Ρεπορτάζ του «Ξ»
«Θέλω να τονίσω για μια ακόμη φορά ότι έχουμε πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας στη χώρα. Είμαστε οργανωμένοι και δομημένοι και αυτό αποδεικνύεται γιατί έχουμε διαχειριστεί επιτυχώς μέχρι σήμερα όλα τα ύποπτα περιστατικά. […] Υπάρχουν τα γεωγραφικά δεδομένα της Ιταλίας και όπως λένε οι λοιμωξιολόγοι ίσως αυξάνεται η πιθανότητα να έρθει στη χώρα μας. Όμως η χώρα είναι θωρακισμένη…»
Αυτά δήλωνε τη Δευτέρα 24 Φλεβάρη ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας. Η πραγματική κατάσταση βέβαια είναι αρκετά διαφορετική. Διαβάστε στη συνέχεια την προσωπική μαρτυρία που μετέφερε στο «Ξεκίνημα» η 25χρονη Ζ.Δ. (τα πλήρη στοιχεία της οποίας βρίσκονται στη διάθεση του «Ξ»), με βάση όσα βίωσε, η οποία είναι αποκαλυπτική:
Την Τετάρτη 26/2 το απόγευμα, έχοντας βήχα, είχα πάει για εξετάσεις σε ιατρείο του ΤΥΠΕΤ και λόγω του ότι είχα έρθει σε επαφή με άτομα που είχαν ταξιδέψει στο Μιλάνο, ο γιατρός μου ενημέρωσε τους αρμόδιους φορείς.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια εφιαλτική εμπειρία κατά την οποία μου αποκαλύφθηκε το πόσο ανοργάνωτη και επικίνδυνη είναι η κατάσταση στο σύστημα υγείας, τουλάχιστον σε σχέση με την αντιμετώπιση ατόμων που πιθανόν να έχουν μολυνθεί με τον κοροναϊό.
Κατ’ αρχήν το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ καθυστέρησε 3 ώρες να με παραλάβει, γιατί δεν υπήρχε σιγουριά σε ποιο νοσοκομείο θα έπρεπε να διακομισθώ. Όταν με μετέφεραν τελικά στο «Σωτηρία», αρχικά βρισκόμουν σε ένα μικρό δωμάτιο που προορίζονταν για άτομα με λοιμώξεις, στο οποίο, πέρα απ’ το ότι ήταν τραγικά βρώμικο που σημαίνει ότι δεν είχε απολυμανθεί, δεν ήμουν μόνη αλλά με ακόμα ένα άτομο με υποψία μόλυνσης.
Το γεγονός αυτό είναι πέρα από κάθε κανόνα ασφαλείας, καθώς θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να έχουμε μολύνει ο ένας τον άλλο (ευτυχώς τελικά κανείς μας δεν ήταν θετικός). Στη συνέχεια και όταν μας μετέφεραν σε άλλο χώρο, ήρθαμε σε επαφή και με άλλα άτομα, και ουσιαστικά εκτεθήκαμε χωρίς να γνωρίζουμε τι λοίμωξη πιθανόν να έχει ο καθένας. Ακόμα και οι γιατροί που εξέταζαν τους διάφορους ασθενείς δεν άλλαζαν τον εξοπλισμό που τους προστάτευε, όταν μετακινούνταν από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Το χειρότερο ήταν ότι περιμέναμε μέχρι το πρωί της 27/2 χωρίς σχεδόν καμία ενημέρωση για την πορεία της υγείας μας και για αρκετές ώρες δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με κανέναν – ούτε γιατρό ούτε νοσηλευτή. Όταν ήρθαν δικοί μου άνθρωποι να μου φέρουν κάποια προσωπικά μου πράγματα, διαπίστωσαν ότι το όνομά μου δεν υπήρχε καν ως περιστατικό στην υποδοχή του νοσοκομείου.
Ευτυχώς τα αποτελέσματά μου δεν ήταν θετικά στον κοροναϊό, όμως αυτή η περιπέτειά μου δείχνει τις μεγάλες ελλείψεις που υπάρχουν στα δημόσια νοσοκομεία και ότι απέχουμε πολύ από δηλώσεις ότι «είμαστε απόλυτα θωρακισμένοι απέναντι στον κοροναϊό».
Πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση με τον κοροναϊό
Σε τέτοιες καταστάσεις ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι, οι οποίοι μπορεί και να συνυπάρχουν, που πρέπει όμως να αποφευχθούν: από τη μία ο πανικός και από την άλλη η υποτίμηση του προβλήματος. Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρούμε πτυχές και των δύο.
Μια μερίδα του κόσμου είχε αρχίσει ήδη να πανικοβάλλεται από τα ΜΜΕ, αρκετά νωρίτερα από το πρώτο «κρούσμα» στην Ελλάδα (αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες τροφίμων και μάσκες) και άλλοι πιο «έξυπνα» σκεπτόμενοι, να αγοράζουν, εγκαίρως και φθηνά, πολλά κουτιά με μάσκες, έτσι ώστε σε επόμενη φάση να κερδοσκοπήσουν αισχρά.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας – ΠΟΥ ακόμα δεν έχει χαρακτηρίσει την κατάσταση ως «πανδημία», παρόλο που αρκετοί «ειδικοί» θεωρούν ότι βρισκόμαστε κοντά σε αυτό το σημείο. Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, με τον κοροναϊό, δεν έχει να κάνει με το «πόσο θανατηφόρος είναι» για τον γενικό πληθυσμό, καθώς τα ποσοστά θνησιμότητας -τουλάχιστον για την ώρα- δεν είναι εντυπωσιακά υψηλά, σε σχέση π.χ. με τον ιό της γρίπης. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στην Ελλάδα οι θάνατοι από την εποχική γρίπη έφτασαν τους 77, ενώ ο ΠΟΥ υπενθυμίζει ότι κάθε χρόνο στην Ευρώπη έχουμε περίπου 60.000 θανάτους. Σε κάθε περίπτωση όμως, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και αφορά κατά κύριο λόγο τις ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένοι, πάσχοντες από χρόνιες ασθένειες κλπ).
Όπως σημειώνει και η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος – ΟΕΝΓΕ, ο κοροναϊός:
- έχει υψηλή μεταδοτικότητα (δηλαδή «κολλάει» πολύ πιο εύκολα σε σχέση την κοινή γρίπη) και
- ένα ποσοστό έως και 20% που θα μολυνθεί με τον ιό μπορεί να παρουσιάσει βαριά κλινική εικόνα (δηλαδή να χρειαστεί νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας – ΜΕΘ)
Τι θα έπρεπε να κάνει από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση με βάση τα παραπάνω; Είχε στη διάθεσή της περίπου 2 μήνες, μέχρι να έχουμε το πρώτο κρούσμα στη χώρα, για να ενημερώσει όλο τον πληθυσμό για τους αυξημένους κανόνες υγιεινής που θα έπρεπε να ακολουθούνται καθημερινά, με εκτεταμένες δράσεις σε χώρους εκπαίδευσης, εργασίας, μέσω των ΜΜΕ κλπ. Με ψυχραιμία και χωρίς υπερβολές. Αντ’ αυτού τα ΜΜΕ σκόρπισαν πανικό και παραπληροφόρηση στον κόσμο, ενώ η κυβέρνηση μιλούσε περί «θωράκισης» της χώρας. Το ζήτημα όμως δεν ήταν «πως δε θα μπει ο ιός», αλλά «τι πρέπει να κάνουμε για τον περιορισμό της εξάπλωσής του».
Και βέβαια, η κυβέρνηση προσπάθησε να «σπείρει» ακόμα μεγαλύτερο ρατσισμό και φόβο με τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Στ. Πέτσα, ότι:
«ο κοροναϊός μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα σε κλειστές δομές προσφύγων»
σαν να είναι η «προσφυγιά» συνώνυμο της «επιδημίας»! Αντίστοιχες δηλώσεις έγιναν και από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος είπε ότι
«Το Μεταναστευτικό τώρα αποκτά μία νέα διάσταση, καθώς στις ροές προς την Ελλάδα περιλαμβάνονται άνθρωποι από το Ιράν -όπου είχαμε πολλά κρούσματα κορονοϊού- και πολλοί διερχόμενοι από το Αφγανιστάν.»
Όμως τελικά ο κοροναϊός ήρθε αεροπορικώς, από κάποια «επιχειρηματία από το χώρο της μόδας» και ένα τραπεζικό στέλεχος! Οι συμπεριφορές μάλιστα, των δύο πρώτων ενήλικων ατόμων που προσβλήθηκαν από τον κοροναϊό σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ύστερα από ταξίδι τους στο Μιλάνο, με «βόλτες» στο Δημοτικό Συμβούλιο και «αγκαλιές και φιλιά» με συναδέλφους, είναι αποκαλυπτικές της πλήρους απουσίας ενημέρωσης του πληθυσμού.
Το δεύτερο σκέλος του ζητήματος έχει να κάνει με την συστηματική υποβάθμιση της δημόσιας υγείας και των νοσοκομείων, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τέτοιες κρίσιμες καταστάσεις.
Άμεσα μέτρα για τη δημόσια υγεία!
Πέρα απ’ την απουσία κάθε σχεδίου πρόληψης, η κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία είναι ήδη οριακή. Υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό, υλικά κλπ εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα τα υπάρχοντα περιστατικά να εξυπηρετούνται με μεγάλη πίεση. Η νέα κρίση με τον κοροναϊό μόνο χειρότερα μπορεί να κάνει τα πράγματα.
Όπως αναφέρει και η ΟΕΝΓΕ, πέρα απ’ τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, από τα 700 κρεβάτια ΜΕΘ τα 100 είναι κλειστά, ενώ σχεδόν όλες οι κλίνες ΜΕΘ είναι γεμάτες. Αυτή η κατάσταση έχει προκύψει λόγω της υποβάθμισης και της υποχρηματοδότησης της υγείας, από την περίοδο πριν και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας.
Σύμφωνα με την ΟΕΝΓΕ, πρέπει άμεσα:
- Να λειτουργήσουν τα πάνω από 100 κλειστά κρεβάτια ΜΕΘ
- Να προχωρήσει το υπουργείο Υγείας στις αναγκαίες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία
- Να εξασφαλιστεί η προμήθεια σε φάρμακα, υγειονομικό υλικό, είδη υγιεινής όλων των δημόσιων μονάδων υγείας
- Να διατεθούν δωρεάν στον πληθυσμό και ιδιαίτερα σε όλους τους χώρους που υπάρχει συνωστισμός (π.χ. μέσα μαζικής μεταφοράς) μέσα ατομικής προφύλαξης (μάσκες, αντισηπτικά)
- Να ληφθούν όλα τα απαραίτητα Μέτρα Υγιεινής και Ασφάλειας στους χώρους δουλειάς και ιδιαίτερα στις μονάδες υγείας.
- Να εξασφαλιστεί η ιατρική παρακολούθηση, η επαρκής υγιεινή και διατροφή σε προνοιακά ιδρύματα, βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, στα σχολεία και τις σχολές, στις στρατιωτικές μονάδες
- Να υπάρξει ειδική μέριμνα για τους πρόσφυγες – μετανάστες και τις οικογένειές τους, για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας.