Χάρης Σαββίδης
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει για την ορθότητα της θεωρίας των «δύο άκρων», βάζοντας στο ένα τους φασίστες και στο άλλο την Αριστερά. Πρόκειται για αναβαθμισμένη εκδοχή της λογικής που υιοθέτησε εδώ και χρόνια η ΕΕ, αποκηρύσσοντας με τον ίδιο τρόπο το σταλινικό και το φασιστικό παρελθόν της ηπείρου. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που συνεχίζει να υπάρχει είναι οι δύο πόλοι της πολιτικής ζωής – η Δεξιά και η Αριστερά. Κι αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό αν απομακρυνθεί κανείς από την ελληνική πραγματικότητα και αναλογιστεί τις διεθνείς εξελίξεις.
Στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές το κομμάτι της γερμανικής ακροδεξιά που μοιάζει στη Χρυσή Αυγή, το NPD, υπέστη ελαφρά μείωση της δύναμής του, στο 1,3%, από 1,5% προ 5ετίας. Έκανε, όμως, εντυπωσιακή εμφάνιση ένα νέο κόμμα που κάποιοι χαρακτηρίζουν ακόμα και ακροδεξιό, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, με βασικό μέλημα την επιστροφή στο μάρκο. Δεν έχει καμία σχέση με φασίστες των δρόμων ή έστω με παραδοσιακούς εθνικιστές. Αποτελείται κυρίως από καθηγητές πανεπιστημίου με υπερ-συντηρητικές απόψεις στο αντικείμενό τους – κυρίως για νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους.
Αυτή η «ακραία», νεοφιλελεύθερη οικονομική αντίληψη έχει κυριαρχήσει στον πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες, πυροδότησε επέκτεινε και βάθυνε την παγκόσμια κρίση αλλά, παρόλα αυτά, καταφέρνει να την αξιοποιεί σαν αφορμή για να επεκταθεί περαιτέρω. Πέραν της Γερμανίας, όπου υιοθετείται ευλαβικά την τελευταία δεκαετία, η νεοφιλελεύθερη λογική «βασιλεύει» στις ΗΠΑ. Εκεί, οι πλέον ακραίοι νεοφιλελεύθεροι, οι συντηρητικοί του «Κόμματος του Τσαγιού» (tea party) κρατούν όμηρο ολόκληρη την κοινωνία, αρνούμενοι να αποδεχθούν την πολιτική τους ήττα για το σύστημα υγείας.
Πρόκειται για τον νόμο που προώθησε ο Πρόεδρος Ομπάμα το 2010 (Obamacare) με στόχο να αποκτήσουν πρόσβαση σε επιδοτούμενη περίθαλψη όλοι οι Αμερικάνοι. Ο νόμος ήταν πολύ κατώτερος των αρχικών προσδοκιών αλλά οι υπερσυντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι δεν αποδέχονται να ισχύσει ούτε η «νερωμένη» εκδοχή του. Χρησιμοποιούν μια κοινοβουλευτική πρακτική που είναι συνηθισμένη στην αμερικανική πολιτική παράδοση (χωρίς βέβαια αυτό να την καθιστά λιγότερο ακραία) συνήθως διαρκεί μερικές ημέρες και αποτελεί μέρος των διαπραγματεύσεων για τη δημοσιονομική πολιτική: Το ένα από τα σώματα του Κογκρέσου αρνείται να επικυρώσει τον προϋπολογισμό.
Το οικονομικό έτος ξεκινά στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο και στο βαθμό που μέχρι τότε δεν έχει εγκριθεί ο προϋπολογισμός, το αμερικανικό Δημόσιο δεν μπορεί να διατάξει πληρωμές. Σταδιακά αρχίζει να παγώνει και μαζί του όλη η οικονομική δραστηριότητα – περίπου σαν αυτό που συμβαίνει σε συνθήκες βαρυχειμωνιάς ή καύσωνα. Από τη φύση τους τέτοια γεγονότα δεν διαρκούν πολύ και άρα σε βάθος χρόνου δεν έχουν σημαντικές συνέπειες.
Δεν ισχύει το ίδιο με το δεύτερο μέρος του εκβιασμού, που αφορά το όριο του δημοσίου χρέους. «Το όριο του χρέους είναι θερμοπυρηνική έκρηξη σε σχέση με την χειροβομβίδα των λουκέτων», κάγχαζε πρόσφατα το στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων, Τζον Χάντσμαν.
Στην παρούσα φάση το όριο βρίσκεται στα 16,7 τρισ. δολ. και αν δεν αυξηθεί με απόφαση του Κογκρέσου, οι ΗΠΑ θα αδυνατούν να δανειστούν μετά τις 17 Οκτωβρίου. Όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών, το Δημόσιο θα διαθέτει τότε περί τα 30 δισ. δολ. σε ρευστό, ενώ το προσεχές διάστημα θα υπάρξουν και ημέρες με ανάγκες πληρωμής 60 δισ. δολ.
Κάτι τέτοιο προφανώς μπορεί και να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε αδυναμία πληρωμής κάποιων υποχρεώσεων, δηλαδή σε κάποιας μορφής χρεοστάσιο. Πολιτικά είναι απίθανο οι ΗΠΑ να οδηγηθούν τελικά σε χρεοκοπία. Ακόμα και αν ο Πρόεδρος Ομπάμα επιμείνει μέχρι τέλους στην κανονική λειτουργία του Obamacare, οι ακροδεξιοί Ρεπουμπλικάνοι θα κάνουν πίσω, μη ρισκάροντας την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.
Γιατί μια κανονική χρεοκοπία των ΗΠΑ θα σημαίνει ακριβώς αυτό. Αλλά ακόμα και στο μικρό χρονικό διάστημα που τελικά θα διαρκέσει, ο εκβιασμός επηρεάζει ουσιαστικά την πραγματική οικονομία (κυρίως επειδή δεν λειτουργούν υπηρεσίες του Δημοσίου και αυξάνεται το κόστος βραχυχρόνιου δανεισμού) και προκαλεί έντονες αναταράξεις στις αγορές.
Οι νεοφιλελεύθερες ακροδεξιές οικονομικές αντιλήψεις, λειτούργησαν καταλυτικά για να πάρει η οικονομική κρίση τη σημερινή τεράστια έκταση και οδηγούν διαρκώς στο περαιτέρω βάθεμά της. Αυτές εντείνουν τις ανισότητες, οδηγούν στη φτώχεια όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού και δημιουργούν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη και μαζικοποίηση οργανώσεων όπως η Χρυσή Αυγή. Προφανώς και αυτές οι δυνάμεις («οικονομική» και «πολιτική» ακροδεξιά) δεν ταυτίζονται. Βρίσκονται όμως στον ίδιο πόλο της πολιτικής ζωής και μάχονται τον άλλο, όπου συναντιούνται οι υπέρμαχοι της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Έτσι γίνεται από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης ίσα με τώρα.