Βάνα Θεοδωροπούλου, ψυχολόγος
Στην εξέταση ενός μαθήματος της Γ’ Λυκείου των ΕΠΑΛ, οι υποψήφιοι μαθητές κλήθηκαν στις 24 Ιουνίου να απαντήσουν στο πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα της Υγιεινής Μικροβιολογίας, το εξής ερώτημα: «Nα αναφέρετε επτά παράγοντες που επηρεάζουν τη συχνότητα εμφάνισης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων». Ανάμεσα στις πιθανές απαντήσεις υπήρχε και η επιλογή «Η διάδοση της ομοφυλοφιλίας». ‘Οπως καταλαβαίνουμε, η συγκεκριμένη φράση είναι εξαιρετικά κακοποιητική για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία και δεδομένα.
Οι πλέον έγκριτοι παγκόσμιοι επιστημονικοί φορείς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), αλλά και ο αντίστοιχος Αμερικανικός Οργανισμός (CDC) έχουν προχωρήσει δεκαετίες πριν στον αποχαρακτηρισμό των σεξουαλικών επαφών μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ως παράγοντα εξάπλωσης των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Λοιμώξεων. Επιπλέον οι στατιστικές όλων των τελευταίων δεκαετιών δεν δείχνουν καμία διαφορά ανάμεσα στα ΛΟΑΤΚΙ+ και μη ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα όσον αφορά την παρουσία Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Λοιμώξεων (ΣΜΛ).
Το βιβλίο του συγκεκριμένου μαθήματος περιέχει ενότητες με ποικίλα αντιεπιστημονικά στοιχεία που το καθιστούν αρκετά παρωχημένο και αναχρονιστικό. Κάποιες ενότητες εμπεριέχουν και ακραία κακοποιητικό λόγο για πλήθος κοινωνικών ομάδων πχ. ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπους, σεξεργάτες/τριες, πρόσφυγες, μετανάστες/στριες κλπ, διαιωνίζοντας τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις από τις συνέπειες των οποίων υποφέρουν δεκαετίες τώρα αυτοί οι άνθρωποι. Είναι, λοιπόν, άμεση η ανάγκη, τα σχολικά εγχειρίδια όλων των τάξεων και όλων των βαθμίδων να αντικατασταθούν με νέα που θα παρουσιάζουν τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και δεν θα αναπαράγουν ρατσιστικές, ομοφοβικές ή οποιεσδήποτε μισαλλόδοξες αντιλήψεις.
Όσον αφορά το εν λόγω ερώτημα της εξέτασης ο παράγοντας που ενοχοποιεί την ομοφυλοφιλία είχε εντοπιστεί από μαθητές κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας και είχε ζητηθεί από τον υπεύθυνο καθηγητή-τρια να θέσει το ζήτημα στην επιτροπή σχολικών βιβλίων. Δεν έγινε όμως κανένα βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Όπως καταγγέλλεται, «όχι μόνο δεν ασχολήθηκε κανείς με το ζήτημα, όχι μόνο η επιτροπή θεμάτων δεν ευαισθητοποιήθηκε, έστω προς συγκάλυψη του, αλλά το ανέδειξε κιόλας ακόμη περισσότερο, επιλέγοντας το ως θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις». Σκεφτείτε, τα συναισθήματα ενός ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου που κλήθηκε να απαντήσει σε μια τέτοιου είδους ερώτηση και η οποία αποτελούσε το εισιτήριο για την εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Την ίδια στιγμή, η συγκεκριμένη απάντηση είναι επικίνδυνη και για τις/τους μη ΛΟΑΤΚΙ+ μαθήτριες/ές. Αφενώς γιατί μαθαίνουν πράγματα που δεν ισχύουν (ότι δηλαδή τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είναι πιο εύκολο ή πιθανό να εκτεθούν σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα). Αφετέρου γιατί αυτές οι αντιεπιστημονικές γνώσεις ενισχύουν την ομοφοβία που υπάρχει σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, δίνοντας του μάλιστα κύρος, αφού η «γνώση» αυτή αποκτήθηκε στο σχολείο.
Ένα ακόμα σημείο που αξίζει να αναφερθεί γύρω από το ίδιο θέμα είναι ότι το βιβλίο μιλά για την «διάδοση της ομοφυλοφιλίας» – αυτή ακριβώς η έκφραση ήταν και η σωστή απάντηση σύμφωνα με την επιτροπή που διάλεξε τα θέματα για την εξέταση του μαθήματος Υγιεινής Μικροβιολογίας. Η ομοφυλοφιλία όμως δεν αποτελεί κάποια «ασθένεια» για να διαδίδεται ούτε κάποια «μόδα». Δεν μεταδίδεται μέσω της σεξουαλικής πράξης, ούτε διαδίδεται διαμέσω των μέσων ενημέρωσης, του ίντερνετ ή ότι άλλο φαντάζονταν οι συγγραφείς του βιβλίου. Οι απόψεις αυτές αποτελούν απότοκο των πιο αναχρονιστικών και συντηρητικών στερεοτυπικών αντιλήψεων της πατριαρχικής κοινωνίας όπου ζούμε.
Κλείνοντας, το πιο σημαντικό είναι να αναφερθεί πως χάρη στην δράση πολλών οργανώσεων και κινημάτων που μάχονται κατά της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, της αμφιφοβίας, της ιντερφοβίας, της γυναικείας καταπίεσης κ.α. δίνονται πλέον άμεσες απαντήσεις έπειτα από τέτοια περιστατικά. Είναι εξαιρετικά αναγκαίο, απέναντι σε ένα σύστημα που προσπαθεί να καταστρατηγήσει κάθε βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και να προάγει τον διαχωρισμό, τη μισαλλοδοξία, και τον ρατσισμό, να απαντάμε άμεσα και δυναμικά σε τέτοια φαινόμενα. Μόνο έτσι θα έρθει η κοινωνική και πολιτική αλλαγή που ζητάμε. Όταν καταφέρουμε να ανατρέψουμε και να αλλάξουμε ριζικά τις καπιταλιστικές και πατριαρχικές δομές αυτής της κοινωνίας, τότε θα μπορούμε να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας.