Ας μην υπάρχουν αυταπάτες ότι η κατ’ αρχήν συμφωνία για το όνομα («Βόρεια Μακεδονία») ανάμεσα στους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της πΓΔΜ, που αναγγέλθηκε την Τρίτη 12/6, λύνει οριστικά και αμετάκλητα τα προβλήματα, τον εθνικό ανταγωνισμό και την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες. Από την άλλη όμως, ας μην υπάρχουν επιφυλάξεις στο να πει κάποιος ότι σ’ ότι αφορά το θέμα της ονομασίας, πρόκειται για ένα θετικό βήμα το οποίο, στο βαθμό που ολοκληρωθεί, μπορεί να έχει θετικές συνέπειες σ’ ότι αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα εργατικά και κοινωνικά κινήματα και την Αριστερά των δυο λαών.
***
Το πιο πιθανό (απ’ ότι φαίνεται – και χωρίς να αποκλείονται «εκπλήξεις») είναι ότι η συμφωνία θα εγκριθεί από το δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί στη γειτονική χώρα και από την ελληνική βουλή. Κι αν αυτό συμβεί θα αποτελέσει πλήγμα για τους εθνικιστές και στις δύο πλευρές. Στην Ελλάδα είχαμε ένα μαζικό ρεύμα, δημιουργημένο από τις πολιτικές ηγεσίες και την Εκκλησία, που υποστήριζε την ανιστόρητη θέση ότι η «Μακεδονία είναι μόνο μία και ελληνική» ταυτίζοντας την αρχαία Μακεδονία του Φιλίππου και του Μεγαλέξανδρου με τη σημερινή Μακεδονία και παραβλέποντας… 2,5 χιλιάδες χρόνια ενδιάμεσης ιστορίας! Από την άλλη είχαμε στην πΓΔΜ την εξίσου παράλογη θέση ότι οι σημερινοί κάτοικοι της πΓΔΜ είναι οι μόνοι πραγματικοί Μακεδόνες και απόγονοι του Μεγαλέξανδρου.
Ο εθνικισμός και ο παραλογισμός είναι έννοιες που στην εποχή του παρακμασμένου καπιταλισμού βαδίζουνε χέρι-χέρι.
***
Μια συμφωνία πάνω σε μια σύνθετη ονομασία, όπως είναι το «Βόρεια Μακεδονία», είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία και των δύο λαών, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει την προηγούμενη περίοδο και στις δύο χώρες[1].
Αυτό δεν λύνει οριστικά το πρόβλημα, βέβαια, καθώς οι εθνικιστές και στις δύο πλευρές θα συνεχίσουν να καλλιεργούν το μίσος και τον αλυτρωτισμό (τη διεκδίκηση εδαφών εκατέρωθεν). Όμως αν κλείσει η πληγή της ονομασίας θα μιλάμε για ένα σημαντικό πλήγμα και για αποδυνάμωση των εθνικιστών που θα χάσουν ένα από τα ισχυρά και αγαπημένα τους επιχειρήματα.
Αυτό είναι κάτι που διευκολύνει τις δυνατότητες της Αριστεράς και των κινημάτων των δυο χωρών να έρθουν πιο κοντά, να αναπτύξουν στενές σχέσεις συνεργασίας και κοινών αγώνων ενάντια στο κεφάλαιο (Ελληνικό, «Σλαβομακεδονικό» και διεθνές) που εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους και στις δυο χώρες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα, το κρίσιμο ζητούμενο από τη σκοπιά της Αριστεράς: δηλαδή το να αναπτύξουν φιλικές και συναγωνιστικές σχέσεις οι δυο λαοί.
***
Η περιοχή που ζούμε είναι εξαιρετικά εύφλεκτη – κι αυτό δεν χρειάζεται ανάλυση. Η πιθανότητα νέων συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή που να αφορούν κατ’ αρχήν την Τουρκία και την Ελλάδα, είναι ανοικτή.
Η μόνη εγγύηση ενάντια σε μελλοντικούς πολέμους είναι η φιλία και η συνεργασία των λαών. Μια φιλία και συνεργασία, όμως, που δεν μπορεί να στηριχτεί πάνω σε «αφηρημένα καλέσματα» και «ευχές» αλλά μπορεί να υπάρξει, πραγματικά, μόνο αν στηρίζεται στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων, του διεθνισμού και της πάλης ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα για μια καλύτερη κοινωνία!
Αυτό βέβαια είναι καθήκον της Αριστεράς – δεν μπορούν να το φέρουν σε πέρας οι εκπρόσωποι καπιταλιστικών κυβερνήσεων όπως ο Τσίπρας και ο Ζάεφ. Η συμφωνία Τσίπρα και Ζάεφ, με άλλα λόγια ανοίγει σημαντικές δυνατότητες για την Αριστερά και στις δύο χώρες – το θέμα είναι αν η Αριστερά θα τις αξιοποιήσει.
***
Η πλειοψηφία των οργανώσεων της Αριστεράς, δυστυχώς, έχει πάρει λάθος, κατά τη γνώμη μας, θέση στο Μακεδονικό ζήτημα, πράγμα που δεν δημιουργεί ιδιαίτερη αισιοδοξία για αριστερές πρωτοβουλίες στο άμεσο μέλλον.
Είναι κατανοητό η Αριστερά να μην θέλει να «ταυτιστεί» με τις κυβερνήσεις Τσίπρα και Ζάεφ και με τα τμήματα της άρχουσας τάξης που επιδιώκουν μια συμφωνία ώστε να κλείσει το Μακεδονικό.
Όμως το να υποστηρίζεις να λυθεί το πρόβλημα μέσα από μια σύνθετη ονομασία (όπως έκανε από την αρχή το «Ξ»[2]) δεν σημαίνει ούτε κατά το ελάχιστο υποστήριξη στις άρχουσες τάξεις και στις κυβερνήσεις τους. Αντίθετα, το να παίρνεις θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα με βάση τη γενική αντίθεσή σου στην άρχουσα τάξη περιέχει τον κίνδυνο να γίνεις ουρά του ενός ή του άλλου εθνικισμού.
Έτσι για παράδειγμα, ένα κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς έφτασε στο εξευτελιστικό σημείο να καλεί σε συμμετοχή στα εθνικιστικά συλλαλητήρια.
Ένα άλλο (με πιο σημαντικό το ΚΚΕ) «κρύφτηκε» πίσω από την ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να εναντιωθεί σε μια συμφωνία για σύνθετη ονομασία. Όμως πρόκειται για δύο ξεχωριστά θέματα. Μπορείς, κάλλιστα, σαν Αριστερά, να είσαι υπέρ της σύνθετης ονομασίας και ενάντια στην ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Τέλος, ένα σημαντικό τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς αρνείται την υποστήριξη της σύνθετης ονομασίας στο όνομα του «αυτοπροσδιορισμού» του γειτονικού μας λαού – πράγμα που στην πράξη σημαίνει σκέτο «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αυτό, πέρα από το ότι απομονώνει εντελώς αυτή την Αριστερά από τον ελληνικό λαό, έμμεσα ενισχύει τους εθνικιστές της ΠΓΔΜ οι οποίοι, με την ίδια παραφροσύνη όπως αυτή των Ελλήνων εθνικιστών, υποστηρίζουν ότι αυτοί και μόνο αυτοί είναι οι μόνοι Μακεδόνες…
***
Το αν η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ μπορεί να προσφέρει κάποιους πόντους στον Τσίπρα δεν πρέπει να είναι καθοριστικό για τη στάση της Αριστεράς. Το γεγονός ότι η ΝΔ είναι «κουβάρι» πάνω στο θέμα, κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι από τη σκοπιά της Αριστεράς και των κινημάτων.
Η Αριστερά πρέπει να πάρει θέση με βάση το τι φέρνει κοντά τους δυο λαούς. Στο θέμα της ονομασίας, μια σύνθετη ονομασία είναι ο μόνος τρόπος αυτό να γίνει πραγματικότητα.
Αυτό από μόνο του βέβαια δεν φτάνει. Η Αριστερά θα πρέπει να ασχοληθεί με το θέμα του αλυτρωτισμού και στις δύο πλευρές. Να πολεμήσει κάθε άποψη που λέει, με οποιοδήποτε τρόπο, πως «Η Μακεδονία είμαστε εμείς και κανένας άλλος». Να ελέγξει τα σχολικά, πανεπιστημιακά και άλλα βιβλία και να στιγματίσει κάθε παρόμοια άποψη, ζητώντας να αφαιρεθούν όλες οι εθνικιστικές αναφορές. Αυτό αφορά, στην πραγματικότητα, το σύνολο των βαλκανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, και όχι μόνο την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ.
Η προσπάθεια και η πάλη να αντιμετωπιστεί η προπαγάνδα των εθνικιστών και στις δύο πλευρές πρέπει να είναι τμήμα της προσπάθειας να χτιστεί η φιλία και η κοινή πάλη των δυο λαών, και όλων των βαλκανικών λαών, ενάντια στη φτώχεια και την εκμετάλλευση, ενάντια στον καπιταλισμό και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Κι αυτά να συνδεθούν με την πάλη για μια Σοσιαλιστική Ενωμένη Ευρώπη. Αυτή είναι η μόνη βάση πάνω στην οποία μπορεί να υπάρξει ειρήνη και ευημερία στην περιοχή μας.