Η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι μια μπόρα που θα περάσει και πλέον υπάρχουν πολλές αποδείξεις για αυτό. Έχει αναφερθεί αρκετές φορές ότι η κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών είναι η μεγαλύτερη από το 1974 και ότι η έντασή της ξεπερνάει και την κρίση των Ιμίων του ’96, όταν οι δυο στόλοι βρέθηκαν απέναντι ο ένας από τον άλλο και χρειάστηκε η παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ για να μην εξελιχθεί το επεισόδιο σε εκτεταμένη σύρραξη. Έκτοτε, έχουν περάσει πολλές περίοδοι υψηλών τόνων, που κατόπιν φαίνεται να εξομαλύνονται. Η σημερινή ένταση όμως έχει χαρακτηριστικά που την κάνουν πιο έντονη και πιο επικίνδυνη.
Πρώτον, είναι η πρώτη φορά που η όξυνση αυτού του επιπέδου διαρκεί πάνω από δύο χρόνια, χωρίς διακοπή και στοιχεία ύφεσης. Από «το καλοκαίρι του Ορούτς Ρέις» το 2020 όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος επιχείρησε στις διαφιλονικούμενες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι σήμερα, η ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών παραμένει αμείωτη και μάλιστα χωρίς να υπάρχει καμία διάθεση διαπραγματεύσεων από τη μια ή την άλλη πλευρά.
Δεύτερον, η Τουρκία μέσω του Ερντογάν αλλά και αλλεπάλληλων κυβερνητικών στελεχών βάζει το θέμα της εμπόλεμης σύρραξης καθημερινά σχεδόν στο τραπέζι. Το «θα έρθουμε νύχτα» δεν είναι απλά μια κουβέντα που ειπώθηκε και έκτοτε θάφθηκε κάτω από το χαλί, αλλά επίσημη πλέον απειλή από την πλευρά του τουρκικού κράτους που την επαναλαμβάνει ξανά και ξανά. Αυτή η απειλή συνοδεύεται από την αφήγηση ότι «η Ελλάδα παραβιάζει τις συνθήκες» και στρατιωτικοποιεί όλο και περισσότερο τα νησιά, άρα παρανομεί, άρα τίθεται υπό αίρεση η ίδια η κυριαρχία της πάνω στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Αυτή η αφήγηση, παρότι δεν είναι καινούρια, αποκτά νέο περιεχόμενο στο καινούριο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 2 χρόνια και είναι σαφώς αναβαθμισμένη από την πλευρά της Τουρκίας. Και μάλιστα η ένταση και η επανάληψη τέτοιων απειλών σε καθημερινή πλέον βάση από τα ΜΜΕ της Τουρκίας αλλά και από κρατικούς αξιωματούχους συνοδεύεται από μια προσπάθεια να εμφανιστεί η Τουρκία ως αμυνόμενη μπροστά στην ελληνική επιθετικότητα που περιλαμβάνει, εκτός από τη στρατιωτικοποίηση των νησιών, την ενίσχυση του ελληνικού κράτους με πολεμικό υλικό και τις συμμαχίες που αυτό διαμορφώνει.
Ποιο είναι το νέο πλαίσιο που καθορίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Η φύση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού έχει να κάνει με τα συγκρουόμενα συμφέροντα των δύο αρχουσών τάξεων, της ελληνικής και της τουρκικής, για μοίρασμα των πόρων και για κυριαρχία στην περιοχή. Στα πλαίσια του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού καμία τους δεν μπορεί να κάνει σοβαρές υποχωρήσεις απέναντι στην άλλη. Αντίθετα κάθε μία από τις δύο άρχουσες τάξεις κάνει ότι μπορεί για να αποκτήσει πλεονέκτημα.
Αυτό το γενικό πλαίσιο είναι που μπορεί να ερμηνεύσει τη διαχρονική αντιπαλότητα του ελληνικού και του τουρκικού κράτους και τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις τους στην πορεία των χρόνων. Συγκρούσεις που μπορεί να οξύνονται και να αμβλύνονται, παραμένουν πάντα όμως στο προσκήνιο ακριβώς επειδή πρόκειται για πραγματικά και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα.
Η νέα διεθνής πραγματικότητα, που είναι πλέον πολύ πιο σύνθετη, δίνει άλλη διάσταση στις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Πάνε αρκετά χρόνια από την εποχή που τις σχέσεις των δύο κρατών καθόριζε η συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Πλέον η υποχώρηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, και ως εκ τούτου και του ΝΑΤΟ, και η αποκαθήλωσή του από το ρόλο της μιας και μόνης υπερδύναμης έχει αλλάξει το τοπίο. Πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας που αμφισβητεί ευθέως τις παγκόσμιες ισορροπίες υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, είχαν προηγηθεί η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Ιράκ και το Αφγανιστάν καθώς και η αδυναμία τους να ελέγξουν καθεστώτα όπως της Β. Κορέας, του Ιράν και της Βενεζουέλας.
Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας κρατάει για τον εαυτό της έναν αναβαθμισμένο ρόλο και προσπαθεί να βρει μια νέα γεωπολιτική θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει. Σε ένα πλαίσιο γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων θεωρεί ότι μπορεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο στην περιοχή, χωρίς τις δεσμεύσεις που επιβάλλει το ΝΑΤΟ, παίζοντας στο όριο των συμμαχιών με τη Δύση αλλά και με τη Ρωσία και την Κίνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι παρόλο που κρατά διαύλους επικοινωνίας με τη Δύση και παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ επιχειρεί να παίξει ρόλο ανεξάρτητου διαμεσολαβητή στον πόλεμο της Ουκρανίας και πρόσφατα διαπραγματεύθηκε με τη Ρωσία φυσικό αέριο με ευνοϊκούς όρους. Έχει επομένως περάσει η εποχή που η Τουρκία φαινόταν να δεσμεύεται από μόνιμες συμμαχίες με τον δυτικό ιμπεριαλισμό και έχει αρχίσει να διεκδικεί έναν ευρύτερο ρόλο γενικότερα στην περιοχή.
Από την άλλη, η ελληνική άρχουσα τάξη, βλέπει την αποστασιοποίηση της Τουρκίας από τη Δύση και επιλέγει, ως απάντηση, να παίζει το χαρτί του «καλού παιδιού» του δυτικού ιμπεριαλισμού. Θεωρεί ότι αυτό αποτελεί εγγύηση όχι μόνο διπλωματικής αλλά και οικονομικής στήριξης από τη Δύση, ακόμα και στρατιωτικής βοήθειας σε μια ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία.
Παρόλα αυτά, η στρατιωτική συνδρομή από το ΝΑΤΟ σε περίπτωση πολεμικού «ατυχήματος» είναι εντελώς απίθανη, για να μην πούμε ορθά κοφτά ότι αποκλείεται. Η στάση της Δύσης, όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και της Βρετανίας και της Γερμανίας, είναι η «προσπάθεια συμβιβασμού». Εξάλλου είναι πολλές οι φορές στο παρελθόν που οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της έχουν ξεπουλήσει συμμαχίες και δεσμεύσεις όταν αυτές δεν εξυπηρετούν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Ας θυμηθούμε μόνο το πώς ξεπούλησαν τους Κούρδους του Ιράκ και της Συρίας για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του Ερντογάν. Εξάλλου, ήταν μόλις λίγες μέρες πριν που ο Γ. Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, σε επίσκεψή του στην Άγκυρα, κράτησε ίσες αποστάσεις από τη σύγκρουση των δύο πλευρών.
Θα γίνει πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας;
Ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας δεν είναι ένα απλό σενάριο, ούτε μια απλή επιλογή από την πλευρά της τουρκικής άρχουσας τάξης. Πέρα από τις έτσι κι αλλιώς καταστροφικές συνέπειες ενός πολέμου, πέρα από την αστάθμητη έκβασή του που εν πολλοίς εξαρτάται και από τη στάση των διάφορων μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών σχηματισμών (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ), η Τουρκία θα είχε να αντιμετωπίσει την απομόνωση από τη Δύση με τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις.
Ωστόσο, αν προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει τις συνεχόμενες απειλές του Ερντογάν μόνο με βάση το επιχείρημα που τον θέλει να προσπαθεί να «εξωτερικεύσει» τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας, του μεγάλου πληθωρισμού, της οικονομικής κρίσης αλλά και της δύσκολης προεκλογικής περιόδου που αντιμετωπίζει, δεν θα είναι ακριβής. Αυτά είναι η μία πλευρά της πραγματικότητας. Και αν κάποιος/α μείνει μόνο σε αυτήν, παραγνωρίζει την πραγματικότητα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, τις φιλοδοξίες της τουρκικής άρχουσας τάξης και το καινούριο διεθνές σκηνικό.
Και στις δυο πλευρές του Αιγαίου υπάρχει αυτή τη στιγμή προετοιμασία για τα επόμενα βήματα. Από τη μια η Τουρκία ετοιμάζεται να επιστρατεύσει το τουρκο-λυβικό μνημόνιο καθορισμού των μεταξύ τους ΑΟΖ και να πάρει αδειοδότηση από τη Λιβύη για έρευνες υδρογονανθράκων σε θαλάσσια οικόπεδα που η Ελλάδα θεωρεί δικά της. Αυτό θα αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση, που θεωρεί το συγκεκριμένο μνημόνιο παράνομο, να αντιδράσει. Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα έχει ανοίξει η συζήτηση για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, καταρχήν στη Νότια Κρήτη για να προλάβει τις εξελίξεις, κάτι που δεν θα μείνει αναπάντητο από την Τουρκία.
Πρόκειται για ακραία επικίνδυνα «παιγνίδια» και από τις δύο πλευρές.
Υπάρχει δρόμος εκτόνωσης; Θεωρητικά ναι, υπάρχει και αυτή είναι η ιστορία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Περίοδοι έντασης που ακολουθούνται από περιόδους ύφεσης των σχέσεων. Μόνο που σήμερα, η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση έχει φτάσει σε μια «ωριμότητα» που δεν είχε το προηγούμενο διάστημα. Το ρευστό διεθνές πολιτικό σκηνικό, οι φιλοδοξίες της τουρκικής άρχουσας τάξης, οι υδρογονάνθρακες στη Μεσόγειο και τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας προκαλούν ένα μείγμα πολύ επικίνδυνο που κάποια στιγμή μπορεί να σκάσει.
Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να βάλει φρένο στην πολεμική μηχανή είναι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα των δύο χωρών που δεν πρόκειται να κερδίσουν τίποτα από αυτό τον ανταγωνισμό, αντίθετα θα τον πληρώσουν με πόνο και αίμα. Πάνω στο ζήτημα της ειρήνης είναι που εκτός των άλλων μπορούν οι δύο λαοί να κινητοποιηθούν, να συνδεθούν, να χτίσουν δεσμούς και να μπορέσουν να την επιβάλλουν. Η Αριστερά στις δύο χώρες, όπως και στην Κύπρο, οφείλει να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες συνεργασίας και κοινών δράσεων, ενάντια στις επιλογές των κυβερνώντων και των αρχουσών τάξεων και στις τρεις χώρες, να προβάλει μαχητικά την πάλη ενάντια στον εθνικισμό και υπέρ των κοινών συμφερόντων των τριών λαών. Στόχος, η εργατική εξουσία και ο σοσιαλισμός στις τρεις χώρες, γιατί στη βάση του καπιταλισμού η διατήρηση της ειρήνης είναι αδύνατο να διασφαλιστεί.
Πηγές:
ow.gr: ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ: ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΜΠΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ
ot.gr: Ελληνοτουρκικά: Γιατί ο Ερντογάν ενδέχεται να επιλέξει πόλεμο με την Ελλάδα
capital.gr: Πόσο µπλοφάρει ο Ερντογάν
capital.gr: Γιατί δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η επιθετική ρητορική Ερντογάν