Διαβάστε εδώ ανακοίνωση του «Ξ» για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24/2
Τη Δευτέρα 21 Φλεβάρη ο Πούτιν αναγνώρισε την ανεξαρτησία των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ στην ανατολική Ουκρανία (οι οποίες έχουν αυτοανακηρυχθεί ανεξάρτητες από το 2014). Ταυτόχρονα προχώρησε την έγκριση αποστολής ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων σε αυτές.
Δεν είναι ακριβώς εισβολή στην Ουκρανία όπως την περίμενε η Δύση, γιατί οι περιοχές αυτές ήταν έτσι κι αλλιώς εκτός ελέγχου από την κεντρική Ουκρανική κυβέρνηση. Πρόκειται όμως για σαφή επέκταση της ρωσικής παρουσίας, η οποία θα έχει μόνιμα και τελικά χαρακτηριστικά, αφού προστατεύεται από την παρουσία τεράστιων δυνάμεων του ρωσικού στρατού (που πλησιάζουν σύμφωνα με υπολογισμούς τις 200.000). Η ρωσική υπεροπλία απέναντι στην Ουκρανία και την παρουσία του ΝΑΤΟ στις γύρω χώρες είναι συντριπτική.
Αν θα έχουμε περαιτέρω κλιμάκωση και προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων και σε άλλα τμήματα της Ουκρανίας είναι κάτι που μένει να φανεί. Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται το πιο πιθανό, με την έννοια ότι η Ρωσία δεν έχει λόγο να καταλάβει εδάφη της Ουκρανίας πέρα από τις αυτοανακηρυχθείσες ανεξάρτητες περιοχές. Αλλά αν οι «Δυτικοί» (ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ) ξεπεράσουν τα όρια στις «κυρώσεις» με τις οποίες απειλούν, ειδικά αν προχωρήσουν σε προκλητικές ενέργειες, τίποτα δεν αποκλείεται. Μέχρι στιγμής οι κυρώσεις δεν φαίνεται να πονάνε ιδιαίτερα τη Ρωσία.
Ο νέος «ψυχρός πόλεμος»
Η κίνηση του ρωσικού καθεστώτος αποτελεί μια πολύ σοβαρή κλιμάκωση των ήδη εξαιρετικά τεταμένων σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία από τη μια και τις ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ από την άλλη. Είναι ένα επιπλέον στοιχείο στον νέο «ψυχρό πόλεμο» που βρίσκεται σε εξέλιξη, με αντιπάλους από τη μια τη Δύση και από την άλλη τη Ρωσία και την Κίνα, που παρά τις μεταξύ τους διαφορές εμφανίζουν κοινό μέτωπο απέναντι στον κοινό αντίπαλο.
Ο ψυχρός πόλεμος των δεκαετιών μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο είχε σαν βάση δύο ανταγωνιστικά οικονομικά συστήματα – το καπιταλιστικό στη Δύση και την εθνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης και του Ανατολικού Μπλοκ από την άλλη. Ο σημερινός «ψυχρός πόλεμος» δεν έχει ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αφορά τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε καπιταλιστικές δυνάμεις.
Η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και των συμμάχων της απειλείται. Η Κίνα απειλεί τις ΗΠΑ στο οικονομικό επίπεδο – απειλεί να την εκτοπίσει από τη θέση της ισχυρότερης οικονομίας και μάλιστα προτού κλείσει η τρέχουσα δεκαετία. Η Ρωσία απειλεί να επεκτείνει τις σφαίρες επιρροής της χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική της ισχύ, και το απέδειξε ήδη στη Μέση Ανατολή, ειδικά στη Συρία, ενώ οι στενές της σχέσεις με την Τουρκία (παρά τον αντιφατικό χαρακτήρα τους) έχουν εξελιχθεί σε μεγάλο πονοκέφαλο για τους Δυτικούς.
Η Δύση δίνει μια μεγάλη μάχη για να περιορίσει την επέκταση των ανταγωνιστών της, αλλά είναι μια μάχη οπισθοφυλακών. Η οικονομική άνοδος της Κίνας δεν είναι κάτι που μπορεί να αναχαιτιστεί. Μπορεί να φρεναριστεί, να περιοριστεί ως ένα βαθμό, αλλά το πόσο είναι ανοιχτό ζήτημα. Από την άλλη όμως, αυτό είναι το βασικό, δεν υπάρχει κανένας τρόπος οι ΗΠΑ να φύγουν μπροστά αφήνοντας όλο και πιο πίσω τους την Κίνα. Η δε συνεργασία της Ρωσίας με την Κίνα, κάνει τη συνδυασμένη ισχύ των δύο μεγαλύτερη και πιο απειλητική για τη Δυτική Συμμαχία.
Γεγονός είναι ότι η Αμερικανική ηγεμονία, η οποία στη δεκαετία του 90, αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, παρουσιαζόταν με τυμπανοκρουσίες σαν η Παξ Αμερικάνα του «τέλους της ιστορίας», βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση και κρίση ταυτότητας. Η αποχώρησή της (με την ουρά στα σκέλια θα λέγαμε) από τη Συρία και γενικά τη Μέση Ανατολή και μετά από το Αφγανιστάν είναι ενδεικτικές. Πιο σημαντικές από αυτές τις γεωπολιτικές ήττες όμως είναι η αμφισβήτησή της από την Κίνα, στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Οι Δυτικές δυνάμεις αξιοποίησαν πλήρως την εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε η Ρωσία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και επεκτάθηκαν με κάθε δυνατό τρόπο «απορροφώντας» τις πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Επεκτάθηκαν και οικονομικά και στρατιωτικά, εντάσσοντας πολλές από αυτές τις χώρες στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Στη δεκαετία του 2010 ήρθε η σειρά της Ουκρανίας να «ενσωματωθεί». To 2013, μια εξέγερση που ξεκίνησε ως αντίδραση στη φτώχεια, τη διαφθορά, κτλ, στηρίχτηκε και ελέγχθηκε τελικά από τους Δυτικούς με την ενεργή παρέμβαση νεοφασιστικών οργανώσεων. Αυτό οδήγησε στην πτώση της τότε φιλορωσικής κυβέρνησης, με στόχο να δεθεί η χώρα στο άρμα των Δυτικών. Η εξέγερση αυτή έμεινε γνωστή σαν το κίνημα Ευρω-Μαϊντάν (ένα κύριο αίτημα ήταν η σύνδεση της χώρας με την ΕΕ).
Για τον ρωσικό καπιταλισμό η απειλή ήταν άμεση: όχι μόνο γιατί η Ουκρανία θα δενόταν οικονομικά στο άρμα της Δύσης αλλά και γιατί κάτι τέτοιο θα έδινε στη Δύση την ικανότητα να εγκαταστήσει βάσεις πυραύλων στην «αυλή» της Ρωσίας κερδίζοντας έτσι ένα τεράστιο στρατιωτικό πλεονέκτημα στη μεταξύ τους αντιπαράθεση.
Θα ήταν αφέλεια να περιμένει κανείς ότι η Ρωσία θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Ιδιαίτερα όταν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Ουκρανίας είναι ρωσόφωνοι (30% έως 50% σύμφωνα με διαφορετικές πηγές) και υπάρχουν συμπαγείς ρωσόφωνες περιοχές (στην Ανατολική και Νοτιοανατολικη Ουκρανία).
Η ενσωμάτωση της Κριμαίας το 2014 στη Ρωσική Ομοσπονδία ήταν η πρώτη απάντηση της Ρωσίας στην προσπάθεια των Δυτικών συμφερόντων να πάρουν το πάνω χέρι στην Ουκρανία.
Πέρα από την ενσωμάτωση της Κριμαίας, είχαμε την εξέγερση των ανατολικών περιοχών, όπου βρίσκονται οι περιοχές Ντονέτσκ και Λουχάνσκ οι οποίες ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους τον ίδιο χρόνο. Αυτή την ανεξαρτησία αναγνώρισε η Ρωσία στις 21 Φλεβάρη τερματίζοντας δύο διεθνείς συμφωνίες (Μινσκ Ι και Μινσκ ΙΙ) και την υποτιθέμενη εκεχειρία την οποία δεν τηρούσε κανένας.
Η Δύση απάντησε στην ενσωμάτωση της Κριμαίας με κυρώσεις οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κρατούσε διαρκώς ψηλά τη σημαία της αντιπαράθεσης με το ρωσικό καθεστώς, το οποίο αποτελούσε, κατά τους Δυτικούς, απειλή κατά της ειρήνης και της δημοκρατίας, κοκ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του αγωγού Nord Stream 2 (που θα μετέφερε φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη) του οποίου η λειτουργία πήγαινε από αναβολή σε αναβολή, λόγω αμερικανικών πιέσεων, παρά την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. Από το 2014 η Δύση επενδύει οικονομικά στην Ουκρανία, ο πρόεδρος της, Β. Ζελένσκι, μιλά για ένταξη στο ΝΑΤΟ – και το ΝΑΤΟ συμφωνεί και επαυξάνει.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι η Ρωσία δεν θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια…
Το εθνικό πρόβλημα στην Ουκρανία
Το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της Ουκρανίας (των συνολικά περίπου 44 εκατομμυρίων) είναι ρωσόφωνοι, δίνει ένα τεράστιο πλεονέκτημα στον Πούτιν. Όχι γιατί το να μιλούν οι άνθρωποι διαφορετικές γλώσσες είναι πρόβλημα, κάθε άλλο, αλλά γιατί οι πολιτικές, οι λογικές και οι ιδεολογίες που αναπτύσσονται και συγκρούονται στην Ουκρανία, δημιουργούν εθνικό πρόβλημα με βάση τη γλώσσα και την εθνική καταγωγή.
Έτσι έγινε σε όλο το ανατολικό μπλοκ, έτσι διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, έτσι πέρασε από έναν εφιαλτικό εμφύλιο η Γιουγκοσλαβία, κοκ. Ο λόγος κατά βάση είναι ο εξής: οι νέες καπιταλιστικές τάξεις που αναδύονταν στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ μετά την κατάρρευση του Σταλινισμού έπρεπε να συγκροτήσουν τα δικά τους κράτη και για να το κάνουν αυτό χρειαζόντουσαν μια ιδεολογία. Η μόνη ιδεολογία που έχει ο καπιταλισμός είναι ο εθνικισμός (μαζί με μια γερή δόση θρησκείας αν το επιτρέπουν οι συνθήκες).
Το εθνικό ζήτημα που προκλήθηκε στην Ουκρανία κι έφερε (εκτός από την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία που ήταν αναίμακτη) την εξέγερση των ανατολικών περιοχών, μετρά μέχρι στιγμής 14.000 νεκρούς και σχεδόν 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες. Η πλευρά Πούτιν μιλά για γενοκτονία, ο Ζελένσκι και οι δυτικοί φίλοι του λένε πως αυτά είναι ψέματα – σάμπως και τόσοι νεκροί και τόσοι πρόσφυγες είναι μικρός αριθμός.
Μια σημαντική «λεπτομέρεια» εδώ, όμως, είναι ότι η ενσωμάτωση της Κριμαίας έγινε μετά από δημοψήφισμα στο οποίο η τεράστια πλειοψηφία τοποθετήθηκε υπέρ της αποχώρησης από την Ουκρανία. Όσο και αν «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών» φαίνεται στην ουσία του ανεφάρμοστο στον σημερινό κόσμο, οι άνθρωποι της συνεπούς Αριστεράς, που κρατάνε τις αξίες της Αριστεράς ανεξάρτητα από τις αλλαγμένες συνθήκες, οφείλουν να το αναγνωρίζουν.
Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 επομένως είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: από τη μία ήταν έκφραση των ιμπεριαλιστικών-επεκτατικών διαθέσεων του ρωσικού καπιταλισμού, αλλά και από την άλλη βασιζόταν στην εκφρασμένη διάθεση του λαού της Κριμαίας για την αυτοδιάθεση, με την απόσχιση από την Ουκρανία.
Και κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ. Η αποστολή στρατευμάτων από τον Πούτιν στις δύο επαρχίες και η περίπτωση ευρύτερου πολέμου με την Ουκρανία είναι ένα αντιδραστικό σχέδιο ενταγμένο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Όμως κάπου σ’ αυτή την κατάσταση πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα δικαιώματα κατοίκων της ανατολικής Ουκρανίας.
Ο Ζελένσκι έχει απαγορεύσει τη χρήση άλλων γλωσσών πέρα από την ουκρανική στα Γυμνάσια, τα Λύκεια και τα Πανεπιστήμια, και επιβάλλει σοβαρούς περιορισμούς στην καθημερινή χρήση τους. Ο στόχος εδώ είναι κύρια η ρωσική γλώσσα παρότι οι απαγορεύσεις αφορούν κι άλλες γλώσσες όπως την ουγγρική, τη ρουμανική κλπ. Αρνείται εδώ και χρόνια να συνομιλήσει/διαπραγματευτεί με τους αυτονομιστές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, αντίθετα, κοιτάει απλώς πώς να καταστείλει την εξέγερσή τους με τη βία των όπλων.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα στην ανατολική Ουκρανία, αν δεν υποστηρίζεις το δικαίωμά των εξεγερμένων περιοχών στην αυτοδιάθεση, τότε στην πράξη υποστηρίζεις, ή τουλάχιστον ανέχεσαι την καταστολή τους από την κυβέρνηση του Ουκρανικού εθνικισμού.
Λέγοντας αυτό όμως, πρέπει να πούμε πως πραγματική αυτοδιάθεση δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό – με άλλα λόγια το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ θα είναι υποταγμένα είτε στο Κίεβο είτε στη Μόσχα.
Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας τους από τη Μόσχα δεν θα λύσει το πρόβλημα της αντιπαράθεσης όσο και αν ο ντόπιος πληθυσμός προφανώς θα είναι σύμφωνος με αυτήν. Οι περιοχές αυτές θα παραμείνουν σε εμπόλεμη κατάσταση για πολύ καιρό. Η εθνική καχυποψία και το μίσος θα περνάνε από τη μια γενιά στην επόμενη.
Περί διεθνούς δικαίου, δημοκρατίας και άλλων μύθων
Η καταπάτηση των εθνικών δικαιωμάτων και οι μαζικές εκκαθαρίσεις των Ρωσόφωνων στην ανατολική Ουκρανία είναι μια πραγματικότητα και ας μην παριστάνει ο Ζελένσκι το αθώο περιστέρι της ειρήνης και της δημοκρατίας απέναντι στα γεράκια του Πούτιν. Ακόμα, ας μην παριστάνουν και οι Δυτικοί τους ειρηνόφιλους και τους δημοκράτες απέναντι στο όντως αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν. Η υποκρισία τους είναι γνωστή σε όποιον έχει μάτια για να βλέπει. Ο Ταγίπ Ερντογάν, στην απέναντι μεριά του Αιγαίου δεν έχει αφήσει γειτονική του χώρα στην οποία να μην παρέμβει: εισβολή στην Κύπρο, στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη, σφαγιασμός των Κούρδων, στήριξη του Αζερμπαϊτζάν ενάντια στην Αρμενία πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, διαρκείς απειλές για κατάληψη ελληνικών νησιών και πάει λέγοντας. Καμία σοβαρή αντίδραση από τη Δύση που να τον πιέσει πραγματικά – αντίθετα για χάρη του οι ΗΠΑ «έθαψαν» τον περιβόητο East Med (που θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, μέσω Κύπρου και Κρήτης, στην Ελλάδα και την Ευρώπη).
Το «διεθνές δίκαιο»… λένε οι Δυτικοί, κι εδώ γελάει ο κάθε πικραμένος. Ο Πούτιν είναι, ναι, ένας αντιδραστικός εκπρόσωπος του ρωσικού καπιταλισμού, αλλά τέτοιοι είναι και οι «δημοκράτες» της Δύσης. Και οι δύο πλευρές είναι διατεθειμένες να πνίξουν τους λαούς στο αίμα για να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Και το έχουν κάνει επανειλημμένα. Δεν είναι η μια πλευρά «κακή» και η άλλη «καλή», δεν έχει η μια πλευρά δίκαιο και η άλλη άδικο, είναι και οι δύο πλευρές αντιδραστικές.
Τι θέση παίρνει η Αριστερά;
Είναι μάταιο και λαθεμένο για την Αριστερά, για οποιοδήποτε κομμάτι της, να επιχειρήσει να πάρει το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς στη σύγκρουση που αναπτύσσεται αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Πρόκειται για σύγκρουση ιμπεριαλιστικών συμφερόντων από την οποία τα λαϊκά στρώματα στις δύο χώρες δεν μπορούν να κερδίσουν τίποτα, μπορούν μόνο να υποφέρουν, να ζουν στη φρίκη και να πληρώνουν με αίμα.
Η Αριστερά, αν θέλει να είναι συνεπής με τις αξίες της πρέπει να υπερασπίσει τα δικαιώματα των λαών απέναντι στη σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων. Όσο και αν αυτό είναι δύσκολο λόγω των σημερινών ισοζυγίων, η Αριστερά δεν έχει άλλο τρόπο να κρατήσει τις αρχές της.
- Ούτε με τον Πούτιν, ούτε με τη Δύση, αλλά με τα συμφέροντα των εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων στη Ρωσία, την Ουκρανία και ειδικά τις εμπόλεμες περιοχές.
- Καμιά συμμετοχή της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ούτε μέσω διευκολύνσεων με χρήση βάσεων, κτλ.
- Υπεράσπιση της ειρήνης, ενάντια στην κατάληψη εδαφών από οποιαδήποτε πλευρά, ενάντια στην επέκταση του ΝΑΤΟ.
- Κατάργηση των στρατιωτικών συνασπισμών – διάλυση του ΝΑΤΟ και του αντίστοιχου ρωσικού συνασπισμού (ΟΣΣΑ).
- Αναγνώριση των δημοκρατικών δικαιωμάτων όλων των εθνοτήτων και μειονοτήτων – στη γλώσσα, την παιδεία, την κουλτούρα, την ιστορία και την ασφάλεια.
- Αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης (δηλαδή της ανεξαρτησίας) για όποιες εθνότητες το επιζητούν, μέσα από δημοκρατικά και ελεύθερα δημοψηφίσματα.
- Ειρηνική συνεργασία των λαών σε συνθήκες δημοκρατίας και ελευθερίας με στόχο την κοινή ευημερία όλων.
Όλα τα πιο πάνω είναι εντελώς αδύνατο να διασφαλιστούν στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος (όπως εξάλλου αποδεικνύεται έμπρακτα στη γειτονιά μας από τις άλυτες Ελληνοτουρκικές διαφορές, το Παλαιστινιακό, το Κυπριακό κλπ).
Η ειρήνη, η δημοκρατία και η ευημερία μπορούν να κερδηθούν μόνο μέσα από την κοινή πάλη των λαών που στην πραγματικότητα δεν έχουν να μοιράσουν τίποτα μεταξύ τους – πάλη που πρέπει να στρέφεται ενάντια στις ντόπιες άρχουσες τάξεις που διαπνέονται από εθνικισμό, μεγαλοϊδεατισμό, επεκτατισμό και καταπίεση δικαιωμάτων.
Χρειάζεται επομένως να χτιστούν σε διεθνές επίπεδο νέες οργανώσεις/κόμματα της Αριστεράς, που να στηρίζονται στις παραπάνω αξίες και με τελικό στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό, την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την αντικατάστασή του από μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, μια κοινωνία σοσιαλιστική, με δημοκρατία κι ελευθερία. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να λυθούν τα εθνικά προβλήματα καθώς και οι ανισότητες, η φτώχεια και οι πόλεμοι που καταδικάζουν τους λαούς στη δυστυχία και την εξαθλίωση.