Τoυ Σάββα Στρoύμπoυ
Στην αρχή της δεκαετίας του ’80 η Πολωνία ήρθε πολύ κοντά σε μια νικηφόρα εργατική εξέγερση ενάντια στο Σταλινισμό. Πριν το 1980, η μαχητικότητα των εργατών είχε συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός αρκετά καλά οργανωμένου, παράνομου συνδικαλιστικού δικτύου. Ακριβώς, στα 1980 το κίνημα της «Αλληλεγγύης», όπως ονομάστηκε, ξέσπασε σαν ένα κύμα καταλήψεων και απεργιών, που απείλησαν να ανατρέψουν το καθεστώς, προτάσσοντας έναν γνήσιο δημοκρατικό σοσιαλισμό των εργαζομένων. Παρά τον αγώνα των Πολωνών εργατών το 1980, όμως, εννιά χρονιά μετά, ένα φιλο-καπιταλιστικό καθεστώς ερχόταν να αντικαταστήσει το σταλινικό και μάλιστα με τα στελέχη της «Αλληλεγγύης» επικεφαλής του.
Πιο αναλυτικά…
Τα συνθήματα και οι μορφές οργάνωσης που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του κινήματος, έδειχναν πως οι εργάτες πάλευαν με σκοπό την πτώση της σταλινικής γραφειοκρατίας και την εγκαθίδρυση μιας γνήσιας εργατικής δημοκρατίας. Τα συνθήματα στους τοίχους δεν έγραφαν υπέρ του καπιταλισμού αλλά: «Ναι στο σοσιαλισμό, αλλά χωρίς παραμορφώσεις!».
Μέσα από τη φωτιά της μάχης – τα γεγονότα της οποίας θα δούμε παρακάτω – γεννήθηκε το ανεξάρτητο συνδικάτο «Αλληλεγγύη» (το οποίο, όπως είπαμε, λίγα χρόνια αργότερα ήταν επικεφαλής της προσπάθειας εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού στη χώρα). Τα βασικά ερωτήματα που, βέβαια, μπαίνουν είναι το πώς ένα τέτοιο κίνημα οδηγήθηκε σε αυτές τις φιλο-καπιταλιστικές πολιτικές, αλλά και που βρίσκονται οι ρίζες του εκφυλισμού αυτού του κινήματος;
Ανατολικό μπλοκ, Σταλινισμός και εξεγέρσεις
Για να καταλάβουμε ακριβώς τη διαδικασία μεταξύ επανάστασης και αντεπανάστασης στην Πολωνία, όπως και σε άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, είναι αναγκαίο να γυρίσουμε πίσω στις απαρχές αυτών των καθεστώτων. Αντίθετα με την άνοδο του σταλινισμού στη Ρωσία, που ήταν αποτέλεσμα τόσο της οικονομικής καθυστέρησης της χώρας, όσο και της απομόνωσης που έτυχε το νέο εργατικό κράτος μετά την ήττα της επανάστασης σε Γερμανία, Ιταλία, Κίνα, Ισπανία και αλλού, ο σταλινισμός σε αυτές τις χώρες προήλθε από τελείως διαφορετικό δρόμο. Οι χώρες του μετέπειτα Ανατολικού Μπλοκ, στο τέλος του β’ Παγκ. Πολέμου απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος τελικά παρέμεινε σ’ αυτές. Αρχικά τα Κ.Κ. δημιούργησαν κυβερνήσεις «Λαϊκών Μετώπων» με απομεινάρια της αστικής τάξης, όμως η πραγματική εξουσία ήταν στον σοβιετικό στρατό. Από την πρώτη περίοδο της ύπαρξής τους, τα καθεστώτα αυτά ήταν «εκφυλισμένα εργατικά κράτη» (σύμφωνα με τον όρο του Τρότσκι) βασισμένα δηλαδή στο μοντέλο της σταλινικής Ρωσίας. Επρόκειτο, δηλαδή για παραμορφωμένες εκδοχές του «σοσιαλισμού», όπου η εργατική δημοκρατία αντικαθίσταται από την δικτατορία της γραφειοκρατίας πάνω στην εργατική τάξη, ενώ την ίδια στιγμή οι βασικοί τομείς τις παραγωγής βρίσκονται στα χέρια του Κράτους και η οικονομία λειτουργεί με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό (γραφειοκρατικά, όμως, κι όχι δημοκρατικά) κι όχι τις «δυνάμεις της αγοράς».
Ο καταπιεστικός χαρακτήρας των γραφειοκρατικών ηγεσιών δεν άργησε να φανεί, αλλά αντίστοιχα συνέβη και με τις αντιδράσεις από την πλευρά των εργαζομένων. Το 1953 για παράδειγμα είχαμε την πρώτη εξέγερση στην Αν Γερμανία. Το 1956 έχουμε το παράδειγμα της Ουγγαρίας, όπου οι εργάτες πάλεψαν ηρωικά για την ανατροπή της εξουσίας των προνομίων και της μονοκομματικής δικτατορίας της γραφειοκρατίας και για ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό («πολιτική επανάσταση» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Τρότσκι). Το ’68 έχουμε την πιο γνωστή από τις εξεγέρσεις του Αν. Μπλοκ, στη Τσεχοσλοβακία – που έμεινε στην ιστορία σαν η «Άνοιξη της Πράγας».
Πολωνία: 1956, 1970, 1976
Η Πολωνία δεν αποτέλεσε εξαίρεση σ’ αυτή τη διαδικασία. Το 1956 στο Πόζναν μια εργατική απεργία αντιμετώπισε τη βίαιη καταστολή του καθεστώτος. Όμως η γραφειοκρατία έλαβε το μήνυμα της αγανάκτησης του κόσμου κι έτσι επιχείρησε να κάνει κάποιες κινήσεις τακτικής για να γυρίσει το κλίμα με το μέρος της. Ο πρώτος γραμματέας άλλαξε και τη θέση του πήρε ο Βλάντισλαβ Γκομούλκα, ενώ έγιναν παραχωρήσεις σε αγρότες και σε γραφειοκράτες μικρότερων θέσεων, ακριβώς για να τους δέσουν περισσότερο στο άρμα της εξουσίας. Επίσης, δόθηκαν προνόμια στην Εκκλησία σαν ανταμοιβή για την υποστήριξή της προς το καθεστώς στην αντιμετώπιση της απεργίας.
Αρχικά η Πολωνία, όπως και όλες οι χώρες του Ανατ. Μπλοκ, γνώρισε ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χάρη στα οφέλη που επέφερε η σχεδιασμένη οικονομία. Πχ το ΑΕΠ της Πολωνίας αυξήθηκε κατά 7% τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του νέου καθεστώτος.
Σύντομα, όμως, η κακοδιαχείριση και ο παρασιτικός ρόλος της σταλινικής γραφειοκρατίας έβαλαν φρένο σ’ αυτή την ανάπτυξη… και όχι μόνο σε αυτή, αλλά και σε όλο το φάσμα της ζωής της κοινωνίας. Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60 η οικονομία άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στην εξασφάλιση ακόμα και των βασικών καταναλωτικών αγαθών για τον κόσμο. Αρχές του ’70 ανακοινώθηκαν αυξήσεις στη τιμή του κρέατος, με αποτέλεσμα να σημειωθούν διαδηλώσεις στη Βαλτική Ακτή, που εξελίχθηκαν σε εξέγερση, η οποία επηρέασε μια σειρά από περιοχές σε όλη τη χώρα. Στάλθηκαν τεθωρακισμένα (γνωστή εικόνα καταστολής εξεγέρσεων από τα σταλινικά καθεστώτα) και η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα με συνολικά 100 νεκρούς.
Η σταλινική γραφειοκρατία τρομοκρατήθηκε και για μια ακόμα φορά προσπάθησε να συνδυάσει την καταστολή με παραχωρήσεις προς τον κόσμο. Ο Γκομούλκα αντικαταστάθηκε από τον Γκιέρεκ, ο οποίος πήρε μεγάλα δάνεια από τη Δύση, τα οποία, χρησιμοποιήθηκαν για να εξαγοράσουν, έστω και παροδικά την κοινωνική ειρήνη κι έτσι επιδόθηκε σε μια προσπάθεια αύξησης της καταναλωτικής δύναμης του κόσμου για όσο υπήρχαν χρήματα, χωρίς καμία πραγματική μέριμνα για το μέλλον. Όπως είναι φυσικό, σύντομα προέκυψε η δυσκολία στην αποπληρωμή των δανείων, κάτι που έπεσε, βέβαια, στις πλάτες του κόσμου, με μείωση αυτή τη φορά του επιπέδου ζωής.
Το 1976 εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία στο Ράντομ, περιοχή όπου ήταν συγκεντρωμένη η πολεμική βιομηχανία της χώρας. Παρ’ όλο που κάποια από τα αιτήματα τους ικανοποιήθηκαν, οι ηγέτες τους συνελήφθησαν. Μια ομάδα αντιπολιτευόμενων και διανοούμενων έφτιαξε την Επιτροπή της Εργατικής Άμυνας (ΕΕΑ), με σκοπό το μάζεμα χρημάτων για τους εργάτες που είχαν συλληφθεί, τη νομική τους υποστήριξη και τη δημοσιοποίηση της περίπτωσης τους. Τα επόμενα χρόνια η ΕΕΑ μπήκε μπροστά στη δημιουργία «ελεύθερων» συνδικάτων σε μια σειρά πόλεις.
1980
Ένα σημείο καμπής σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1980, όταν ανακοινώθηκε μια ακόμη σοβαρή αύξηση στην τιμή του κρέατος. Το καθεστώς επιχείρησε να διχάσει τους εργαζόμενους, ικανοποιώντας αιτήματα μόνο αυτών που βρίσκονταν στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Σαν αποτέλεσμα όμως, αυτή η πολιτική κατάφερε μονάχα να ωθήσει κι άλλα τμήματα της εργατικής τάξης στον δρόμο της απεργίας. Στο Λιουμπλίν (γενέτειρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ) όπου οι εργαζόμενοι ξεσηκώθηκαν με αίτημα την ελευθερία του λόγου, ο ξεσηκωμός μετατράπηκε σε απεργία που συμπεριέλαβε τους σιδηροδρομικούς των γραμμών Πολωνίας – Ρωσίας, κόβοντας, έτσι τις εξαγωγικές δυνατότητες της πρώτης. Η τοπική εφημερίδα απείλησε με επέμβαση των Ρώσων για καταστολή της εξέγερσης, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να κατέβουν σε απεργία και οι εργαζόμενοι στον τύπο. Οι εργαζόμενοι κέρδισαν μια νίκη και η ίδια εφημερίδα αναγκάστηκε να απολογηθεί στο επόμενο της φύλλο.
Ναυπηγεία Γκτανσκ
Μια ποιοτική αλλαγή στο κίνημα επήλθε όταν ξέσπασε απεργία και κατάληψη του ναυπηγείου του Γκτανσκ στα μέσα του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, σε ένδειξη αλληλεγγύης στην Άννα Βαλεντίνοβιτς, ηγετική φιγούρα των εργαζομένων και μέλος της ΕΕΑ της περιοχής. Ένα παράνομο συνδικάτο υπήρχε ήδη, γεγονός που είχε βοηθήσει τους εργαζόμενους στην εκπαίδευση και την προετοιμασία τους για τη μάχη.
Τα αιτήματα τους ήταν πιο προχωρημένα από οπουδήποτε αλλού:
- Απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων
- Επαναπρόσληψη απολυμένων εργατών
- Αυξήσεις μισθών
- Ανέγερση μνημείου για τους πεσόντες της εξέγερσης του 1970
Kαταλήψεις και απεργίες επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές του Γκτανσκ. Δημιουργήθηκε απεργιακή επιτροπή ώστε να ενώνονται μεταξύ τους οι κατειλημμένοι χώροι και να οργανώνονται οι απεργοί. Οι τόνοι ανέβηκαν περισσότερο όταν μπήκαν στον αγώνα και οι απεργοί των μέσων μεταφοράς. Σαν αποτέλεσμα της επέκτασης των κατειλημμένων εργοστασίων και χώρων δουλειάς σε συνθήκες απεργίας, δημιουργήθηκε η Δια-εργοστασιακή Απεργιακή Επιτροπή (ΔΑΕ), η οποία οργανώθηκε με τη μορφή σοβιέτ (στην αρχική τους μορφή στη ρωσική επανάσταση) ή εργατικών συμβουλίων: αποτελούνταν, δηλαδή, από δημοκρατικά εκλεγμένους και αιρετούς αντιπροσώπους από το ίδιο το σώμα των εργαζομένων, χωρίς επιπλέον προνόμια ή παραπάνω μισθό. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των επικεφαλής της ΔΑΕ και της κυβέρνησης, οι απεργοί είχαν δυνατότητα να τις παρακολουθούν ζωντανά μέσω της τηλεόρασης.
Τα αιτήματα της ΔΑΕ έδειχναν καθαρά πως οι εργάτες ακολουθούν τον δρόμο της πολιτικής επανάστασης:
- Νομιμοποίηση των ελεύθερων (μη κομματικών) συνδικάτων
- Δικαίωμα στην απεργία
- Ελευθερία του λόγου
- Πρόσβαση των απεργών στον τύπο
- Αφαίρεση των δικαιωμάτων της γραφειοκρατίας
- Κατάργηση της αστυνομίας
Όπως γίνεται μέχρι τώρα σαφές, πουθενά δεν υπήρχε η αίσθηση ότι όλο το κίνημα οδηγούνταν στην εγκαθίδρυση του καπιταλισμού.
Οι Μαρξιστές θα προσέθεταν κι αιτήματα όπως:
- Όλοι οι αντιπρόσωποι αιρετοί, ανακλητοί και προερχόμενοι από το σώμα των εργαζομένων του κάθε κλάδου.
- Οι αντιπρόσωποι να μην αμείβονται με μεγαλύτερο μισθό από αυτόν του ειδικευόμενου εργάτη.
- Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι να εναλλάσσονται σε ηγετικές θέσεις
Τα αιτήματα αυτά θα είχαν σκοπό να αποτρέψουν την εμφάνιση του γραφειοκρατικού φαινομένου στο μέλλον, στον βαθμό που είχαμε τη νίκη του κινήματος. Πάνω απ’ όλα όμως, θα ήταν αναγκαίο να εξηγηθεί ότι η ΔΑΕ θα ήταν το όργανο της εργατικής εξουσίας από’ δω και στο εξής.
Δυαδική εξουσία
Παρ’ όλο που από τη μεριά του καθεστώτος έγιναν προσπάθειες να απομονωθεί το Γκτανσκ, το κίνημα απλώθηκε σε όλη την Πολωνία, αποκτώντας μαζικά χαρακτηριστικά, με μορφές και αιτήματα αντίστοιχα των παραπάνω. Είναι εμφανές ότι υπήρχε πλέον μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Η ΔΑΕ είχε πλέον αποκτήσει τον έλεγχο της διανομής τροφίμων, των μέσων μεταφοράς και του συστήματος υγείας. Καθώς η απεργία επεκτάθηκε παντού, η χώρα νέκρωσε, κάτι που αποδεικνύει και τον κυρίαρχο ρόλο που μπορεί να παίξει η εργατική τάξη σε μια επαναστατική κατάσταση. Το πνεύμα της δημοκρατίας απλώθηκε σε όλη τη χώρα. Άρχισαν να δημιουργούνται ανοιχτές πολιτικές συζητήσεις μεταξύ φοιτητών, δημοσιογράφων, εργατών, αγροτών κλπ. Όλα τα στρώματα της κοινωνίας εμπνεύστηκαν από τις εξελίξεις και άρχισαν να δημιουργούν τα δικά τους όργανα αντιπροσώπευσης, αντικαθιστώντας τα σταλινικά, ελεγχόμενα από τη γραφειοκρατία.
Το καθεστώς κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα και η δυνατότητα του να χρησιμοποιήσει ένοπλες δυνάμεις ήταν αβέβαιη καθώς δεν ήταν πλέον σαφές ότι ο στρατός θα υπάκουε. Εξελίξεις άρχισαν και μέσα στο Κ. Κ., όπου τα μέλη της βάσης άρχισαν να απομακρύνονται από την κομματική γραφειοκρατία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1/3 των μελών της ΔΑΕ ήταν και μέλη του κόμματος. Μάλιστα, σε πολλές πόλεις μέλη του κόμματος τέθηκαν επικεφαλής των αντίστοιχων επιτροπών.
Το καθεστώς έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τη ΔΑΕ. Υπέγραψε τα 21 αιτήματα της επιτροπής – συμφωνία του Γκτανσκ, όπως ονομάστηκε – και η απεργία έλαβε τέλος. Δημιουργείται, έτσι το ανεξάρτητο συνδικάτο με το όνομα «Αλληλεγγύη».
Η Αλληλεγγύη
Τα παραπάνω, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια επιμέρους νίκη του κινήματος. Αυτό που έλειπε ήταν μια επαναστατική ηγεσία που θα μπορούσε να δώσει πραγματική διέξοδο στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι, ώστε να προχωρήσει μέχρι την ανατροπή του καθεστώτος και τη δημιουργία μιας ουσιαστικής εργατικής δημοκρατίας, απαραίτητο στοιχείο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε.
Αντίθετα, οι επικεφαλής της ΔΑΕ και της Αλληλεγγύης έβλεπαν τα πράγματα πιο κοντόθωρα. Πίστευαν ότι αρκούσε να κερδίσουν κάποιες μεταρρυθμίσεις. Η ηγεσία του κινήματος, παρά τη δύναμη του, δεν έπαιξε παρά έναν συντηρητικό ρόλο, κρατώντας πίσω τις εξελίξεις και μπλοκάροντας τα πιο ριζοσπαστικά αιτήματα των εργατών. Για παράδειγμα δεν δέχτηκε να συμπεριληφθεί στα 21 αιτήματα το αίτημα για ελεύθερες εκλογές, ενώ μετά την υπογραφή της συμφωνίας ταξίδευαν σε όλη τη χώρα για να πείσουν τους εργάτες να σταματήσουν την απεργία. Για μια ακόμη φορά, αντίστοιχο ρόλο έπαιζε και η εκκλησία.
Παρ’ όλα αυτά, το συνδικάτο της «Αλληλεγγύης» μεγάλωνε θεαματικά. Μετά τη συμφωνία του Γκτανσκ μετρούσε 3.5 εκ. μέλη, μέχρι το φθινόπωρο 8.5 εκ. και πολύ σύντομα 10, μέχρι που έγινε η μαζικότερη οργάνωση της χώρας, υποχρεώνοντας σε παραίτηση πολλούς σταλινικούς αξιωματούχους και γραφειοκράτες.
Χαμένες ευκαιρίες
Καθώς είχε χαθεί η πρώτη ευκαιρία ανατροπής του καθεστώτος, σύντομα δόθηκε μια νέα. Τον Μάρτιο του ’81 ακτιβιστές της «Αλληλεγγύης» χτυπήθηκαν από την αστυνομία φεύγοντας από μια συνάντηση. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη γενική κατακραυγή. Η «Αλληλεγγύη» κάλεσε 4ώρη προειδοποιητική απεργία με σκοπό να οδηγηθεί σε γενική απεργία διαρκείας. Όμως ο Βαλέσα (επικεφαλής της «Αλληλεγγύης»), μαζί με την καθολική εκκλησία προσπαθούσαν να εμποδίσουν τα πράγματα να φτάσουν ως τα άκρα. Την τελευταία στιγμή το καθεστώς τιμώρησε τους υπεύθυνους της επίθεσης κάτι που βοήθησε τον Βαλέσα στο να αποτρέψει τη γενική απεργία. Το σημείο αυτό σηματοδοτεί και την ολική αδυναμία να περάσει το κίνημα σε μια ποιοτικά ανώτερη φάση που θα έθετε σε ημερήσια διάταξη την πτώση του καθεστώτος από την οπτική των εργαζομένων και του σοσιαλισμού.
Στο μεταξύ άρχισαν οι εσωτερικές προστριβές στην «Αλληλεγγύη». Κάτι που εκμεταλλεύτηκε η κυβέρνηση μποϋκοτάροντας την οικονομία για να στρέψει το κλίμα εναντίον της Αλληλεγγύης, παρουσιάζοντας την εργατική αναταραχή σαν αιτία των κακών. Πολλά προϊόντα άρχισαν να λείπουν από τα ράφια των καταστημάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τεράστιες ουρές. Το εγχείρημα άρχισε να πετυχαίνει: η δημοτικότητα της Αλληλεγγύης έπεσε από 60% σε 40%.
Το συνέδριο του Σεπτέμβρη του ‘81
Τον Σεπτέμβρη του ’81 η Αλληλεγγύη έκανε το ένα και μοναδικό της συνέδριο. Παρ’ όλο που υπήρχαν αντιπολιτευόμενες φωνές που διεκδικούσαν εργατικό έλεγχο και δημοκρατία, που στρέφονταν προς την πολιτική επανάσταση, δεν μπόρεσαν να οργανωθούν σε σώμα και να προσδιορίσουν με ακρίβεια τα αιτήματα για τα οποία παλεύουν. Πάνω απ’ όλα στερούνταν την επίγνωση των αιτημάτων που είχε ανάγκη το κίνημα, ώστε να του δώσουν προοπτική και νέα ώθηση. Έτσι λοιπόν, παρ’ όλο που υπήρχε μια τάση η οποία υποστήριξε τον εργατικό έλεγχο, επανεξελέγη η προηγούμενη ηγεσία με τον Βαλέσα επικεφαλής, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η πολιτική του συμβιβασμού και της μετριοπάθειας.
Το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι
Με την αυξανόμενη αποδυνάμωση της Α. το καθεστώς άρχισε να ισχυροποιείται. Στις 13 Δεκέμβρη του ’81 ο Στρατηγός Γιαρουζέλσκι οργάνωσε στρατιωτικό πραξικόπημα και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Οι συναντήσεις απαγορεύτηκαν, ενώ συνελήφθη η ηγεσία της Αλληλεγγύης μαζί με χιλιάδες αγωνιστές. Οι οργανώσεις της Αλληλεγγύης διαλύθηκαν.
Στο μεταξύ η οικονομική κρίση άρχισε να εξαπλώνεται στη χώρα. Ξεκίνησαν οι περικοπές σε μισθούς, η ακρίβεια, καθώς και η έλλειψη βασικών αγαθών. Η ζωή άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολη.
Παρά τις αντίστοιχες δυσκολίες στις καπιταλιστικές χώρες, αυτές φάνταζαν ως ένας φάρος ελπίδας για τους εργαζόμενους. Άρχισαν να αναπτύσσονται αυταπάτες όσον αφορά στην καπιταλιστική οικονομία και αγορά, που επηρέασαν ακόμα και τη γραφειοκρατία του κόμματος, η οποία σταδιακά έκανε παραχωρήσεις προς την ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς.
Η αποτυχημένη «επανάσταση» των Πολωνών εργατών και της Αλληλεγγύης, δημιούργησε έτσι τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση των δυνάμεων της καπιταλιστικής αντεπανάστασης, πράγμα που εκείνο τον καιρό αναπτυσσόταν σε όλες τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, συμπεριλαμβανομένης της Σ. Ένωσης.
Μέχρι το 1988, τόσο η ηγεσία της Αλληλεγγύης, όσο και η ηγεσία του κόμματος είχαν πια αποκτήσει φιλο-καπιταλιστικές διαθέσεις, με τον Βαλέσα να έχει μετακινηθεί τελείως προς τα δεξιά. Πλέον πίστευαν ότι η λύση βρισκόταν σε μεταρρυθμίσεις προς όφελος των δυνάμεων της αγοράς, που τελικά θα οδηγούσαν στην αποκατάσταση του καπιταλισμού.
Βαλέσα και κυβέρνηση, μαζί, στο δρόμο του καπιταλισμού
Το καθεστώς από μόνο του ήταν ανήμπορο να προχωρήσει προς αυτό τον δρόμο, καθώς άρχισαν πάλι να ξεσπούν απεργίες. Όμως, λόγω της ταύτισης των απόψεων με την Αλληλεγγύη οδηγήθηκαν στη λύση της συνεργασίας. Αυτή τη φορά οι συζητήσεις έγιναν πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς τον έλεγχο των εργατών. Ο Βαλέσα επενέβη για να σταματήσουν οι απεργίες. Οι συζητήσεις κατέληξαν στη διεξαγωγή ημι-ελεύθερων εκλογών, όπου θα εκλέγονταν ελεύθερα μόνο το 35% του κοινοβουλίου, ενώ το υπόλοιπο θα παρέμενε στο κόμμα.
Οι εκλογές ήταν απόλυτη επιτυχία για την Αλληλεγγύη η οποία λίγο αργότερα προχώρησε σε κυβέρνηση συνεργασίας με σκοπό την μεταφορά της χώρας στον δρόμο του καπιταλισμού, γεγονός που χειροτέρεψε σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο ζωής των ανθρώπων.
Όπως, όμως, έγινε σαφές από τα παραπάνω, η ήττα αυτή του κινήματος των εργαζομένων δεν ήταν από την αρχή προφανής. Χωρίς την οικονομική κρίση, το πραξικόπημα και τη διάλυση των δημοκρατικών οργανώσεων των εργαζομένων, οι πιθανότητες θα παρέμεναν ανοιχτές για εξέλιξη των γεγονότων προς την κατεύθυνση της πολιτικής επανάστασης.
Στο βαθμό που θα υπήρχε μια οργανωμένη Μαρξιστική αντιπολίτευση στην Αλληλεγγύη θα μπορούσε να έχει καταπολεμηθεί η αντιδραστική διαδρομή της ηγεσίας, με σκοπό να δοθεί μια καθαρή εναλλακτική θέση υπέρ των εργαζομένων και της κοινωνίας, που θα ξεπερνούσε το επίπεδο των μεταρρυθμίσεων και θα οδηγούσε στη δημιουργία του πραγματικού σοσιαλισμού…