Το αμερικανικό κατεστημένο είναι στρυμωγμένο, έχοντας να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την πανδημία του κορονοϊού που τείνει να φτάσει σε ανεξέλεγκτα επίπεδα, αλλά και μια κοινωνία οργισμένη από τη φτώχεια, τις ανισότητες και την καταστολή. Το κίνημα Black Lives Matter που σημάδεψε την πρόσφατη περίοδο, ήταν ίσως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα των τελευταίων ετών στις ΗΠΑ και αναμφίβολα θα επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοέμβρη. Αλλά και όλες οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, το κίνημα Occupy, οι απεργίες των εκπαιδευτικών και των επισφαλώς εργαζομένων, οι μεγαλειώδεις πορείες των γυναικών κατά του Τραμπ, και η μαζική αναζήτηση γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες, δίνουν μια εικόνα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε αναβρασμό.
Και κάθε φορά που το σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με κινήματα και κοινωνική δυσφορία, έχει δύο βασικούς τρόπους αντίδρασης, οι οποίοι ενίοτε εφαρμόζονται και ταυτόχρονα. Ο πρώτος είναι η καταστολή και η επίθεση στα πιο στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, κάτι που θα συνεχίσει αναμφίβολα να εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και το επόμενο διάστημα, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο δεύτερος είναι η προσπάθεια ενσωμάτωσης των κινημάτων, στα πλαίσια της οποίας κατά διαστήματα εμφανίζονται προσωπικότητες με τις οποίες μπορεί υποτίθεται να «ταυτιστεί» η κοινωνία και τα πιο καταπιεσμένα στρώματα.
Κάμαλα Χάρις
Το γεγονός ότι ο υποψήφιος των «Δημοκρατικών» Τζο Μπάιντεν επέλεξε την Κάμαλα Χάρις σαν υποψήφια αντιπρόεδρο, εντάσσεται αναμφίβολα σε αυτή την προσπάθεια. Οι «Δημοκρατικοί» επέλεξαν να παρουσιάσουν μια υποψηφιότητα που υποτίθεται πως «μπορεί να καταλάβει» τις αγωνίες των μαύρων, των φτωχών, των γυναικών, των ΛΟΑΤ* ατόμων, της νεολαίας, των καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας που κινητοποιείται και διεκδικεί ίσα δικαιώματα.
Η Κάμαλα Χάρις εμφανίζεται να έχει όλο το πακέτο: είναι γυναίκα, μαύρη, παιδί μεταναστών (οι γονείς της έχουν καταγωγή από την Ινδία και τη Τζαμάικα) ενώ έχει πάρει «προοδευτικές» θέσεις σε μια σειρά ζητήματα, όπως για παράδειγμα σε θέματα μετανάστευσης, περιορισμού της οπλοκατοχής, ισότητας στο γάμο, κ.α. Και ενώ ο «βαρετός Τζο» Μπάιντεν δεν έχει τίποτα το ελκυστικό να παρουσιάσει στα πιο ριζοσπαστικά στρώματα της κοινωνίας, η Χάρις θεωρείται ότι μπορεί να τα προσεγγίσει πιο αποτελεσματικά και να δώσει την απαραίτητη «προοδευτική πινελιά» στη μάχη ενάντια στον Τραμπ. Ποια είναι όμως στην πραγματικότητα;
Ποια είναι πραγματικά;
Αρχικά να πούμε ότι η επιλογή της Κάμαλα Χάρις, προκάλεσε ενθουσιασμό στους τραπεζίτες, την Wall Street και τις μεγάλες επιχειρήσεις τεχνολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε 24 ώρες από την αναγγελία της επιλογής της ως υποψήφιας για την αντιπροεδρία, η εκστρατεία του Μπάιντεν μάζεψε 26 εκατομμύρια δολάρια, κυρίως από μεγάλους χορηγούς.
Αν για τμήματα της κοινωνίας η Χάρις παρουσιάζεται ως μια φιγούρα με την οποία μπορούν να ταυτιστούν επειδή είναι γυναίκα, σχετικά νέα, μετανάστρια, με κάποιες προοδευτικές θέσεις, κλπ, η πραγματική ταύτιση, αυτή των συμφερόντων, βρίσκεται στη σχέση της με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, θεωρούν την Χάρις μια «μετριοπαθή» επιλογή, με την οποία μπορούν να νιώσουν ασφάλεια. Ακόμη κι αν για επικοινωνιακούς λόγους πρέπει να παραχωρηθούν κάποια ψίχουλα από τα κέρδη τους στην κοινωνία, αυτό θα γίνει με απόλυτα ελεγχόμενο τρόπο και στο μικρότερο δυνατό βαθμό. Ασφάλεια επίσης στο αμερικάνικο κατεστημένο δημιουργεί η πεποίθηση πως αν ο Μπάιντεν δεν μπορέσει λόγω ηλικίας να ολοκληρώσει την θητεία του (είναι 77 χρονών), θα έχουν την ασφάλεια ότι μπορεί να αναλάβει η Χάρις το τιμόνι της χώρας, και ότι δε θα μπουν σε περιπέτειες με πιο «ανεξέλεγκτους» υποψηφίους.
Σε πλατιά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας, η Χάρις είναι γνωστή ως υποστηρίκτρια του δημόσιου συστήματος υγείας. Μάλιστα, στα πλαίσια ντιμπέητ στο κόμμα των Δημοκρατικών πριν από περίπου ένα χρόνο, στην ερώτηση των δημοσιογράφων «ποιος από εσάς θα έβαζε τέλος στην ιδιωτική ασφάλιση στον τομέα της υγείας;», η Χάρις σήκωσε το χέρι της δίπλα στον Μπέρνι Σάντερς. Αυτό το περιστατικό προκάλεσε έντονες συζητήσεις, οι οποίες όμως δεν κράτησαν πολύ. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, η Χάρις είχε διευκρινίσει ότι «δεν είχε καταλάβει καλά την ερώτηση» και ότι το σχέδιό της περιλαμβάνει τον ιδιωτικό τομέα στην υγεία, αλλά στα πλαίσια συγκεκριμένων «κανόνων», βάσει των οποίων οφείλει να λειτουργεί η «ιδιωτική πρωτοβουλία» και πως θα εφαρμοστεί σε μια «μεταβατική περίοδο» 10 χρόνων…
Τουλάχιστον όμως, ως γυναίκα θα πρέπει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των υπόλοιπων γυναικών, σωστά; Λάθος. Η Κάμαλα Χάρις, μιλάει ανοιχτά και δημόσια για τα δικαιώματα των γυναικών στην επιλογή και στην αυτοδιάθεση των σωμάτων τους. Στα λόγια υπερασπίζεται το δικαίωμα στην άμβλωση. Όταν όμως νοσοκομείο της Καλιφόρνια μετά από συνεργασία με υγειονομικό ίδρυμα της καθολικής εκκλησίας αποφάσισε να θέσει περιορισμούς στην πρόσβαση στις αμβλώσεις, η Χάρις (ως γενική εισαγγελέας της Καλιφόρνια) το επέτρεψε, προκειμένου να κρατήσει τις ισορροπίες με τους καθολικούς. Παρομοίως, ενώ έχει κάνει το θέμα της παιδικής κακοποίησης σημαία της, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να διερευνήσει υπόθεση καθολικών ιερέων που κακοποιούσαν παιδιά, δεν έκανε τίποτα για να μην συγκρουστεί με το εκκλησιαστικό κατεστημένο.
Η θητεία της ως Γενικής Εισαγγελέως της Καλιφόρνια είναι γεμάτη από τέτοιες ιστορίες. Στα λόγια υποστηρίζει τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, κάνει κάποιες κινήσεις εντυπωσιασμού για να τονώσει το προφίλ της, αλλά στην ουσία όταν πρόκειται για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις πάντα βρίσκεται στην συντηρητική πλευρά της ιστορίας. Όπως γράφει ο Braco Marcetic στο Jacobin:
«Πάλεψε να κρατήσει αθώους ανθρώπους στη φυλακή, μπλόκαρε αποζημιώσεις σε όσους καταδικάστηκαν αδίκως, επιχειρηματολόγησε ώστε κρατούμενοι για μη-βίαια αδικήματα να παραμένουν στη φυλακή ως πηγή φτηνής εργασίας, παρακράτησε στοιχεία που θα μπορούσαν να αποφυλακίσουν αρκετούς αθώους κρατούμενους, προσπάθησε να σταματήσει μια αγωγή που θα μπορούσε να καταργήσει την απομόνωση κρατουμένων στην Καλιφόρνια, αρνήθηκε εγχειρήσεις επαναπροσδιορισμού φύλου σε τρανς κρατούμενους/ες».
(διαβάστε περισσότερα για το ιστορικό της Χάρις εδώ και εδώ)
Το «μαύρη γυναίκα» δεν αρκεί
Η προσδοκία ότι ένας άνθρωπος που ανήκει σε μειονότητα μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των μειονοτήτων, των καταπιεσμένων, όσων υφίστανται διακρίσεις και ζουν μέσα στη φτώχεια και την ανισότητα, ανεξάρτητα από το οικονομικό και πολιτικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκει, έχει πολλές φορές στο παρελθόν αποδειχτεί αυταπάτη.
Όταν εκλέχτηκε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Μπάρακ Ομπάμα, πολλοί πίστεψαν ότι οι φυλετικές διακρίσεις που ποτέ δεν καταργήθηκαν στην πράξη στις ΗΠΑ, αν μη τι άλλο θα μετριάζονταν. Στην πραγματικότητα, κατά την περίοδο της προεδρίας Ομπάμα, η ρατσιστική αστυνομική βία γιγαντώθηκε, φτάνοντας σε νέα επίπεδα. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της θητείας του, οι μαύροι άντρες ηλικίας μεταξύ 15 και 34 ετών ήταν πέντε φορές πιθανότερο να δολοφονηθούν από αστυνομικό σε σχέση με τους λευκούς στις ίδιες ηλικίες. Την ίδια ώρα, η φτώχεια και η ανεργία επίσης γιγαντώθηκαν, και οι πόλεμοι συνεχίστηκαν.
Δεν είναι όμως μόνο οι ΗΠΑ. Σε πολλές περιοχές του πλανήτη, πολιτικοί του συστήματος «πουλάνε» το γεγονός ότι ανήκουν σε κάποια καταπιεσμένη ομάδα, έχουν για παράδειγμα μεταναστευτικό υπόβαθρο, ή είναι γυναίκες ή ΛΟΑΤ, προκειμένου να εκλεγούν σε κάποια θέση ισχύος. Στην πραγματικότητα όμως, το γεγονός ότι υπηρετούν το σύστημα των ανισοτήτων και των κερδών, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα, επιτρέπει ελάχιστες, δευτερεύουσες παραχωρήσεις στις κοινωνικές ανάγκες και εξίσου ελάχιστα προχωρήματα στην κατεύθυνση των ίσων δικαιωμάτων. Και στην πράξη «παγιδεύουν» τα καταπιεσμένα στρώματα στην αδιέξοδη λογική του να «αλλάξουμε το σύστημα από τα μέσα».
Σε αυτή τη λογική έχει παγιδευτεί και η «αριστερή πτέρυγα» του Δημοκρατικού Κόμματος. Την υποψηφιότητα του Μπάιντεν και της Χάρις, δύο νεοφιλελεύθερων εκπροσώπων των πλουσίων και του «νόμου και της τάξης», υποστηρίζουν τώρα και ο Μπέρνι Σάντερς και η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές.
Χαρακτηριστικά, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή δύο εκ των βασικών υποστηρικτών του Μπέρνι, ανέφεραντα παρακάτω σε σχέση με την καμπάνια των Μπάιντεν-Χάρις και την «αριστερή πτέρυγα» των Δημοκρατικών:
«Νιώθω ότι μας προκαλούν. Νιώθω ότι μας το τρίβουν στη μούρη. Νιώθω ότι χορεύουν το χορό της νίκης πάνω στα διαλυμένα κορμιά μας. Σαν να μας λένε “Δοκιμάσατε μια σειρά στρατηγικές: δοκιμάσατε την έμφαση στις εκλογές, κατεβάσατε εκατομμύρια ανθρώπους στο δρόμο, και τώρα τι; Δεν δίνουμε δεκάρα για όσα κάνατε. Θα κάνουμε ότι στο διάολο θέλουμε”. Φυσικά θέλω να δω τον Τραμπ να χάνει. Αλλά θα ήθελα να μπορούσα να κρατήσω και λίγο την αξιοπρέπεια μου. Και όταν αυτοί οι άνθρωποι μου τρίβουν σκατά στη μούρη, θα ήθελα να μπορούσα να πω: “άντε γαμηθείτε”».
Ο μόνος τρόπος να αλλάξει αυτή η κατάσταση είναι οι όποιες αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις να σπάσουν με το Δημοκρατικό Κόμμα, και να μπουν στη διαδικασία να φτιάξουν ένα νέο πολιτικό φορέα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, των μειονοτήτων και της νεολαίας, που θα βάλει σαν στόχο την ανατροπή αυτού του συστήματος.Το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει κανένα λόγο να γεφυρώσει τις ανισότητες. Κάθε φορά που παίζει το χαρτί του «υποψήφιου που μας θυμίζει κάτι από τη ζωή μας», το κάνει για να μας απομακρύνει από την πραγματικότητα. Για να αλλάξει η ζωή των εργατών, των γυναικών, των μεταναστών, των μαύρων, των ΛΟΑΤ ανθρώπων, χρειάζεται να βγουν μπροστά οι ίδιοι. Διαφορετικά δεν γίνεται. Αλλά δεν ισχύει και το αντίστροφο. Ένας μετανάστης, μια γυναίκα, ένας αφροαμερικάνος, στο βαθμό που είναι ενταγμένοι στο πλαίσιο του συστήματος, δεν μπορούν να φέρουν καμία αλλαγή μαζί τους. Μόνο απογοητεύσεις.