Του Ντάνι Καζανόβας – Socialismo Revolucionario, αδελφή οργάνωση του «Ξ» στην Ισπανία.[*]
Στις 11 Σεπτέμβρη του τρέχοντος έτους, εκατοντάδες χιλιάδες Καταλανοί θα πάρουν και πάλι τους δρόμους για να απαιτήσουν την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Αυτό έπεται 6 συνεχόμενων χρόνων κατά τα οποία πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι διαδηλώνουν αυτή την ίδια ημερομηνία, καθώς και του «δημοψηφίσματος» για την Καταλανική ανεξαρτησία, που έλαβε χώρα τον περασμένο Σεπτέμβριο (2015). Το καταλανικό κοινοβούλιο παραμένει σε πορεία σύγκρουσης με την ισπανική κυβέρνηση, με τη μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας να συζητιέται ή και να εικάζεται.
Την 1η Μάρτη, σε ένα άλλο από τα έθνη της Ισπανίας, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι υποδέχτηκαν τον Βάσκο πολιτικό κρατούμενο, Arnaldo Otegi, μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή αφού εξέτισε έξι χρόνια για χαλκευμένες κατηγορίες. Ο βασκικός αριστερός εθνικισμός έχει δει επίσης νέες εκλογικές επιτυχίες κατά την τελευταία περίοδο, συγκεντρωμένος γύρω από μια νέα σημαία, το συνασπισμό EH Bildu.
Αυτά τα δραματικά γεγονότα υπογραμμίζουν πώς το «εθνικό ζήτημα» –η ύπαρξη πολλών εθνικοτήτων, λαών και κινημάτων μέσα στο ισπανικό κράτος– έχει επανεμφανιστεί ως κρίσιμος παράγοντας για την κρίση του καπιταλισμού στην Ισπανία. Για τους γνήσιους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, μια σωστή κατανόηση αυτού του ζητήματος και του πώς μπορεί να «λυθεί», ήταν και είναι απαραίτητη για τον επιτυχή μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η οικονομική κρίση κάνει το «καθεστώς του 1978» να τρέμει
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει παράγει πολιτικές και θεσμικές κρίσεις για το καπιταλιστικό σύστημα σε όλο τον κόσμο. Η αποτυχία του καπιταλισμού να δώσει τη δυνατότητα για μια αξιοπρεπή διαβίωση ή μέλλον για τους εργαζόμενους και τους νέους υπονομεύει φυσικά τη νομιμότητα του όλου συστήματος. Πουθενά αλλού δεν ισχύει αυτό τόσο όσο στο ισπανικό κράτος.
Σε αντίθεση με τις πιο καθιερωμένες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές «δημοκρατίες», με πανάρχαιους θεσμούς που μοιάζουν αναλλοίωτοι, το θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο της Ισπανίας δεν είναι διόλου σταθερό. Το σημερινό πολιτικό σύστημα χρονολογείται μόλις πίσω στο σύνταγμα του 1978, και είναι αποτέλεσμα της «μετάβασης» από τη δικτατορία του Φράνκο στη λεγόμενη δημοκρατία.
Γνωστή στην Aριστερά ως το «καθεστώς του 1978», η διευθέτηση αυτή ουσιαστικά συναρμολογήθηκε στη μέση μιας επαναστατικής κρίσης. Με τους εργαζόμενους και τη νεολαία σε όλη τη χώρα να ξεσηκώνονται σε ανοιχτή εξέγερση κατά της δικτατορίας και με μια επανάσταση για τη σοσιαλιστική αλλαγή σε εξέλιξη στη γειτονική Πορτογαλία, το κατεστημένο συγκρότησε ό,τι ήταν αναπόφευκτα μια εγγενώς αδύναμη και ασταθής ρύθμιση, για να εξορκίσει την προοπτική της επανάστασης. Αυτή η κακότεχνη διάταξη ήταν μοιραίο να αποσυντεθεί υπό την επίδραση της κρίσης.
Το «καθεστώς του 1978» βασίστηκε σε μια συνταγματική μοναρχία, ένα ενιαίο κράτος σε επίπεδο κοινοβουλίου και ένα σύστημα «αυτόνομων περιοχών» (περιφερειακές κυβερνήσεις με περιορισμένη ισχύ – όπως εξηγούμε παρακάτω). Όλοι αυτοί οι πυλώνες του καθεστώτος έχουν ριχτεί σε κρίση τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός ότι αυτή εκτείνεται σε μια κρίση εδαφικής ακεραιότητας του κράτους και των συνόρων του, υπογραμμίζει το άλυτο εθνικό ζήτημα που παραμένει θεμελιώδες για τον καπιταλισμό στην Ισπανία.
Η εθνική καταπίεση – μέρος του DNA του ισπανικού καπιταλισμού
Από μια παγκόσμια ιστορική άποψη, οι μαρξιστές πάντα θεωρούσαν τη «λύση» του εθνικού ζητήματος ως ένα καθήκον της αστικοδημοκρατικής (καπιταλιστικής) επανάστασης. Για να ξεπεράσει το φεουδαρχικό σύστημα, η καπιταλιστική ανάπτυξη έτεινε να απαιτεί το σχηματισμό μιας ενιαίας εθνικής αγοράς και ενός ενοποιημένου εθνικού κράτους και πολιτικού συστήματος να το διαχειριστεί. Αυτό επέφερε τη γέννηση του «έθνους-κράτους», της νέας βασικής πολιτικής μονάδας της καπιταλιστικής εποχής.
Αν και το εθνική ζήτημα ποτέ δεν επιλύθηκε πλήρως ή αδιαμφισβήτητα, οι πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες –όπως η Γαλλία, η Αγγλία και αργότερα η Γερμανία– κατάφεραν να αποκοιμίσουν το ζήτημα, τουλάχιστον για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Ωστόσο, σε χώρες όπου ο καπιταλισμός ήταν πολύ αδύναμος για να εκτελέσει μια ριζική αστική επανάσταση, το εθνικό ζήτημα παρέμεινε άλυτο.
Αν και η Ισπανία ήταν μια μεγάλη αποικιακή δύναμη, από την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού ως ένα παγκόσμιο σύστημα, βασανιζόταν από αυτό που ο Τρότσκι ονόμαζε μια «άδοξη παρακμή», έχοντας υπερκεραστεί από τους ευρωπαίους ανταγωνιστές της. Σε αντίθεση με την άνθηση του καπιταλισμού των ενοποιημένων εθνικών κρατών αλλού, ο ισπανικός καπιταλισμός είχε μια πολύ αδύναμη οικονομική βάση για να ενώσει ουσιαστικά όλη τη χώρα σε μια κοινή «εθνική» οικονομική αποστολή, και ήταν πολύ αδύναμος και διχασμένος πολιτικά και στρατιωτικά για να διευθετήσει το ζήτημα με άλλα μέσα.
Ο καπιταλισμός έτσι αναπτύχθηκε στη χερσόνησο με αυτό το βαθύ άλυτο εθνικό ζήτημα υφασμένο στο DNA του.
Στο πέρασμα των αιώνων, το ισπανικό βασίλειο πάντα βασιζόταν σε ασταθείς και ρευστές συμμαχίες και συμφωνίες μεταξύ αντίπαλων αρχόντων και μοναρχών, από την Καταλονία, την Αραγονία, τη χώρα των Βάσκων, τη Γαλικία και την Καστίλη (η οποία έγινε η κυρίαρχη δύναμη στη χερσόνησο) μεταξύ άλλων. Κάτω από τον καπιταλισμό, αυτό πήρε τη μορφή ενός ενωμένου έθνους-κράτους που κυριαρχούνταν από τον καστιλιάνικο καπιταλισμό, με την αναγκαστική ενσωμάτωση των άλλων εθνοτήτων μέσα σε αυτό. Αν και όχι τα μόνα, το πιο σημαντικά από αυτά τα καταπιεσμένα έθνη ήταν και παραμένουν η Καταλονία, η Χώρα των Βάσκων και η Γαλικία.
Επί πολλές γενιές, ο καπιταλισμός καθιέρωσε μια ενιαία αγορά και ολοκληρωμένη οικονομία σε όλη τη χώρα, χωρίς όμως ποτέ να θεσπίσει την ελεύθερη και εθελοντική πολιτική ενότητα ή ομοιογένεια. Οι συνέπειες αυτού ήταν έκτοτε ένα αγκάθι στο πλευρό του. Ακόμα και σήμερα, ισχυρά εθνικιστικά κινήματα –συμπεριλαμβανομένων κινημάτων για αποχωρισμό, αν και σε διαφορετικό βαθμό– υπάρχουν και στις τρεις από τις προαναφερθείσες εθνικότητες.
Ενώ η σημασία του ζητήματος και η απήχηση των εθνικιστικών και αποσχιστικών κινημάτων υποχωρούσε ή αυξανόταν στην πορεία της ιστορίας, το ζήτημα ποτέ δεν εξαφανίστηκε, και έχει εμφανιστεί ως κρίσιμο ζήτημα στη διάρκεια κάθε καπιταλιστικής κρίσης και σε κάθε αποφασιστική καμπή.
Αυτή ήταν η περίπτωση στη δεκαετία του 1930, του 1970 και είναι σήμερα. Έτσι, ο ισπανικός καπιταλισμός έχει εμπλακεί σε μια διαρκή μάχη για να αποφευχθεί ο οικονομικός και γεωγραφικός διαμελισμός.
Μεταξύ καταπίεσης και προσπαθειών συνδιαλλαγής
Η εθνική διχόνοια και η εθνική καταπίεση είναι τα θέματα που ο ισπανικός καπιταλισμός αποδείχθηκε ανίκανος να επιλύσει ξανά και ξανά. Στην προσπάθειά του να το πράξει, έχει εναλλαχθεί μεταξύ δύο πόλων: βίαιη καταστολή από τη μια και προσπάθειες συμβιβασμού από την άλλη – «το καρότο και το μαστίγιο».
Το «μαστίγιο» χρησιμοποιήθηκε με τον πιο βάναυσο τρόπο ως απάντηση στα εθνικά κινήματα της δεκαετίας του 1930, μιας επαναστατικής δεκαετίας στην ιστορία της Ισπανίας. Στο μέσο μιας επαναστατικής ανόδου κατά του ισπανικού καπιταλισμού που είδε αμέτρητες γενικές απεργίες και πολλές ανατροπές καθεστώτων, ο αγώνας των καταπιεσμένων από το κράτος εθνικοτήτων ξαναήρθε στην επιφάνεια με κρότο.
Πράγματι, μέσα στους σημερινούς λόγους για «μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας» από την καταλανική κυβέρνηση, αξίζει να θυμηθούμε ότι η τελευταία φορά που η κυβέρνηση της Καταλονίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από το ισπανικό κράτος ήταν το 1934. Τότε, όπως τώρα, ο αγώνας για αυτοδιάθεση προδόθηκε από τους φιλο-καπιταλιστές ηγέτες των αστικών και μικροαστικών εθνικιστικών κομμάτων.
Τελικά, όπως είναι γνωστό, ο ισπανικός καπιταλισμός είδε την ανάγκη να συντρίψει την απειλή της επανάστασης των εργατών στη δεκαετία του 1930 μέσω του εμφυλίου πολέμου και της στυγνής δικτατορίας του Φράνκο. Αυτό σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου ακραίας καταστολής των καταπιεσμένων εθνοτήτων της Ισπανίας. Ο ισπανικός εθνικισμός ήταν ένας από τους βασικούς ιδεολογικούς άξονες του καθεστώτος, με βάση το «Ισπανία – μια, μεγάλη και αδιάσπαστη», που εξακολουθεί να είναι το σύνθημα της δεξιάς σήμερα.
Το ανελέητα συγκεντρωτικό καθεστώς του Φράνκο αρνήθηκε κάθε αυτονομία στην Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων και τη Γαλικία. Η βασκική, η καταλανική και η γαλικιακή γλώσσα είχαν επίσημα απαγορευτεί και υπήρξε εκτεταμένη καταστολή.
Ωστόσο, αυτό δεν κατάφερε να καταστείλει οριστικά το εθνικό ζήτημα ή τις εθνικές προσδοκίες των λαών. Πράγματι, παράλληλα με αυτή τη βάρβαρη καταστολή, σημαντικές αλλαγές έλαβαν χώρα στη διάρκεια της κυριαρχίας του Φράνκο οι οποίες στην πραγματικότητα συνεισέφεραν στην ενίσχυση της βάσης του καταλανικού και βασκικού εθνικισμού.
Στη δεκαετία του 1960, τα «σχέδια οικονομικής ανάπτυξης» του Φράνκο είδαν μια σημαντική εκβιομηχάνιση της οικονομίας, με τη βιομηχανική επέκταση να είναι ιδιαίτερα έντονη στην Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων. Η μαζική μετανάστευση από την αγροτική και νότια Ισπανία πλημμύρισε τις καταλανικές και βασκικές πόλεις, με τη Βαρκελώνη ιδιαίτερα να αναπτύσσεται ως κύριος βιομηχανικός αστικός κόμβος της Ισπανίας.
Αντιφατικά, ενώ ανέπτυσσε την καταλανική και βασκική οικονομία εντός του ισπανικού καπιταλισμού, αυτή η αλλαγή χρησίμευσε έμπρακτα στο να οξύνει το εθνικό ζήτημα με πολλούς τρόπους.
Σήμερα, αν και μαζική αποβιομηχάνιση έχει λάβει χώρα, η σχετική ισχύς των οικονομιών της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων σε σχέση με τις άλλες λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της Ισπανίας ενισχύει στην πράξη τις τάσεις προς το διαχωρισμό και την ιδέα ότι οι Καταλανοί και οι Βάσκοι θα μπορούσε να ζήσουν καλύτερα έξω από την Ισπανία.
Στην Καταλονία, ιδίως, η ιδέα ότι μια ανεξάρτητη Καταλονία, απαλλαγμένη από τη λαβή της ισπανικής δεξιάς κυβέρνησης, θα μπορούσε να αποφύγει τη βάναυση λιτότητα, δεν είναι άσχετη με αυτό.
Μετά τη σκοτεινή περίοδο της καταστολής και της διάλυσης του εργατικού κινήματος από τον Φράνκο από το τέλος του εμφύλιου πολέμου και μετά, οι αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα ξεκίνησαν ξανά. Το Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να αναβιώνει και οι «εργατικές επιτροπές» άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε όλη τη χώρα.
Η πάλη των εθνικά καταπιεσμένων ήταν ένα βασικό μέρος αυτής της διαδικασίας. Στην Καταλονία, συνδικαλιστές μοίραζαν απαγορευμένα μαρξιστικά βιβλία (όπως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο) στην απαγορευμένη καταλανική γλώσσα, κρυμμένα μέσα στα εξώφυλλα ισπανικών κλασικών λογοτεχνικών έργων.
Στη χώρα των Βάσκων –η οποία ήταν στο επίκεντρο της βιομηχανικής και πολιτικής αναταραχής– αναπτύχθηκε η ETA ως μία από τις βασικές δυνάμεις στην παράνομη αντιπολίτευση στη δικτατορία. Εμφανίστηκε στη βάση ενός ριζοσπαστικού αριστερού προγράμματος, που συνέδεε τον ταξικό και αντι-καπιταλιστικό αγώνα με τον αγώνα για την ανεξαρτησία.
Δολοφόνησε τον ναύαρχο Luis Carrero Blanco, που πιστεύεται ότι ήταν ο εκλεκτός για τη διαδοχή του Φράνκο, το 1973, γεγονός που θεωρείται από πολλούς ως μια σημαντική στιγμή στον αγώνα για να πέσει η δικτατορία. Η ETA εκφυλίστηκε γρήγορα σε τρομοκρατική κατεύθυνση, διεξάγοντας πολλές αγριότητες εναντίον αμάχων στις δεκαετίες μετά τη μετάβαση, προτού κηρύξει μια μονομερή και μόνιμη κατάπαυση πυρός το 2011.
Το μοντέλο των «αυτόνομων περιοχών» – μια επιβεβλημένη ενότητα αντί της οικειοθελούς ομοσπονδίας
Στο πλαίσιο της διεθνούς ανάκαμψης των κοινωνικών αγώνων μετά το 1968 στην Ευρώπη, τα θεμέλια της δικτατορίας στην Ισπανία είχαν επανειλημμένα κλονιστεί από μαζικές απεργίες και κοινωνικά κινήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Καθώς στην διπλανή Πορτογαλία ξεσπούσε μια σοσιαλιστική επανάσταση, ανατρέποντας τη δικτατορία, η ισπανική άρχουσα τάξη άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι μέρες της δικτατορίας ήταν μετρημένες.
Άρχισαν να συγκροτούν –δυστυχώς, με τη συνεργασία της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος που ήταν μαζικό– μια στρατηγική για την εισαγωγή της «δημοκρατίας» με τρόπο που να αποτρέπει την απειλή της επαναστατικής αλλαγής. Αυτό περιλάμβανε την αποτροπή του κινδύνου της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων – Βάσκων και Καταλανών ειδικότερα.
Αυτό ήταν το πλαίσιο στο οποίο συμφωνήθηκε η «μετάβαση». Όσον αφορά το εθνικό ζήτημα, η άρχουσα τάξη ήξερε ότι έπρεπε να προσφέρει κάτι με τη μορφή ενός «καρότου» προς τις εθνικότητες των οποίων τα δικαιώματα είχαν τόσο ποδοπατηθεί στη διάρκεια της 40χρονης δικτατορίας.
Ωστόσο, ενώ κατανοούσαν ότι έπρεπε να «προσφέρουν κάτι», με τη μορφή της αυτονομίας, ήξεραν ότι η παροχή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στις εθνότητες, ή η εγκαθίδρυση της ενότητας του κράτους σε εθελοντική βάση, ήταν πράγματα ανεπίτρεπτα από καπιταλιστική άποψη.
Οικονομικά, η χώρα των Βάσκων, η Γαλικία και η Καταλονία είχαν γίνει ακόμα πιο βασικοί οικονομικοί πυλώνες της κρατικής οικονομίας. Το να κρατηθούν ή όχι, εκπροσωπούσε τη διαφορά μεταξύ της θέσης της Ισπανίας ως ενός μεγάλου ευρωπαϊκού παίκτη και του υποβιβασμού της στην κατάσταση ενός ασήμαντου οικονομικού και πολιτικού παράγοντα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αρένα. Επίσης, είναι τέτοια η αστάθεια της «ενότητας» του ισπανικού κράτους, που η απώλεια μιας από αυτές θα δημιουργούσε τον κίνδυνο ντόμινο, με επιπτώσεις σε άλλες περιοχές. Η Ισπανία ως μία οντότητα θα μπορούσε να υπονομευθεί πλήρως και να κατακερματιστεί, ή «βαλκανοποιηθεί».
Από την άποψη αυτή, έπρεπε να προχωρήσουν με προσοχή. Ενώ χρειαζόταν να παραχωρήσουν κάποια μορφή αυτονομίας, έπρεπε να προσπαθήσουν να αποφύγουν να δεχτούν την πραγματικότητα της ύπαρξης των εθνικών μειονοτήτων με τα δικά τους δικαιώματα και αιτήματα.
Η λύση τους σε αυτό ήταν το σύστημα των «αυτόνομων περιοχών», ένα θεμελιώδες μέρος της μετά τη μετάβαση συμφωνίας. Στην Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων και τη Γαλικία δόθηκε το στάτους της «αυτόνομης περιοχής», αλλά μόνο γι’ αυτές τις τρεις από τις δεκαεπτά αυτόνομες περιοχές σε όλη την επικράτεια!
Ο στόχος ήταν να δοθούν κάποιες παραχωρήσεις σε αυτές τις καταπιεσμένες εθνότητες την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να αραιώσουν τον εθνικό τους χαρακτήρα, σαν να ήταν απλώς μια άλλη γεωγραφική περιοχή της Ισπανίας, όπως η Μαδρίτη ή η Μούρθια (μερικές από τις άλλες αυτόνομες περιφέρειες).
Επιπλέον, τα σύνορα των αυτόνομων περιοχών της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων απείχαν πολύ από το να αντανακλούν τα πραγματικά εθνικά σύνορα, έχοντας σχεδιαστεί για να συγχέουν παραπέρα το ζήτημα. Πέραν του ότι η Καταλονία και η Χώρα των Βάσκων έχουν ιστορικά μέρος της επικράτειάς τους σε γαλλικό έδαφος, υπό το «καθεστώς του 1978», η Ναβάρα διαχωρίστηκε από τη Χώρα των Βάσκων και η Βαλένθια και οι Βαλεαρίδες Νήσοι από την Καταλονία.
Ταυτόχρονα, τα όρια των προσφερόμενων παραχωρήσεων έπρεπε να καθοριστούν με σαφήνεια ώστε να υπηρετούν το σύστημα και την άρχουσα τάξη. Το Σύνταγμα του 1978 κατοχυρώνει την «άρρηκτη ενότητα της πατρίδας» και αναθέτει στο στρατό την ευθύνη της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους.
Τα πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν τη χρησιμότητα αυτών των άρθρων για τον ισπανικό καπιταλισμό. Αυτό το σύνταγμα είναι τώρα το κύριο πρόσχημα για την άρνηση της ισπανικής κυβέρνησης να επιτρέψει ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας.
Η περιοχή των Βάσκων, όπου το αίτημα για αυτοδιάθεση έχει ριζώσει πιο βαθιά στο κίνημα για τη δημοκρατία, είχε στην πραγματικότητα απορρίψει το σύνταγμα του 1978, όταν τέθηκε στο λαό σε ένα δημοψήφισμα σε όλη την Ισπανία. Ειδικές παραχωρήσεις έγιναν στη βασκική «αυτόνομη περιοχή», η οποία ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο στη φορολογία και τις δημόσιες δαπάνες από το υπόλοιπο των περιφερειών, αλλά όπως είναι γνωστό αυτό απέτυχε να επιλύσει τις αντιθέσεις.
Η Καταλονία ήταν περισσότερο ενσωματωμένη στο κίνημα της ισπανικής εργατικής τάξης και τα αιτήματα για ολοκληρωτική ανεξαρτησία από το ισπανικό κράτος είχαν λιγότερη επιρροή εκεί εκείνη τη στιγμή. Πιο συγκεκριμένα, το PSUC (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας, που συνδέεται με το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) κυριαρχούσε στην καταλανική εργατική τάξη, η οποία περιελάμβανε τώρα εκατομμύρια μεταναστών εργαζομένων από άλλες περιοχές της Ισπανίας, ιδιαίτερα το νότο.
Η ηγεσία του PSUC, μαζί με τους συναδέλφους τους από το Ισπανικό ΚΚ, ενέκριναν το σύνταγμα και το μοντέλο των αυτόνομων περιοχών. Το ΚΚ συμφώνησε μάλιστα, σε αντάλλαγμα για τη νομιμοποίησή του, να υψώνει τη μοναρχική ισπανική σημαία μαζί με το σφυροδρέπανο σε όλες τις δημόσιες συγκεντρώσεις του!
Όσο για τους «εθνικιστές» Καταλανούς καπιταλιστές –εκπροσωπούμενους από τους πολιτικούς προγόνους των σημερινών κυβερνώντων κομμάτων στην Καταλονία, Convergencia (CDC) και Esquerra Republicana (ERC)– ενέκριναν ολόψυχα το νέο σχέδιο, βοηθώντας ακόμη και να συνταχθεί το νέο σύνταγμα και το «καταστατικό αυτονομίας» για την Καταλονία.
Έτσι, πολλοί Καταλανοί εργαζόμενοι και φτωχοί –μαζί με την εργατική τάξη σε όλη την Ισπανία– έτρεφαν αρχικές ελπίδες στο νέο μεταβατικό καθεστώς.
Καταλονία – η οικονομική κρίση προκαλεί αύξηση της υποστήριξης για την ανεξαρτησία
Στη βάση της απόδοσης των βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων και, μετά, της σημαντικής οικονομικής άνθησης στη δεκαετία του 1990, το «καθεστώς του 1978» και το σύστημα των αυτόνομων περιφερειών, απολάμβαναν σχετική σταθερότητα για μια περίοδο. Φυσικά, εντάσεις προέκυπταν τακτικά γύρω από λεπτομέρειες των οικονομικών ρυθμίσεων μεταξύ του κράτους και διαφόρων περιφερειών, και τα εθνικιστικά κόμματα (τα οποία κατά κανόνα δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία) συνέχισαν να απολαμβάνουν σημαντική υποστήριξη στην Καταλονία, τη Γαλικία και τη Χώρα των Βάσκων. Στη Χώρα των Βάσκων, ιδίως, μια αιματηρή σύγκρουση συνεχίστηκε για δεκαετίες.
Ωστόσο, στην Καταλονία, το ζήτημα της ανεξαρτησίας παρέμεινε, σε γενικές γραμμές, εκτός ημερήσιας διάταξης για το μεγαλύτερο μέρος των 30 ετών μετά τη μετάβαση.
Τα φιλο-καπιταλιστικά εθνικιστικά κόμματα περιόριζαν γενικά τα αιτήματά τους σε μια καλύτερη ρύθμιση για την καταλανική αυτόνομη περιοχή. Τόσο πρόσφατα όσο το 2012, ο πρώην Πρόεδρος της Καταλονίας και αποκαλούμενος ηγέτης του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας, Αρτούρ Μας (Artur Mas) ζητούσε μόνο να δοθεί στην Καταλονία μια οικονομική συμφωνία παρόμοια με εκείνη της περιοχής των Βάσκων.
Πώς, λοιπόν, το ζήτημα της ανεξαρτησίας εξερράγη τόσο δραματικά στο προσκήνιο στην Καταλονία τα τελευταία χρόνια; Οι μαρξιστές έχουν πάντα εξηγήσει ότι η λαϊκή συνείδηση στο εθνικό ζήτημα ανεβοκατεβαίνει, σύμφωνα με ένα συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ταξικής πάλης και του σταδίου της ανάπτυξής της.
Στην Καταλονία, ο κύριος παράγοντας που έκανε τα αισθήματα υπέρ της ανεξαρτησίας να εκτοξευθούν από περίπου 20% πριν 10 χρόνια, σε 50% ή περισσότερο κατά τα τελευταία έτη, ήταν η έλευση της οικονομικής κρίσης.
Εξηγήσαμε παραπάνω πώς το εύθραυστο καθεστώς του 1978 –του οποίου το σύστημα των αυτόνομων περιφερειών αποτελεί μέρος, όπως και η μοναρχία– ρίχτηκε σε μια γενική κρίση νομιμότητας καθώς αναπτυσσόταν η οικονομική κρίση και το βιοτικό επίπεδο έπεφτε κατακόρυφα σε όλη τη χώρα.
Επηρεασμένα από τη σχετική οικονομική ισχύ της Καταλονίας και από την απουσία ενός κινήματος σε όλη την Ισπανία ή σημείου αναφοράς για τον τερματισμό της ταλαιπωρίας της κρίσης, τα εκατομμύρια των Καταλανών εργαζομένων και της νεολαίας άρχισαν να ελπίζουν ότι η ανεξαρτησία θα μπορούσε να προσφέρει μια διέξοδο.
Η γραμμή που παπαγάλιζαν συνεχώς οι αστοί εθνικιστές (με βάση πραγματικά στοιχεία) ότι η περιοχή της Καταλονίας χάνει δισεκατομμύρια ευρώ στα δημόσια ταμεία κάθε χρόνο, ουσιαστικά «επιδοτώντας» το ισπανικό κράτος, συνδέθηκε με την ιδέα ότι μια ανεξάρτητη Καταλονία θα προσφέρει μια εναλλακτική λύση για τη βάναυση περικοπή των δημοσίων δαπανών από τη δεξιά κυβέρνηση. Ακόμη και πολλοί Καταλανοί από οικογένειες μεταναστών (από άλλα μέρη της Ισπανίας) παραδοσιακά εχθρικοί προς την ιδέα της ανεξαρτησίας, στράφηκαν στην υποστήριξη της ιδέας της ανεξαρτησίας πάνω σε αυτή τη βάση.
Με πολλούς τρόπους η έκρηξη του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας στην Καταλονία έχει ομοιότητες με τη Σκωτία. Εκεί επίσης, η οικονομική κρίση, η λιτότητα και τα βάναυσα μέτρα μιας δεξιάς «εθνικής» κυβέρνησης έσπρωξαν εκατομμύρια προς την ιδέα της ανεξαρτησίας.
Όντας ένα σύνθετο φαινόμενο, στην Καταλονία, όπως στη Σκωτία, αυτό έχει δώσει ένα κάποιο χαρακτήρα αντι-λιτότητας, αριστερής κλίσης, σε μεγάλο μέρος της υφιστάμενης στήριξης για την ανεξαρτησία, τον οποίο οι μαρξιστές πρέπει να καταγράφουν και να λαμβάνουν υπόψη.
Μόλις η ιδέα της ανεξαρτησίας απέκτησε επιρροή, η ανόητη αδιαλλαξία της ισπανικής κυβέρνησης, η οποία αρνήθηκε να προβεί σε οποιεσδήποτε ουσιαστικές παραχωρήσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση και αρνήθηκε να εξετάσει ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, το μόνο που κατάφερε ήταν να σκληρύνει το κίνημα. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος έχει επίσης κάνει προκλητικές επιθέσεις στην καταλανική γλώσσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, πράγμα το οποίο πρόσθεσε λάδι στη φωτιά.
Δεξιά ηγεσία
Η κύρια αντίφαση στη διαδικασία μέχρι στιγμής, όπως συμβαίνει συχνά, είναι το ζήτημα της ηγεσίας. Στην Καταλονία αυτό εκφράζεται μέσα από ένα μαζικό λαϊκό κίνημα σε μεγάλο βαθμό στηριγμένο σε μια διάθεση αντι-λιτότητας, που καθοδηγείται από τους πολιτικούς υπέρ της λιτότητας.
Ο Artur Mas, ο οποίος ηγούνταν της κυβέρνησης ως τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου (2015) εφάρμοσε δραστικές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες και τους μισθούς στο δημόσιο τομέα στην Καταλονία, πέρα ακόμα και από ό,τι είχε προτείνει η κεντρική κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθώντας επιδέξια να ποδηγετήσει το κύμα του λαϊκού κινήματος, κατάφερε να τοποθετήσει τον εαυτό του και το κόμμα του στην πρώτη γραμμή του κινήματος.
Το ERC, ένα εθνικιστικό κόμμα της μεσαίας τάξης, έχει ανταγωνιστεί με τον Mas για την ηγεσία του στρατοπέδου υπέρ της ανεξαρτησίας. Παίρνουν μια πιο ριζοσπαστική στάση για το ζήτημα της ανεξαρτησίας στις προσπάθειες να ξεπεράσουν τον Mas και το κόμμα του, το CDC. Ωστόσο, κι αυτοί είναι μέρος της συναίνεσης υπέρ της λιτότητας και άσκησαν μια πολιτική λιτότητας, στο πλαίσιο της κυβέρνησης της Καταλονίας στο παρελθόν. Με το πρόσχημα της διατήρησης της ενότητας του κινήματος, έχουν βοηθήσει τον Mas να περάσει προϋπολογισμούς λιτότητας στο καταλανικό κοινοβούλιο.
Μόνο το CUP (Εκλογική κάθοδος – Λαϊκή Ενότητα) ένα αριστερό υπέρ της ανεξαρτησίας κόμμα, το οποίο έχει ανέβει γρήγορα στις δημοσκοπήσεις, προσφέρει μια πιο ακριβή έκφραση στα εκατομμύρια των Καταλανών εργαζομένων και νέων που είναι υπέρ της ανεξαρτησίας και εναντίον της λιτότητας.
Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι για το κίνημα των εργαζομένων, και τα εκατομμύρια των Καταλανών που επιδιώκουν την ανεξαρτησία ως ένα τρόπο για την καταπολέμηση της λιτότητας, η ηγεσία του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας από αυτά τα στοιχεία είναι ένα ανάθεμα. Η καταλανική εργατική τάξη δεν μπορεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο με τον Mas και την παρέα του από ό,τι με τους αστούς Ισπανούς εθνικιστές, όπως ο Ραχόι και το Λαϊκό Κόμμα.
Το «δημοψήφισμα» στις εκλογές του Νοέμβρη
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πολεμάμε ενάντια σε μια ψευδή πόλωση της συζήτησης ανάμεσα σε ένα διαταξικό στρατόπεδο του «Ναι» και ένα διαταξικό στρατόπεδο του «Όχι». Κάθε κοινό κίνημα του «Ναι», ή ακόμη περισσότερο μια κοινή κυβέρνηση, μεταξύ των κομμάτων των Καταλανών πλουσίων και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μπορεί να σχηματιστεί μόνο στη βάση του να υποταχτεί μια τάξη (πάντα οι εργαζόμενοι) στην άλλη (τους καπιταλιστές που στηρίζουν τη λιτότητα) ενάντια στα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Αυτό φάνηκε στο «δημοψήφισμα» που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2015.
Οι εκλογές αυτές παρουσιάστηκαν ως ένα ντε φάκτο «δημοψήφισμα» για την καταλανική ανεξαρτησία, δεδομένης της επανειλημμένης άρνησης της ισπανικής κρατικής κυβέρνησης να επιτρέψει ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία.
Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα επισήμως υπέρ της ανεξαρτησίας –το CDC και το ERC–σύστησαν μια κοινή λίστα που ονομάστηκε Junts pel Si (Μαζί για το Ναι) με επικεφαλής δύο πολύ γνωστά πολιτικά στελέχη. Οι ψήφοι γι’ αυτή τη λίστα μαζί με τις ψήφους υπέρ του CUP θα εκλαμβάνονταν ως ψήφοι υπέρ του Ναι.
Από την άλλη, η ψήφοι για τη συστοιχία των κομμάτων εναντίον της ανεξαρτησίας –συμπεριλαμβανομένου του Λαϊκού Κόμματος και του δεξιού λαϊκίστικου Ciudadanos (Θιουδαδάνος – «Πολίτες») – θα λαμβάνονταν ως ψήφοι υπέρ του Όχι.
Μια άλλη ευρεία αριστερή λίστα Catalunya si que es pot (Καταλονία Ναι Μπορούμε, με τη συμμετοχή των Podemos και των καταλανικών τμημάτων της Ενιαίας Αριστεράς) ήταν κάπου στο ενδιάμεσο.
Παίρνοντας υπόψη τις πολυάριθμες λίστες με διαφορετικές θέσεις που ανταγωνίζονταν για ψήφους και στις δύο πλευρές της διαίρεσης Ναι/Όχι, αυτές οι εκλογές δεν ήταν ακριβώς ένα δημοψήφισμα. Τούτου λεχθέντος, το ζήτημα του Ναι/Όχι στην ανεξαρτησία κυριαρχούσε όλο και περισσότερο την ατζέντα καθώς οι εκλογές πλησίαζαν.
Μια γεωγραφική ανάλυση των αποτελεσμάτων δίνει μια βαθιά πολωμένη εικόνα. Η αγροτική Καταλονία έδωσε τεράστια πλειοψηφία υπέρ της ανεξαρτησίας σχεδόν σε κάθε περιοχή. Από την άλλη, τα αστικά κέντρα της Καταλονίας, συμπεριλαμβανόμενης της Βαρκελώνης, της πρωτεύουσας, όλα ήταν κάτω από 50% για τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας. Επιπλέον, στο εσωτερικό της ίδιας της Βαρκελώνης, τα αποτελέσματα δείχνουν μια έντονη πόλωση μεταξύ των υπέρ και εναντίον της ανεξαρτησίας γειτονιών.
Για πρώτη φορά από την έναρξη του κινήματος για την ανεξαρτησία, ένα στοιχείο πόλωσης συνδεόμενο με την προέλευση των ανθρώπων –παραδοσιακές καταλανικές κοινότητες ή κοινότητες οικογενειών από άλλα μέρη του ισπανικού κράτους– ήταν ορατό, και ως ένα βαθμό υποδαυλίστηκε, κυρίως από τα κόμματα του Όχι.
Υπάρχει και ένα στοιχείο πόλωσης των γενεών, με μια μεγάλη πλειοψηφία των νέων υπέρ της ανεξαρτησίας.
Το «Junts pel Si» κέρδισε το 39,5% των ψήφων και 62 έδρες –ελάχιστα κάτω από τις 64 έδρες που απαιτούνται για την απόλυτη πλειοψηφία– ενώ το CUP κέρδισε 8,2% και 10 έδρες. Η πλευρά του Ναι κέρδισε έτσι αρκετές έδρες για μια συνολική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αν και ελαφρώς κάτω από το 50% του συνόλου των ψήφων.
Στην πραγματικότητα, τα βασικά κόμματα στη λίστα Junts pel Si, ενώ κέρδισαν τις εκλογές, πήραν λιγότερες έδρες από ό,τι είχαν πάρει χωριστά στις εκλογές του 2012. Η ανάπτυξη του CUP –το οποίο τριπλασίασε τον αριθμό των εδρών, από 3 σε 10– αντιπροσώπευε μια σημαντική αλλαγή στην κατάσταση, μια ριζοσπαστικοποίηση και στροφή προς τα αριστερά σε ένα σημαντικό τμήμα των υπέρ της ανεξαρτησίας ψηφοφόρων.
Από την πλευρά του Όχι, το Λαϊκό Κόμμα υπέστη μια τρομερή ήττα, κερδίζοντας μόνο το 8,9% των ψήφων. Το κόμμα που «κέρδισε» τις εκλογές από την πλευρά του Όχι, ήταν οι Ciudadanos, που υιοθετούν μια σκληρή θέση εναντίον της ανεξαρτησίας. Τριπλασίασαν τις έδρες τους για να γίνουν το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο καταλανικό κοινοβούλιο. Η ανάπτυξη των Ciudadanos αφενός, και του CUP από την άλλη, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ενίσχυση των πιο ριζοσπαστικών άκρων τόσο στο στρατόπεδο του ναι όσο και του όχι.
Με βάση αυτό το αποτέλεσμα, ο Artur Mas και το Junts pel Si ανακοίνωσαν ένα σχέδιο για να σχηματίσουν μια κυβέρνηση αφιερωμένη στην εκπλήρωση μιας «διαδικασίας» μέσω της οποίας η Καταλονία θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της από την Ισπανία, υποτίθεται σε 18 μήνες.
Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για το πώς θα επιτευχθεί αυτή η ανεξαρτησία, πέρα από νέες χειρονομίες και εκκλήσεις στους διεθνείς οργανισμούς όπως η ΕΕ και ο ΟΗΕ, για την αναγνώριση του «σκοπού» της κυβέρνησης.
Το CUP –κατά την άποψή μας λαθεμένα και παρά την εσωτερική διαίρεση– υπέγραψε για να υποστηρίξει αυτή την κυβέρνηση, έχοντας επιτύχει την απομάκρυνση του Mas ως πρωθυπουργού και την αντικατάστασή του από τον Puigdemont, έναν άλλο ντελάλη της λιτότητας από το CDC.
Το αποτέλεσμα αυτού είναι η διατήρηση στην εξουσία της δεξιάς, η αντεργατική διακυβέρνηση, η οποία έχει καταφέρει να συνδέσει ένα τμήμα της Αριστεράς μαζί της, με βάση ψεύτικες υποσχέσεις και έναν αγώνα χειρονομιών ενάντια στην ισπανική κυβέρνηση. Οι αστοί εθνικιστές έχουν ήδη αποδείξει την απροθυμία τους να σταθούν αποφασιστικά απέναντι στα νομικά εμπόδια που τίθενται στο δρόμο τους από το ισπανικό κατεστημένο.
Ταξικές αντιθέσεις
Αντανακλώντας την αδυναμία του να ανεχθεί τη γνήσια αυτοδιάθεση της Καταλονίας, ο ισπανικός καπιταλισμός έχει παρέμβει σε κάθε στάδιο για να εμποδίσει κάτι που μυρίζει σαν ένα δημοψήφισμα. Ο Artur Mas προσάχθηκε σε δίκη για την οργάνωση μιας ανεπίσημης «διαβούλευσης» για την ανεξαρτησία το 2014! Στην πορεία προς τις εκλογές του Νοεμβρίου, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου πέρασε μάλιστα ένα νομοσχέδιο που δίνει στο Συνταγματικό Δικαστήριο την εξουσία να αναστέλλει τον πρόεδρο μιας «αυτόνομης περιφέρειας» (π.χ. Καταλονία),ή ακόμη και τον πρόεδρο της ισπανικής κυβέρνησης για ανυπακοή στις αποφάσεις του. Αυτό προορίζεται ως σαφής απειλή για το λαό της Καταλονίας.
Το γεγονός ότι η αστική νομιμότητα παρουσιάζεται ξανά και ξανά ως το κύριο εμπόδιο στο δρόμο του λαού να αποφασίσει την τύχη του δημοκρατικά, θέτει το ζήτημα της μαζικής πολιτικής ανυπακοής και μιας προοπτικής που πάει πέρα από τα όρια της αστικής νομιμότητας. Και πάλι, αυτό είναι ένα έργο το οποίο ο καπιταλισμός, καταλανικός ή ισπανικός, δεν μπορεί να το επωμιστεί.
Με αυτή την έννοια, η αντίφαση μεταξύ της λαϊκής, εναντίον της λιτότητας βάσης του κινήματος και του υπέρ της λιτότητας, φιλο-καπιταλιστικού χαρακτήρα εκείνων που καμώνονται πως το οδηγούν, έχει σοβαρές συνέπειες οι οποίες περιορίζουν το κίνημα. Καταλήγει, ουσιαστικά, σε ένα ταξικό ζήτημα. Οι μαρξιστές θεωρούν ότι η μόνη τάξη με την ικανότητα και το συμφέρον να μάχεται με ένα συνεπή και αποφασιστικό τρόπο, ως το τέλος, για τα δημοκρατικά και εθνικά δικαιώματα, είναι στην πραγματικότητα η εργατική τάξη.
Στην Καταλονία, ιδίως, οι πλούσιοι έχουν μια μακρά ιστορία καιροσκοπικής εκμετάλλευσης των εθνικών αισθημάτων και βλέψεων των μαζών, για τα δικά τους συμφέροντα. Η καταλανική καπιταλιστική τάξη ανέκαθεν εναντιωνόταν στην ανεξαρτησία από την Ισπανία, και παραμένει έτσι. Ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες του καθεστώτος «μετάβασης», βασισμένου στην άρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.
Σε όλη τη συζήτηση της ανεξαρτησίας, και στη διάρκεια της «προεκλογικής εκστρατείας του Νοεμβρίου, το μεγάλο καταλανικό κεφάλαιο και οι τράπεζες συντάχθηκαν με τους Ισπανούς ομολόγους τους σε απειλές και εκβιασμούς ενάντια στην ανεξαρτησία. Αυτό αντανακλά εν τέλει, την αδυναμία του ισπανικού και του καταλανικού καπιταλισμού, που συνδέονται μεταξύ τους με χίλια νήματα. Το καταλανικό μεγάλο κεφάλαιο έχει ενσωματωθεί στην ισπανική οικονομία και εξαρτάται από τις συνδέσεις του με τους Ισπανούς ομολόγους του και την αγορά που αντιπροσωπεύουν.
Αυτός είναι ο λόγος που η καταλανική άρχουσα τάξη τελικά θα ευνοήσει πάντα την πολιτική υποταγή της Καταλονίας στο ισπανικό κράτος. Είναι μόνο από κάτω (δηλαδή από την εργατική τάξη και τη νεολαία) που οι γνήσιες δυνάμεις ενός αποφασισμένου κινήματος για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μπορεί να προκύψουν.
Η εργατική ενότητα και ο διεθνισμός κλειδί στον αγώνα για εθνικά δικαιώματα
Αυτό έχει επίσης πολιτικές επιπτώσεις. Όπως έχουμε εξηγήσει, η άρνηση των δημοκρατικών και εθνικών δικαιωμάτων των λαών του ισπανικού κράτους είναι υφασμένη στο DNA του καπιταλισμού στη χερσόνησο. Έτσι, ο αγώνας για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι άρρηκτα δεμένος με την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Η οικοδόμηση ενός ενωμένου εργατικού κινήματος με ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα είναι, συνεπώς, το βασικό συστατικό σε έναν επιτυχημένο αγώνα για δημοκρατικά και εθνικά δικαιώματα για την Καταλονία.
Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι η εργατική τάξη είναι ενωμένη, οργανωμένη και παίζει έναν ανεξάρτητο ρόλο στην κατάσταση. Δυστυχώς, στην ψηφοφορία του Νοεμβρίου, υπήρχαν δύο ανταγωνιστικές αριστερές λίστες, στην πραγματικότητα χωρισμένες από την εθνική πόλωση του «δημοψηφίσματος».
Μόνο ένα ενιαίο μέτωπο των οργανώσεων των εργαζομένων και της Αριστεράς, στον αγώνα κατά της λιτότητας και του καπιταλισμού, στην Καταλονία, και σε όλο το ισπανικό κράτος, μπορεί να αγωνιστεί για την ηγεσία του κινήματος για τα εθνικά δημοκρατικά δικαιώματα για την Καταλονία.
Μόνο στη βάση ενός κοινού προγράμματος αγώνα κατά της λιτότητας, για σοσιαλιστικές πολιτικές και μια ρήξη με το καθεστώς του 1978 και τις αντιδημοκρατικές του επιβολές και τη μοναρχία μπορεί να σφυρηλατηθεί η ενότητα.
Η άνοδος της πλατειών ενωτικών αριστερών υποψηφιοτήτων, που συνδέονται με τους Podemos, στην Καταλονία και τη χώρα των Βάσκων, αποτελεί ένα δυνητικά σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Αντανακλά την κατανόηση σε ένα στρώμα των υπέρ της ανεξαρτησίας εργαζομένων και νέων ότι ο αγώνας σε κρατικό επίπεδο ενάντια στη λιτότητα, είναι το πιο σημαντικό σημείο αναφοράς για το κίνημα για την αυτοδιάθεση. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο αν βγουν σωστά πολιτικά συμπεράσματα από την Αριστερά σε όλη τη χώρα.
Η ισπανική Αριστερά έχει αντιμετωπίσει ένα σημαντικό πρόβλημα όσον αφορά στο εθνικό ζήτημα σε όλη την ιστορία της. Σε σημαντικές στιγμές, οι ηγέτες της Αριστεράς έχουν την τάση είτε να υιοθετούν απορριπτική προσέγγιση στους εθνικούς αγώνες από τη μία πλευρά, ή απλά να γίνονται ουρά στις δυνάμεις του αστικού εθνικισμού, από την άλλη.
Στη δεκαετία του 1930, η αποτυχία των μαζικών αριστερών και εργατικών οργανώσεων (UGT και Κομμουνιστικό Κόμμα) να κατανοήσουν τη σημασία και να στηρίξουν τις δημοκρατικές εθνικές απαιτήσεις του βασκικού λαού επέτρεψε να μονοπωληθεί ο σκοπός του βασκικού εθνικισμού από τη δεξιά σε όλη τη διάρκεια της περιόδου. Στην Καταλονία, το μαζικό αναρχικό συνδικάτο, η CNT, υιοθέτησε μια σεκταριστική θέση προς το κίνημα για την ανεξαρτησία που αναπτύχθηκε το 1934.
Σήμερα, οι ηγέτες των σημαντικότερων οργανώσεων της ισπανικής Αριστεράς –η Ενωμένη Αριστερά, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τώρα οι ηγέτες του Podemos– έχουν την τάση να υιοθετούν μια παραλλαγή αυτής της θέσης. Το να υποβιβάζονται τα εθνικά δικαιώματα των Καταλανών σε ένα «δευτερεύον» θέμα, ή ακόμα και να παρεμβαίνουνε στη συζήτηση ως αντίπαλοι της ανεξαρτησίας, χρησιμεύει μόνο για να αφήνει το έδαφος ελεύθερο για τη δεξιά να συνεχίσει να κυριαρχεί στο κίνημα.
Από την άλλη μεριά, στην ίδια την Καταλονία, το CUP έχει υιοθετήσει μια λανθασμένη προσέγγιση προς την άλλη κατεύθυνση, κάνοντας υπερβολικές παραχωρήσεις στην ηγεσία των αστικών εθνικιστικών σχηματισμών.
Για τους επαναστάτες σοσιαλιστές, το να αναγνωρίσουν τη σημαντική θέση των αγώνων για εθνική αυτοδιάθεση στα πλαίσια της ευρύτερης κρίσης του καθεστώτος του 1978 και του αγώνα για την ανατροπή του, είναι ζωτικής σημασίας. Αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει ενεργητικά να παρέμβει και να αγωνιστεί για να οδηγήσει το κίνημα, και να ενσωματώσει τα αιτήματα του δημοκρατικού αγώνα για τα εθνικά δικαιώματα στο πρόγραμμα ενός ενωμένου κινήματος για ρήξη με τον ισπανικό καπιταλισμό. Από την άλλη, μια κατανόηση των ταξικών αντιθέσεων μέσα στο κίνημα και της επακόλουθης ανάγκης για μια ανεξάρτητη ταξική, σοσιαλιστική θέση σε κάθε στάδιο είναι εξίσου ζωτικής σημασίας.
Συνταγματική μεταρρύθμιση ή ρήξη με το σύστημα;
Ως σημείο εκκίνησης, το Socialismo Revolutionario, η ισπανική οργάνωση που συμμετέχει στην Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή, CWI, υποστηρίζει ότι, όπως και με όλα τα φλέγοντα ζητήματα που αντιμετωπίζει το κίνημα της εργατικής τάξης, το εθνικό ζήτημα είναι σήμερα άλυτο στη βάση του μαστιζόμενου από την κρίση καπιταλιστικού συστήματος. Η διάλυση του καθεστώτος του 1978, φυσικά, θα συνεπάγεται την εξάλειψη της εδαφικής ρύθμισης που βασίζεται στις «αυτόνομες περιοχές», η οποία ήταν πάντα ένα λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένο μέσο ενσωμάτωσης της εθνικής καταπίεσης. Ωστόσο, αυτό δεν θα είναι αρκετό.
Στην προσεχή περίοδο, πολλοί –περιλαμβανομένων κάποιων στην Αριστερά– θα πιστεύουν ότι μικροαλλαγές στη συνταγματική υπερδομή του ισπανικού καπιταλισμού μπορεί να λύσουν αυτό και άλλα θεμελιώδη προβλήματα. Υπάρχει μια ισχυρή πίεση από την αστική τάξη –η οποία εκφράζεται μέσα από τα περισσότερο αξιόπιστα όργανα του Τύπου, όπως την El Pais– για μια πιο διαλλακτική πορεία από την ισπανική κυβέρνηση, υπό το λάβαρο της συνταγματικής μεταρρύθμισης, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει κάποιες παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών παραχωρήσεων προς την Καταλονία. Αυτές θα μπορούσε πρόθυμα να γίνουν δεκτές από τη δεξιά ηγεσία των κομμάτων του «Ναι», για τα οποία, στην πραγματικότητα, ο στόχος δεν ήταν ποτέ η ανεξαρτησία, αλλά ένα μεγαλύτερο κομμάτι της καπιταλιστικής πίτας της Ισπανίας.
Ωστόσο, η εργατική τάξη και η Αριστερά πρέπει να απορρίψουν τέτοια ημίμετρα. Πραγματική δημοκρατία και μια αξιοπρεπής ζωή για τους ανθρώπους μπορεί να επιτευχθεί μόνο αποκόβοντας τις ρίζες του συστήματος – την καπιταλιστική ιδιοκτησία και τον έλεγχο του πλούτου των εθνών της χερσονήσου. Αυτό σημαίνει να αγωνιστούμε για μια σοσιαλιστική εναλλακτική, με δημόσια δημοκρατική ιδιοκτησία του πλούτου.
Με βάση ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα ρήξης με τον καπιταλισμό στην Ισπανία, μια σοσιαλιστική Καταλονία θα μπορούσε να δημιουργηθεί, με πλήρη έλεγχο των δικών της υποθέσεων, βασιζόμενη στην πραγματική εργατική δημοκρατία στην οικονομία και την πολιτική. Αυτό θα εγγυούνταν πλήρη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών, εκείνου της διπλής υπηκοότητας και της ελευθερίας μετακίνησης σε όλες τις μειονότητες. Η κοινή ιδιοκτησία και ο δημοκρατικός έλεγχος των τραπεζών και των βασικών τομέων της οικονομίας θα επιτρέψουν να καθοριστούν τα εδαφικά όρια στο ισπανικό κράτος ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές του πάνω σε μια ισότιμη και εθελοντική βάση. Ένα επαναστατικό συνέδριο των ιβηρικών λαών, που να αποτελείται από εκπροσώπους των εργαζομένων από όλα τα έθνη και τις περιφέρειες θα μπορούσε να καλεστεί για να συζητήσει και να καθορίσει το μέλλον του κάθε έθνους και της χερσονήσου στο σύνολό της.
Σε αυτή τη βάση, μια Σοσιαλιστική Καταλονία θα είναι ελεύθερη να συμμετάσχει σε μια ελεύθερη σοσιαλιστική συνομοσπονδία με τις άλλες εθνότητες της ιβηρικής χερσονήσου – ένα ζήτημα που θα έμπαινε σε μια εντελώς νέα ποιοτική βάση υπό το φως της ρήξης με τον καπιταλισμό. Μια τέτοια επαναστατική αλλαγή, φυσικά, θα πήγαινε επίσης πολύ πέρα από τα σύνορα του ισπανικού κράτους. Μέσα σε μια σοσιαλιστική Ευρώπη και κόσμο, η Καταλονία και οι άλλες εθνότητες της χερσονήσου θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση τους σε μια πραγματικά ενωμένη αδελφότητα των εθνών, σε συνθήκες αφθονίας και συνεργασίας όλων των λαών. Ο καπιταλισμός, και η φτώχεια, ο ανταγωνισμός και η βαρβαρότητα που τον χαρακτηρίζουν, μπορεί να προσφέρουν μόνο ατελείωτα χρόνια από εθνικές συγκρούσεις, καταπίεση, υποταγή και κυριαρχία.