, από την άλλη, υποστηρικτής των προστατευτικών δασμών και ένθερμος φίλος της δημοκρατίας. Ενημερωνόμαστε τώρα, με σχεδόν τα ίδια λόγια, ότι: «Υπάρχουν λάτρεις της πολιτοφυλακής που ταλαιπωρούν την εργασιακή μας ζωή με ατελείωτες διαταραχές και διακοπές, και οι ίδιοι επιδιώκουν να μεταμοσχεύσουν τη νοοτροπία του υπαξιωματικού στα αγόρια και τα μικρά παιδιά μας ως τις χαμηλότερες σχολικές τάξεις – που είναι πολύ χειρότερη από το σημερινό μιλιταρισμό. Υπάρχουν αντίπαλοι της πολιτοφυλακής που είναι θανάσιμοι εχθροί για κάθε επέκταση αυτού του είδους στρατιωτικής εισβολής και επίταξης» [Die Neue Zeit (1898-99), 580-81].

Το γεγονός ότι σε αυτά, όπως σε όλα τα ζητήματα, οι αστοί πολιτικοί δεν υιοθετούν μια θέση βασισμένη σε αρχές, ότι ακολουθούν μια πολιτική οπορτουνισμού, οδηγεί τον σοσιαλδημοκράτη Σίπελ, στο συμπέρασμα ότι και αυτός έχει το ίδιο δικαίωμα. Συνεπώς, αναγκαστικά αποτυγχάνει να εκτιμήσει τον εσωτερικό αντιδραστικό πυρήνα των προστατευτικών δασμών και του μιλιταρισμού, και, αντίστροφα, την προοδευτική σημασία του ελεύθερου εμπορίου και της πολιτοφυλακής· δηλαδή, αδυνατεί επίσης να υιοθετήσει μια θέση βασισμένη σε αρχές για τα δύο ζητήματα.

Δεύτερο, βρίσκουμε στη θέση του και στα δύο ζητήματα μια αντίθεση στα ατομικά δεινά που εμπλέκονται στην πολιτική των προστατευτικών δασμών και του μιλιταρισμού, μαζί με μια αποφασιστική άρνηση να καταπολεμήσουμε και τα δύο φαινόμενα στο σύνολό τους. Στη διάλεξη του Σίπελ στη Στουτγάρδη ενημερωθήκαμε για την αναγκαιότητα καταπολέμησης των υπερβολικών ατομικών προστατευτικών δασμών, αλλά ταυτόχρονα μας προειδοποίησε να μη «δεσμευτούμε», να μη «δένουμε τα χέρια μας», πράγμα που σήμαινε να μην αντιτασσόμαστε πάντα και παντού στους προστατευτικούς δασμούς. Τώρα πληροφορούμαστε ότι, αν και ο Σίπελ δεν θα απέρριπτε τον «αγώνα, που διεξήχθη στο κοινοβούλιο και μέσω προπαγάνδας, ενάντια σε συγκεκριμένες στρατιωτικές απαιτήσεις» [Sozialistische Monatshefte, Νοέμβριος 1898, σ. 495], προειδοποιεί να μην «ληφθούν καθαρά εξωτερικά τυχαία περιστατικά» και πολύ συμπτωματικές, αλλά ομολογουμένως και πολύ εμφανείς αντιδράσεις (του μιλιταρισμού) στις υπόλοιπες κοινωνικές σφαίρες να είναι η ουσία και ο πυρήνας του μιλιταρισμού» [Die Neue Zeit (1 αρ.19)].

Τρίτο και τελευταίο, το θεμέλιο των δύο απόψεων που προαναφέρθηκαν είναι και στις δύο περιπτώσεις η αξιολόγηση των φαινομένων αποκλειστικά από την άποψη της προηγούμενης αστικής ανάπτυξης, δηλαδή από την ιστορικά εξαρτημένη προοδευτική τους όψη, αγνοώντας εντελώς περαιτέρω επικείμενες εξελίξεις που αποκαλύπτουν την αντιδραστική τους όψη. Για τον Σίπελ ο προστατευτικός δασμός παραμένει αυτό που ήταν την εποχή του μακαρίτη Φρίντριχ Λιστ4, πριν από περισσότερο από μισό αιώνα: μια μεγάλη πρόοδος πέρα από τον μεσαιωνικό-φεουδαρχικό οικονομικό κατακερματισμό της Γερμανίας. Το ότι σήμερα το καθολικό ελεύθερο εμπόριο αντιπροσωπεύει ήδη την ίδια αναγκαία εξέλιξη πέρα από την εθνική οικονομική δομή σε μια ενιαία παγκόσμια οικονομία, καθιστώντας έτσι αντιδραστικούς τους σημερινούς δασμολογικούς φραγμούς – αυτό το γεγονός, όσον αφορά τον Σίπελ, δεν υπάρχει.

Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα του μιλιταρισμού. Ακόμα το προσεγγίζει από την άποψη ότι είναι το ίδιο μεγάλο βήμα μπροστά όπως ήταν ο μόνιμος στρατός που βασίστηκε στην καθολική και υποχρεωτική στρατολογία έναντι του πρώην μισθοφορικού στρατού και του φεουδαρχικού στρατού. Όμως εδώ η ανάπτυξη σταματά σε ό, τι αφορά τον Σίπελ· η ιστορία δεν προχωρά πέρα από το μόνιμο στρατό, εκτός από μια περαιτέρω επέκταση της καθολικής στρατολογίας.

Ποια είναι λοιπόν η σημασία αυτών των χαρακτηριστικών θέσεων που υιοθετεί ο Σίπελ τόσο για τα δασμολογικά όσο και για τα στρατιωτικά ζητήματα; Υποδηλώνουν, πρώτον, μια πολιτική ad hoc και όχι πολιτική βασισμένη σε αρχές. Δεύτερον, και σε σύνδεση με αυτό, επιτίθενται απλώς στις καταχρήσεις των τιμολογιακών και στρατιωτικών συστημάτων και όχι στο ίδιο το σύστημα. Τι είναι όμως αυτή η πολιτική εκτός από τον οικείο μας γνώριμο από την πρόσφατη κομματική ιστορία – τον οπορτουνισμό;

Και πάλι η «πρακτική πολιτική» γιορτάζει το θρίαμβό της στην ανοικτή αποποίηση της αρχής της πολιτοφυλακής από τον Ίσεγκριμ-Σίπελ, ενός από τα βασικά σημεία σε ολόκληρο το πολιτικό μας πρόγραμμα. Από την πλευρά του κόμματος, η πραγματική σημασία της εμφάνισης του Σίπελ βρίσκεται εδώ. Αυτή η πιο πρόσφατη σοσιαλδημοκρατική διακήρυξη υπέρ του μιλιταρισμού μπορεί να κριθεί και να αξιολογηθεί σωστά μόνο σε σχέση με όλο αυτό το ρεύμα και από την άποψη των γενικών θεμελίων και συνεπειών του οπορτουνισμού.

ΙΙ

Το πιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της οπορτουνιστικής πολιτικής είναι ότι οδηγεί πάντα και με συνέπεια στη θυσία του τελικού στόχου του κινήματος, δηλαδή της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, στα πιο άμεσα, πράγματι φανταστικά συμφέροντά του. Ότι αυτό συμβαίνει με την πολιτική του Σίπελ μπορεί να αποδειχθεί με σαφήνεια από ένα από τα βασικά του δόγματα στο ζήτημα του μιλιταρισμού. Ο πιο σημαντικός οικονομικός λόγος που, σύμφωνα με τον Σίπελ, μας υποχρεώνει να διατηρήσουμε το σύστημα του μιλιταρισμού είναι ότι αυτό το σύστημα είναι μια «απελευθέρωση» της οικονομικής πίεσης στην κοινωνία. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι αυτός ο περίεργος ισχυρισμός αγνοεί τα πιο απλά οικονομικά δεδομένα. Αντίθετα, ας υποθέσουμε για μια στιγμή, για να χαρακτηρίσουμε αυτή την άποψη, ότι αυτός ο παράλογος ισχυρισμός είναι αληθινός, ότι ο μιλιταρισμός στην πραγματικότητα «απελευθερώνει» την πίεση στην κοινωνία που δημιουργείται από τις πλεονάζουσες παραγωγικές δυνάμεις.

Πώς μπορεί αυτό το φαινόμενο να λειτουργεί για λογαριασμό της εργατικής τάξης; Φαινομενικά με τέτοιο τρόπο ώστε να απαλλαγεί από ένα μέρος του εφεδρικού στρατού της, δηλαδή εκείνων που μειώνουν τους μισθούς, μέσω της διατήρησης ενός μόνιμου στρατού· με τον τρόπο αυτό βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας της. Και τι σημαίνει αυτό; Μόνο αυτό: για να μειωθεί η προσφορά στην αγορά εργασίας, για να περιοριστεί ο ανταγωνισμός, ο εργάτης καταρχάς δίνει ένα μέρος του μισθού του υπό μορφή έμμεσων φόρων για να διατηρήσει τους ανταγωνιστές του ως στρατιώτες. Δεύτερον, μετατρέπει τον ανταγωνιστή του σε ένα όργανο με το οποίο το καπιταλιστικό κράτος μπορεί να συγκρατήσει και, αν χρειαστεί, να καταστείλει αιματηρά, κάθε κίνημα που κάνει για να βελτιώσει την κατάστασή του (απεργίες, συνασπισμοί κ.λπ.)· και έτσι αυτό το όργανο μπορεί να ματαιώσει την ίδια βελτίωση στην κατάσταση των εργαζομένων για την οποία, σύμφωνα με τον Σίπελ, ο μιλιταρισμός ήταν απαραίτητος. Τρίτο, ο εργάτης καθιστά αυτό τον ανταγωνιστή τον πιο σταθερό πυλώνα της πολιτικής αντίδρασης στο κράτος και επομένως της δικής του δουλείας.

Με άλλα λόγια, αποδεχόμενος το μιλιταρισμό, ο εργάτης εμποδίζει τους μισθούς του να μειωθούν κατά ένα ορισμένο ποσό, αλλά σε αντάλλαγμα στερείται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα να αγωνίζεται συνεχώς για αύξηση του μισθού του και βελτίωση της κατάστασής του. Κερδίζει ως πωλητής της εργασίας του, αλλά ταυτόχρονα χάνει την πολιτική του ελευθερία κινήσεων ως πολίτη, οπότε πρέπει τελικά να χάσει και ως πωλητής της εργασίας του. Αφαιρεί έναν ανταγωνιστή από την αγορά εργασίας μόνο για να δει στη θέση του έναν υπερασπιστή της μισθωτής δουλείας του· εμποδίζει τη μείωση των μισθών του μόνο για να διαπιστώσει ότι μειώνονται οι προοπτικές μόνιμης βελτίωσης της κατάστασής του και της τελικής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής απελευθέρωσής του. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της «απελευθέρωσης» της οικονομικής πίεσης στην εργατική τάξη που επιτυγχάνεται από το μιλιταρισμό. Εδώ, όπως σε όλες τις οπορτουνιστικές πολιτικές καιροσκοπίες, βλέπουμε τους μεγάλους σκοπούς της σοσιαλιστικής χειραφέτησης να θυσιάζονται για μικρά πρακτικά συμφέροντα της στιγμής, επιπλέον συμφέροντα τα οποία, όταν εξετάζονται πιο προσεκτικά, αποδεικνύονται ουσιαστικά απατηλά.

Ανακύπτει, ωστόσο, το ερώτημα πώς καταλήγει ο Σίπελ στη φαινομενικά παράλογη ιδέα του να δηλώσει ότι, ακόμη και από την πλευρά της εργατικής τάξης, ο μιλιταρισμός είναι μια «απελευθέρωση». Ας θυμηθούμε πώς εμφανίζεται το ίδιο ζήτημα από την άποψη του καπιταλισμού. Έχουμε αποδείξει ότι για τον καπιταλισμό, ο μιλιταρισμός δημιουργεί το πιο κερδοφόρο και απαραίτητο είδος επένδυσης. Τώρα είναι προφανές ότι τα ίδια χρήματα που αποκτά η κυβέρνηση μέσω φορολογίας εξυπηρετούν τη διατήρηση του μιλιταρισμού. Αν είχαν παραμείνει στα χέρια του λαού, ωστόσο, θα αντιπροσώπευαν μια αυξημένη ζήτηση για τρόφιμα· ή, αν το κράτος χρησιμοποιούσε αυτά τα χρήματα σε μεγαλύτερη κλίμακα για πολιτιστικούς σκοπούς, θα είχε δημιουργηθεί αντίστοιχη ζήτηση για κοινωνικά έργα. Είναι επίσης προφανές ότι ο μιλιταρισμός δεν είναι σε καμία περίπτωση «απελευθέρωση» πίεσης στην κοινωνία ως όλο. Αυτό το ζήτημα παίρνει μια διαφορετική όψη μόνο από την άποψη του καπιταλιστικού κέρδους, από την άποψη του επιχειρηματία. Για τους καπιταλιστές, υπάρχει πράγματι μια διαφορά ως προς το αν μια συγκεκριμένη ζήτηση για προϊόντα προέρχεται από απομονωμένους ιδιώτες αγοραστές ή από το κράτος. Η ζήτηση του κράτους διακρίνεται από το γεγονός ότι είναι βέβαιη, ότι παραγγέλνει σε τεράστιες ποσότητες και ότι η τιμή του είναι ευνοϊκή για τον προμηθευτή και συνήθως μονοπωλιακή – όλα αυτά καθιστούν το κράτος τον πιο επιθυμητό πελάτη και καθιστούν τον εφοδιασμό του την πιο δελεαστική επιχείρηση για τον καπιταλισμό.

Αλλά αυτό που καθιστά ιδιαίτερα τον εφοδιασμό του στρατού ουσιωδώς πιο κερδοφόρο από, για παράδειγμα, τις κρατικές δαπάνες για πολιτιστικούς σκοπούς (σχολεία, δρόμους κ.λπ.), είναι οι αδιάκοπες τεχνικές καινοτομίες του στρατού και η αδιάκοπη αύξηση των δαπανών του. Ο μιλιταρισμός αντιπροσωπεύει έτσι μια ανεξάντλητη, και μάλιστα όλο και πιο προσοδοφόρα, πηγή καπιταλιστικού κέρδους και αυξάνει το κεφάλαιο σε μια κοινωνική δύναμη του μεγέθους που αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο, για παράδειγμα, στις επιχειρήσεις του Κρουπ και του Στουμ. Ο μιλιταρισμός –που για την κοινωνία στο σύνολό της αντιπροσωπεύει μια εντελώς παράλογη οικονομική σπατάλη τεράστιων παραγωγικών δυνάμεων– και που για την εργατική τάξη σημαίνει μείωση του βιοτικού επιπέδου της με στόχο την υποδούλωσή της κοινωνικά – είναι για την καπιταλιστική τάξη οικονομικά το πιο δελεαστικό, αναντικατάστατο είδος επένδυσης και πολιτικά και κοινωνικά η καλύτερη υποστήριξη για την ταξική τους κυριαρχία. Επομένως, όταν ο Σίπελ δηλώνει αίφνης το μιλιταρισμό ως μια απαραίτητη «απελευθέρωση» της οικονομικής πίεσης, όχι μόνο προφανώς συγχέει τα συμφέροντα της κοινωνίας με τα καπιταλιστικά συμφέροντα, κατ’ αυτό τον τρόπο –όπως είπαμε εξαρχής– υιοθετώντας την αστική άποψη, αλλά βασίζει επίσης το επιχείρημά του στην αρχή της αρμονίας συμφερόντων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας υποθέτοντας ότι κάθε οικονομικό πλεονέκτημα για τον επιχειρηματία είναι αναγκαστικά πλεονέκτημα και για τον εργάτη.

Ο Σίπελ υιοθετεί την ίδια οικεία οπτική στο ζήτημα των δασμών. Και εδώ, τάχθηκε καταρχήν υπέρ του προστατευτικού δασμού, καθώς, όπως ισχυρίζεται, επιθυμεί να προστατεύσει τον εργάτη ως παραγωγό από τον καταστροφικό ανταγωνισμό της ξένης βιομηχανίας. Σε αυτή την πολιτική, όπως και στο στρατιωτικό προϋπολογισμό, βλέπει τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα του εργάτη και παραβλέπει τα άλλα κοινωνικά του συμφέροντα που συνδέονται με τη γενική κοινωνική πρόοδο προς το ελεύθερο εμπόριο ή προς την κατάργηση του μόνιμου στρατού. Και στις δύο περιπτώσεις, υποθέτει άκριτα ότι το συμφέρον του κεφαλαίου είναι επίσης το άμεσο οικονομικό συμφέρον της εργασίας, καθώς πιστεύει ότι όλα όσα είναι πλεονεκτικά για τον επιχειρηματία είναι επίσης συμφερτικά για τον εργάτη. Να θυσιάζουμε τους τελικούς σκοπούς του κινήματος στην πρακτική και στιγμιαία επιτυχία και να αξιολογούμε τα πρακτικά μας συμφέροντα από την άποψη μιας αρμονίας συμφερόντων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας – αυτές οι δύο αρχές είναι πράγματι αλληλένδετες αρμονικά, γιατί αποτελούν την ουσία όλων των οπορτουνιστικών πολιτικών.

Εκ πρώτης όψης μπορεί να εκπλαγεί κανείς που ένας υποστηρικτής αυτής της πολιτικής βρίσκει δυνατό να επικαλεστεί τους συντάκτες του προγράμματος της σοσιαλδημοκρατίας και με κάθε σοβαρότητα (αφού η αυθεντία του στο στρατιωτικό ζήτημα είναι ο βαρόνος φον Στουμ) να θεωρήσει τον Φρίντριχ Ένγκελς ως αυθεντία του στο ίδιο ζήτημα. Ο Σίπελ παριστάνει ότι συμμερίζεται την ενόραση του Ένγκελς για την ιστορική αναγκαιότητα και την ιστορική ανάπτυξη του μιλιταρισμού. Αυτό, ωστόσο, αποδεικνύει μόνο για άλλη μια φορά ότι, όπως και πριν με την κακώς αφομοιωμένη χεγκελιανή διαλεκτική, τώρα και η κακώς αφομοιωμένη μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας οδηγεί στην πιο απελπιστική σύγχυση στο κεφάλι κάποιου. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι τόσο η διαλεκτική μέθοδος γενικά όσο και η υλιστική φιλοσοφία της ιστορίας ειδικότερα, όσο επαναστατικές και αν είναι, αν κατανοούνται σωστά, παράγουν επικίνδυνα αντιδραστικές συνέπειες τη στιγμή που κατανοούνται λανθασμένα. Αν διαβάσει κανείς τα αποσπάσματα του Σίπελ από τον Ένγκελς, ειδικά εκείνα του Αντί-Ντίρινγκ, σχετικά με την ανάπτυξη του στρατιωτικού συστήματος σε σημείο που να διαλύεται και να γίνεται λαϊκός στρατός, είναι εκ πρώτης όψης ασαφές πού βρίσκεται στην πραγματικότητα η διαφορά μεταξύ του Σίπελ και της συνηθισμένης ερμηνείας του ζητήματος από το κόμμα. Θεωρούμε το μιλιταρισμό στην ουσία του ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο προϊόν της κοινωνικής ανάπτυξης – το ίδιο και ο Σίπελ. Πιστεύουμε ότι η περαιτέρω ανάπτυξη του μιλιταρισμού οδηγεί στο λαϊκό στρατό – το ίδιο και ο Σίπελ. Πού είναι τότε η διαφορά που μπορεί να οδηγεί τον Σίπελ στην αντιδραστική του αντίθεση στο αίτημά μας για μια πολιτοφυλακή; Η απάντηση είναι πολύ απλή: ενώ εμείς συμμεριζόμαστε την άποψη του Ένγκελς ότι η λογική της ανάπτυξης του μιλιταρισμού στην πολιτοφυλακή πρέπει να συνεπάγεται τη διάλυση του μιλιταρισμού, ο Σίπελ πιστεύει ότι ο λαϊκός στρατός του μέλλοντος θα αναπτυχθεί από μόνος του, «από μέσα» από το σημερινό στρατιωτικό σύστημα. Ενώ εμείς, υποστηριζόμενοι από τις υλικές συνθήκες που μας έδωσε η αντικειμενική ανάπτυξη (δηλαδή η επέκταση της καθολικής στρατολογίας και η μείωση του χρόνου υπηρεσίας), φιλοδοξούμε να επιτύχουμε το σύστημα της πολιτοφυλακής μέσω πολιτικού αγώνα, ο Σίπελ στηρίζεται στην εγγενή ανάπτυξη του μιλιταρισμού με τις συνέπειές της, και χαρακτηρίζει ως φανταστική και τεχνητή πολιτική κάθε συνειδητή παρέμβαση που αποσκοπεί στην εκπλήρωση της πολιτοφυλακής.

Αυτό στο οποίο καταλήγει έτσι δεν είναι η ερμηνεία του Ένγκελς για την ιστορία, αλλά εκείνη του Μπερνστάιν. Όπως για τον Μπερνστάιν, η καπιταλιστική οικονομία «μετατρέπεται» σε σοσιαλιστική οικονομία αυτόματα, βήμα βήμα και χωρίς μια ξαφνική μετάβαση, έτσι και για τον Σίπελ ο λαϊκός στρατός εξελίσσεται αυτόματα από το σύγχρονο μιλιταρισμό. Τόσο ο Μπερνστάιν όσο και ο Σίπελ –ο πρώτος όσον αφορά τον καπιταλισμό ως όλο, ο δεύτερος όσον αφορά το μιλιταρισμό– δεν καταλαβαίνουν ότι οι αντικειμενικές εξελίξεις μάς παρέχουν απλώς τις προϋποθέσεις για ένα υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης· ότι, χωρίς τη συστηματική μας παρέμβαση, χωρίς τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική επανάσταση ή για την πολιτοφυλακή, κανένα από τα δύο δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ωστόσο, δεδομένου ότι η βολική έννοια της «φυσική . ανάπτυξης» είναι απλά μια χίμαιρα, μια καιροσκοπική υπόκρουση για να αποφευχθεί ο αποφασιστικός επαναστατικός αγώνας, οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που επιτυγχάνονται με αυτό τον τρόπο συρρικνώνονται σε ένα άθλιο αστικό ανακάτεμα. Στη θεωρία του Μπερνστάιν για μια «σταδιακή κοινωνικοποίηση», όλα όσα καταλαβαίνουμε με την έννοια του σοσιαλισμού τελικά εξαφανίζονται και ο σοσιαλισμός γίνεται «κοινωνικός έλεγχος», δηλαδή μια σειρά από ακίνδυνες αστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις· με τον ίδιο τρόπο η αντίληψη του Σίπελ για το «λαϊκό στρατό» μετατρέπει το στόχο μας για έναν ελεύθερο ένοπλο λαό, που αποφασίζει για τον πόλεμο και την ειρήνη, σε ένα σύστημα καθολικής στρατολογίας που επεκτείνεται σε όλους τους πολίτες που είναι κατάλληλοι για ενεργό υπηρεσία, με πρότυπο το σημερινό σύστημα του μόνιμου στρατού, αλλά με μικρότερο χρονικό διάστημα υπηρεσίας. Αν εφαρμοστεί σε όλους τους σκοπούς του πολιτικού μας αγώνα, η έννοια του Σίπελ οδηγεί άμεσα στην εγκατάλειψη ολόκληρου του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος.

Η υποστήριξη του Σίπελ στο μιλιταρισμό είναι μια απτή απεικόνιση όλου του ρεβιζιονιστικού ρεύματος στο κόμμα μας και ταυτόχρονα ένα σημαντικό βήμα στην ανάπτυξή του. Νωρίτερα μάθαμε από ένα σοσιαλδημοκράτη βουλευτή στο Ράιχσταγκ, τον Χάινε, ότι υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί κανείς να χορηγήσει στρατιωτικές πιστώσεις στην καπιταλιστική κυβέρνηση. Αλλά αυτό προοριζόταν απλώς ως παραχώρηση στους ανώτερους σκοπούς της δημοκρατίας. Τουλάχιστον σύμφωνα με τον Χάινε, τα κανόνια επρόκειτο να χρησιμεύσουν μόνο ως αντικείμενα αξίας προς ανταλλαγή με λαϊκά δικαιώματα. Τώρα ο Σίπελ δηλώνει ότι τα κανόνια είναι απαραίτητα ως τέτοια. Αν και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δηλαδή η υποστήριξη του μιλιταρισμού, τουλάχιστον στην περίπτωση του Χάινε στηρίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη της σοσιαλδημοκρατικής μεθόδου πάλης, ενώ στην περίπτωση του Σίπελ προέρχεται από την αλλαγή του αντικειμένου του αγώνα. Ο πρώτος προτείνει όχι σοσιαλδημοκρατικές αλλά αστικές τακτικές, αλλά ο δεύτερος υποκαθιστά θρασύτατα ένα αστικό πρόγραμμα για το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Ο «σκεπτικισμός» του Σίπελ σχετικά με την πολιτοφυλακή αντιπροσωπεύει το λογικό συμπέρασμα της «πρακτική . πολιτική .». Δεν μπορείνα γίνει πιο αντιδραστική, αλλά μπορεί να επεκταθεί μόνο στα άλλα σημεία του προγράμματος. Η «πρακτική πολιτική» μπορεί στη συνέχεια να παραμερίσει τα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά ενδύματα με τα ξεφτίδια των οποίων έχουν ντυθεί και να αποκαλυφθεί με την κλασική της γύμνια – σαν τον πάστορα Νάουμαν5.

ΙΙΙ

Αν η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια λέσχη συζήτησης κοινωνικοπολιτικών θεμάτων, θα μπορούσε να θεωρήσει την υπόθεση του Σίπελ κλειστή μετά από μια θεωρητική διαμάχη μαζί του. Δεδομένου ότι είναι ένα κόμμα πολιτικής πάλης, ωστόσο, δεν θεωρεί ότι η κατάδειξη των θεωρητικών λαθών που εμπλέκονται στην άποψη του Σίπελ λύνει το πρόβλημα, αλλά μάλλον μόνο το θέτει. Η δημοσίευση του Σίπελ για την πολιτοφυλακή δεν είναι μόνο έκφραση μιας συγκεκριμένης ιδέας, είναι επίσης μια πολιτική πράξη. Έτσι το κόμμα πρέπει να απαντήσει όχι μόνο ανασκευάζοντας τις απόψεις του, αλλά και μέσω πολιτικής δράσης. Και αυτή η δράση πρέπει να αντιστοιχεί στη σημασία των παρατηρήσεων του Σίπελ.

Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, η απόλυτη εγκυρότητα σχεδόν όλων των αξιωμάτων που μέχρι τώρα θεωρούνταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της σοσιαλδημοκρατίας κλονίστηκε από επιθέσεις από τις δικές μας τάξεις. Ο Έντουαρντ Μπερνστάιν δήλωσε ότι ο τελικός στόχος του προλεταριακού κινήματος δεν σήμαινε τίποτα για αυτόν. Ο Βόλφγκανγκ Χάινε απέδειξε με τις προτάσεις του για τις πιστώσεις ότι οι καθιερωμένες σοσιαλδημοκρατικές τακτικές στην πραγματικότητα δεν σημαίνουν τίποτα γι’ αυτόν. Τώρα ο Σίπελ αποδεικνύει ότι και αυτός είναι ανώτερος από το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος. Σχεδόν καμία αρχή του προλεταριακού αγώνα δεν γλίτωσε από το να διαλυθεί στο τίποτα από μερικούς βουλευτές του κόμματος. Επιφανειακά, αυτή δεν είναι μια ευχάριστη εικόνα. Ωστόσο, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών των πολύ σημαντικών διακηρύξεων αναφορικά με το συμφέρον του κόμματος. Η κριτική του Μπερνστάιν στα θεωρητικά μας εφόδια είναι αναμφίβολα δυσοίωνη. Ο πρακτικός οπορτουνισμός, ωστόσο, είναι ασύγκριτα πιο επικίνδυνος για το κίνημα. Εφόσον είναι ισχυρό και υγιές στον πρακτικό του αγώνα, το κίνημα μπορεί από μόνο του να απομακρύνει κάθε σκεπτικισμό σχετικά με τον τελικό του στόχο. Ωστόσο, τη στιγμή που τίθεται υπό αμφισβήτηση ο άμεσος στόχος, δηλαδή ο ίδιος ο αγώνας, τότε ολόκληρο το κόμμα με τον τελικό στόχο και την κίνησή του –όχι μόνο στην υποκειμενική ερμηνεία αυτού ή εκείνου του κομματικού φιλοσόφου, αλλά και στην αντικειμενική πραγματικότητα– γίνεται ένα τίποτα.

Η επίθεση του Σίπελ κατευθύνεται μόνο σε ένα σημείο του πολιτικού μας προγράμματος. Αλλά αυτό το μοναδικό σημείο, ενόψει της θεμελιώδους σημασίας του μιλιταρισμού για την παρούσα κατάσταση, σημαίνει στην πραγματικότητα μια αποποίηση ολόκληρου του πολιτικού αγώνα της σοσιαλδημοκρατίας.

Στο μιλιταρισμό, αποκρυσταλλώνονται η δύναμη και η κυριαρχία τόσο του καπιταλιστικού κράτους όσο και της αστικής τάξης· όπως η σοσιαλδημοκρατία είναι το μόνο κόμμα που τους αντιτίθεται βάσει αρχών, έτσι και αντιστρόφως, η βάσει αρχών αντίθεση στο μιλιταρισμό είναι μέρος της φύσης της σοσιαλδημοκρατίας. Η εγκατάλειψη του αγώνα ενάντια στο στρατιωτικό σύστημα ισοδυναμεί στην πράξη με την αποποίηση του αγώνα ενάντια στην παρούσα κοινωνική τάξη γενικά. Στο τέλος της προηγούμενης ενότητας αναφέραμε ότι ο οπορτουνισμός δεν είχε παρά μόνο να επεκτείνει τη θέση του Σίπελ στο στρατιωτικό ζήτημα και σε άλλα σημεία του προγράμματος του κόμματος, προκειμένου να εγκαταλείψει πλήρως τη σοσιαλδημοκρατία. Σκεφτόμασταν μόνο την υποκειμενική, συνειδητή ανάπτυξη των υποστηρικτών αυτής της πολιτικής. Αντικειμενικά, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα, αυτή η εξέλιξη ολοκληρώνεται στη δήλωση του Σίπελ.

Μια άλλη πτυχή των πρόσφατων οπορτουνιστικών δηλώσεων, και ιδιαίτερα της συμβολής του Σίπελ, αξίζει προσοχής, τουλάχιστον λόγω της αξίας της ως σύμπτωμα. Αυτή είναι η παιχνιδιάρικη ευκολία, η αδιατάρακτη ηρεμία, ακόμη και η γαλήνια χάρη με την οποία υπονομεύονται οι αρχές, αρχές που πρέπει να έχουν μπει στη σάρκα και στο αίμα κάθε συντρόφου που δεν ερμηνεύει το καλό του κόμματος με εντελώς επιφανειακό τρόπο και που, όταν κλονίζονται με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να προκαλέσουν τουλάχιστον μια σοβαρή κρίση συνείδησης από την πλευρά κάθε ειλικρινούς σοσιαλδημοκράτη. Πέραν των άλλων, αυτά είναι αδιαμφισβήτητα σημάδια ότι έχει φταστεί ένα ναδίρ στο επαναστατικό επίπεδο, ότι το επαναστατικό ένστικτο έχει αμβλυνθεί – φαινόμενα που από μόνα τους θα μπορούσε να είναι αδιανόητα και ανούσια, αλλά που είναι αναμφίβολα ουσιώδη για ένα κόμμα όπως η σοσιαλδημοκρατία, η οποία είναι αναγκασμένη να βασίζεται επί του παρόντος σε μεγάλο βαθμό όχι σε πρακτικές αλλά σε αφηρημένες επιτυχίες, και η οποία θέτει αναγκαστικά μεγάλες απαιτήσεις στο ατομικό διανοητικό επίπεδο των μελών της. Ο αστικός τρόπος σκέψης του οπορτουνισμού συμπληρώνεται κατάλληλα από τον αστικό τρόπο αίσθησής του.

Οι επιπτώσεις της δήλωσης του Σίπελ, που επεκτείνονται όπως συμβαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις, απαιτούν μια αντίστοιχη αντίθετη δήλωση από το κόμμα. Τι μπορεί και πρέπει να είναι αυτή η αντίδραση; Πρώτο, μια σαφής και ξεκάθαρη στάση σε αυτό το ζήτημα από ολόκληρο τον Τύπο του κόμματος και μια παρόμοια συζήτηση του θέματος στα συνέδρια του κόμματος. Αν το κόμμα στο σύνολό του δεν συμφωνεί με την άποψη του Σίπελ (σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες συναντήσεις είναι απλώς περιστάσεις που κάποιος ρίχνει τα κόκαλα των «συνθημάτων» στο πεινασμένο πλήθος, ώστε την κατάλληλη στιγμή να εκλέξει τους πολιτικούς του «ανωτέρους» στο Ράιχσταγκ), τότε επίσης δεν μπορεί να θεωρήσει τη συζήτηση για τις σημαντικότερες πολιτικές αρχές του κόμματος ως μια «τροφή των ευγενών», που προορίζεται μόνο για λίγους εκλεκτούς και όχι για τη μεγάλη μάζα των συντρόφων. Αντίθετα, μόνο όταν η συζήτηση μεταφέρεται στις ευρύτερες ομάδες του κόμματος, μπορεί να αποτραπεί με επιτυχία η πιθανή διάδοση των απόψεων του Σίπελ.

Δεύτερο, και ακόμη πιο σημαντικό, η σοσιαλδημοκρατική ομάδα στο Ράιχσταγκ πρέπει να δηλώσει τη γνώμη της. Είναι πάνω απ’ όλα ικανή να εκφέρει τον οριστικό λόγο για την υπόθεση Σίπελ επειδή, αφενός, ο Σίπελ είναι βουλευτής του Ράιχσταγκ και μέλος της ομάδας, και αφετέρου, το ζήτημα με το οποίο ασχολείται είναι ένα από τα κύρια αντικείμενα του κοινοβουλευτικού της αγώνα. Δεν γνωρίζουμε αν η ομάδα έχει κάνει ή όχι κάτι στο θέμα. Δεδομένου ότι αμέσως μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Ίσεγκριμ ήταν ανοιχτό μυστικό ποιανού το όνομα αποκρύβει το ψευδώνυμο, το κοινοβουλευτικό κόμμα κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει παρακολουθήσει άπραγα, ενώ ένα από τα μέλη του έχει χλευάσει τη δική τους δραστηριότητα. Και, αν δεν το είχαν κάνει στο παρελθόν, θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο αφού ο Κάουτσκι είχε αφαιρέσει τα λυκίσια ρούχα από τον Σίπελ. Ανεξάρτητα από το αν η ομάδα του Ράιχσταγκ έχει πάρει ή όχι θέση για την υπόθεση Σίπελ, το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο εφόσον δεν έχει ενημερώσει ολόκληρο το κόμμα για τη στάση της. Αναγκασμένη να λειτουργεί στο παρκέ ενός αστικού κοινοβουλευτισμού που είναι ξένος προς την πραγματική της φύση, η σοσιαλδημοκρατία έχει προφανώς υιοθετήσει ακούσια και ασυνείδητα πολλά από τα έθιμα του κοινοβουλευτισμού που δεν μπορούν να έρθουν κατάλληλα σε συμφωνία με το δημοκρατικό της χαρακτήρα. Μεταξύ αυτών, κατά τη γνώμη μας, περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, η συμπεριφορά του κοινοβουλευτικού κόμματος ως ομόφωνου εταιρικού σώματος όχι μόνο προς τα αστικά κόμματα (που είναι απολύτως απαραίτητο), αλλά και προς το δικό του κόμμα – το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε μια ανθυγιεινή κατάσταση. Οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων, των οποίων ο κοινοβουλευτικός αγώνας διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό με την άθλια μορφή του λόμπινγκ και των συναλλαγών, έχουν κάθε λόγο να αποφεύγουν το φως της δημοσιότητας. Αντιθέτως, η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα ούτε χρειάζεται ούτε έχει λόγο να θεωρήσει τα αποτελέσματα των συζητήσεών της ως εσωτερική υπόθεση τη στιγμή που εμπλέκονται οι αρχές του κόμματος ή πιο σημαντικά τακτικά ζητήματα.

Η επίλυση τέτοιων ζητημάτων μόνο σε μυστικές συνεδριάσεις του κοινοβουλευτικού κόμματος θα ήταν αρκετή, αν εμείς, όπως και τα αστικά κόμματα, ασχολούμασταν αποκλειστικά με την τελική επίτευξη μιας ορισμένης ομόφωνης ανύψωσης χεριών από το κοινοβουλευτικό κόμμα στο Ράιχσταγκ. Για τη σοσιαλδημοκρατία, ωστόσο, ο κοινοβουλευτικός αγώνας της ομάδας του Ράιχσταγκ είναι πολύ πιο σημαντικός από την άποψη της προπαγάνδας παρά της πρακτικής δραστηριότητας· δεν πρόκειται για ένα ζήτημα επίσημης πλειοψηφικής απόφασης από το κοινοβουλευτικό κόμμα, αλλά για την ίδια τη συζήτηση, για την αποσαφήνιση της κατάστασης. Για το κόμμα είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικό να γνωρίζουμε ποια είναι η γνώμη των εκπροσώπων του για τα κοινοβουλευτικά ζητήματα, όσο να γνωρίζουμε πώς ψηφίζουν ενιαία στο Ράιχσταγκ. Σε ένα κόμμα το οποίο είναι πλήρως δημοκρατικό, η σχέση μεταξύ ψηφοφόρου και βουλευτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρωθεί με την ψηφοφορία και με τις πιο εξωτερικά επίσημες και συνοπτικές εκθέσεις που δίνονται στις κομματικές συνελεύσεις του. Μάλλον το κοινοβουλευτικό κόμμα πρέπει να διατηρεί όσο το δυνατό πιο ζωντανή και συνεχή επαφή με τις κομματικές μάζες, και αυτό θα γίνει ιδιαίτερα η απλή επιταγή της αυτοσυντήρησης, ενόψει των οπορτουνιστικών ρευμάτων που εμφανίστηκαν πρόσφατα ακριβώς μεταξύ των βουλευτών του κόμματός μας. Μια δημόσια στάση για τις δηλώσεις του Σίπελ από το κοινοβουλευτικό κόμμα ήταν και είναι απαραίτητη επειδή οι κομματικές μάζες, όσο και να το επιθυμούν, απλώς δεν έχουν τη φυσική δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους στο σύνολό τους για αυτό το ζήτημα. Η κοινοβουλευτική ομάδα είναι ένας διορισμένος πολιτικός εκπρόσωπος ολόκληρου του κόμματος και θα έπρεπε να έχει βοηθήσει έμμεσα το κόμμα, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία, να διατυπώσει την απαραίτητη θέση του.

Τρίτο και τελευταίο, το κόμμα ως τέτοιο πρέπει να εκφράσει άμεσα τις απόψεις του για την υπόθεση Σίπελ, και αυτό πρέπει να το κάνει με τη μοναδική μορφή που έχει στη διάθεσή του – στο επόμενο συνέδριο του κόμματος.

Στη συζήτηση στη Στουτγάρδη σχετικά με τα άρθρα του Μπερνστάιν, ειπώθηκε ότι η κομματική συνδιάσκεψη δεν μπορούσε να ψηφίσει για θεωρητικά ζητήματα. Αλλά τώρα, στην περίπτωση του Σίπελ, έχουμε ένα καθαρά πρακτικό ζήτημα. Λέχθηκε ότι οι προτάσεις πιστώσεων του Χάινε ήταν μόνο ακατάλληλα κάστρα στον αέρα που το κόμμα δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη. Τώρα στην περίπτωση του Σίπελ έχουμε κάστρα στο έδαφος. Πράγματι, στη θέση του Σίπελ για το ζήτημα της πολιτοφυλακής, η πολιτική του οπορτουνισμού, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχει φτάσει στο λογικό της αποτέλεσμα και έχει ωριμάσει για απόφαση. Μας φαίνεται ότι το κόμμα πρέπει να αναλάβει το επείγον έργο της εξαγωγής των σωστών συμπερασμάτων από αυτή την εξέλιξη και πρέπει να λάβει σαφή και ξεκάθαρη θέση γι’ αυτή.

Έχει κάθε λόγο να το κάνει αυτό. Πρόκειται για ένα βουλευτή του Ράιχσταγκ, έναν πολιτικό εκπρόσωπο του κόμματος, ο οποίος, λόγω του αξιώματός του, υποτίθεται ότι υπηρετεί το κόμμα στους αγώνες του και η δράση του οποίου πρέπει να λειτουργεί ως φράγμα κατά των επιθέσεων του αστικού κράτους. Αν, ωστόσο, το φράγμα μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε παπιέ μασέ και αν το ξίφος σπάσει στη μάχη σαν να ήταν χάρτινο, το κόμμα δεν μπορεί άραγε να πει από την πλευρά του σε αυτήν την πολιτική:

Τέρμα ο χυλός

Δεν τον έχω ανάγκη

Τα ξίφη δεν φτιάχνονται με κόλλα!

Γράμμα του Μαξ Σίπελ

Με το αίτημα για δημοσίευση, η Leipziger Volkszeitung έλαβε την ακόλουθη επιστολή στις 24 Φεβρουαρίου 1899, γραμμένη από τον Σίπελ μετά την ανάγνωση των δύο πρώτων άρθρων:

«Αγαπητέ φίλε Σένλανκ!

Διαβάζω πάντα τα άρθρα της Ρ. Λ. στη Leipziger Volkszeitung με μεγάλο ενδιαφέρον, όχι επειδή μπορώ πάντα να συμφωνήσω μαζί τους σε όλα τα σημεία, αλλά επειδή εκτιμώ τη ζωντανή αγωνιστική φύση τους, την έντιμη πεποίθησή τους και την υποκινητική διαλεκτική.

Και αυτή τη φορά, όχι χωρίς έκπληξη παρακολουθώ τα συμπεράσματα, που κορυφώνονται όλο και υψηλότερα και ταχύτερα, τα οποία προχωρούν από τη βάση της μίας υπόθεσης: 

“Ο οικονομικός λόγος που –σύμφωνα με τον Σίπελ– μας υποχρεώνει να κρατήσουμε το σύστημα του μιλιταρισμού είναι η οικονομική ανακούφιση της κοινωνίας μέσω αυτού του συστήματος… Ο Σίπελ δηλώνει επίσης το μιλιταρισμό από την πλευρά της εργατικής τάξης να είναι μια ανακούφιση… ξεκινώντας από την αρχή της αρμονίας των συμφερόντων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας”.

Ειλικρινής στα συμπεράσματα, μόνο η υπόθεση είναι απολύτως εσφαλμένη και άκυρη! Στο Neue Zeit ανέφερα μόνο ότι οι γιγαντιαίες μη παραγωγικές δαπάνες –είτε πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα για τρελή πολυτέλεια και σαχλή ανοησία, είτε για τα κράτη για το στρατό, τις χορηγίες και κάθε είδους επιδείξεις– ανακουφίζουν τον πυρετό της κρίσης από τον οποίο μια κοινωνία «υπερπαραγωγής» θα κλονιζόταν συνεχώς αν τα μη παραγωγικά απόβλητα δεν καταλάμβαναν μια ακόμη εκτενέστερη θέση παράλληλα με τη συσσώρευση για παραγωγικούς σκοπούς. Με αυτό, φυσικά, δεν ενέκρινα ούτε στο ελάχιστο τις σπατάλες και τις μη παραγωγικές δαπάνες, και ακόμη λιγότερο τις ζήτησα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης. Προσπάθησα μόνο να επισημάνω άλλες πραγματικές επιπτώσεις των ίδιων “για τη σύγχρονη κοινωνία”, από αυτές που συνήθως τονίζονταν.

Στην αρχή θεωρούσα ότι ήταν αναμφίβολο ότι κανείς δεν θα με θεωρούσε υπερασπιστή “γι’ αυτή τη σύγχρονη κοινωνία”. Ωστόσο, έχω επίσης πολλές εμπειρίες πίσω μου όταν πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικές συζητήσεις. Και έτσι, για να αποτρέψω οποιαδήποτε παρερμηνεία, πρόσθεσα μια μικρή φράση στη συνέχεια στο απόσπασμα για την υπερπαραγωγή: Φυσικά, αυτό δεν κάνει το μιλιταρισμό πιο άνετο για μένα, τον κάνει ακόμα πιο άβολο. Κυριολεκτικά, αυτό σημαίνει: ακόμη πιο κατακριτέο. Αλλά ακόμη και αυτή η περίσσεια επιμέλειας από μέρους μου δεν φαίνεται να βοηθά: “Παραμένει έτσι” – ακριβώς σαν να συζητούσε κανείς με αστικές γυναίκες.

Ωστόσο, μετά από αυτή την αναφορά στην ανοικτότητα της “Ρ. Λ.” – συνεργάτιδος της Leipziger Volkszeitung, έχω την πεποίθηση ότι θα δει ότι εδώ έχει κάνει μια πολύ λάθος αρχή και ότι συνεπώς ο αγώνας για το βραβείο του πιο προλεταριακού επαναστατικού συναισθήματος μεταξύ των δυο μας θα πρέπει να αρχίσει ξανά.

Δικός σας,

Μαξ Σίπελ».

IV

Όταν ο σύντροφος Σίπελ ακολουθεί με έκπληξη «τα συμπεράσματα που έρχονται όλο και πιο ψηλά και πιο γρήγορα», τα οποία προέρχονται από τη βάση μιας άποψης που έχει ο ίδιος εκφράσει, αυτό αποδεικνύει μόνο για άλλη μια φορά ότι οι απόψεις έχουν τη λογική τους, ακόμη και εκεί που οι άνθρωποι δεν έχουν.

Η απάντηση του Σίπελ παραπάνω είναι μια αξιοσημείωτη προσθήκη στις ιδέες του που διατυπώθηκαν στο Neue Zeit σχετικά με την οικονομική «ανακούφιση» της καπιταλιστικής κοινωνίας μέσω του μιλιταρισμού: Εκτός από το μιλιταρισμό, οι «χορηγίες και κάθε είδους επιδείξεις» και η «τρελή πολυτέλεια και σαχλή ανοησία του ιδιωτικού τομέα» τώρα εμφανίζονται ως ένα οικονομικό μέσο ανακούφισης και πρόληψης κατά των κρίσεων. Η ιδιαίτερη άποψη για την οικονομική λειτουργία του μιλιταρισμού εκτυλίσσεται στη γενική θεωρία ότι τα απόβλητα είναι διορθωτικά της καπιταλιστικής οικονομίας και αποδεικνύεται ότι αδικήσαμε τον Βαρόνο φον Στουμ ως οικονομολόγο, αναφέροντάς τον στο πρώτο μας άρθρο ως πληροφοριοδότη του Σίπελ. Όταν αποκαλούσε τις δαπάνες για το στρατό τις πιο παραγωγικές, ο Στουμ σκεφτόταν τουλάχιστον τη σημασία του μιλιταρισμού στον αγώνα για αγορές και στην υπεράσπιση της «πάτριας βιομηχανίας». Όπως αποδεικνύεται, ωστόσο, ο Σίπελ αγνοεί εντελώς τη συγκεκριμένη λειτουργία του μιλιταρισμού στην καπιταλιστική κοινωνία· βλέπει απλά σε αυτόν έναν έξυπνο τρόπο σπατάλης ετησίως ενός ορισμένου όγκου κοινωνικής εργασίας· ο μιλιταρισμός είναι οικονομικά ο ίδιος για αυτόν, όπως τα δεκαέξι σκυλάκια της Δούκισσας d’Uzès, που «ανακουφίζει» την καπιταλιστική οικονομία με ένα ολόκληρο διαμέρισμα, μερικούς υπηρέτες και μια ολόκληρη γκαρνταρόμπα σκύλων.

Είναι κρίμα που ο σύντροφος Σίπελ σπάει τόσο πλήρως με τις χθεσινές του κλίσεις στην καλειδοσκοπική εναλλαγή των οικονομικοπολιτικών συμπάθειών του που δεν διατηρεί την παραμικρή τους μνήμη. Διαφορετικά, ακόμη και ως οπαδός του Ροντμπέρτους, θα έπρεπε να σκεφτεί τις κλασικές σελίδες της Τέταρτης Κοινωνικής Επιστολής προς τον φον Κίρχμαν6, όπου ο πρώην κύριός του συνέτριψε τη σημερινή του θεωρία κρίσης για την πολυτέλεια. Αλλά αυτή η θεωρία είναι πολύ παλαιότερη από τον Ροντμπέρτους.

Αν η ιδέα της οικονομικής ανακούφισης, ειδικά μέσω του μιλιταρισμού –τουλάχιστον στις τάξεις της σοσιαλδημοκρατίας– θα μπορούσε να διεκδικήσει τη γοητεία της καινοτομίας, τότε η γενική θεωρία της εξοικονομητικής λειτουργίας των αποβλήτων για την καπιταλιστική κοινωνία συμπίπτει ακριβώς με τη αστική χυδαία οικονομία.

Τα χυδαία οικονομικά, στο λαθεμένο δρόμο της ανάπτυξής τους, έχουν ξεκινήσει αρκετές θεωρίες κρίσης, αλλά αυτή που ο Σίπελ έχει πλέον οικειοποιηθεί είναι μία από τις πιο ασήμαντες, στέκει στην πραγματικότητα –όσον αφορά την ενόραση στον εσωτερικό μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας– χαμηλότερα από τη θεωρία του Ζ. Μπ. Σαι, ότι η υπερπαραγωγή είναι στην πραγματικότητα υποπαραγωγή. Ποια είναι η πιο γενική προϋπόθεση της θεωρίας του Σίπελ; Οι κρίσεις προκύπτουν επειδή καταναλώνονται πολύ λίγα σε σχέση με την ποσότητα των αγαθών που παράγονται, οπότε οι κρίσεις μπορούν να συγκρατηθούν αυξάνοντας την κατανάλωση μέσα στην κοινωνία. Εδώ, λοιπόν, η δημιουργία μιας καπιταλιστικής κρίσης δεν προέρχεται από την εσωτερική τάση της παραγωγής να σπεύδει πέρα από τα εμπόδια της αγοράς πωλήσεων και από την ακανόνιστη παραγωγή, αλλά από την απόλυτη δυσαναναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Η μάζα των αγαθών στην καπιταλιστική κοινωνία θεωρείται εδώ, ας πούμε, ως ένα βουνό ρυζιού ορισμένου μεγέθους μέσω του οποίου η κοινωνία πρέπει να τραφεί. Όσο περισσότερο καταναλώνεται, τόσο λιγότερο παραμένει ως αχώνευτα κατάλοιπα που επιβαρύνουν την οικονομική συνείδηση της κοινωνίας, και τόσο μεγαλύτερη είναι η «ανακούφιση». Αυτή είναι μια απόλυτη θεωρία κρίσης που σχετίζεται με τη σχετική θεωρία του Μαρξ με τον ίδιο τρόπο όπως η θεωρία του πληθυσμού του Μάλθους σχετίζεται με το νόμο του Μαρξ για το σχετικό υπερπληθυσμό.

Αλλά δεν είναι το ίδιο για την κοινωνία, το ποιος καταναλώνει. Αν η κατανάλωση εξυπηρετεί μόνο το να τεθεί ξανά σε κίνηση ταυτόχρονα η παραγωγή, τότε το βουνό του ρυζιού θα αναπτυχθεί ξανά και η «κοινωνία» δεν έχει κερδίσει τίποτα, ο πυρετός της κρίσης την κλονίζει όπως πριν. Μόνο όταν τα αγαθά απορροφώνται για να μην τα ξαναδούμε, όταν χρησιμοποιούνται για κατανάλωση από ανθρώπους που, από την πλευρά τους, δεν παράγουν πλέον, μόνο τότε η κοινωνία πραγματικά ανασαίνει και η παραγωγή κρίσεων περιορίζεται.

Ο επιχειρηματίας Χιντς δεν ξέρει πού να πάει με τα αγαθά που παρήγαγε (δηλαδή παρήγαγαν οι εργάτες του). Ευτυχώς, ο επιχειρηματίας Κουντς προωθεί την τρελή πολυτέλεια και αγοράζει τα ενοχλητικά αγαθά από τον ενοχλημένο συμμαθητή του. Ο ίδιος, ο Κουντς, έχει επίσης πληθώρα παραγόμενων προϊόντων που τον «φορτώνουν»: ευτυχώς, ο προαναφερθείς Χιντς ξοδεύει επίσης πολλά σε «πολυτέλεια και ανοησίες» και προσφέρει τον εαυτό του στον ανήσυχο Κουντς ως πολυπόθητο αγοραστή. Τώρα, μετά την ευτυχισμένη συμφωνία, οι δύο επιχειρηματίες μας κοιτάζονται απορημένοι και θέλουν να αναφωνήσουν: Είσαι εσύ τρελός ή είμαι εγώ; Στην πραγματικότητα, είναι και οι δύο. Γιατί τι πέτυχαν μέσω της επέμβασης που τους συνέστησε ο Σίπελ να κάνουν; Φυσικά, και οι δύο έχουν βοηθήσει ειλικρινά ο ένας τον άλλον στην πλήρη καταστροφή συγκεκριμένης ποσότητας αγαθών.

Αλίμονο όμως! Ο σκοπός της επιχειρηματικότητας δεν είναι η καταστροφή των υλικών αγαθών, αλλά η πραγματοποίηση της υπεραξίας σε γυμνό χρυσό. Και από αυτή την άποψη, η αστεία επιχείρηση ισοδυναμεί με το ίδιο πράγμα με το ότι ο καθένας από τους δύο επιχειρηματίες είχε καταπιεί εντελώς και καταναλώσει τη δική του περιττή υπεραξία. Αυτό είναι το μέσο του Σίπελ για την άμβλυνση των κρίσεων. Οι βαρόνοι άνθρακα της Βεστφαλίας υποφέρουν από υπερπαραγωγή άνθρακα; Οι ανόητοι! Θα έπρεπε να αφήσουν μόνο περισσότερη ζέστη στα παλάτια τους και η αγορά άνθρακα «ανακουφίζεται». Οι ιδιοκτήτες των λατομείων μαρμάρου στην Καράρα διαμαρτύρονται για διακοπή του εμπορίου; Ας κατασκευάσουν μαρμάρινους στάβλους για τα άλογά τους και ο «πυρετός της κρίσης» στην επιχείρηση μαρμάρου εξασθενεί αμέσως. Και αν υπάρχει ένα απειλητικό σύννεφο γενικής εμπορικής κρίσης, ο Σίπελ καλεί τον καπιταλισμό: «Περισσότερα στρείδια, περισσότερη σαμπάνια, περισσότερο προσωπικό, περισσότερους χορευτές μπαλέτου και σώζεστε!» Φοβόμαστε απλώς ότι οι πονηροί παλιόφιλοι θα του απαντήσουν: «Κύριε, νομίζετε ότι είμαστε πιο ηλίθιοι από ό,τι είμαστε!»

Αλλά αυτή η ευφυής οικονομική θεωρία εξακολουθεί να οδηγεί σε ενδιαφέροντα κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα. Αν μόνο η μη παραγωγική κατανάλωση, δηλαδή η κατανάλωση του κράτους και των αστικών τάξεων, αποτελεί οικονομική ανακούφιση και αντίδοτο στην επιδείνωση των κρίσεων, τότε φαίνεται ότι η μη παραγωγική κατανάλωση είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας και της ομαλής πορείας του κύκλου παραγωγής· πρέπει να επεκταθεί όσο το δυνατό περισσότερο, το παραγωγικό κομμάτι να περιοριστεί όσο το δυνατό περισσότερο, το μέρος του κοινωνικού πλούτου που ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές και το κράτος να είναι όσο το δυνατό μεγαλύτερο, αυτό που παραμένει για τους εργαζόμενους να είναι όσο το δυνατό μικρότερο, τα κέρδη και οι φόροι να είναι όσο το δυνατόν υψηλότεροι και οι μισθοί όσο το δυνατό χαμηλότεροι. Ο εργάτης ένα οικονομικό «βάρος» για την κοινωνία και ο μικρός σκύλος της Δούκισσας d’Uzès μια οικονομική σωτηρία – αυτές είναι οι συνέπειες της θεωρίας του Σίπελ για την «ανακούφιση».

Είπαμε ότι είναι και η πιο ασήμαντη από τις χυδαίες οικονομικές θεωρίες. Ποιο είναι το κριτήριο της χυδαίας οικονομικής κοινοτοπίας; Η ουσία της χυδαίας οικονομίας συνίσταται στο γεγονός ότι οι διαδικασίες της καπιταλιστικής οικονομίας δεν θεωρούνται στο αντικειμενικό πλαίσιο και στην εσωτερική τους ουσία, αλλά στον επιφανειακό κατακερματισμό μέσω των νόμων του ανταγωνισμού, όχι μέσω του τηλεσκοπίου της επιστήμης, αλλά μέσω των γυαλιών του ατόμου που ενδιαφέρεται για την αστική κοινωνία. Αλλά ανάλογα με την άποψη αυτού του ενδιαφερόμενου μέρους, η εικόνα της κοινωνίας αλλάζει επίσης και μπορεί να αντικατοπτρίζεται λίγο πολύ στραβά στον εγκέφαλο του οικονομολόγου. Όσο πιο κοντά είναι η άποψη στην πραγματική παραγωγική διαδικασία, τόσο πιο κοντά είναι η ιδέα στην αλήθεια. Και όσο προχωρά ο ερευνητής προς την αγορά συναλλάγματος, προς τη σφαίρα της πλήρους κυριαρχίας του ανταγωνισμού, τόσο περισσότερο η εικόνα της κοινωνίας που φαίνεται από εκεί αναποδογυρίζεται.

Όπως δείξαμε, η θεωρία κρίσης του Σίπελ είναι απολύτως αβάσιμη από την άποψη των καπιταλιστών ως τάξης· ισοδυναμεί με συμβουλές: η καπιταλιστική τάξη πρέπει η ίδια να καταναλώνει την πληθώρα των προϊόντων της. Αλλά ακόμη και ένας καπιταλιστής βιομήχανος θα το δεχτεί σηκώνοντας τους ώμους. Ένας βαρόνος φον Στουμ ή ένας φον Χάιλ είναι πολύ έξυπνοι για να επιδοθούν στην αυταπάτη ότι η δική τους πολυτέλεια και αυτή των συμμαθητών τους μπορούν με κάποιο τρόπο να θεραπεύσουν την κρίση. Αυτή η άποψη μπορεί να γεννηθεί μόνο σε έναν καπιταλιστή έμπορο, ή πιο σωστά έναν καπιταλιστή καταστηματάρχη, για τον οποίο οι άμεσοι πελάτες του, οι «μεγsάλοι αφέντες», εμφανίζονται με την πολυτέλειά τους ως πυλώνες όλης της οικονομίας. Η θεωρία του Σίπελ δεν είναι καν αντίγραφο της αντίληψης του καπιταλιστή επιχειρηματία, είναι άμεσα μια θεωρητική έκφραση της άποψης του καπιταλιστή καταστηματάρχη.

Η ιδέα του Σίπελ για την «ανακούφιση» της κοινωνίας μέσω του μιλιταρισμού δείχνει ξανά, ακριβώς όπως στον καιρό τους οι διατριβές του Μπερνστάιν, ότι ο οπορτουνισμός, όπως οδηγεί στην αστική άποψη στην πολιτική, συνδέεται επίσης με την αστική χυδαία οικονομία στα οικονομικά του προαπαιτούμενα.

Αλλά ο Σίπελ αρνείται τα πολιτικά μας συμπεράσματα από τη θεωρία του της «ανακούφισης». Είχε μιλήσει μόνο για ανακούφιση της κοινωνίας και όχι για την εργατική τάξη· για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, θα είχε συμπεριλάβει ρητά τη διαβεβαίωση ότι «αυτό δεν θα έκανε τον μιλιταρισμό πιο ευχάριστο, αλλά πιο δυσάρεστο». Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ο Σίπελ θεωρούσε επομένως τον μιλιταρισμό οικονομικά ολέθριο από την άποψη της εργατικής τάξης.

Τότε γιατί επεσήμανε την οικονομική ανακούφιση; Τι συμπεράσματα βγάζει από αυτό για τη συμπεριφορά της εργατικής τάξης απέναντι στο μιλιταρισμό; Ας ακούσουμε: «Φυσικά ότι [η οικονομική ανακούφιση – Ρ. Λ.] δεν κάνει το μιλιταρισμό πιο ευχάριστο, τον κάνει ακόμη πιο άβολο. Από αυτήν την άποψη, ωστόσο, δεν μπορώ να συμμετάσχω στις μικροαστικές ελεύθερες ψυχές που φωνάζουν για την οικονομική καταστροφή που προκαλείται από τις μη παραγωγικές στρατιωτικές δαπάνες». Γι’ αυτόν, ο μιλιταρισμός δεν είναι μια καταστροφή, είναι λάθος για εκείνον το «να συμμετάσχει με τις απερίσκεπτες μικροαστικές φωνές» ενάντια στο μιλιταρισμό, δηλαδή τον αγώνα εναντίον του· ναι, ολόκληρο το άρθρο του αποσκοπεί στο να δείξει στην εργατική τάξη την αναγκαιότητα του μιλιταρισμού. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, τι σημαίνει η ενεργοποιημένη επιμέλειά του, ότι επομένως ο μιλιταρισμός δεν είναι πιο ευχάριστος σε αυτόν, αλλά ακόμα πιο άβολος; Είναι μόνο η καθαρά ψυχολογική διαβεβαίωση ότι ο Σίπελ υπερασπίζεται το μιλιταρισμό όχι με ευχαρίστηση αλλά με απροθυμία, ότι ο ίδιος δεν απολαμβάνει την οπορτουνιστική πολιτική του, ότι η καρδιά του είναι καλύτερη από το κεφάλι του.

Λαμβάνοντας υπόψη μόνο αυτό το γεγονός, δεν θα μπορούσα να αποδεχτώ την πρόσκληση του Σίπελ να συμμετάσχω σε έναν αγώνα «για το πιο προλεταριακό-επαναστατικό συναίσθημα» μαζί του. Η πεποίθηση μου μού απαγορεύει να αγωνιστώ με κάποιον που βρίσκεται στην πιο δυσμενή θέση που μπορεί να φανταστεί κανείς, με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο.


Σημειώσεις

1 Ίσεγκριμ ήταν το ψευδώνυμο του Σίπελ.

2 Γιούλιους Βολφ (1862-1937): γεννημένος στο Μπρνο Γερμανός οικονομολόγος, αντιμαρξιστής, θεωρούνταν από τη Λούξεμπουργκ υπόδειγμα σχολαστικού αστού στοχαστή.

3 Καρλ φον Στουμ (1836-1901): Γερμανός πολιτικός και μεγιστάνας της πολεμικής βιομηχανίας, από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Γερμανίας εκείνη την περίοδο.

4 Φρίντριχ Λιστ (1789-1846): Γερμανός οικονομολόγος, εθνικιστής, υποστηρικτής της ανάπτυξης της γερμανικής βιομηχανίας μέσω του προστατευτισμού.

5 Φρίντριχ Νάουμαν (1860-1919): Γερμανός φιλελεύθερος πολιτικός, εθνικιστής και «χριστιανοσοσιαλιστής», υποστήριζε την κοινωνική μεταρρύθμιση ως προληπτικό μέτρο για την ταξική πάλη, οπαδός του ιμπεριαλισμού.

6 Αναφορά σε Carl Rodbertus-Jagetzow: Das Kapital. Vierter socialer Brief an von Kirchmann, Berlin 1884, σελ. 32 κ.ε.

* Δημοσιεύθηκε στη Leipziger Volkszeitung, 20-26 Φλεβάρη 1899.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,247ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα