Στις 14 Αυγούστου του 1974, μέλη της ΕΟΚΑ Β δολοφόνησαν δεκάδες αιχμάλωτους Τουρκοκύπριους που έφευγαν από το χωριό Τόχνη. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε σχετικό άρθρο του Νίκου Κοκκάλη.
«Μας έβαλαν να καθίσουμε κάτω, μας είπαν να μην φοβόμαστε, κάντε ένα τσιγάρο, αν έχετε και κάτι να φάτε, φάτε. Αυτοί κάθονταν όρθιοι μπροστά μας μαζί με τον οδηγό του λεωφορείου, που είχε επίσης όπλο, αλλά όχι όπως το δικό τους…
»…πριν περάσουν λίγα λεπτά ακούσαμε μια σφαίρα στον αέρα. Με το που ακούστηκε ο κρότος της σφαίρας οι άλλοι που είχαν μείνει πίσω με τα όπλα άρχισαν να μας γαζώνουν. Για 10 λεπτά πυροβολούσαν, άδειαζαν τα όπλα και τα ξαναγέμιζαν. Δεν είδα ποιοι πυροβολούσαν. Μας είχαν βάλει να καθίσουμε σε σχήμα μισοφέγγαρου και μας πυροβολούσαν. Δεν μπόρεσα να δω τα πρόσωπά τους. Ήμασταν 45 άτομα. Τι να πρωτοδείς, τις σφαίρες, τα σώματα που έπεφταν από δω και από κει; Ακούω κάποιον να ζητά σφαίρες. Τα όπλα σίγησαν…»
(Συνέντευξη στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης», 15 Ιούνη 2017: Ο μοναδικός επιβιώσας της Τόχνης: Δεν τρέφω μίσος για τους Ε/κ).
Αυτή είναι η μαρτυρία του μοναδικού ανθρώπου που επιβίωσε από τη σφαγή της Τόχνης, τον Αύγουστο του 1974, του 62χρονου σήμερα Σουάτ Καφαντάρ. Ενός ανθρώπου που είδε την οικογένειά του να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του, ενώ ο ίδιος γλίτωσε την τελευταία στιγμή από τους Ελληνοκύπριους ακροδεξιούς, χάρη στην ψυχραιμία και την τύχη του, αφού σοβαρά τραυματισμένος, προσποιήθηκε το νεκρό και στη συνέχεια διέφυγε.
Τα γεγονότα
Ήταν 14 Αυγούστου 1974, πρωί, όταν δύο λεωφορεία που είχαν «επιταχθεί» από άνδρες της ΕΟΚΑ Β με δεκάδες αιχμάλωτους Τουρκοκύπριους έφευγαν από το χωριό Τόχνη στην επαρχία της Λάρνακας. Αφού πέρασαν το οδόφραγμα της Γερομασόγειας και έφτασαν σε μία τοποθεσία κοντά στο χωριό Παλλώδια, οι ένοπλοι της ΕΟΚΑ Β αποβίβασαν τους Τουρκοκύπριους και τους είπαν ότι έπρεπε να περιμένουν για να μεταφερθούν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Λίγα λεπτά αργότερα άρχισαν να πυροβολούν, σκοτώνοντας 87 αιχμαλώτους, κάποιοι από τους οποίους ήταν δωδεκάχρονα παιδιά. Την ίδια μέρα άντρες της ΕΟΚΑ Β εκτέλεσαν με παρόμοιο τρόπο 127 γυναικόπαιδα στα χωριά Αλλόα, Μάραθα και Σανταλάρης, στην επαρχία Αμμοχώστου.
Ο Σουάτ Καφαντάρ, συνεχίζοντας την περιγραφή της σφαγής των Τουρκοκυπρίων αμάχων από Ελληνοκύπριους ακροδεξιούς στην Τόχνη, αναφέρει:
«Ακούω έναν και λέει ‘’αν υπάρχει κάποιος που κουνιέται να τον πυροβολήσεις στο κεφάλι’’. Έμεινα εκεί, κρατούσα την αναπνοή μου. Ακούω ήχο σφαίρας, μάλλον κάποιους πυροβόλησαν. Ακούω τον έναν να λέει “έλα να πάρουμε τα ρολόγια απ’ τα χέρια των πεθαμένων” και ο άλλος απαντά “άστα, να φύγουμε, να μην μας δει κανείς”. Αυτό σημαίνει ίσως ότι δεν είχαν εντολή να το κάνουν αυτό. “Να φύγουμε, να πάμε να φέρουμε έναν εκσκαφέα να τους θάψουμε”».
Η ΕΟΚΑ Β
Οι σφαγές στα τέσσερα χωριά ήταν επιχειρήσεις σχεδιασμένες και υλοποιημένες από τα μέλη της ΕΟΚΑ Β, της ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης που δρούσε στην Κύπρο από το 1971 υπό την ηγεσία του Γεώργιου Γρίβα σε συνεργασία με Έλληνες αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ και των κυπριακών ειδικών δυνάμεων (καταδρομείς, ΟΥΚ) και λειτουργώντας ως ενεργούμενο της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας.
Από το 1971 μέχρι το 1974, η ΕΟΚΑ Β επιδόθηκε σε μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων κατά κυβερνητικών στόχων και προσπάθησε να δολοφονήσει τον εκλεγμένο πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον οποίο έβλεπε (όπως και η Χούντα) ως το μοναδικό εμπόδιο στην «Ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα.
Όταν αυτές οι απόπειρες απέτυχαν, μπήκε σε λειτουργία το σχέδιο πραξικοπήματος ενάντια στον Μακάριο, το οποίο έγινε τελικά στις 15 Ιουλίου.
Στις 20 Ιουλίου ο τουρκικός στρατός, χρησιμοποιώντας το πραξικόπημα σαν δικαιολογία καθώς η Τουρκία ήταν με βάση το Σύνταγμα της Κύπρου εγγυήτρια δύναμη, αποβιβάστηκε στην Κερύνεια.
Με την αρχή της εισβολής, και με απλούς Ελληνοκύπριους στρατιώτες και τους φαντάρους της ΕΛΔΥΚ να αμύνονται απελπισμένα απέναντι στον τούρκικο στρατό, το μεγαλύτερο μέρος της ΕΟΚΑ Β, έκανε «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» στα μετόπισθεν, ενάντια σε αντιφρονούντες-δημοκρατικούς και Τουρκοκύπριους.
Μάλιστα, μερικά μέλη της ΕΟΚΑ Β, είχαν το θράσος να καυχιούνται, όπως έκανε κάποιος από αυτούς στον τότε φαντάρο Νίκο Γενιά, που υποχωρώντας είχε περάσει από την Μαράθα, την Αλόα και τον Σανταλάρη. Όπως θυμόταν, σε συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα Χαραυγή το 1998:
«ΕΟΚΑΒητατζήδες με εκσκαφείς άνοιγαν λάκκους και έθαβαν τους γέρους και τα παιδιά που σκότωσαν σε αυτά τα χωριά. Μάλιστα ένας από αυτούς κομπάζοντας μας είπε “Εμείς εκάμαμεν τη δουλειά μας”…».
Η αποκάλυψη των δύο σφαγών συγκλόνισε την κυπριακή κοινωνία, αλλά την ίδια στιγμή προκάλεσε κύματα οργής στην Τουρκία. Εκατοντάδες Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι πολέμου βασανίστηκαν άγρια σε αντίποινα για τις δύο σφαγές και πολλοί εκτελέστηκαν. Και αυτό, την ίδια στιγμή που οι ΕΟΚΑΒητατζήδες που έκαναν αυτά τα εγκλήματα κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ατιμώρητοι και πάνοπλοι, στην Νότια Κύπρο, φυλάγοντας τα μετόπισθεν από φόβο μήπως οι δημοκρατικοί ανασυνταχθούν και επιβάλουν την επιστροφή της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Η ΕΟΚΑ Β συνέχισε την τρομοκρατική της δράση μέχρι και το 1978, οπότε και διαλύθηκε επισήμως. Στην πράξη όμως οι υποστηρικτές της εισχώρησαν στο παραδοσιακό κόμμα της κυπριακής Δεξιάς, τον ΔΗΣΥ, του οποίου σήμερα ηγείται ο Νίκος Αναστασιάδης.
Ο Σουάτ Καφαντάρ δε μισεί τους Ελληνοκύπριους, αλλά μόνο τους δολοφόνους
Παρά την αποστροφή που λογικά νιώθει κάθε άνθρωπος για αυτούς που σκοτώσανε την οικογένειά του και παραλίγο να σκοτώσουν και τον ίδιο, ο Σουάτ Καφαντάρ εξηγεί ότι το μίσος δεν μπορεί να επεκτείνεται σε έναν ολόκληρο λαό:
«Δεν έχω μίσος για κανέναν ε/κ. Αλλά για εκείνους που το έκαναν αυτό, το μίσος δεν θα σταματήσει να υπάρχει ποτέ. Δεν τους ξέρω, ίσως να τους δω και να μην τους γνωρίσω, αλλά αν μου πει κάποιος αυτοί είναι, μπορεί – δεν ξέρω – μπορεί να τους πιάσω από το λαιμό».
Ομερτά
Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει επιβληθεί ένα είδος ομερτά όσον αφορά την δράση της ΕΟΚΑ Β από τις κυπριακές κυβερνήσεις.
Στην επίσημη ελληνοκυπριακή και ελληνική ιστοριογραφία, αναφέρεται, πάντα επιγραμματικά ο ρόλος της ΕΟΚΑ Β στα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή. Και ενώ οι αγριότητες που έγιναν από τα τουρκικά στρατεύματα κατά την εισβολή αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια, οι σφαγές που έκανε η ΕΟΚΑ Β, δεν αναφέρονται ποτέ. Το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τα ΜΜΕ, μας μαθαίνουν να μισούμε τους «βάρβαρους Τούρκους και Τουρκοκύπριους».
Είναι όμως χρέος μας να θυμόμαστε την εγκληματική δράση της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής ακροδεξιάς. Και είναι ευθύνη της Αριστεράς να το θυμίζει, γιατί τα κόμματα της άρχουσας τάξης δεν πρόκειται ποτέ να το κάνουν. Είναι αναγκαιότητα για τον κυπριακό λαό (ε/κ και τ/κ) να παλέψει ενάντια στον εθνικισμό, και ενωμένος να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχει με την ακροδεξιά και τις προνομιούχες τάξεις που την εκτρέφουν.