Με αφορμή την επέτειο της εξέγερσης του Πάσχα στις 23-24 Απρίλη του 1916, αναδημοσιεύουμε παλαιότερο άρθρο του συντρόφου Cillian Gillespie (Σοσιαλιστικό Κόμμα – ISA, Ιρλανδία)
Μετάφραση-επιμέλεια, Ανδρέας Νικητόπουλος
Στις 23-24 Απρίλη συμπληρώνονται 105 χρόνια από την εξέγερση του Πάσχα του 1916 ενάντια στην Βρετανική κυριαρχία στην Ιρλανδία. Μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης στην Ιρλανδία θεωρεί το γεγονός αυτό σταθμό στην Ιρλανδική ιστορία ενώ οι συμμετέχοντες και οι επικεφαλής του κινήματος αυτού χαίρουν μεγάλης εκτίμησης.
Η δράση των εξεγερθέντων αναγνωρίζεται από πολλούς ως ένα σοβαρό χτύπημα στον ιστορικά «αποικιακό αφέντη» της Ιρλανδίας, τη Βρετανία. Στη διάρκεια μιας εβδομάδας, μια μικρή ένοπλη ομάδα εναντιώθηκε στη στρατιωτική ισχύ της Βρετανικής αυτοκρατορίας, η οποία, εκείνη την εποχή, αποτελούσε τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη στον κόσμο.
Ένα σημαντικό τμήμα των δυνάμεων που συμμετείχαν, η «Ιρλανδική Πολιτοφυλακή» και οι «Ιρλανδοί Εθελοντές», προέρχονταν από την εργατική τάξη ή από τις κατώτερες εισοδηματικά τάξεις.
Ενώ η σημερινή άρχουσα τάξη στη Νότια Ιρλανδία είναι παραπάνω από πρόθυμη να γιορτάσει την επέτειο αυτήν, οι προκάτοχοί της τήρησαν μια εντελώς διαφορετική στάση στα γεγονότα του 1916.
Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στο κύριο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Irish Independent» στις 10 Μαΐου 1916, το οποίο συνόδευε την εικόνα του Τζέιμς Κόνολι, του μεγάλου σοσιαλιστή επαναστάτη και ενός από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της εξέγερσης, με τη φράση:
«..ο χειρότερος από τους συμμορίτες αρχηγούς που πρέπει να τιμωρηθεί όπως αξίζει σε εγκληματίες».
Ο βαρύτατα τραυματισμένος Κόνολι θα εκτελεστεί δύο μέρες αργότερα. Ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Ουίλιαμ Μάρτιν Μέρφι, επικεφαλής των 404 εργοδοτών που προχώρησαν σε ανταπεργία (lock out) ενάντια στην εργατική τάξη του Δουβλίνου το 1913, πρωτοστάτησε στην καμπάνια για την εκτέλεσή του. Μόνο μετά το θάνατο του Κόνολι και αφού 16 ηγέτες της Εξέγερσης είχαν παρόμοια τύχη, η εφημερίδα των εργοδοτών έκανε… έκκληση για επιείκεια.
Από την άλλη, στη Βόρεια Ιρλανδία η Εξέγερση εγείρει ολοένα και περισσότερο διχαστικά ζητήματα, γεγονός που αντικατοπτρίζει την ευρύτερη σύγκρουση των προσδοκιών μεταξύ των Προτεσταντών και των Καθολικών της εργατικής τάξης αναφορικά με το εθνικό ζήτημα.
Παρά τις επανειλημμένες διακηρύξεις για ειρήνη και συμφιλίωση κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών, ο καπιταλισμός έχει αποδειχθεί ανίκανος να προσφέρει λύση σε αυτή τη σεχταριστική/θρησκευτική διαίρεση και σύγκρουση. Η ιστορία της βόρειας Ιρλανδίας, όπως και πολλές άλλες όψεις της, έχει μετατραπεί σ’ ένα σεχταριστικό πεδίο θρησκευτικής διαμάχης.
Η παλαιότερη αποικία της Βρετανίας
Η Εξέγερση του Πάσχα, το 1916, είχε τις ρίζες της στην αποικιακή καταπίεση που ασκούσε για πολλούς αιώνες ο Βρετανικός ιμπεριαλισμός στην Ιρλανδία, με αποτέλεσμα όχι μόνο την άρνηση του δικαιώματός της για πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία αλλά και τον οικονομικό της στραγγαλισμό.
Αυτό αρχικά επιτεύχθηκε με τη Νομοθετική Πράξη του 1801 για την ένωση με την Ιρλανδία (Act of Union) η οποία απέκλειε με κάθε μέσο τη δυνατότητα της Ιρλανδίας να εξελιχθεί σε ανταγωνιστή του Βρετανικού καπιταλισμού. Η μαζική μετανάστευση, κυρίως την περίοδο του μεγάλου λιμού στα μέσα του 19ου αιώνα, χρησίμευσε και ως πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού για τις βρετανικές βιομηχανικές πόλεις και τα «σκοτεινά σατανικά εργοστάσια».
Ο πληθυσμός της Ιρλανδίας μειώθηκε δραματικά και δεν επανέκαμψε ποτέ, από τα περίπου 8 εκατομμύρια το 1840 στα 6.5 εκατομμύρια σήμερα. Η Ιρλανδία μετατράπηκε επίσης σε «σιτοβολώνα» της Βρετανίας παρέχοντας ακατέργαστα αγροτικά προϊόντα, κυρίως κρέας, για τη σίτιση των πόλεων της.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ο Τζέιμς Κόνολι είχε γράψει:
«Η πάλη για την Ιρλανδική Ελευθερία έχει δύο διαστάσεις: την εθνική και την κοινωνική».
Ο Κόνολι υποστήριζε ότι, μόνο ένα επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, το οποίο θα ένωνε τους Προτεστάντες και τους Καθολικούς εργάτες και θα συνδεόταν με την κοινή πάλη για το σοσιαλισμό, θα μπορούσε να τερματίσει την αποικιακή εξάρτηση της Ιρλανδίας.
Ο Κόνολι και η Εξέγερση
Ο Κόνολι, στο πλευρό του Τζέιμς (Τζιμ) Λάρκιν, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μεγάλες μάχες του Ιρλανδικού εργατικού κινήματος που ακολούθησαν την ίδρυση του Ιρλανδικού Συνδικάτου Μεταφορών και Γενικής Εργασίας (ITGWU) το 1909 και κορυφώθηκαν με την ανταπεργία των εργοδοτών (λοκ άουτ) του Δουβλίνου το Σεπτέμβριο του 1913. Αν και η ανταπεργία δεν προκάλεσε ολοκληρωτική ήττα, συνέβαλε στο να αναχαιτιστεί η δυναμική που είχαν αναπτύξει το ITGWU και το Ιρλανδικό εργατικό κίνημα πριν το 1914.
Άλλα δύο γεγονότα της ίδιας χρονιάς είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος.
Το πρώτο ήταν ο κίνδυνος διχοτόμησης του νησιού, δηλαδή η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», την οποία συζητούσε δημόσια μερίδα της βρετανικής άρχουσας τάξης.
Ο Κόνολι προέβλεψε σωστά αυτή η πολιτική θα οδηγούσε στο σεχταριστικό (στη βάση της θρησκευτικής διαφοράς, Προτεσταντών και Καθολικών) διαχωρισμό της εργατικής τάξης προς όφελος του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.
James Connolly
Τον Αύγουστο του 1914, το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, θα επέφερε ένα ακόμη σημαντικό χτύπημα στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα τόσο στην Ιρλανδία όσο και σε όλη την Ευρώπη. Ένας πόλεμος, μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης, για την αναδιανομή της πίτας της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης του πλανήτη και της παγκόσμιας αγοράς.
Μπορεί αυτό καθαυτό το γεγονός του πολέμου να μην ήταν κάτι ξαφνικό για τους σοσιαλιστές/μαρξιστές όπως ο Κόνολι, ωστόσο η αποδοχή και η στήριξη που παρείχαν σ’ αυτόν τον πόλεμο η πλειοψηφία των ηγετών του σοσιαλιστικού κινήματος της εποχής (της 2ης Διεθνούς) ήταν κάτι που προξένησε οδυνηρή έκπληξη.
Παραβιάζοντας κάθε έννοια αλληλεγγύης της εργατικής τάξης και διεθνισμού, ο κάθε ένας απ’ αυτούς τους ηγέτες υποστήριξε με επαίσχυντο τρόπο τη δική του άρχουσα τάξη, σε έναν πόλεμο με πρωτοφανή μέχρι τότε βαρβαρότητα, που οδήγησε στο θάνατο και τον ακρωτηριασμό εκατομμυρίων στρατιωτών προερχόμενων από την εργατική τάξη.
Κι ενώ ο Τζον Ρέντμοντ, ο Ιρλανδός Τοπικός Κυβερνήτης (διορισμένος από την αποικιοκρατική Αγγλία)–τον οποίο η σημερινή Ιρλανδική κυβέρνηση του Νότου έκρινε σκόπιμο να τιμήσει με τη φωτογραφία του σ’ ένα μεγάλο πανό στο College Green του Δουβλίνου– έσπευσε να υποστηρίξει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προτρέποντας τους Ιρλανδούς εθελοντές να καταταγούν στο Βρετανικό στρατό, ο Κόνολι έγραφε ελπίζοντας ότι:
«η Ιρλανδία μπορεί ακόμη να πυροδοτήσει μια πανευρωπαϊκή έκρηξη, η οποία θα λήξει μόνο όταν ο τελευταίος θρόνος και τα τελευταία καπιταλιστικά ομόλογα και χρεόγραφα καταστραφούν στη νεκρική πυρά του τελευταίου πολέμαρχου».
Ο δρόμος προς την επανάσταση
Ενώ συνεχιζόταν η αιματηρή σφαγή του πολέμου, ο Κόνολι επιθυμούσε διακαώς να επιφέρει ένα χτύπημα ενάντια στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων.
Όμως ήταν απομονωμένος στην Ιρλανδία, χωρίς να έχει επαφές με άλλους επαναστάτες σοσιαλιστές ηγέτες που είχαν εναντιωθεί στην ιμπεριαλιστική σφαγή του πολέμου, όπως ο Λένιν και ο Τρότσκι στη Ρωσία, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ στη Γερμανία και ο Μακλίν στη Σκωτία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο εθνικισμός που κυριαρχούσε σε όλη την Ευρώπη εξαπλώθηκε και στην Ιρλανδία. Πολλοί εργάτες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ήταν στη «μαύρη λίστα» ως αποτέλεσμα της ανταπεργίας, είχαν μπει για οικονομικούς και βιοποριστικούς λόγους στο Βρετανικό στρατό. Αυτό ήταν συνδεδεμένο και με τη διαφαινόμενη απειλή για την εφαρμογή στρατιωτικής επιστράτευσης και στην Ιρλανδία, όπως είχε γίνει ήδη στη Βρετανία.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο Κόνολι αναζητούσε απεγνωσμένα οποιαδήποτε επαναστατική αντίδραση στην Ιρλανδία. Διαπιστώνοντας, όμως, σ’ αυτό το στάδιο την απουσία επαναστατικής διάθεσης στο μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, στράφηκε στα ένοπλα εθνικιστικά κινήματα της εποχής: την «Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα» (Irish Republican Brotherhood-IRB) και στους Ιρλανδούς Εθελοντές που αρνήθηκαν το κάλεσμα του Ρέντμοντ για την υποστήριξη της Βρετανικής συμμετοχής στον πόλεμο.
Οι Ιρλανδοί Εθελοντές σχηματίστηκαν το 1913 από τον Εόιν Μακ Νηλ και άλλους, εν μέρει ως απάντηση στο σχηματισμό της Εθελοντικής Δύναμης του Όλστερ στα βορειανατολικά, που εναντιωνόταν στην αυτοδιάθεση (Home Rule) της Ιρλανδίας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι δυνάμεις των Εθελοντών αυξήθηκαν γρήγορα σε 180.000 μέλη. Ο Ρέντμοντ, ανησυχώντας γι’ αυτήν την εξέλιξη, προχώρησε σε μια σειρά ελιγμούς για ν’ αποκτήσει τον έλεγχο των Εθελοντών. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ρέντμοντ προσέγγισε τη Βρετανική κυβέρνηση με μια άνανδρη πρόταση: οι Ιρλανδοί Εθελοντές θα υπερασπίζονταν την Ιρλανδία εκ μέρους της Αυτοκρατορίας ώστε τα βρετανικά στρατεύματα να μπορούν να αποσυρθούν και να σταλούν στο μέτωπο. Η Βρετανική άρχουσα τάξη απέρριψε ασυζητητί την προσφορά και αντ’ αυτής έκανε τον Ρέντμοντ υπεύθυνο για την επιστράτευση στην Ιρλανδία.
Οι Εθελοντές χωρίστηκαν στα δύο, με την πλειονότητα να προσχωρεί στους Εθελοντές του Ρέντμοντ, που είχαν μετονομαστεί σε Εθνικούς Εθελοντές και ένα σημαντικό τμήμα 13.000 ατόμων να παραμένει στους Ιρλανδούς Εθελοντές.
Το σύνθημα της Ιρλανδικής Δημοκρατικής Αδελφότητας (IRB) ήταν «η δυσκολία της Αγγλίας είναι η ευκαιρία της Ιρλανδίας» και ήδη από την έναρξη του πολέμου προετοιμαζόταν μυστικά για μια εξέγερση.
Τον Ιανουάριο του 1916, ο Κόνολι τοποθετήθηκε στο στρατιωτικό συμβούλιο της IRB με σκοπό την προετοιμασία μιας εξέγερσης που θα λάμβανε χώρα το Πάσχα. Στην πραγματικότητα και για πολλούς μήνες, η Ιρλανδική Πολιτοφυλακή του Κόνολι, που είχε δημιουργηθεί για την προστασία των απεργών ενάντια στις επιθέσεις της αστυνομίας, προετοιμαζόταν για να ηγηθεί μιας τέτοιας εξέγερσης.
Η εξέγερση του Πάσχα
Τη Δευτέρα του Πάσχα του 1916 περίπου 1.300 Ιρλανδοί Εθελοντές, 220 μέλη της Ιρλανδικής Πολιτοφυλακής και μερικές δεκάδες μέλη των Hibernian Rifles κατέλαβαν το κέντρο του Δουβλίνου. Διακήρυξαν την «Ιρλανδική Δημοκρατία», σήκωσαν οδοφράγματα και περίμεναν την αναπόφευκτη επίθεση από τις Βρετανικές δυνάμεις.
Για μια εβδομάδα, οι εξεγερμένοι κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους παρά το γεγονός ότι ήταν λιγότεροι, σε αναλογία είκοσι προς έναν.
Περικυκλώθηκαν και βομβαρδίστηκαν ανελέητα με αποτέλεσμα να εξαναγκαστούν σε άνευ όρων παράδοση μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Ο απολογισμός της εξέγερσης ήταν 60 εξεγερθέντες, 120 Βρετανοί στρατιώτες και 450 άμαχοι πολίτες νεκροί, ενώ πάνω από 2.500 ήταν ο αριθμός των τραυματιών.
Σημαντικοί παράγοντες που απέτρεψαν την ένταση και την κλιμάκωση της μάχης, ήταν η ανάκληση της διαταγής συμμετοχής των Ιρλανδών Εθελοντών από τον Μακ Νηλ (επικεφαλής των δυνάμεων της Ιρλανδικής μεσαίας τάξης) την Κυριακή του Πάσχα και η κατάληψη του «Aud» (του γερμανικού υποβρυχίου που μετέφερε 20.000 όπλα για τους επαναστάτες) από τους Βρετανούς.
Όμως, στην τελική, η εξέγερση ήταν καταδικασμένη να αποτύχει εν τη γενέσει της, εφόσον το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού δεν ήταν έτοιμο να στηρίξει την εξέγερση, ενώ παράλληλα, δεν είχε προκηρυχθεί γενική απεργία κατά τη διάρκεια του Πάσχα, η οποία και θα εμπόδιζε την επέλαση (από λιμάνια, σιδηρόδρομο, κλπ) των βρετανικών στρατευμάτων.
Ο Κόνολι, έμπειρος μελετητής του Μαρξ και ηρωικός ηγέτης της εργατικής τάξης, απογοητεύτηκε βαθύτατα από την αποτυχία της εργατικής τάξης της Ιρλανδίας και τη μεγάλη προδοσία των ηγετών των διεθνών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Συμπέρανε ότι
«ακόμη και μια αποτυχημένη προσπάθεια για κοινωνική επανάσταση με τη δύναμη των όπλων…θα ήταν λιγότερο καταστροφική για το Σοσιαλιστικό ιδεώδες από την απόφαση των Σοσιαλιστών να γίνουν υποχείρια των καπιταλιστικών συμφερόντων σφάζοντας συντρόφους συναγωνιστές τους. Μια μεγάλη εξέγερση της εργατικής τάξης σε όλη την ήπειρο θα σταματούσε τον πόλεμο».
Ο Κόνολι, στην πορεία μέχρι την εξέγερση αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, έκανε πολιτικές υποχωρήσεις απέναντι στους εθνικιστές με τους οποίους συμπολεμούσε, παραμερίζοντας ιδέες και μεθόδους που είχε αναπτύξει πολύ προσεκτικά σε όλη τη διάρκεια της πολυετούς επαναστατικής του δράσης. Αυτό είναι εμφανές στη Διακήρυξη την οποία υπέγραψε, η οποία παρά τα θετικά στοιχεία που περιέχει, αποτελεί στην ουσία ένα εθνικιστικό κείμενο.
Καθώς ο Κόνολι είχε αποφασίσει τη συμμετοχή του στην εξέγερση, θα ήταν πιο σωστό να κυκλοφορήσει χωριστά ένα αμιγώς σοσιαλιστικό κείμενο που θα σκιαγραφούσε το όραμά του για μια «Δημοκρατία των Εργατών», της οποίας ο πλούτος και οι πόροι θα τελούσαν υπό τη συμμετοχική ευθύνη και τον έλεγχο της εργατικής τάξης.
Η χαμένη επανάσταση
Το τεράστιο θάρρος και η αυτοθυσία που επέδειξε ο Κόνολι (αλλά και όλοι όσοι έλαβαν μέρος στην εξέγερση) είναι αδιαμφισβήτητα. Ωστόσο, εξετάζοντας τα γεγονότα που ακολούθησαν την Εξέγερση, είναι φανερό ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για ένα τέτοιο γεγονός. Στην εισαγωγή του γνωστού έργου του «Η Εργασία στην Ιρλανδική Ιστορία», ο Κόνολι έγραψε ότι:
«Οι επαναστάσεις δεν είναι παράπλευρα προϊόντα του μυαλού μας αλλά αποτέλεσμα ώριμων υλικών συνθηκών».
Ενώ οι «υλικές συνθήκες» για μια σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια στο Βρετανικό και Ιρλανδικό καπιταλισμό δεν είχαν αναπτυχθεί έως το 1916, ο αντίκτυπος των εθνικών και παγκόσμιων γεγονότων που ακολούθησαν το 1917 έκαναν τη σοσιαλιστική επανάσταση πραγματικότητα. Το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης και το επαναστατικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη ριζοσπαστικοποίησε βαθιά την εργατική τάξη και στο νησί.
Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή δεν επηρέασε μόνο το Νότο, όπου η αντίσταση στο Βρετανικό ιμπεριαλισμό είχε εντατικοποιηθεί ως επακόλουθο της Εξέγερσης, αλλά και τους Προτεστάντες και Καθολικούς εργάτες στο Βορρά.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από τοπικές και εθνικές γενικές απεργίες, τη δημιουργία «σοβιέτ» (δημοκρατικά συμβούλια εργαζομένων) και σε ορισμένες περιπτώσεις την κατάληψη πόλεων, όπως το Μπέλφαστ και το Λίμερικ, από απεργούς και εργάτες, καθώς και την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής προοπτικής στους κόλπους της κοινωνίας.
Η απουσία μιας επαναστατικής σοσιαλιστικής ηγεσίας, η οποία θα μπορούσε να ενώσει την εργατική τάξη (σ.σ.: Καθολικών και Προτεσταντών, νότιας και βόρειας Ιρλανδίας) και τα κινήματα αυτά στην πάλη για τη σοσιαλιστική αλλαγή, οδήγησε στην μετάβαση από την επανάσταση αυτής της περιόδου στην αντεπανάσταση της διχοτόμησης (ιμπεριαλιστική πολιτική του διαίρει και βασίλευε) του νησιού.
Η τραγωδία του Κόνολι ήταν ότι, δεν έζησε για να δει τα γεγονότα αυτά και να διαδραματίσει τον αναγκαίο ρόλο στη δημιουργία μιας τέτοιας ηγεσίας.