Μάργκαρετ Θάτσερ: οι εργαζόμενοι δεν ξεχνούν!

 

 
Στις 8 Απρίλη του 2013 πεθαίνει η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1979 έως το 1990 με το κόμμα των συντηρητικών, η οποία συνέδεσε το όνομά της με τον νεοφιλελευθερισμό. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε άρθρο που είχε γραφτεί λίγες ημέρες μετά τον θάνατό της.
Χιλιάδες Βρετανοί εργαζόμενοι δεν έκρυψαν τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους ακούγοντας τα νέα του θανάτου της Θάτσερ. Κάτι εντελώς ασυνήθιστο για ηγέτες χωρών που χαρακτηρίζονται σαν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, και κάτι που πολλά ΜΜΕ δεν έχασαν την ευκαιρία να χαρακτηρίσουν σαν ασέβεια προς μία νεκρή.
Η αλήθεια είναι πως πίσω από τις εκδηλώσεις «χαράς» των Βρετανών εργαζομένων δεν βρίσκεται τίποτε άλλο από την πρωτοφανή ασέβεια της ίδιας της Θάτσερ προς τους ζωντανούς – το πρωτοφανές μίσος της προς την εργατική τάξη και η μανία με την οποία κατάστρεψε τα συνδικαλιστικά και δημοκρατικά δικαιώματα καθώς και το βιοτικό επίπεδο της βρετανικής εργατικής τάξης. Η Θάτσερ έφυγε και την ίδια εποχή καταρρέει το μοντέλο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού το οποίο η ίδια σύμβαλε τα μέγιστα για να κυριαρχήσει σταδιακά από το 2ο μισό της δεκαετίας του ’80 και ιδιαίτερα από το 1990 και μετά όταν κατέρρευσε το σοβιετικό μοντέλο.
Σε πολλούς Έλληνες εργαζόμενους ιδιαίτερα νέους μπορεί να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο θάνατος μιας πολιτικού ηγέτη γιορτάστηκε από τα λαϊκά στρώματα στη Βρετανία! Έκπληξη μπορεί να ένιωσαν επίσης ακούγοντας σε ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς πόσοι τραγουδοποιοί είχαν ασχοληθεί με την Θάτσερ, καταγγέλλοντας την με τα πιο σκληρά λόγια, την ίδια στιγμή που «τραγουδούσαν» για το μόχθο, τους αγώνες και τις πληγές που η Θάτσερ άφηνε στο εργατικό κίνημα της Βρετανίας.
Το ακόλουθο κείμενο του Ρόμπιν Κλάπ εξιστορεί την πορεία της Μάργκαρετ Θάτσερ και βοηθά στο να κατανοήσει κανείς γιατί ήταν τόσο μισητή. Eπιμέλεια, Ελένη Ιωάννου.

 

 

Στην πρώτη εκλογική της νίκη, το Μάη του 1979, στην οδό Ντάουνιγκ, έξω από την πρωθυπουργική κατοικία, η Θάτσερ απήγγειλε Φραγκίσκο της Ασσίζης:

«Όπου υπάρχει διχόνοια, ας φέρουμε αρμονία. Όπου υπάρχει πλάνη, αλήθεια. Όπου υπάρχει αμφιβολία, πίστη. Όπου υπάρχει απόγνωση, ελπίδα.»

Εννέα χρόνια μετά, η μάσκα του Θατσερισμού είχε πέσει. Τα εννέα αυτά χρόνια της πρωθυπουργίας της χαρακτηρίστηκαν από  μια απροκάλυπτη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο και τα δημοκρατικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Για μια ακόμα φορά, η Θάτσερ έψαξε για δικαιολογίες στη θρησκευτική παράδοση, αλλά ήταν πλέον η εποχή κατά την οποία απαντούσε με τα λόγια του Αγ. Παύλου:

ε τις ο θέλει ργάζεσθαι μηδ σθιέτω (αυτός που δε δουλεύει δε θα τρωει)

Η θητεία της Θάτσερ ήταν εφιαλτική για τους εργαζόμενους. Πριν ακόμα τεθεί στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος, «κέρδισε» τον τίτλο της «κλέφτρας του γάλακτος» (”milk snatcher”) γιατί κατά τη διάρκεια της θητείας της στο υπουργείο παιδείας το 1975, κατάργησε το μέτρο βάση του οποίου οι μαθητές δικαιούνταν ένα ποτήρι γάλα την ημέρα.

Όσες γυναίκες είχαν την εντύπωση ότι η άνοδος μιας γυναίκας στην πρωθυπουργία αποτελούσε προχώρημα στη μάχη για ισότητα, σύντομα έχασαν τις αυταπάτες τους, με τα αντεργατικά μέτρα της Θάτσερ να χτυπούν ιδιαίτερα το γυναικείο πληθυσμό: κατάργησε τα επιδόματα μητρότητας,  όπως και το δικαίωμα για λιγότερες ώρες εργασίας σε περισσότερες από τις μισές Βρετανίδες εργαζόμενες μητέρες, ενώ οι δημόσιες δαπάνες για παιδικούς σταθμούς έπεσαν στα χαμηλότερα επίπεδα σε όλη τη δυτική Ευρώπη.  

H διακυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ άφησε πίσω της την καταστροφή του βιομηχανικού τομέα, και τη συνεχώς αυξανόμενη φτώχεια. Μεταξύ 1979 και 1981 η παραγωγή στον κατασκευαστικό τομέα έπεσε κατά 15%. Κατά τη διετία 1980-81 η χώρα συγκλονίστηκε από επεισόδια και ταραχές στις φτωχογειτονιές, που οποία πυροδότησε η φτώχεια, η καταστολή, και το αίσθημα σε μια ευρεία μάζα του πληθυσμού ότι αυτή η κυβέρνηση ήταν εχθρική απέναντι στην κοινωνία.

Τον Μάη του 1979 στη Βρετανία υπήρχαν 1,09 εκατομμύρια άνεργοι, αριθμός που αυξήθηκε στα 2,13 εκατομμύρια δύο χρόνια μετά, για να φτάσει στα 3,13 εκατομμύρια το 1986. Το κράτος πρόνοιας και τα επιδόματα ψαλιδίστηκαν σε τεράστιο βαθμό, ενώ ο πραγματικός αριθμός των ανέργων κρατιόταν κρυφός από την κοινωνία, καθώς επί Θάτσερ έγιναν 28 αλλαγές ως προς τον τρόπο που υπολογιζόταν η ανεργία.

«Οι Βικτωριανές αρχές, ήταν αυτές που έκαναν τη χώρα μας σπουδαία» ανακοίνωνε με στόμφο το 1982, και για να αποδείξει πόσο πιστή ήταν στις οπισθοδρομικές κοινωνικές πολιτικές του 19ου αιώνα. Κατά την πρωθυπουργία της σημειώθηκε σημαντική άνοδος του πληθυσμού των φυλακών, ενώ μέχρι το 1988, η Μ. Βρετανία είχε τον πιο ψηλό αριθμό κρατουμένων στην ΕΕ, τόσο σε αναλογία με τον πληθυσμό, όσο και σε απόλυτους αριθμούς.  

Η Θάτσερ εξελέγη πρωθυπουργός για πρώτη φορά το Μάη του 1979. Η Βρετανία την περίοδο εκείνη είχε να επιδείξει τη μικρότερη αύξηση παραγωγικότητας σε σχέση με όλες τις μεγάλες οικονομίες που βασίζονταν στην βιομηχανία, όπως και σημαντική πτώση κερδών. Ταυτόχρονα ο αριθμός των απεργιών ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερος από την περίοδο του 1930. Με την πτώση της κυβέρνησης των Συντηρητικών του Έντουαρντ Χιθ (1970-74), σαν αποτέλεσμα των σκληρών απεργιακών μαχών που έδωσε το NUM (Συνδικάτο Ανθρακωρύχων – National Union of Mineworkers) όπως  και άλλα συνδικάτα, η άρχουσα τάξη γύρω από την Θάτσερ αποφάσισε ότι θα έπρεπε στο μέλλον να εξαπολύσει ακόμα σφοδρότερη επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα.  

Η κυβέρνηση των Εργατικών (Labour Party) που ακολούθησε αυτή των Συντηρητικών (1974-79) ήρθε αντιμέτωπη με μια μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση, με αποτέλεσμα το 1976 να αναγκαστεί να καλέσει το ΔΝΤ για οικονομική βοήθεια, και αργότερα να αρχίσει τις πρώτες εκτεταμένες περικοπές σε δημόσιες δαπάνες από την περίοδο του 1945.

Θατσερισμός

Από το 1977 άρχισαν να φαίνονται οι πρώτες ενδείξεις αυτού που αργότερα ονομάστηκε  Θατσερισμός. Δυο χρόνια μετά, η κυβέρνηση της Θάτσερ επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις λειτουργώντας σαν οδοστρωτήρας ενάντια στα εργατικά στρώματα.

Εγκατέλειψε τη γενική αντίληψη που επικρατούσε στη Βρετανία μετά τον Β’ ΠΠ, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία έπρεπε να έχει πλήρη απασχόληση, δηλώνοντας ότι αυτό αποτελεί ευθύνη των εργοδοτών και των εργαζομένων. Παράλληλα, εισήγαγε τη λογική ότι η κυβέρνηση δε θα όφειλε πια να παίζει το ρόλο του παρόχου κοινωνικών υπηρεσιών. Οι ανάγκες θα έπρεπε να καλυφθούν από τις αγορές και τον εθελοντισμό, και ο καθένας θα έπρεπε να φροντίζει για τον εαυτό του. 

Την ίδια ώρα βέβαια, η εκλογή των Συντηρητικών το 1979 έφερε αγαλλίαση στην πλούσια ελίτ της Βρετανικής κοινωνίας. Την ημέρα των εκλογών το χρηματιστήριο έσπασε κάθε ρεκόρ αφού «επενδύθηκε» στις χρηματιστηριακές συναλλαγές ένα επιπλέον ποσό 1 δις στερλινών.

Μαζί με τους συναδέλφους της Σερ Κιθ Τζόζεφ (οπαδό του Μονεταρισμού και της ιδέας της  ελεύθερης αγοράς) του Φρίντριχ βον Χάγιεκ και του Μίλτον Φρίντμαν, η Θάτσερ έκανε αποστολή της να απαλλάξει τους Συντηρητικούς από την πίστη τους στον κρατικό παρεμβατισμό, την ιδέα του κράτους-επιχειρηματία και τον Κενσιανισμό.

Η επίθεση στα συνδικάτα

Ο Χάγιεκ ανέπτυξε την άποψη πως η ελεύθερη λειτουργία των αγορών, στα πλαίσια ενός κράτους με ελάχιστη παρέμβαση στην οικονομία, ήταν το ιδανικό, και ότι τα συνδικάτα ήταν ο εχθρός της ελεύθερης αγοράς. Η Θάτσερ αναπαρήγαγε αυτή την αντίληψη σε σχόλιό της στη Financial Times το 1984: «δεν πιστεύω ότι τα άτομα που κατεβαίνουν σε απεργίες σ’ αυτή τη χώρα έχουν καλό λόγο να το κάνουν». Ο στραγγαλισμός των συνδικάτων έγινε αυτοσκοπός των Συντηρητικών, ενώ η ίδια η Θάτσερ, προσπάθησε αργότερα να σπιλώσει τον ηρωικό αγώνα των ανθρακωρύχων για επιβίωση χαρακτηρίζοντάς τους «εσωτερικό εχθρό». 

Η εφαρμογή του Μονεταρισμού ήταν καταστροφική για την Βρετανική οικονομία. H βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατακόρυφα το 1980 και η ανεργία αυξήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χρονιά, από τη δεκαετία του ’30. Μέχρι το 1981 η παραγωγή είχε πέσει κατά 5,5% (μέσα σε 2 μόλις χρόνια). Η Θάτσερ επέβαλε ένα κρατικό προϋπολογισμό που μείωνε τη φορολογία για τις μεγάλες επιχειρήσεις, και ταυτόχρονα μείωνε δραματικά τις δημόσιες δαπάνες, προκαλώντας ακόμα πιο βαθιά ύφεση.  

Ολόκληρες περιοχές που βασίζονταν στη βαριά βιομηχανία κατέρρευσαν οικονομικά. Το 1980 ο κλάδος των Χαλυβουργών έδωσε γενναίες μάχες για να εξασφαλίσει καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας, αλλά προδόθηκε από  τις ηγεσίες των συνδικάτων. Αυτό που ακολούθησε την ήττα, ήταν μια περίοδος μαζικών κλεισιμάτων εργοστασίων, που προετοίμαζαν το έδαφος για τις ιδιωτικοποιήσεις που ακολούθησαν. Με την εφαρμογή του ρητού της Θάτσερ ότι «ο δρόμος για την ανάκαμψη περνάει μέσα από τα κέρδη», η Βρετανική οικονομία στην ουσία πάτησε φρένο. Αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικά το γεγονός ότι οι εισαγωγές αγαθών που προηγουμένως η Βρετανική βιομηχανία παρήγαγε, έφτασαν να ξεπεράσουν τις εξαγωγές, για πρώτη φορά μετά την βιομηχανική επανάσταση. Όλα αυτά στη Μ. Βρετανία, το πάλαι ποτέ «εργαστήρι του κόσμου».

Σύμφωνα με τη Θάτσερ, η «απαξιωμένη» θεωρία της ανάγκης ύπαρξης μιας ισχυρής βιομηχανίας, έπρεπε να αντικατασταθεί. Για την κυβέρνηση, η απάντηση βρισκόταν στο συνδυασμό των εσόδων από τα Βρετανικά πετρέλαια στη Βόρεια Θάλασσα, και της τεχνογνωσίας στον τριτογενή τομέα της παραγωγής (παροχή υπηρεσιών κλπ) υπό την καθοδήγηση των τραπεζών και του Βρετανικού χρηματοοικονομικού τομέα.

Το ξεπούλημα των «εργατικών κατοικιών» (συγκροτήματα κατοικιών για τα λαϊκά στρώματα με πολύ χαμηλό νοίκι που είχαν κατασκευαστεί και ανήκαν στην ιδιοκτησία των Δήμων) σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων τομέων της βιομηχανίας, που άλλοτε ανήκαν στο κράτος έδωσαν μεγάλη αναζωογόνηση στη χρηματιστηριακή αγορά. Το χρηματιστήριο του Λονδίνου απελευθερώθηκε από τα «κρατικά» δεσμά του, με το «Big Bang» του 1986, επιτρέποντας έτσι τον παροξυσμό χρηματιστικοποίησης και κερδοσκοπίας που ακολούθησε.

Παράλληλα, όσο η Θάτσερ προσπαθούσε να απαλείψει την έννοια της «δουλειάς για όλους», η ταξική πάλη εντεινόταν. Στα τέλη του 1981 η κυβέρνησή της ήταν η λιγότερο δημοφιλής από οποιαδήποτε άλλη στην βρετανική ιστορία, με τη δημοτικότητα της να έχει καταβαραθρωθεί στο 23%.

Στην πραγματικότητα, αυτό που έσωσε τους Συντηρητικούς ήταν η εθνικιστική τους ρητορική. Η Θάτσερ, στις ομιλίες της προς στους οπαδούς του κόμματός της στα συνέδρια των Συντηρητικών, αναφερόταν συχνά σε μια «Βρετανική αυτοκρατορία». Σε συνέντευξή της στο περιοδικό Times, μίλησε ανοιχτά για  «την ελευθερία της Βρετανικής αυτοκρατορίας, να επιλέξει να επιβάλει την ελευθερία και το κράτος δικαίου, σε χώρες που διαφορετικά δε θα το έκαναν».

Το 1982 η Αργεντίνικη Χούντα εισέβαλε στα νησιά Φώκλαντ που ανήκαν στη Βρετανία. Αυτό από την πλευρά της λειτούργησε ως αντιπερισπασμός προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσονταν σε όλη τη χώρα και απειλούσαν να ρίξουν το δεξιό δικτατορικό καθεστώς. Ταυτόχρονα όμως, έδωσε τη δυνατότητα στη Θάτσερ, (που έφερε ήδη τον τίτλο της «Σιδηράς Κυρίας», δοσμένο ειρωνικά από μια Σοβιετική εφημερίδα) να κηρύξει ένα ανηλεή πόλεμο που κράτησε 2 μήνες, και στο τέλος του μετρούσε 255 Βρετανούς και 650 Αργεντίνους νεκρούς. Ωστόσο, με το τέλος του πολέμου, η δημοτικότητά της ανέβηκε στο 51%, ακριβώς επειδή έπαιξε το χαρτί του «πατριωτισμού», ενώ εντελώς ξεδιάντροπα παρουσίασε τη βύθιση του αργεντίνικου πλοίου Μπελγκράνο, η οποία στοίχισε πολλές ζωές, σαν υποχώρηση της Αργεντινής από το πεδίο της μάχης.

Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους Συντηρητικούς ήταν καθοριστικής σημασίας για την ήττα της Χούντας του Μπουένος Άιρες. Η Θάτσερ στα χρόνια της πρωθυπουργίας της, δεν παρέλειπε να μιλάει με ενθουσιασμό για τις Αγγλοαμερικανικές σχέσεις. Η Θάτσερ και ο Ρεπουμπλικανός Ρόναλντ Ρήγκαν μοιράζονταν την άποψη της «ηθικής ανωτερότητας» των κοινωνιών που βασίζονταν στην ελεύθερη αγορά, και της ανάγκης να αντιμετωπιστεί πολύ επιθετικά η «απειλή» του Σοβιετικού καθεστώτος. Η νίκη στα Φώκλαντ ήταν η βάση πάνω στην οποία οι Συντηρητικοί επανεκλέγηκαν το 1983, παρόλο που οι ψήφοι τους έπεσαν κατά 2% συγκριτικά με το 1979.

Έχοντας πετύχει μέσα απ’ αυτό τον δρόμο την επανεκλογή τους, η Θάτσερ και τα επιτελεία της έκριναν ότι είχε έρθει η στιγμή να χτυπήσουν τα συνδικάτα. Ξεκίνησαν να δείχνουν τα δόντια τους, ενθαρρύνοντας τον Έντι Σάχ, φανατικό πολέμιο του συνδικαλισμού, ιδιοκτήτη της εφημερίδας Στόκπορτ Μέσεντζερ, να σπάσει το συνδικάτο των εργαζόμενων στα τυπογραφεία (NGANational Graphical Association). Η απόπειρα αυτή οδήγησε σε απεργία των τυπογράφων σε όλη τη χώρα.

Τη σκυτάλη της επίθεσης στα συνδικαλιστικά δικαιώματα, πήρε ο Ρ. Μέρντοχ, μεταφέροντας τις εκδοτικές του εργασίες σε τυπογραφεία στο Γουόπιγκ του Λονδίνου. Τα συνδικάτα υποχρεώθηκαν να πληρώσουν πρόστιμα επειδή προχώρησαν σε απεργίες ενώ η αστυνομία άσκησε άγρια καταστολή ενάντια στους απεργούς, με σκηνές που αργότερα έγιναν καθημερινό φαινόμενο στις απεργίες των ανθρακωρύχων το 1984-85.

Οι ηγεσίες των συνδικάτων υποχώρησαν αντιμέτωπες με αυτές τις επιθέσεις και η απεργία ηττήθηκε. Η μορφή της Θάτσερ θεοποιήθηκε μέσα στο κοινοβούλιο, με τον βουλευτή Ρόναλντ Μπελ να διακηρύττει ότι

«η διάλυση απεργιών πρέπει να θεωρείται το πιο τιμημένο απ’ όλα τα επαγγέλματα».

Στη συνέχεια, ο φανατικός Θατσερικός Νόρμαν Τέμπιτ ανέλαβε το υπουργείο εργασίας οργανώνοντας μια μετωπική-νομική επίθεση στα συνδικάτα. Έντεκα ξεχωριστά αντισυνδικαλιστικά μέτρα μπήκαν σε εφαρμογή μέσα σε μια δεκαετία. Πρώτα απ όλα, οι συνδικαλιστές έχαναν την ασυλία που είχαν ενάντια σε νομικά μέτρα από τον εργοδότη, και αμέσως μετά οι απεργιακές φρουρές κηρύχτηκαν παράνομες. Αργότερα καταργήθηκε και η «ασυλία» του εθνικού συνδικάτου. Οι εσωτερικές εκλογικές διαδικασίες των συνδικάτων έγιναν μυστικές, και η ελάχιστη περίοδος κατά την οποία έπρεπε να έχει εργαστεί κάποιος, πριν αποκτήσει το δικαίωμα να ισχυριστεί άδικη απόλυση, αυξήθηκε από ένα σε δύο χρόνια.  

Ακολούθησε η κατάργηση του νόμου που υποχρέωνε τους εργοδότες να προσλαμβάνουν μόνο εργαζόμενους εγγεγραμμένους σε σωματεία, ενώ ενισχύθηκε η προστασία απέναντι στις απολύσεις για εργαζόμενους που δε συμμετείχαν σε αυτά, σε μια προσπάθεια να διχάσουν τους εργαζόμενους σε συνδικαλιζόμενους και μη, αλλά και να χτυπήσουν τα εργασιακά δικαιώματα. Καταργήθηκε επίσης ο κατώτατος μισθός για εργαζόμενους κάτω των 21 ετών και μπήκαν επιπλέον περιορισμοί στη χρήση των ταμείων των συνδικάτων (ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των αναγκών των απεργιακών κινητοποιήσεων).

Η μεγάλη επίθεση όμως ήρθε το 1984, όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα κλεισίματος μιας σειράς ορυχείων. Η απάντηση ήταν η άμεση κήρυξη απεργιών σε όλες τις περιοχές της χώρας όπου λειτουργούσαν ανθρακωρυχεία. Οι Συντηρητικοί, έχοντας πάρει μαθήματα από τις απεργίες των ανθρακωρύχων του 1972 και 1974 και έχοντας μελετήσει όλα τα ενδεχόμενα, ήταν προετοιμασμένοι να καταπνίξουν την απεργία. Είχαν φροντίσει για τον πλήρη εξοπλισμό των ηλεκτροπαραγωγών σταθμών με κάρβουνο, ενώ σε περίπτωση που αυτό δεν επαρκούσε, είχαν φροντίσει να κλείσουν έγκαιρα συμφωνίες για εισαγωγή. Τα απαραίτητα φορτία μεταφέρθηκαν από οδηγούς φορτηγών που δεν ήταν μέλη σωματείων, ενώ εφαρμόστηκε και η χρήση εναλλακτικών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο.  

Η Θάτσερ, που το 1981 είχε αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με το NUM, μέχρι το 1984, ένιωθε πλέον έτοιμη για τη μάχη. Σε μια επιχείρηση συντονισμένη κεντρικά από τις αστυνομικές αρχές, 20.000 αστυνομικοί επιστρατεύτηκαν για να σπάσουν τις απεργίες στα ανθρακωρυχεία, ένα εγχείρημα που κόστιζε μισό εκατομμύριο στερλίνες την ημέρα. Η Θάτσερ ήλπιζε ότι οι απεργίες των ανθρακωρύχων θα ήταν τα νέα της Φώκλαντ, μια γρήγορη και ηχηρή νίκη. Η ελπίδα της αποδείχτηκε αβάσιμη, με την απεργία να κρατάει περισσότερο από ένα χρόνο, και ταυτόχρονα να βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους και την άρχουσα τάξη της χώρας.  

Πέρα από αυτό όμως, η απεργία απέδειξε για ακόμα μια φορά την ανικανότητα της ηγεσίας των συνδικάτων, αφού ο ένας μετά τον άλλο, οι κεντρικοί συνδικαλιστές της χώρας πετούσαν στα σκουπίδια κάθε ευκαιρία που τους δινόταν να υποστηρίξουν τον αγώνα των ανθρακωρύχων, οργανώνοντας απεργιακές δράσεις, με κορυφαίο παράδειγμα την ανοιχτά απεργοσπαστική ηγεσία του συνδικάτου των ηλεκτρολόγων, που συνεργάστηκε με καθαρό τρόπο με τους Συντηρητικούς.

Παρόλ’ αυτά η κυβέρνηση της Θάτσερ έφτασε πολύ κοντά στην ήττα, όταν λιμενεργάτες, εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, και άλλοι κλάδοι αποφάσισαν να κατέβουν κι αυτοί σε κινητοποιήσεις, υπερασπιζόμενοι την απεργία των ανθρακωρύχων. Τελικά, στο σύνολό τους, οι απεργιακές κινητοποιήσεις κόστισαν στην οικονομία 2 δισ. στερλίνες, ένα ποσό το οποίο χαρακτηρίστηκε εκ των υστέρων από τον υπουργό οικονομικών της Θάτσερ ως μια «επένδυση που άξιζε τον κόπο για το καλό του έθνους».

Η φάση των ιδιωτικοποιήσεων πέρασε στο επόμενο στάδιο, με το ξεπούλημα των τηλεπικοινωνιών και των εταιριών ενέργειας (ηλεκτρισμού, αερίου, κλπ). Ξεπουλήθηκαν επίσης σε μεγάλο βαθμό οι «εργατικές κατοικίες» στην πλειοψηφία των Δήμων. Μεταξύ 1979 και 1988, τα ιδιόκτητα σπίτια αυξήθηκαν κατά 3 εκατομμύρια, με τη Θάτσερ να εξηγεί: «Θέλω μια δημοκρατία στην οποία θα κερδίζει το κεφάλαιο. Ο καθένας να γίνει καπιταλιστής. H ιδιωτικοποίηση της στέγασης είναι η αρχή».

Η Αντίσταση

Την ίδια περίοδο, το δημοτικό συμβούλιο του Λίβερπουλ μετατράπηκε σε αγκάθι στο πλευρό των πολιτικών της Θάτσερ. Όσο η κυβέρνησή της πουλούσε εργατικές κατοικίες που ανήκαν στο δημόσιο, στο Λίβερπουλ χτίστηκαν πάνω από 5.000 νέες κατοικίες υπό την ιδιοκτησία του δήμου, όπως και δημοτικά κέντρα αναψυχής κλπ. Η πολιτική αυτή του Δημοτικού Συμβουλίου, όπως και η άρνησή του να εφαρμόσει περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, οφείλεται στο γεγονός ότι βρισκόταν κάτω από την πολιτική επιρροή του Militant (οργάνωση πρόγονος του Σοσιαλιστικού Κόμματος). Οι δημοτικοί σύμβουλοι του Λίβερπουλ έμειναν πιστοί στις σοσιαλιστικές αρχές τους, τον βασικό λόγο για τον οποίο εκλέχτηκαν. Σε μια κρίση ειλικρίνειας, η Θάτσερ δήλωσε στο βουλή: «Αυτοί οι άνθρωποι δε δείχνουν κανένα σεβασμό στην κυβέρνησή μου».

Παρά το γεγονός ότι πολλοί αστοί ιστορικοί απέδωσαν τη πτώση της Θάτσερ το 1990 στις διαφορές πολιτικής που εμφανίστηκαν αναφορικά με την περαιτέρω αφομοίωση της Βρετανίας στην ΕΕ, στην πραγματικότητα ήταν το τεράστιο κίνημα ενάντια στον κεφαλικό φόρο που μετέτρεψε τη «σιδηρά κυρία» σε ρινίσματα. Ήταν τα 18 εκατομμύρια άντρες και γυναίκες που οργανώθηκαν στις επιτροπές ενάντια στον κεφαλικό φόρο, στις οποίες τα μέλη του Militant έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, αρνήθηκαν να πληρώσουν τον φόρο και αψήφησαν όλο τις ποτισμένες στο δηλητήριο επιθέσεις που δέχτηκαν από την κυβέρνηση.

Στην προσπάθειά της να επιτεθεί σε ολόκληρη την κοινωνία ταυτόχρονα, η Θάτσερ έκανε ένα τεράστιο λάθος. Το κίνημα ενάντια στον κεφαλικό φόρο έφερε πανικό στις τάξεις των Συντηρητικών, ιδιαίτερα όταν άρχισε να εξαπλώνεται τόσο στις μεγάλες πόλεις, όσο και στην επαρχία, όπου σε πολλές περιοχές δεν μπορούσαν κυριολεκτικά να πλησιάσουν. Ακόμα και η εφημερίδα Sunday Times χαρακτήρισε την απόπειρα επιβολής του κεφαλικού φόρου ως την πιο καταστροφική, χοντροκέφαλη, στενόμυαλη και αλαζονική απόφαση της Θάτσερ.

Το 1981, απαντώντας στους πολιτικούς της αντιπάλους που περίμεναν να κάνει απότομη στροφή πολιτικής προκειμένου να σώσει την κυβέρνησή της, δήλωσε: «Η κυρία δε θα κάνει στροφή». Τελικά όμως αντί για στροφή οδηγήθηκε σε ελεύθερη πτώση, στην οποία την έσπρωξε η τεράστια οργή του κινήματος που αρνήθηκε να πληρώσει το φόρο. Η Θάτσερ έπεσε, προδομένη από τους Συντηρητικούς φίλους της, που μέσα στον πανικό τους την εγκατέλειψαν. 

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της, η Θάτσερ «κατάφερε» να κλείσει 286 κρατικά νοσοκομεία, και να αυξήσει τον αριθμό των ανθρώπων που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 9,5 εκατομμύρια. Την ίδια στιγμή, το πλουσιότερο 1% της Βρετανίας κατείχε περισσότερο από το 20% του πλούτου της χώρας.

Με μια έννοια, η Θάτσερ ήταν απλά ένα μέλος του Συντηρητικού κόμματος, στενόμυαλη, ρατσίστρια, ξενοφοβική, ομοφοβική και φανατική στις θέσεις της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι υποστήριξε ανοικτά τον αρχηγό της αστυνομίας που δήλωσε ότι ο ιός του AIDS ήταν η τιμωρία του Θεού προς τους ομοφυλόφιλους.

Κάθε εποχή ωστόσο, χαρακτηρίζεται από τις προσωπικότητες που «απαιτούν» οι συνθήκες, και αν αυτές δεν υπάρχουν, το σύστημα φροντίζει να τις δημιουργήσει. Η Θάτσερ ήταν αυτό που χρειαζόταν ο καπιταλισμός για να καταστρέψει το κράτος πρόνοιας που εδραιώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πρόσωπό της η αστική τάξη βρήκε τον καλύτερο της εκφραστή. Ταυτόχρονα όμως, η πρωθυπουργία της δημιούργησε τεράστια πόλωση, τόσο στην κοινωνία, όσο και στο κόμμα των Συντηρητικών, με επιπτώσεις που κράτησαν πάνω από μια δεκαετία.

Κλείνοντας τα μάτια στη φύση του ίδιου τους του συστήματος, οι αστοί οικονομολόγοι πανηγύρισαν τη νέα εποχή που εγκαινίασε η Θάτσερ, μπαίνοντας σε μια περίοδο ευφορίας που κράτησε όλη τη δεκαετία του 1990. Σήμερα η εκδίκηση της παγκόσμιας ύφεσης του καπιταλισμού έχει καταστρέψει το κληροδότημα της.  

Το αγγλο-αμερικανικό μοντέλο της ελεύθερης αγοράς δείχνει σήμερα τη χρεοκοπία του, όπως και όλα τα οικονομικά μοντέλα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ο μύθος ότι οι αγορές που δέχονται ελάχιστο κρατικό έλεγχο είναι πιο δυνατές από αυτές που ελέγχονται συστηματικά καταρρίπτεται. Στον ευρωπαϊκό Νότο, σε Ελλάδα, Κύπρο και αλλού εργαζόμενοι και νεολαία κινητοποιούνται ενάντια στις συνέπειες της αποτυχίας του συστήματος της αγοράς.

Ο θάνατος της Θάτσερ είναι μια αφορμή για να αναλογιστούμε το αυξανόμενο έδαφος που κερδίζει στη συνείδηση των εργαζόμενων και της νεολαίας το σύστημα ιδεών που μίσησε όσο τίποτα: οι ιδέες του σοσιαλισμού, που μπορούν να αποτελέσουν όπλο στα χέρια όσων κινητοποιούνται για να υπερασπιστούν τη ζωή τους.

Η κληρονομιά στο Εργατικό Κόμμα

H Θάτσερ εκτοπίστηκε από την ηγεσία του κόμματός της, μέσα από μια εσωτερική διαμάχη των Συντηρητικών το 1990, μετά το φιάσκο του κεφαλικού φόρου. Ωστόσο, οι πολιτικές της που στραγγάλισαν τη δύναμη των συνδικάτων, ξεπούλησαν κρατικούς πόρους και διέλυσαν το κοινωνικό κράτος, υιοθετήθηκαν πλήρως από την ηγεσία του Νέου Εργατικόυ Κόμματος (New Labour Party), υπό την ηγεσία του Γκόρντον Μπράουν και του Τόνι Μπλέρ.

Το 2001, ο Πίτερ Μάντελσον του κόμματος των Εργατικών δήλωσε (πολύ εύστοχα): «είμαστε πλέον όλοι Θατσερικοί», και συμπλήρωσε με ενθουσιασμό ότι «νοιώθει πολύ καλά με το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται πολυεκατομμυριούχοι».

Ουσιαστικά, το Εργατικό Κόμμα, συνεχίζοντας την πορεία της Θάτσερ, αφομοίωσε τις πιο εξωφρενικές απαιτήσεις των δυνάμεων της αγοράς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Θάτσερ έπλεξε το εγκώμιο της καταστροφικής περιόδου της πρωθυπουργίας του Τόνι Μπλερ, ούτε και το ότι ο Γκόρντον Μπράουν έχει συγκρίνει τον εαυτό του μαζί της, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως μια «πολιτικό αφιερωμένη στο καθήκον». Το κορυφαίο «κατόρθωμά» του ωστόσο, ήταν η πρόταση να δαπανηθεί ένα κρατικό κονδύλι της τάξης των 3 εκατομμυρίων για την κηδεία της! Κι αυτό, την ίδια ώρα που εκατομμύρια Βρετανοί θα συμφωνούσαν ευχαρίστως να τη θάψουν δωρεάν – οποιαδήποτε στιγμή.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,247ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,003ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα