Μέρος 1ο: Ο χαρακτήρας του πολέμου
«Πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»
– Καρλ φον Κλαούζεβιτς
Ο Μεταξάς «δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η 28η Οκτωβρίου δεν επικύρωσε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου»
– Γιώργος Σεφέρης
Έχει μεγάλη σημασία για την Αριστερά η αποκάλυψη της αλήθειας για τις μεγάλες «εθνικές εορτές» τις οποίες η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί –αφού έχει πλαστογραφήσει και παραποιήσει τα ιστορικά γεγονότα με μύθους και ψέματα– για να ενισχύσει τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, για να ευνουχίσει την ταξική πάλη στο όνομα της «εθνικής ενότητας» για να δημιουργήσει τον άνθρωπο-δολοφόνο για έναν επόμενο πόλεμο, με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Επειδή σύμφωνα με το Λένιν:
«Ο καπιταλισμός γεννά τον πόλεμο όπως το σύννεφο την μπόρα»,
είναι καθήκον της Αριστεράς να αποδομήσει την εθνικιστική μυθολογία με την οποία η άρχουσα τάξη διαποτίζει τις μάζες από τα γεννοφάσκια τους. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας να αποκαλύψει τον πραγματικό ρόλο της στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Στον τομέα αυτό την Αριστερά την περιμένει πολλή ιδεολογική δουλειά απέναντι στις λαϊκές μάζες, μα πριν απ’ όλα σε σχέση με τον εαυτό της, όπου μέσα από την ιστορική αναδρομή των πολέμων θα χρειαστεί να επισημάνει τα τραγικά «λάθη» και ελλείμματά της.
Δυο παγκόσμιοι πόλεμοι
Κατ’ αρχήν γιατί ήταν η λαθεμένη πολιτική των κομμάτων που μιλούσαν στο όνομα των εργατικών και λαϊκών μαζών και της Αριστεράς που επέτρεψε στον καπιταλισμό να προχωρήσει στους δύο παγκόσμιους πολέμους, με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες – εργάτες, αγρότες και νεολαίους.
Στον 1ο παγκόσμιο ήτανε η Σοσιαλδημοκρατία (που τότε αποτελούσε τη μαζική Αριστερά της εποχής και στην οποία ανήκανε όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες όπως ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Λούξεμπουργκ κλπ) που στο όνομα της «εθνικής ενότητας» πούλησε το διεθνισμό ψηφίζοντας τις πολεμικές δαπάνες (ψήφισε δηλαδή υπέρ του πολέμου) στα κοινοβούλια των διάφορων εμπόλεμων χωρών.
Στον 2ο ήτανε και πάλι η Σοσιαλδημοκρατία αλλά όχι μόνο – καθοριστικό επίσης ρόλο έπαιξε για τον αποπροσανατολισμό των μαζών η σταλινική πια «Κομμουνιστική Διεθνής» (σ.σ.: από τώρα και στη συνέχεια, «Κομιντερν») με
«τις αλλεπάλληλες, εξελισσόμενες και αλληλοσυγκρουόμενες σχετικές αποφάσεις- οδηγίες…» της,
όπως αναγνωρίζει το ίδιο το ΚΚΕ[1].
Γιορτάζουμε την αρχή αλλά όχι το τέλος του πολέμου! Γιατί;
Το πρώτο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι το παράδοξο γεγονός ότι είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που γιορτάζουμε την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στις 28η Οκτώβρη –και μάλιστα ένα πόλεμο που τον χάσαμε στο τέλος– και όχι την απελευθέρωση από τους Ναζί!
Όλη η Ευρώπη γιορτάζει με αργία την οριστική ήττα των ναζί στις 9 του Μάη! Θα μπορούσαμε να γιορτάζαμε την απελευθέρωση της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Ελλάδας! Όμως δεν συμβαίνει αυτό! Γιατί;
Μα γιατί η αντίσταση και η απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και των λαϊκών μαζών – είχε ένα εργατικό-ταξικό πρόσημο! Γιατί η άρχουσα τάξη, το κεφάλαιο, δεν είχε καμιά σχέση με την αντίσταση και κατά συνέπεια με την απελευθέρωση. Ήταν είτε απούσα, είτε συνεργάτης των φασιστικών κατοχικών δυνάμεων. Χτύπησε την αντίσταση, σιώπησε και περίμενε!
Η αλήθεια είναι ότι το γιορτασμό της 28ης τον ξεκίνησε το ΕΑΜ το 1941. Γράφτηκαν συνθήματα στους τοίχους και πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα συγκέντρωση φοιτητών και νεολαίας – σύντομη, για να αποφύγουν πιθανή σύγκρουση με τις κατοχικές δυνάμεις. Τότε ήταν πράξη αντίστασης του λαού. Τώρα όμως εξυπηρετεί τους στόχους της άρχουσας τάξης.
Η 28η Οκτώβρη βολεύει την άρχουσα τάξη γιατί τους έδινε και ως ένα βαθμό συνεχίζει να τους δίνει την δυνατότητα να παρουσιάζουν τον Μεταξά σαν μεγάλο πατριώτη που είπε το «ΟΧΙ», γιατί η επίθεση των Ιταλών δημιούργησε εθνικές αυταπάτες και προσωρινή συσπείρωση στην δικτατορική κυβέρνηση.
Κι επίσης γιατί ο Ζαχαριάδης (τότε γραμματέας του ΚΚΕ) με το περιβόητο πρώτο γράμμα του στο οποίο θα αναφερθούμε διεξοδικά παρακάτω, ζήτησε από τα μέλη του κόμματος και τους αγωνιστές του κινήματος:
«Στον πόλεμο αυτό που διευθύνει η κυβέρνηση του Μεταξά όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις δίχως επιφύλαξη».
Τους ζήτησε, με άλλα λόγια, να πολεμήσουν κάτω μια ταξική σημαία ξένη και εχθρική – τη σημαία της άρχουσας τάξης και της δικτατορίας.
Έτσι, έγινε πραγματικότητα η «εθνική ενότητα» και μάλιστα μονομερώς – μια και η κυβέρνηση του Μεταξά, πιστή στο ταξικό συμφέρον του κεφαλαίου δεν έδωσε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους και δεν δίστασε μετά την ήττα να τους παραδώσει στους φασίστες Γερμανούς και Ιταλούς.
Η κυβέρνηση Μεταξά, με άλλα λόγια, είχε εμπεδώσει πολύ καλύτερα από την ηγεσία του ΚΚΕ το σύνθημα του Καρλ Λήμπνεχτ, αναφορικά με τον 1ο παγκόσμιο, ότι:
«Ο εχθρός είναι στη χώρα μας»!
Η Αριστερά και ο χαρακτήρας του 2ου παγκόσμιου πολέμου
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μέρος του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Η βασική αιτία του 2ου παγκόσμιου πόλεμου –ο οποίος ξεκίνησε την 1η Σεπτέμβρη του 1939 με την επίθεση της Γερμανίας στην Πολωνία– όπως και αυτή του 1ου, ήταν για το ξαναμοίρασμα των αγορών από τους ιμπεριαλιστές. Ήταν η εξέγερση των «πεινασμένων» ιμπεριαλιστών (Γερμαναούς, Ιταλούς κλπ) ενάντια στους «χορτάτους» (Βρετανούς, Γάλλους κλπ).
Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα η Αριστερά είχε θεμελιακές διαφορές. Οι «χορτάτοι» είχαν την δυνατότητα εξ αιτίας της υπερεκμετάλευσης των αποικιών να προσφέρουν και λίγα ψίχουλα στις λαϊκές μάζες των χωρών τους και αυτό τους έδινε την δυνατότητα να διατηρούν μια σχετική ταξική ηρεμία καθώς και την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Αντίθετα οι «πεινασμένοι» Γερμανοί και Ιταλοί ιμπεριαλιστές, έχοντας κινδυνεύσει από το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, είχανε συντρίψει το κίνημα (με την «βοήθεια» που της πρόσφεραν οι χρεοκοπημένες ηγεσίες της Αριστεράς), επιβάλλοντας στυγνά δικτατορικά-φασιστικά καθεστώτα.
Η 4η Διεθνής που είχε συγκροτηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’30 πιστή στη Λενινιστική γραμμή θεωρούσε ότι:
«Η άμεση αιτία του σημερινού πολέμου είναι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις παλιές πλούσιες αποικιακές αυτοκρατορίες, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία και τους αργοπορημένους ιμπεριαλιστές πλιατσικολόγους, τη Γερμανία και την Ιταλία.»[2]
Επίσης διακήρυξε ότι:
«Είναι τερατώδες ψέμα ότι ο πόλεμος θα γίνει ανάμεσα στα “φιλειρηνικά”και τα “φιλοπόλεμα” έθνη, γιατί ο πόλεμος είναι σύμφυτος με τον ίδιο τον καπιταλισμό και κάθε καπιταλιστικό έθνος έχει μπει στον παράλογο δρόμο των εξοπλισμών.
»Είναι τερατώδες ψέμα να λέει κανείς ότι ο πόλεμος θα γίνει ανάμεσα στις “δημοκρατικές”και τις “δικτατορικές”χώρες, γιατί οι “δημοκρατίες” έχουν ήδη συμμαχήσει με πολλούς δικτάτορες και όταν ξεσπάσει ο πόλεμος, το πρώτο θύμα θα είναι τα δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα που είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό υπονομευμένα στις “φιλειρηνικές χώρες.»[3]
Ακολουθώντας τη Λενινιστική αντίληψη προπαγάνδιζε τη «μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο» με στόχο την επαναστατική ανατροπή της άρχουσας τάξης κι εξηγούσε πως δεν έπρεπε να υπάρξει καμία παραχώρηση στην «εθνική ενότητα» ακόμα και αν το αποτέλεσμα ήταν η ήττα της ντόπιας αστικής τάξης (αυτή η θέση είναι γνωστή στη λενινιστική φιλολογία με τον όρο (ντεφαιτισμός»). Καλούσε ακόμα υπέρ της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές.
Οι δυνάμεις της νεοδημιούργητης 4ης Διεθνούς (δημιουργήθηκε το 1938) όμως ήταν μικρές και άπειρες και η δυνατότητα τους να επηρεάσουν καταλυτικά τη συνείδηση των λαϊκών μαζών πολύ περιορισμένη. Στις γραμμές της υπήρχε αρκετά μεγάλη σύγχυση που εντάθηκε εξαιρετικά μετά τη δολοφονία του Τρότσκι από το καθεστώς του Στάλιν το 1940. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν πολύ σοβαρά λάθη από διάφορες ομάδες που μιλούσαν στο όνομα του Τροτσκισμού και βέβαια οι επαναστατικές θέσεις του Λένιν για τον πόλεμο δεν έγιναν ποτέ κτήμα των μαζών.
Η Σοσιαλδημοκρατία είχε ήδη από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο ταχθεί στην υπηρεσία της εθνικής αστικής τάξης στο όνομα της «εθνικής ενότητα» και γι’ αυτό καλλιεργούσε τον εθνικισμό και καλούσε τις λαϊκές μάζες στην υπεράσπιση της πατρίδας. Στον 2ο παγκόσμιο τάχθηκε αναφανδόν στο πλευρό των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών αρχουσών τάξεων.
Σ’ ότι αφορά στην Κομιντέρν, το χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής της πάνω στο θέμα του πολέμου μετά το 1927 και την κυριαρχία της γραφειοκρατικής κάστας και του Στάλιν στο ΚΚΣΕ και την ΚΔ, ήταν η μετατόπιση με μεγάλη ευκολία από την μια θέση στην άλλη, την εντελώς αντίθετη, ανάλογα με την εξωτερική πολιτική και τις συμμαχίες της ΕΣΣΔ. Με τα Κομουνιστικά Κόμματα να ακολουθούν σαν πρόβατα χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις.
Τα απανωτά ζικ-ζακ είχαν σαν αποτέλεσμα την σύγχυση των μελών και των στελεχών των ΚΚ, καθώς και των λαϊκών μαζών. Στα ΚΚ επικρατούσε τρομοκρατία – ειδικά μετά τις δίκες της Μόσχας που ξεκίνησαν το 1936. Οι εσωκομματικοί αντίπαλοι εξοντώνονταν αδίστακτα. Το αποτέλεσμα ήταν τα τραγικά «λάθη», που έφταναν στα όρια της προδοσίας (βλέπε Βάρκιζα).
Το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν (17 Ιούλη-1Σεπτέμβρη 1928) καλούσε τους Κομμουνιστές
«…στην περίπτωση που θα ξεσπάσει ιμπεριαλιστικός πόλεμος να καθοδηγούνται από το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Βασικό σημείο αυτού του προγράμματος ήταν η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο του προλεταριάτου κατά της αστικής τάξης».[4]
Η θέση αυτή κρατήθηκε μέχρι και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 – μαζί όμως με την τραγική, για την ενότητα του εργατικού κινήματος, θέση ότι ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι «δίδυμα αδέλφια». Βρισκόμασταν, τότε, στην «3η περίοδο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», μία περίοδο ακραίου σεκταρισμού, με βάση τον οποίο όποιος δεν υποστηρίζει την Κομιντέρν (τα ΚΚ και το σταλινικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ) είναι εχθρός και όργανο της άρχουσας τάξης (ή ακόμα και των φασιστών)!
Μετά τη νίκη του Χίτλερ και αφού πέρασαν 7 ολόκληρα χρόνια από το προηγούμενο συνέδριο (στα πρώτα χρόνια της ΚΔ τα συνέδρια γινόντουσαν κάθε χρόνο!) ήρθε το 7ο Συνέδριο της ΚΔ (25 Ιούλη-21 Αυγούστου 1935).
Αυτό αποφάσισε το άνοιγμα της περιόδου των «αντιφασιστικών», «λαϊκών μετώπων» δηλαδή τη συνεργασία των Κομμουνιστών με τα «δημοκρατικά» και «προοδευτικά» κόμματα του κεφαλαίου με παράλληλη την επιδίωξη συμμαχιών με τους «δημοκράτες» Βρετανούς και Γάλλους ιμπεριαλιστές.
Στα ντοκουμέντα του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
«Αυτόν τον καιρό, οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες έχουν να διαλέξουν, συγκεκριμένα, όχι ανάμεσα στην προλεταριακή δικτατορία και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».[5]
Σχολιάζοντας αυτές τις αποφάσεις, το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, το οποίο έχει συγγράψει το βιβλίο «Το ΚΚΕ στον Ιταλοελληνικό πόλεμο 1940-1941», γράφει:
«Έτσι το 7ο Συνέδριο της ΚΔ διαμόρφωσε στρατηγική που προσανατόλιζε τα ΚΚ στη σύμπραξη με τη μία ιμπεριαλιστική πλευρά, τη λεγόμενη δημοκρατική, εναντίον της άλλης, της φασιστικής.
»Εκ των πραγμάτων η νέα στρατηγική της ΚΔ ωθούσε να διεξάγεται η πάλη του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος υπό ξένη σημαία».
Ακόμα, το 7ο Συνέδριο εξέτασε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν ενιαία μαζικά πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα, δηλαδή να συνενωθούν τα ΚΚ με τα Σοσιαλδημοκρατικά, στη βάση της αναγνώρισης από τα τελευταία της αναγκαιότητας της ανατροπής της αστικής τάξης και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτή η εκτίμηση-δυνατότητα απέρρεε από το ότι, σύμφωνα με το 7ο Συνέδριο, είχε αρχίσει η προσέγγιση
«…της αριστερής πτέρυγας της Σοσιαλδημοκρατίας με τις ιδεολογικές θέσεις των κομμουνιστών».[6]
Ο ηγέτης του Ιταλικού ΚΚ, Παλμίρο Τολιάτι, στην εισήγησή του στο συνέδριο σχετικά με τον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τους στόχους της Κομιντέρν επισημαίνει:
«Η νίκη του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού είναι η πιο επιθετική μορφή φασισμού, δεν είναι απλώς η νίκη ενός κόμματος με βάση τον ωμό σοβινισμό και με άμεσο στόχο την έναρξη του πολέμου. Είναι η νίκη ενός κόμματος το οποίο ξεκάθαρα δηλώνει ότι ο άμεσος στόχος του είναι να φέρει σε πέρας έναν αντεπαναστατικό πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση…».[7]
Όμως, σύντομα μετά την προσέγγιση και συνεργασία με τη Σοσιαλδημοκρατία η οποία μέχρι λίγο πριν ήταν το «δίδυμο αδέλφι» των φασιστών, μετά τη συνεργασία με τα περιβόητα «προοδευτικά» κόμματα του κεφαλαίου αλλά και με τους Βρετανούς και Γάλλους «προοδευτικούς» Ιμπεριαλιστές, έχουμε νέα στροφή 180 μοιρών!
Οι προσπάθειες της ΕΣΣΔ να συνάψει συμφωνία με τους Αγγλογάλους δεν ευοδώθηκαν. Οι τελευταίοι αρνούνταν με διάφορα προσχήματα μια συμφωνία ενάντια στον Χίτλερ, γιατί την ίδια στιγμή έκαναν ανοικτές («Συμφωνία του Μονάχου») και μυστικές συμφωνίες μαζί του προσβλέποντας σε μια επίθεση των Ναζί ενάντια στην ΕΣΣΔ. Κάτι τέτοιο θα τους εξυπηρετούσε θαυμάσια γιατί από τη μια θα εξόντωνε το πρώτο εργατικό κράτος (παρότι σταλινικά παραμορφωμένο – αυτό άφηνε αδιάφορο τους ιμπεριαλιστές) και από την άλλη θα εξασθένιζε τον επικίνδυνο ανταγωνιστή τους τον οποίο στην συνέχεια θα μπορούσαν πιο εύκολα να νικήσουν.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η ΕΣΣΔ δέχτηκε πρόταση του Χίτλερ και προχώρησε σε αμοιβαία συμφωνία μη επίθεσης με τους Ναζί, το περίφημο «Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ», στις 23 Αυγούστου 1939.
Μετά από αυτή τη συμφωνία η γραμμή της Κομιντέρν για τον πόλεμο, φυσικά, άλλαξε ξανά – χωρίς, εννοείται, οποιαδήποτε δημοκρατική διαδικασία. Τα ΚΚ σε όλο τον πλανήτη έμαθαν, εμβρόντητα και σοκαρισμένα, για τη συμφωνία Στάλιν – Χίτλερ από τον διεθνή τύπο.
Έτσι, στις 8 του Σεπτέμβρη 1939 δηλαδή 15 μέρες μετά την υπογραφή του συμφώνου από τους υπουργούς εξωτερικών των δύο χωρών, και αφού είχε ξεκινήσει ο πόλεμος την 1η Σεπτέμβρη με την επίθεση και την κατάληψη της μισής Πολωνίας, στάλθηκε η νέα «κομματική γραμμή» υπογραμμένη από τον Γκεόρκι Ντιμιτρόφ:
«Ο παρών πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος, για τον οποίο είναι εξ ίσου υπεύθυνη η αστική τάξη όλων των εμπόλεμων χωρών.
»Αυτόν τον πόλεμο δεν μπορούν να τον στηρίζουν σε καμιά χώρα ούτε η εργατική τάξη, ούτε πολύ περισσότερο τα κομμουνιστικά κόμματα.
»Ο πόλεμος άλλαξε κατά τρόπο ριζικό την κατάσταση: η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απωλέσει την προηγούμενη της σημασία».[8]
Ακόμη πιο καθαρά η Κομιντέρν στις 19 και 20 Οκτώβρη του 1939 καλεί τα ΚΚ:
«Να διεξάγουν ιδεολογικό αγώνα εναντίον… της υποστήριξης του μύθου για τον αντιφασιστικό χαρακτήρα του πολέμου…»[9]
Ζητά από τα ΚΚ να άρουν την υποστήριξή τους στους «δημοκράτες» ιμπεριαλιστές και στις κυβερνήσεις των χωρών, που βρίσκονταν σε συμμαχία με τους Αγγλογάλλους.
Αν αυτή η θέση είχε υιοθετηθεί από την αρχή από την Κομιντέρν, θα ήταν μια σωστή θέση. Όμως εδώ είναι το αποτέλεσμα απανωτών στροφών και μάλιστα αλλοπρόσαλλων – είναι καιροσκοπική και χωρίς αρχές. Κι αυτό αποκαλύπτεται με ακόμη πιο τραγικό τρόπο από το γεγονός ότι με επανειλημμένες δηλώσεις της η γραφειοκρατική κλίκα και ο ίδιος ο Στάλιν έφτασαν στο σημείο να καλλιεργούν αυταπάτες για το φασισμό και τους Ναζί στις μάζες!
Η Σοβιετική Ένωση όχι μόνο άλλαξε τη γραμμή του 7ου Συνεδρίου (χωρίς ποτέ να ρωτηθεί κανείς, απλά με απόφαση του Στάλιν και της στενής κλίκας γύρω απ’ αυτόν) αλλά στρέφεται σε μια πολιτική φιλικής προσέγγισης προς τη ναζιστική Γερμανία.
Στο ημερολόγιό του ο Δημητρόφ, από τους πιο στενούς συνεργάτες του Στάλιν, στις 24 Δεκεμβρίου 1939 γράφει:
«Στην Πράβντα δημοσιεύτηκαν οι απαντήσεις του Στάλιν στα συγχαρητήρια μηνύματα των ξένων κρατών:
»Απάντηση στο Χίτλερ
»Σας παρακαλώ να δεχτείτε την ευγνωμοσύνη μου για τα συγχαρητήρια και τις ευχαριστίες μου για τις καλές ευχές σας προς τους Λαούς της Σοβιετικής Ένωσης.
»Απάντηση στο Ρίμπεντροπ
»Σας ευχαριστώ κύριε υπουργέ, για τα συγχαρητήρια. Η φιλία μεταξύ των λαών της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, που έχει δεσμούς αίματος έχει κάθε λόγο να είναι μακρά και δυνατή».[10]
Ανακαλύπτουμε ξαφνικά, λοιπόν, πως η φιλία των λαών της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ είχε… «δεσμούς αίματος»! Μήπως ο Στάλιν εννοεί εδώ την αιματοχυσία του 1ου παγκοσμίου πολέμου;
Κατά τα άλλα, σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο των απολογητών του Σταλινισμού, ο «μεγάλος τιμονιέρης» έκανε τη συμφωνία με τον Χίτλερ για να προετοιμαστεί η Σοβιετική Ένωση και ο Λαός της, να αντιμετωπίσουν τος Ναζί!!
Η παράνοια του Στάλιν αποκαλύπτεται όχι μόνο στα πιο πάνω μηνύματα στον Χίτλερ και στον Ρίμπεντροπ αλλά και στο γεγονός ότι λίγο καιρό πριν είχε εξοντώσει την αφρόκρεμα του Σοβιετικού στρατού, τον επικεφαλής του στρατού, Τουχατσέφσκι μαζί με εκατοντάδες λαμπρούς αξιωματικούς, που είχαν «χτίσει» την στρατιωτική τους πορεία από την εποχή της επανάστασης του Οκτώβρη και του εμφύλιου που ακολούθησε.
Το έκανε, υπογραμμίζουμε, προτού υπογράψει το σύμφωνο με τον Χίτλερ, δηλαδή όταν κυριαρχούσε η εκτίμηση (σύμφωνα ακόμα και με τις αποφάσεις της Κομιντέρν που αναφέρουμε πιο πάνω) ότι ο Χίτλερ θα επιτίθονταν κύρια στην ΕΣΣΔ!!
Η ολοκληρωτική χρεοκοπία, ανικανότητα και παράνοια της κλίκας του Στάλιν, σαν να μην έφταναν τα πιο πάνω, έχει και συνέχεια:
«… ο Μολότοφ πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού και Επίτροπος των Εξωτερικών Υποθέσεων, σ’ ένα λόγο του στο Ανώτατο Σοβιέτ παρουσίασε τη Γερμανία ότι βρισκόταν “στη θέση του κράτους που πασχίζει για το συντομότερο τερματισμό του πολέμου και για την ειρήνη, ενώ η Βρετανία και η Γαλλία, που μέχρι χτες ακόμα διαμαρτύρονταν ενάντια στην επιδρομή (σ.σ.: στην Πολωνία) είναι υπέρ της συνέχισης του πολέμου και αντιτίθενται στη σύναψη ειρήνης. Οι ρόλοι όπως βλέπετε αλλάζουν.
»Στον ίδιο λόγο ο Μολότοφ εγκωμίασε τις νέες σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και την ΕΣΣΔ: Οι σχέσεις μας με την Γερμανία έχουν βελτιωθεί ριζικά. Εδώ, η εξέλιξη έχει προχωρήσει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των φιλικών σχέσεων, διευρύνοντας την πρακτική συνεργασία (σ.σ: η συνεργασία ήτανε μόνο στο μυαλό των σταλινικών και όχι του Χίτλερ όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια) και δίνοντας στην Γερμανία πολιτική υποστήριξη, στις προσπάθειές της για την ειρήνη. Πάντοτε υποστηρίζαμε ότι μια ισχυρή Γερμανία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για διαρκή ειρήνη στην Ευρώπη.
»Οι σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας, που θεμελιώθηκαν ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και στη Γερμανία, δεν στηρίζονται σε τυχαίες εκτιμήσεις προσωρινής φύσης, αλλά στα θεμελιακά συμφέροντα, τόσο της ΕΣΣΔ, όσο και της Γερμανίας».[11]
(Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ούτε λέξη για την ταξική φύση των δύο καθεστώτων της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας των Ναζί. Είχανε πια κοινά «θεμελιακά συμφέροντα»! Και αυτό, οι απολογητές του Σταλινισμού, τολμούν να το ονομάζουν προετοιμασία για να αντιμετωπιστεί ο Χίτλερ!!
Και για τελευταίο, ας δούμε το σχόλιο του Στάλιν μετά την υπογραφή του Συμφώνου στη Μόσχα:
«Επί χρόνια, ρίχναμε ο ένας στον άλλο κάδους σκουπίδια[…] Πρέπει να προετοιμάσουμε προοδευτικά την κοινή γνώμη για τις αλλαγές, που θα επιφέρει στις σχέσεις μας η συνθήκη»[12]
Η 4η Διεθνής στο «Μανιφέστο Ενάντια στον Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο» γραμμένο από τον Τρότσκι, ασκεί σκληρή κριτική στο «Σύμφωνο» συγκεκριμένα γράφει:
«Η συμμαχία του Στάλιν με τον Χίτλερ που άνοιξε την αυλαία για τον παγκόσμιο πόλεμο και οδήγησε στην σκλαβιά του πολωνικού λαού, ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας της ΕΣΣΔ και του πανικού του Κρεμλίνου μπροστά στην Γερμανία. Η ευθύνη γι’ αυτήν την αδυναμία βρίσκεται στο ίδιο το Κρεμλίνο – στην εσωτερική πολιτική που άνοιξε άβυσσο ανάμεσα στην κυρίαρχη κάστα και το λαό, στην εξωτερική πολιτική που θυσίασε τα συμφέροντα της παγκόσμιας επανάστασης στα συμφέροντα της σταλινικής κλίκας.[13]
»Μετά από πέντε χρόνια χοντροκομμένου εξωραϊσμού των δημοκρατιών, όπου ολόκληρος ο “κομμουνισμός” είχε περιοριστεί σε μονότονες καταγγελίες των φασιστών επιδρομέων, η Κομιντέρν ανακάλυψε ξαφνικά το Φθινόπωρο του 1939, τον εγκληματικό ιμπεριαλισμό των Δυτικών δημοκρατικών. Από τότε δεν ξεστόμισαν ούτε μία λέξη καταδίκης για την καταστροφή της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας, για την κατάληψη της Δανίας και της Νορβηγίας και τις αισχρές κτηνωδίες που επιβλήθηκαν από τις συμμορίες του Χίτλερ στον πολωνέζικο και τον εβραϊκό λαό. Ο Χίτλερ παρουσιάστηκε σαν χορτοφάγος φιλειρηνιστής που συνεχώς προκαλείται από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές».[14]
Για να προβλέψει ότι:
«Η φιλία του Στάλιν με τον Χίτλερ δεν θα κρατήσει για πάντα, ούτε καν για μεγάλο χρονικό διάστημα».[15]
Όπερ και εγένετο, στις 22 Ιούνη 1941 οι σιδερόφραχτες μεραρχίες των Ναζί εισβάλλουν στην ΕΣΣΔ και από την πολλή «προετοιμασία» του Κόκκινου Στρατού τους πρώτους μήνες κάνουν «παρέλαση», χωρίς ουσιαστική αντίσταση, μέχρι πολύ κοντά στη Μόσχα!
Ξανά, καλούμε τους απολογητές του Στάλιν να σταματήσουν να παρουσιάζουν το «Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ» σαν έξυπνη στρατηγική κίνηση του «Πατερούλη» γιατί στην πραγματικότητα τον κορόιδεψε ο Χίτλερ για να πετύχει τους στόχους του που ήταν να καταφέρει να ξεκινήσει τον πόλεμο έχοντας αποτρέψει ένα κοινό μέτωπο της ΕΣΣΔ με τους Αγγλογάλλους.
Φυσικά με το που ξεκίνησε η επίθεση του Χίτλερ, ο Στάλιν και η Κομιντέρν, αλλάζουν θέση και ο πόλεμος από «ιμπεριαλιστικός» και «άδικος», «με ευθύνη της αστικής τάξης όλων των εμπολέμων» γίνεται… αντιφασιστικός! Παρέμεινε βέβαια αντιφασιστικός μέχρι το τέλος, μέχρι τη συντριβή των Ναζί!!
Ο Στάλιν «έχτισε» πάνω στη συμμαχία με τους Άγγλους, Γάλλους και Αμερικανούς. Η κομμουνιστική διεθνής δεν του χρειαζόταν πια, δεν είχε κάποιο ρόλο να παίξει, αντίθετα «ενοχλούσε» τους νέους συμμάχους. Έτσι ο Στάλιν προχώρησε, απλά, στη διάλυσή της το 1943!
Ας δούμε, πιο συγκεκριμένα, τι γράφει ένας συγγραφέας φίλα προσκείμενος στον Στάλιν και το 7ο συνέδριο, ο Β. Λιόσης:
«Η αλλαγή του πνεύματος και η επιστροφή στις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου φαίνεται και από τις διάφορες τοποθετήσεις του Στάλιν. Στις 4 Νοεμβρίου 1941 σε επιστολή που απέστειλε στο Ρούζβελτ γράφει: “Την απόφασή Σας κ. Πρόεδρε να χορηγήσετε στη Σοβιετική Ένωση άτοκο δάνειο ύψους ενός δισεκατομμυρίου…. η σοβιετική κυβέρνηση την αποδέχεται με ειλικρινή ευγνωμοσύνη ως εξαιρετικά σοβαρή υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στην τεράστια και δύσκολη πάλη ενάντια στον κοινό μας εχθρό, τον αιμοβόρο χιτλερισμό.
»Στις 6 Νοεμβρίου του 1941 σε εισήγηση για την 24η επέτειο της οκτωβριανής επανάστασης ο Στάλιν δηλώνει (….) Το κόμμα των χιτλερικών είναι το κόμμα των ιμπεριαλιστών, και μάλιστα, των πιο αρπακτικών και ληστρικών ιμπεριαλιστών μεταξύ όλων των ιμπεριαλιστών όλου του κόσμου….
»…είναι το κόμμα των εχθρών των δημοκρατικών ελευθεριών, το κόμμα της μεσαιωνικής αντίδρασης….
»Όμως στην Αγγλία και στις ΗΠΑ υπάρχουν οι στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες, υπάρχουν συνδικάτα εργατών και υπαλλήλων, υπάρχουν εργατικά κόμματα, υπάρχει Κοινοβούλιο, ενώ στη Γερμανία επί χιτλερικού καθεστώτος έχουν καταργηθεί όλοι αυτοί οι θεσμοί…»[16]
(Οι υπογραμμίσεις είναι του συγγραφέα).
Τώρα όσο αφορά τα καθήκοντα που απορρέουν από την νέα γραμμή:
«…β) Στις χώρες που ήταν υπό την κατοχή των Γερμανών το κύριο καθήκον ήταν η ανάπτυξη του απελευθερωτικού αγώνα. Ο προσανατολισμός ήταν η συγκρότηση ενός πλατιού εθνικού μετώπου τέτοιου που να συνενώνει όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις ανεξάρτητα από πολιτικό προσανατολισμό. Το γενικό σύνθημα έπρεπε να είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας».[17]
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Μέρος 2ο: Ο πόλεμος
Για τους μαρξιστές ο χαρακτήρας ενός πολέμου δεν καθορίζεται από το ποιος είναι ο επιτιθέμενος, ποιος ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά, ούτε από το πώς τον αντιλαμβάνονται οι λαϊκές μάζες στο ξεκίνημα του (παρότι αυτό, βέβαια, είναι κάτι που οι μαρξιστές οφείλουν να παίρνουν υπόψη τους – χρειάζεται για τον τρόπο που θα κάνουν την παρουσίαση των θέσεων και των συνθημάτων τους). Καθορίζεται από ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και ποια είναι τα συμφέροντα που εξυπηρετεί στα πλαίσια των αντιθέσεων που υπάρχουν στο καπιταλιστικό σύστημα στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Από αυτή την άποψη ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα από τα επεισόδια του ιμπεριαλιστικού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου για το μοίρασμα του κόσμου.
Δεν είχαμε να κάνουμε με την επίθεση μιας ιμπεριαλιστικής χώρας σε μια φτωχή αποικιακή χώρα, αλλά με σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες (άρχουσες τάξεις) που ήταν ήδη τοποθετημένες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, υπηρετώντας τα συμφέροντα διαφορετικών, ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων.
Η Ελλάδα του 1941, κατ’ αρχάς, ήταν μια καθαρόαιμη καπιταλιστική χώρα –παρότι, ασφαλώς, οικονομικά αδύναμη και καθυστερημένη– που είχε δώσει ήδη αποδείξεις για τις ιμπεριαλιστικές της βλέψεις στο πόλεμο της Μικράς Ασίας 1920-1922 και που είχε βλέψεις προς την Νότια Αλβανία (ας μην ξεχνάμε το στρατιωτικό άσμα που υποχρεώνονται μέχρι σήμερα να τραγουδούν οι φαντάροι για τη Β. Ήπειρο: «Έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή την λένε Β. Ήπειρο, την αγαπώ πολύ…»). Γι’ αυτό και, διώχνοντας τους Ιταλούς, ο ελληνικός στρατός δεν δίστασε κατά την προέλασή του να προχωρήσει βαθιά στην Αλβανία!!
Γι’ αυτό και έχει δίκιο ο Μ. Μαΐλης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, όταν εκφράζοντας τις νέες απόψεις του κόμματος για τον πόλεμο γράφει:
«Όμως ο χαρακτήρας του πολέμου καθορίζεται από το ποια τάξη και για ποιο σκοπό διεξάγει τον πόλεμο είτε είναι, αρχικά και τη συγκεκριμένη στιγμή, αμυνόμενη είτε επιτιθέμενη. Ο χαρακτήρας του ιταλοελληνικού πολέμου, από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και της αστικής τάξης δεν άλλαξε επειδή ο ελληνικός στρατός πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν εξ αρχής ιμπεριαλιστικός, ενταγμένος στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς της Μεγάλης Βρετανίας, που βρισκόταν σε οξύτατη διαμάχη με τον άξονα, με την οποία Βρετανία, η εγχώρια αστική τάξη και η κυβέρνηση Μεταξά ήταν σύμμαχοι».[18]
Ας δούμε τη σύγκρουση των συμφερόντων συγκεκριμένα.
Ο «Άξονας» (Γερμανία-Ιταλία-Ιαπωνία) ήθελε την κυριαρχία στην Μεσόγειο και τη διώρυγα του Σουέζ, που βρισκόταν στο δρόμο για τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής, τα οποία κατείχαν και εκμεταλλεύονταν οι Αγγλογάλλοι και οι σύμμαχοί τους. Η Ελλάδα ήταν τοποθετημένη σ’ ένα στρατηγικό σημείο-πέρασμα στην πάλη για την κυριαρχία στην Μεσόγειο. Η ελληνική αστική τάξη και ο στρατός της ήταν ο «φρουρός» αυτού του περάσματος καθώς τα συμφέροντά της ήταν ταυτισμένα με τον Βρετανικό ιμπεριαλισμό. Πράγμα που δεν έχανε ευκαιρία να το τονίσει και ο φιλο-φασίστας Μεταξάς – παρότι επεδίωκε, φυσιολογικά, την ουδετερότητα για να αποφύγει την εμπλοκή στον πόλεμο.
Για να πάρουμε μια ιδέα της εξάρτησης της Ελλάδας από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, όπως αναφέρει η «Ιστορία Ελληνικού Έθνους»:
«Το 67% του εξωτερικού χρέους [σ.σ.: της Ελλάδας] ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52 ήταν γαλλικά κεφάλαια… και μόλις το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά».[19]
Ξεκάθαρες και αποκαλυπτικές επίσης είναι οι κατά καιρούς δηλώσεις του Μεταξά για τις στενές σχέσεις Ελλάδας με την Αγγλία.
Ενδεικτικά, στις 3 του Μάρτη του 1934 μιλώντας στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών έλεγε κατά λέξη:
«Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργεί κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι».[20]
Το Μάρτη του 1937 γράφει στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο:
«…Όσο αφορά την πολιτικήν Αγγλίαν, οφείλω να ομολογήσω ότι μας έχει φερθεί εις πάσαν περίστασιν μετ’ εξαιρετικής αγάπης και συμπάθειας, και τούτο το βλέπω καθ’ ημέρα εμπρός μου εις πάσαν περίστασιν. Οφείλω μάλιστα να είπω ότι προσωπικώς ακόμη οφείλω χάριτας δια την ευμένειαν η οποία μοι επεδείχθη».
Στις αρχές του Μάρτη του 1940 μιλώντας με τον Βρετανό δημοσιογράφο Αρθούρ Μάρτον είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικός:
«Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».[21]
Μήπως, αυτό δεν το γνώριζε το καθεστώς του Μουσολίνι; Ασφαλώς και το γνώριζε!! Πάνω σ’ αυτή τη βάση τα συμφέροντα του ιταλικού κεφαλαίου συγκρούονταν με αυτά του ελληνικού!
«Ο Εμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτής τότε της Ιταλίας στην Αθήνα, έγραψε: “Στις 13 Απρίλη 1939 η Γαλλία και η Μ. Βρετανία ανήγγελον δημοσία την χορήγηση της εγγυησεώς των εις την Ελλάδα. Η χορήγησις της εγγυήσεως ταυτης και η υπό της Ελλάδος αποδοχή της επροκάλεσεν ζωηροτάτην δυσφορία εις το Παλάτσο Βενέτσια (σ.σ κατοικία του Μουσολίνι) και το Παλτσο Κίτζι (σ.σ υπουργείο εξωτερικών)».[22]
Ο Μεταξάς και η κυβέρνησή του εκφράζοντας και υπηρετώντας τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου ήταν δεμένος –ανεξάρτητα από τις προσωπικές του φιλο-φασιστικές πολιτικές συμπάθειες– με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και τις επιδιώξεις του, που ήταν η υπεράσπιση των αποικιών του από τις επιβουλές του «Άξονα».
Η ελληνική χερσόνησος όπως και η Κύπρος ήταν για τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και το πολεμικό ναυτικό του, φίλιες βάσεις. Η Ελλάδα ήταν αγγλικό «φέουδο». Ο Ελληνικός λαός καλούνταν να υπερασπιστεί την εθνική ανεξαρτησία από τον Μουσολίνι για να διατηρήσει την υποταγή του στα συμφέροντα του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού! Η απάντηση του Μεταξά στο Ιταλικό τελεσίγραφο για στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της χώρας από τον ιταλικό στρατό, «Ώστε έχουμε πόλεμο», ήταν με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, μονόδρομος.
Το «ΟΧΙ», παρεμπιπτόντως, είναι επακόλουθος τίτλος αθηναϊκής εφημερίδας τον οποίο τοποθέτησε η συστημική προπαγάνδα εκ των υστέρων στο στόμα του Μεταξά για να του δώσει ηρωικό χαρακτήρα. Για να απαντήσει η αριστερά με: «το ΟΧΙ είναι του Λαού» – κάτι που μεταφορικά έχει την αξία του.
Στις 30 Οκτώβρη 1940 σε συνάντηση του με ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου, ο Μεταξάς μεταξύ άλλων εξήγησε γιατί δεν αποδέχτηκε το ιταλικό τελεσίγραφο:
« […]Δηλαδή για να αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλία και του αριστερού από την Βουλγαρία.
»Φυσικά δεν ήτο δύσκολο να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωση οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. ( σ.σ: Δηλαδή θα είχαμε επέμβαση των Άγγλων και η Ελλάδα θα εγένετο πεδίο πολέμου).
«(…) Το δίκαιον λοιπόν δεν θα ήτο με το μέρος της κυβερνήσεως των Αθηνών… Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού λαού, ο οποίος δικαίως θα κατεδίκαζεν αυτήν και των Άγγλων οι οποίοι, υπερασπίζοντες την ύπαρξίν τωνεπίσης δικαίως θα ελάμβαναν τα μέτρα που εφέροντο να έχουν μελετήσει…
«Θα εδημιουργούντο όχι δύο, όπως το 1916[23] αλλά τρείς αυτήν τη φορά Ελλάδες».[24]
Ο Μεταξάς ήξερε
Δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου «αιφνιδιάστηκε από τηνάνανδρη και ύπουλη» επίθεση των φασιστών του Μουσολίνι. Η πραγματικότητα είναι πως η κυβέρνηση και το επιτελείο γνώριζαν πολύ καλά τα σχέδια των φασιστών – ακόμη και την πιθανή μέρα της επίθεσης!
Πριν απ’ όλα η απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία την άνοιξη του 1939 αναγκάζει το Γενικό επιτελείο, στις 9 Απρίλη, να εκδώσει προς τις διοικήσεις του Β’ Σώματος στρατού και της ΙΧ Μεραρχίας :
«Εις την περίπτωσην εισβολής των ιταλικών στρατευμάτων εις το έδαφός μας, εντολή σας κατηγορηματική είναι η μέχρις εσχάτων μετά πείσματος υπεράσπησις του εθνικού ημών εδάφους».[25]
Επίσης τον Απρίλιο του 1939 το Γενικό Επιτελείο Στρατού καταρτίζει και το πρώτο σχέδιο εκστρατείας με χαρακτήρα καθαρά αμυντικό. Και είχε προχωρήσει σε μερική «μυστική» επιστράτευση.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Ιταλοί με τον σύνολο σχεδόν των δυνάμεων τους, που βρίσκονται στην Αλβανία κάνουν γυμνάσια στα σύνορα με την ιταλική αεροπορία να παραβιάζει προκλητικά τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Μετά, στις 15 Αυγούστου ήρθε ο τορπιλισμός του καταδρομικού «Έλλη» στην Τήνο από τους Ιταλούς. Για το οποίο γεγονός η κυβέρνηση του Μεταξά αποφασίζει να μην μιλήσει, παρά το ότι υπήρχαν ατράνταχτα στοιχεία –στα κομμάτια από τις τορπίλες υπήρχαν ιταλικά στοιχεία στον αριθμό μητρώου– που έδειχναν ιταλικά υποβρύχια. Το γεγονός αυτό το κατήγγειλε μόνο στις 30 του Οκτώβρη αφού πλέον είχε ξεκινήσει ο πόλεμος.
Τέλος,
«…[ο] λαμπρά πληροφορημένος πρεσβευτής της Ελλάδος στη Ρώμη τηλεγραφούσε στις 23 Οκτωβρίου στην κυβέρνηση ότι κατά πληροφορίες στρατιωτικής πηγής, η εναντίον της Ελλάδος ενέργεια έχει προσδιορισθεί για τις 25 έως 28 Οκτωβρίου».[26]
Η κυβέρνηση Μεταξά λούφαζε, προσπαθώντας να μην δώσει «αφορμές» και να προκαλέσει τους Ιταλούς, γιατί δεν πίστευε στην δυνατότητα μιας επιτυχούς απόκρουσης της ιταλικής επίθεσης.
Ο στρατάρχης Παπάγος δήλωνε σε υφιστάμενους του στο επιτελείο ότι:
«θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων»
ο δε Μεταξάς σημείωνε στο ημερολόγιό του στις 29 Οκτωβρίου ότι:
«τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη»
Στην πραγματικότητα φοβόταν ότι η επιστράτευση και ο εξοπλισμός του λαού θα ήταν η αρχή του τέλους της δικτατορίας. Αυτό έγινε και το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο οπότε και η Χούντα κατέρρευσε. Και αυτός ήταν ο δεύτερος σοβαρός λόγος που προσπαθούσε να αποφύγει τον πόλεμο.
Πρέπει να προσθέσουμε ακόμα ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προβλέποντας σύγκρουση με την Βουλγαρία είχε ρίξει το βάρος των πολεμικών προετοιμασιών στο να οχυρώσει τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα με την περίφημη «Γραμμή Μεταξά» – η οποία δεν στάθηκε ικανή να αναχαιτίσει την Γερμανική επίθεση παρά μόνο για τρεις μέρες γιατί τα γερμανικά τανκς μπήκαν από την αφύλακτη κοιλάδα του Αξιού (τον Απρίλη του 1941). Στα δε σύνορα με την Αλβανία είχαν γίνει ελάχιστα αμυντικά έργα, της τελευταίας στιγμής. Γενικά ο ελληνικός στρατός, παρά τις υπέρογκες πολεμικές δαπάνες με τις οποίες πίστωνε τους κρατικούς προϋπολογισμούς η δικτατορία, βρέθηκε, με το ξέσπασμα του πολέμου απροετοίμαστος.
Πώς νίκησε ο Ελληνικός Στρατός τους Ιταλούς;
Το πρώτο έχει να κάνει με το ηθικό.
Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι μετά από σχεδόν 20 χρόνια ζωής είχε αρχίσει να φθείρεται, δεν είχε την υποστήριξη των μαζών. Ο Ιταλικός λαός υπέφερε δεν είχε δει βελτίωση της ζωής του όλα αυτά τα χρόνια, τα μικροαστικά στρώματα στα οποία είχε στηριχτεί το καθεστώς είχαν αποσύρει την εμπιστοσύνη τους από το καθεστώς. Είχανε κουραστεί από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους του καθεστώτος στην Αιθιοπία και την Ισπανία, και δεν είχαν καμία διάθεση για πόλεμο στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και της Ελλάδας ενάντια στον ελληνικό λαό.
Πάνω σ’ αυτό υπάρχει ανάλυση του Παλμίρο Τολιάτι, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Ιταλίας, σε άρθρο του τον Ιούνη του 1941 γράφει:
«Ο ιταλικός λαός στη μεγάλη του πλειοψηφία παραμένει αδιάφορος , καχύποπτος. Άρχισαν να παρουσιάζονται οι πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο… σχεδόν σ’ όλα τα στρώματα του πληθυσμού απλώθηκε μεγάλη ανησυχία για τις συνέπειες της πολεμικής πολιτικής του Μουσολίνι.
»Ο ιταλικός στρατός εκφράζει τις διαθέσεις δυσαρέσκειας και ηττοπάθειας με τις οποίες υπερπληρώθηκε η χώρα, εκφράζει τις διαθέσεις του λαού που δεν καταλαβαίνει γιατί τον στέλνουν στο θάνατο.
»Αυτός ο στρατός…μπορούσε μόνο να ηττηθεί».[27]
Αντίθετα, οι Έλληνες πολεμούσαν με ψηλό ηθικό, στην αρχή, αγωνιζόμενοι σε τελευταία ανάλυση για το όραμα της ελευθερίας, που είχε διπλό περιεχόμενο, ενάντια και στην εξωτερική απειλή αλλά και στον εσωτερικό δυνάστη, την δικτατορική σκλαβιά του Μεταξά. Και λέμε «στην αρχή» γιατί όσο περνούσε ο καιρός συνειδητοποιούσαν τον χαρακτήρα του πολέμου με αποτέλεσμα οι τραυματίες να αρνούνται να επιστρέψουν μετά στο μέτωπο, πράγμα που ανάγκασε την κυβέρνηση να το νομιμοποιήσει.
Το τρίτο έχει να κάνει με την υπεροπλία των ελληνικών δυνάμεων κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Αντίθετα από την προπαγανδιστική εικόνα μιας μικροσκοπικής Ελλάδας αντιμέτωπης με «8 εκατομμύρια λόγχες» του Μουσολίνι, ο ιταλικός στρατός υπερτερούσε έναντι του ελληνικού μόνο στις αρχές του πολέμου και μόνο στο μέτωπο της Ηπείρου, ενώ σε αυτό της Δυτικής Μακεδονίας/ Κορυτσάς οι Έλληνες είχαν εξ αρχής υπεροπλία. Στα τέλη του 1940 οι Ιταλοί διέθεταν 200.000 στρατιώτες στη ζώνη των επιχειρήσεων, έναντι 232.000 του ελληνικού στρατού.
Οι Ιταλοί είναι αλήθεια ότι υπερτερούσαν σε τανκς, αεροπορία και γενικά είχαν πιο σύγχρονο εξοπλισμό. Ωστόσο αυτό μας φέρνει στον τέταρτο λόγο που έχει να κάνει με την μορφολογία του εδάφους: βουνά και μικρές κοιλάδες, δεν επέτρεψαν στα τανκς να κινηθούν και να παίξουν αποφασιστικό ρόλο. Η μορφολογία του εδάφους στο πεδίο των μαχών έδινε καθοριστικό ρόλο στις μικρές ευέλικτες μονάδες. Ο ελληνικός στρατός διέθετε υπερτριπλάσια μουλάρια από τον ιταλικό, και αυτό έχει τη σημασία του γιατί ήταν το πιο αξιόπιστο μεταγωγικό μέσο στα βουνά της Πίνδου! Οι Ιταλοί δεν ήταν εκπαιδευμένοι για πόλεμο στα σκληροτράχηλα βουνά και στα χιόνια.
Το Πέμπτο έχει να κάνει με την παρουσία του βρετανικού ναυτικού και της βρετανικής αεροπορίας. Το πρώτο δυσκόλευε τον ανεφοδιασμό του ιταλικού στρατού και κυρίως απέτρεπε την απόβαση ιταλικών στρατευμάτων στα μετόπισθεν του ελληνικού (π.χ. στη Ν. Ήπειρο ή την Πελοπόννησο). Η βρετανική αεροπορία έβγαλε ουσιαστικά από τη μέση την ιταλική που (με δεδομένη την πρακτική ανυπαρξία ελληνικής) θα δυσχέραινε εξαιρετικά τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού.
Μονόπλευρη… «Εθνική Ενότητα»
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το ΚΚΕ μιλούσε για «εθνική ενότητα», ενάντια στον εχθρό, πράγμα που συνέβαλλε στην ανάπτυξη εθνικών αυταπατών μέσα στα λαϊκά στρώματα. Όμως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου σε καμία περίπτωση δεν παρασυρόταν από τέτοιου είδους «αφέλειες» – αυτό συνέχιζε να βλέπει στους αριστερούς τον κύριο εχθρό.
Δεν άνοιξε τις φυλακές για τους 2.000 περίπου φυλακισμένους κομμουνιστές και δεν σταμάτησε τις εξορίες – έφτασε μέχρι το σημείο να τους παραδώσει στους Γερμανούς, παρά το γεγονός ότι ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο και να πολεμήσουν τους Ιταλούς. Για να τους ελευθερώσει ζήτησε σαν προϋπόθεση δηλώσεις μετάνοιας!!
Στο μέτωπο, οι (χαρακτηρισμένοι σαν) κομμουνιστές φαντάροι και όσοι εργάτες είχαν αναπτύξει συνδικαλιστική δράση κατά τα προηγούμενα χρόνια τοποθετούνταν αναγκαστικά σε «μη μάχιμες» υπηρεσίες (σκαπανείς, συνεργεία οδοποιίας, μουλαράδες) επιτηρούνταν από το Α2 και (ιδιαίτερα) αποκλείονταν από τη διανομή της «Φανέλας του Στρατιώτη» και των άλλων εφοδίων που συγκεντρώνονταν από το λαό.
Στα μετόπισθεν, πολλές χιλιάδες «εθνικά ύποπτοι» πολίτες, ιδίως μέλη μειονοτικών εθνοτήτων εκτοπίστηκαν στα νησιά ή κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου.
Η άγρια σύγκρουση που ξετυλίχτηκε πάνω στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας έδειξε ανάγλυφα την ταξική φύση του πολέμου. Στην πρώτη γραμμή εργάτες και λαός πέθαιναν από σφαίρες, κρυοπαγήματα και γάγγραινα, έλιωναν από την ψείρα, περίμεναν απελπισμένα την τροφή τους πεινασμένοι ακόμη και για μέρες μέσα στα χιόνια και στο κρύο. Πιο πίσω οι αξιωματικοί με τις ορντινάντσες τους έδιναν τις διαταγές. Και ακόμα πιο πίσω στα πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας, ο αρχιστράτηγος Παπάγος και το επιτελείο της «Αυτού Μεγαλειότητας». Τα στελέχη της ΕΟΝ (νεολαίας του Μεταξά) και οι γόνοι των καπιταλιστών υπηρετούσαν στα επιτελεία χιλιόμετρα μακριά από τα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων.
Και ήταν μόνο η σύντομη διάρκεια του πολέμου που δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αντιπολεμικού και αντικυβερνητικού κινήματος στις τάξεις όχι μόνο του λαού αλλά και του στρατού.
Μέρος 3ο: η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ
Το ξεκίνημα του πολέμου βρήκε το ΚΚΕ σε κατάσταση διάλυσης.
- Με την πλειοψηφία των στελεχών του στις φυλακές και την εξορία,
- Δέσμιο των παλινωδιών και των αντιφατικών αποφάσεων και οδηγιών της Κομιντέρν και του 7ου συνεδρίουτης για τα «αντιφασιστικά-λαϊκά μέτωπα» με κόμματα και προσωπικότητες της άρχουσας τάξης,
- Δέσμιο της 6ης ολομέλειας του 1934 για τον «αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης»,
- Προβοκαρισμένο από το καθεστώς, με την δημιουργία Κεντρικής Επιτροπής από δηλωσίες, την περιβόητη «Προσωρινή Διοίκηση» (ΠΔ) και την έκδοση πλαστογραφημένου «Ριζοσπάστη», από την Ασφάλεια,
βυθίστηκε, στο θέμα του πολέμου, στο βούρκο του σοσιαλπατριωτισμού.
Το γράμμα του Ζαχαριάδη
Αποκορύφωμα ήταν το περιβόητο Α’ γράμμα του Ζαχαριάδη, το οποίο και δημοσίευσε στις 2 Νοέμβρη ο υπουργός Ασφάλειας του Μεταξά, Μανιαδάκης, σ’ όλο τον αστικό τύπο και το Ραδιόφωνο – ακριβώς γιατί εξυπηρετούσε τα σχέδια της άρχουσας τάξης και του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Το γράμμα αυτό, που ο Ζαχαριάδης έγραψε στις 31 Οκτώβρη, δεν είχε καμία σχέση με τις αρχές του Μαρξισμού -Λενινισμού πάνω στο θέμα του πολέμου.
Έγραφε:
«Προς το λαό της Ελλάδας
»Ο Φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες, για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες.
»… Στον πόλεμο, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη…».[28] (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Επηρεασμένοι από το γράμμα του Ζαχαριάδη τα φυλακισμένα στην Ακροναυπλία στελέχη της ηγεσίας στέλνουν ανοιχτό γράμμα στο Μανιαδάκη (!!) στις 6 Νοέμβρη, το οποίο υπέγραφαν ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Κώστας Θέος, στο οποίο αναφέρουν:
»Υιοθετούμε πλήρως το ανοιχτό γράμμα του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκου Ζαχαριάδη.
»Τονίζουμε και πάλι(….) ότι είμαστε έτοιμοι (…) να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, χωρίς καμιά επιφύλαξη(…) να πολεμήσουμε μέχρι τη νίκη…».[29]
Όμως στο αίτημά τους να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν ο Μανιαδάκης πιστός και συνεπής στο ταξικό του συμφέρον, απάντησε:
»….ότι έκαστος τούτων χωριστά θα αποκηρύξει ιδέες και πολιτικά συστήματα άτινα κατά βάσιν δεν αναγνωρίζουσιν την ιερότητα των ιδεών της πατρίδας, οικογενείας και θρησκείας…»[30]
Τους ζήτησε, δηλαδή, δήλωση μετανοίας!!
Η θέση του Ζαχαριάδη και των υπόλοιπων της ηγεσίας του κόμματος έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση ακόμα και με τις θέσεις της «Παλαιάς Κεντρικής Επιτροπής» (ΠΚΕ)[31] η οποία λειτουργούσε σε συνθήκες παρανομίας.
Τα στελέχη αυτά, δεύτερης γραμμής στο ΚΚΕ, θεωρούν πως το δημοσιευμένο γράμμα του Ζαχαριάδη είναι πλαστό, πως αποτελεί προβοκάτσια με στόχο να παρασύρει τους υποστηρικτές του κόμματος να στηρίξουν το καθεστώς.
Έτσι στο «μανιφέστο» της, στις 7 Δεκέμβρη 1940, η ΠΚΕ, γράφει:
«Με διαταγή του ντόπιου εφοπλιστικού κεφαλαίου και των ξένων του αφεντικών, χιλιάδες ναυτεργάτες, παιδιά του λαού μας, στάλθηκαν από τη βασιλομεταξική σπείρα να δοκιμάσουν την φρίκη του πολέμου. (…) Για να κρατήσει της εξουσίας το λουφέ η δικτατορική σπείρα, για να σώσουν οι Εγγλέζοι πλουτοκράτες την παγκόσμια κυριαρχία τους… τραβήχτηκε στον πιο εγκληματικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο ο λαός μας.
«Ο πόλεμος αυτός που προκλήθηκε απ’ τη βασιλομεταξική σπείρα, που διατάχτηκε απ’ τους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας. Ούτε είναι βέβαια “πόλεμος κατά του φασισμού”, όπως δήλωσε κυνικά ο αρχιφασίστας Μεταξάς–δήμιος του λαού μας. Μα ούτε και πόλεμος για την απελευθέρωση των ελληνικών μειονοτήτων της Αλβανίας απ’ το ζυγό του ιταλικού φασισμού και της αλβανικής αστικοτσιφλικάδικης κλίκας. Γι’ αυτό ο πόλεμος αυτός δεν μπορεί νάχει καμιά σχέση με την ελευθερία.
«Με ραδιουργίες, απάτες, πλαστογραφώντας το τιμημένο όνομα του ΚΚΕ, και τις υπογραφές των φυλακισμένων ηρωικών ηγετών του (σ.σ: Ζαχαριάδη, Νεφελούδη, Παρτσαλίδη, Σιάντου) πλαστογραφώντας το όργανό του το ”Ριζοσπάστη”, σας τραβάνε να χύνετε, δίχως να το καταλαβαίνετε, άδικα το αίμα σας…
»Για να σωθούμε…Πρέπει γι’ αυτό πρώτα-πρώτα ν’ ανατρέψουμε τη βασιλομεταξική σπείρα που μας έμπλεξε στον πόλεμο.
»Καλούμε ολόκληρο τον εργαζόμενο λαό να σχηματίσει αδελφωμένος με το στρατό το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας-ειρήνης ν’ απαιτήσει άμεσα Γενική πολιτική αμνηστία! Να αναδείξει Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας-ειρήνης…Να δηλώσει πως κάθε είδους διαφορά με τους γειτονικούς λαούς μπορεί να λυθεί αδελφικά κ’ ειρηνικά…»[32] (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ακόμα σε έκκληση που δημοσιεύτηκε στον (πραγματικό) «Ριζοσπάστη» στις 18 Μάρτη 1941, η ΠΚΕ αναφέρει:
«Η Κεντρική Επιτροπή καλεί τους φαντάρους, τους ναύτες και τους αεροπόρους μας να πάρουν στα χέρια τους τις διοικήσεις των μονάδων τους εκλέγοντας προσωρινές επιτροπές, που να αντιπροσωπεύουν όλους, απ’ το στρατιώτη μέχρι το στρατηγό, όσοι συμφωνούν σε τούτο το πρόγραμμα δράσης. Να προτείνουν ειρήνη στους απέναντι και να απαιτήσουν, παραίτηση της κυβέρνησης, σχηματισμό προσωρινής αντιπολεμικής αντιδικτατορικής κυβέρνησης Μετώπου εθνικής σωτηρίας-ειρήνης, σταμάτημα του πολέμου, ακύρωση των πολιτικών και στρατιωτικών συμφωνιών που κλείστηκαν με τους εγγλέζους και προσανατολισμό της χώρας προς τη Σοβιετική Ένωση».[33] (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Το σημερινό ΚΚΕ κάνει κριτική στο τότε
Σήμερα το ΚΚΕ ασκεί κριτική στην πολιτική του ΚΚΕ τότε που εν πολλοίς είναι σωστή – και αυτό είναι κάτι που πρέπει να χαιρετίσουμε. Δεν πρόκειται βέβαια για μια ολοκληρωμένη κριτική, ωστόσο πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα. Είναι σκόπιμο να παρουσιάσουμε τα πιο σημαντικά, σημεία της κριτικής του, πράγμα χρήσιμο για όλους και ιδιαίτερα γι’ αυτούς που συνεχίζουν να εξυμνούν το σοσιαλ-πατριωτικό γράμμα του Ζαχαριάδη και γενικά να δίνουν την υποστήριξή τους στην πολιτική του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου, με το σοφιστικό και ρηχό επιχείρημα, ότι αυτή η πολιτική έδωσε 1,5 εκατομμύριο μέλη στο ΕΑΜ!! Με βάση αυτή τη λογική και η Σοσιαλδημοκρατία με τα εκατομμύρια μέλη και ψηφοφόρους έχει σωστή πολιτική!! Τέτοια λογική…
Το γράμμα του Ζαχαριάδη δημιούργησε οδυνηρή σύγχυση στα στελέχη, τα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ, πολλοί από τους οποίους δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το είχε γράψει ο Ζαχαριάδης. Η σύγχυση επιτείνεται ασφαλώς από το γεγονός ότι, το γράμμα δημοσίευσε ο πλαστός «Ριζοσπάστης» της Ασφάλειας ο οποίος και υποστηρίζει το γράμμα:
«Κάνουμε γνωστό σ’ όλα τα μέλη του ΚΚΕ και τους οπαδούς μας πως το ανοιχτό γράμμα που έστειλε ο σ. Ν. Ζαχαριάδης στην κυβέρνηση και που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και δόθηκε από το ραδιόφωνο Αθηνών και τον εγγλέζικο τύπο, είναι γνήσιο (….)
«… Η μόνη σωστή γραμμή είναι η γραμμή που έβαλε ο σ. Ζαχαριάδης με το ανοιχτό γράμμα του…»
κατηγορώντας ταυτόχρονα την «ΠΚΕ» σαν
»άτιμους χαφιέδες που πάνε να διαστρεβλώσουν τη γραμμή του κόμματος…»[34]
Ο Μανιαδάκης, η Ασφάλεια και το καθεστώς Μεταξά επαινούν τις θέσεις του Ζαχαριάδη! Όταν σε χειροκροτούν οι εχθροί σου ψάξε να βρεις το λάθος σου!!
Ωστόσο τα μέλη της «ΠΚΕ», ο Ν. Πλουμπίδης και πολλά ακόμη μέλη και οπαδοί του ΚΚΕ ποτέ δεν πίστεψαν πως το γράμμα αυτό ήταν πραγματικό – το θεώρησαν πλαστό και το κατήγγειλαν. Ακριβώς επειδή το είχε δημοσιεύσει ο πλαστός «Ριζοσπάστης».
Στις 25 Απρίλη 1941 ο γνήσιος, παράνομος «Ριζοσπάστης» δημοσίευε σημείωμα του Πλουμπίδη γραμμένο από το Μάρτη:
«Η ασφάλεια (…) πλαστογράφησε ασύστολα τη υπογραφή του σ. Ζαχαριάδη (…) Το κόλπο της ασφάλειας κατάφερε να παρασύρει αρκετά στελέχη και μέλη του Κόμματος και να φέρει σύγχυση για το ποιο είναι το πραγματικό ΚΚΕ και ποια είναι η θέση η σωστή…»[35]
Όπως αναφέρει το σημερινό ΚΚΕ στο βιβλίο του «Το ΚΚΕ στον Ιταλοελληνικό πόλεμο»:
«Θεμελιώδες στοιχείο για τη διαμόρφωση της άποψής του ήταν ο χαρακτηρισμός του πολέμου ως εθνικοαπαλευθερωτικού: “…δεν το πιστέψαμε από το περιεχόμενο του (εμείς παίρναμε άλλη πολιτική γραμμή)” έγραψε η Στ. Βιτσαρά.[36]
»Ένα δεύτερο στοιχείο, ήταν ότι το γράμμα καλούσε να μην έχει κανένας εργαζόμενος επιφύλαξη συμμετοχής στον πόλεμο που διηύθυνε η κυβέρνηση Μεταξά, γεγονός που η “Παλιά ΚΕ” θεωρούσε επίσης αδιανόητο».[37]
Η κριτική του σημερινού ΚΚΕ στο τότε ΚΚΕ συνεχίζεται:
«Το κλίμα στις λαϊκές μάζες, τις ώρες που κηρύχτηκε ο πόλεμος, όσο και αν πήγαζε από αγνές πατριωτικές προθέσεις, αντιμετώπιζε τον πόλεμο απ’ τη σκοπιά της αμυνόμενης Ελλάδας και της επιτιθέμενης (άρα ευρισκόμενης εν αδίκω) Ιταλίας. Όμως, ο δίκαιος ή άδικος χαρακτήρας κάθε πολέμου δεν καθορίζεται από το ποιο κράτος επιτίθεται και ποιο αμύνεται, αλλά από το ποια τάξη και για ποιο σκοπό διεξάγει τον πόλεμο, είτε είναι αρχικά και τη συγκεκριμένη στιγμή αμυνόμενη είτε επιτιθέμενη. Και οι δυο αστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις τους συγκρούονταν, όχι όμως για τα συμφέροντα των εργατικών τάξεων της Ελλάδας και της Ιταλίας, οι οποίες θα έπρεπε να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και όχι αυτόν της καπιταλιστικής “εθνικής ενότητας”».[38]
Αυτή είναι μία τοποθέτηση η οποία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους!
Και παρακάτω:
«….το σύνθημα “να ανατραπεί τώρα η κυβέρνηση Μεταξά”, δεν ήταν ρεαλιστικό και αναγκαίο να τεθεί ως άμεσο πρακτικό καθήκον. Όμως, ήταν ρεαλιστικό και αναγκαίο να τεθεί ως κατεύθυνση και ως σύνθημα ζύμωσης στο λαό και το στρατό, ως σύνθημα οργάνωσης της πάλης των πρωτοπόρων εργατών και στρατευμένων, που μπορούσε να προετοιμάζει τον προσανατολισμό των εργατικών-λαϊκών μαζών για τις συνθήκες αποδυνάμωσης της εγχώριας και ξένης καπιταλιστικής εξουσίας, μέσα και έξω από τη χώρα της».[[39]]
Και αυτή η τοποθέτηση θεωρούμε πως είναι απόλυτα σωστή! Και συμπληρώνουμε ότι, με τον καιρό οι αυταπάτες για «εθνική ενότητα» και «κοινή πατρίδα» θα κατέρρεαν στο λαό και το στρατό στο φως των γεγονότων –γιατί οι μάζες μαθαίνουν από τα γεγονότα και την εμπειρία τους– και το ταξικό μίσος θα αντικαθιστούσε τις εθνικιστικές αυταπάτες.
Τότε, αν υπήρχε ένα μαζικό ΚΚ με σωστά, επαναστατικά συνθήματα, οι μάζες θα το αγκάλιαζαν όπως συνέβη και στη Ρωσία του 1914-1917 με τους Μπολσεβίκους.
Το παράδειγμα των Μπολσεβίκων
Το 1914 κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν η Γερμανία που επιτέθηκε στην μισοφεουδαρχική, αστικοτσιφλικάδικη Ρωσία. Ένα απέραντο κύμα εθνικισμού αγκάλιασε τις λαϊκές μάζες της Ρωσίας. Ο Λένιν όπως όλοι γνωρίζουν δεν έστειλε ανοιχτό γράμμα στον ρωσικό λαό που να τον καλεί σε «εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο»
«για τη λευτεριά», «την τιμή», «την εθνική μας ανεξαρτησία»!!
Ακόμα, ο Λένιν, ασφαλώς και δεν θα έγραφε ποτέ, ότι,
«στον πόλεμο αυτόν που τον διευθύνει ο Τσάρος όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμία επιφύλαξη»!!!
Αυτά τα είπε και τα έγραψε η Σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης, η οποία κατηγορήθηκε από τον Λένιν για σοσιαλπατριωτισμό και προδοσία.
Ακόμη, όταν έπεσε ο Τσάρος και ανέλαβε η προσωρινή κυβέρνηση των Καντε- Μενσεβίκων, ο Λένιν συγκρούστηκε οργισμένα με τους Κάμενεφ- Στάλιν για την υποστήριξη που έδινε η εφημερίδα των Μπολσεβίκων, Πράβδα, στην κυβέρνηση αυτή «στο βαθμό που η κυβέρνηση εργάζεται για την ειρήνη».
«Καμία υποστήριξη στην προσωρινή κυβέρνηση!»
φώναζε στα κείμενά του από την Ελβετία όπου ήταν εξόριστος και μέχρι να γυρίσει στη Ρωσία τον Απρίλη του 17.
Επίσης, επειδή ήξερε να προσεγγίζει τις μάζες δεν ζήτησε άμεσα «την πτώση της κυβέρνησης» αλλά συνέστησε στους Μπολσεβίκους «υπομονετική εξήγηση» μέχρι να πείσουν τις μάζες και να κερδίσουν την πλειοψηφία των εργατών με το μέρος τους – το ακριβώς αντίθετο της σεχταριστικής ανυπομονησίας του σημερινού ΚΚΕ!!
Οι σύντροφοι, στη ΛΑΕ και αλλού που εξακολουθούν να επιμένουν στην ορθότητα του γράμματος του Ζαχαριάδη θα πρέπει να αναλογιστούν ότι αυτό το γράμμα δεν έχει καμία σχέση με τον Μπολσεβικισμό- Λενινισμό. Στην πραγματικότητα σ’ αυτό το γράμμα υπήρχε η «6η Ολομέλεια» του ΚΚΕ, το «7ο συνέδριο» της Κομιντέρν και τα «Λαϊκά Μέτωπα» του Στάλιν – με άλλα λόγια η προδοσία της Βάρκιζας!!