Την Τετάρτη 8 Απρίλη ο Μπέρνι Σάντερς, υποψήφιος για το «χρίσμα» των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την «κούρσα» της διεκδίκησης και δίνει τη στήριξή του στον Τζο Μπάιντεν. Η κίνηση αυτή τού Σάντερς αποτελεί «πισώπλατη μαχαιριά» για τα εκατομμύρια κόσμου που τον στήριξαν, καθώς στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν μαχητικό αριστερό υποψήφιο, ο οποίος τώρα τους «αδειάζει», καλώντας τους να στηρίξουν τον Μπάιντεν, έναν «άνθρωπο της Γουόλ Στριτ» (του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης) με μακρύ ιστορικό υπεράσπισης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.
Τι διαφορετικό είχε η εκστρατεία του Σάντερς;
Ο Μπέρνι Σάντερς έχει βγει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, αποκαλώντας τον εαυτό του «δημοκράτη σοσιαλιστή» και χρησιμοποιώντας αρκετά ριζοσπαστικό λόγο και πρόγραμμα, για τα δεδομένα των ΗΠΑ.
Υποστήριζε ότι μιλάει στο όνομα του 99% του λαού και της εργατικής τάξης και ενάντια στο 1% των πλουσίων, ότι χρειάζεται μια πολιτική επανάσταση ενάντια στην τάξη των δισεκατομμυριούχων κλπ. Αυτές τις δηλώσεις τις συνδύαζε με ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε αιτήματα για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους/ες, κατώτατο ωρομίσθιο τα 15 δολάρια, δωρεάν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση κ.α.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε σε ένα μεγάλο βαθμό, να εκφράσει τα κινήματα που αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στις ΗΠΑ και της ανόδου της ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας που προκλήθηκε από τη Μεγάλη Ύφεση του 2007-8. Επίσης το γεγονός ότι αρνήθηκε να πάρει χρήματα από επιχειρηματίες και η εκστρατεία του στηρίχθηκε αποκλειστικά σε μικρές δωρεές απλών ανθρώπων, δείχνει τη μαζική απήχηση που είχε.
Η συσπείρωση εκατομμυρίων μαχητικών εργαζομένων και νεολαίας γύρω από την εκστρατεία του, «ταρακούνησε» το κατεστημένο τόσο των Δημοκρατικών όσο και της χώρας γενικότερα, με αποτέλεσμα να στρέψουν τις δυνάμεις τους ενάντια στην εκστρατεία του, όπως είχαν κάνει και το 2016 στηρίζοντας τη Χίλαρι Κλίντον.
Τι κι αν δημοσκοπήσεις και του 2016 και φετινές, σε περίπτωση εκλογών μεταξύ Τραμπ-Σάντερς, έδειχναν να χάνει ο Τραμπ, το βασικό για το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν να μην βγει ο Σάντερς, με κάθε κόστος.
Τα τραγικά «λάθη» του Σάντερς …
Αναμφίβολα ο Σάντερς δέχτηκε μεγάλες πιέσεις και η εξέλιξη της κούρσας για το χρίσμα των Δημοκρατικών άρχισε σε κάποια στιγμή να «γέρνει» προς τον Μπάιντεν. Όλοι οι υπόλοιποι 9 υποψήφιοι είχαν σπεύσει να δώσουν τη στήριξή τους στον Μπάιντεν, ακόμα και η -υποτίθεται πιο προοδευτική- Ελίζαμπεθ Γουόρεν, γεγονός που μείωσε ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες να επικρατήσει ο Σάντερς.
Έχοντας αποδεχτεί τα παραπάνω, ο Σάντερς ανακοίνωσε την απόσυρσή του, με παράλληλη στήριξη «οποιουδήποτε», αρκεί να μην ξαναβγεί πρόεδρος ο Τραμπ. Αυτή η λογική του «μικρότερου κακού» είναι πιθανόν να οδηγήσει αρκετά στρώματα της κοινωνίας στο να ψηφίσουν τον Μπάιντεν, ο Σάντερς όμως έχει τεράστια ευθύνη στο ότι δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος που να στηριχτεί μαζικά από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Με άλλα λόγια, έχοντας χάσει τη μάχη μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, που ήταν αναμενόμενο, ο Σάντερς όφειλε να προχωρήσει σαν ανεξάρτητος υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοέμβρη και, παράλληλα, να προχωρούσε στο κάλεσμα για τη συγκρότηση ενός αριστερού κόμματος στις ΗΠΑ, κάτι που σίγουρα θα είχε ελκύσει εκατομμύρια στις γραμμές του. Το ξεπούλημα του Σάντερς έγκειται ακριβώς στη δειλία του να εγκαταλείψει το Δημοκρατικό Κόμμα, ένα κόμμα των καπιταλιστών για να συμβάλει στη δημιουργία ενός κόμματος των εργαζομένων, στο όνομα των οποίων μιλάει.
Ήδη από το 2016, όταν το κατεστημένο των Δημοκρατικών με αντιδημοκρατικές διαδικασίες έδωσε στην Χίλαρι Κλίντον το χρίσμα, είχε ανοίξει η συζήτηση και υπήρξαν καμπάνιες με εκατοντάδες χιλιάδες υπογραφές για να συνεχίσει ο Σάντερς προς τις προεδρικές εκλογές, ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Αυτό δεν συνέβη ποτέ και η επανάληψη του ίδιου «λάθους» σήμερα, είναι πολλαπλά χειρότερο, καθώς η εκστρατεία που αναπτύχθηκε γύρω από τον Σάντερς έδειξε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα των εργαζομένων και της Αριστεράς στις ΗΠΑ, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τα πολιτικά δεδομένα στη χώρα και ο Σάντερς αρνείται πεισματικά να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ποιος είναι ο Μπάιντεν
Πέρα από τα παραπάνω, κεντρικό ζήτημα είναι και το ποιος είναι ο ίδιος ο Μπάιντεν, που ο Σάντερς καλεί τον κόσμο να τον στηρίξει. Είναι πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Ομπάμα, έχει προσφέρει τις υπηρεσίες του εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των δισεκατομμυριούχων και στηρίζοντας αντεργατικές πολιτικές όλα τα τελευταία χρόνια. Έχει υποστηρίξει περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση, ψήφισε ενάντια στην πραγματοποίηση δωρεάν αμβλώσεων μέσω του συστήματος υγείας, στήριξε τον πόλεμο στο Ιράκ κλπ και βέβαια η εκστρατεία του έχει χρηματοδοτηθεί από μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα. Πρόκειται δηλαδή για έναν άνθρωπο του συστήματος που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα προβλήματα, τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Αντί, λοιπόν, ο Σάντερς να βγει από το αδιέξοδο των Δημοκρατικών ανοίγοντας δρόμο πέρα από τα δύο μεγάλα κόμματα της αστικής τάξης, εγκαταλείπει τη μάχη και προδίδει τις ελπίδες των απλών ανθρώπων που είδαν στην εκστρατεία του κάτι διαφορετικό.
Ο ρεφορμισμός της εποχής μας
Η κίνηση του Σάντερς, βέβαια, δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, παρά το γεγονός ότι συμβαίνει για δεύτερη φορά. Κι αυτό γιατί ο «νέος» ρεφορμισμός της εποχής μας έχει πολύ συγκεκριμένα όρια. Όσοι δηλαδή μιλούν (στα λόγια) στο όνομα των συμφερόντων των εργαζομένων, πολύ σύντομα αποδεικνύεται ότι δεν έχουν και πολλά περιθώρια να εφαρμόσουν μια τέτοια πολιτική εντός των πλαισίων του συστήματος. Και όταν έρχονται μπροστά στο δίλημμα να προχωρήσουν πέρα από αυτό, να συγκρουστούν ή να συμβιβαστούν, τελικά επιλέγουν το δεύτερο.
Το παράδειγμα του Σάντερς δεν αποτελεί «παγκόσμια πρωτοτυπία». Μερικούς μήνες πριν είχαμε κάτι ανάλογο και στη Βρετανία με τον Κόρμπιν. Ο Κόρμπιν κατάφερε να πάρει την ηγεσία των Εργατικών, συσπειρώνοντας μετά από πάρα πολλά χρόνια μαχητικά στρώματα της κοινωνίας γύρω απ’ την εκστρατεία του και έχοντας ένα αρκετά ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Το γεγονός ότι αρνούνταν να «τα σπάσει» με τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, το οποίο κατέληξε και στη λάθος στάση του στο ζήτημα του Brexit, οδήγησαν στην ήττα στις εκλογές από τον Μπόρις Τζόνσον και την ανακατάληψη του κόμματος από τη δεξιά πτέρυγα.
Βέβαια η πιο κλασσική περίπτωση, με διεθνή αντίκτυπο, ήταν η ελληνική εμπειρία με τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, όπου τα όρια του ρεφορμισμού φανερώθηκαν μέσα σε λίγους μήνες, με τα γνωστά αποτελέσματα. Γνωστά είναι επίσης τα παραδείγματα του Ποδέμος στην Ισπανία, του Αριστερού Μπλοκ στην Πορτογαλία κλπ τα οποία ενσωματώθηκαν στο σύστημα και έχασαν τα αρχικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους.
Το πολιτικό κενό και η επόμενη μέρα
Η απόφαση του Σάντερς προκάλεσε απογοήτευση και αποτελεί σίγουρα «πισωγύρισμα» για τις προοπτικές των κινημάτων και της Αριστεράς στις ΗΠΑ. Από την άλλη, η δυναμική που αναπτύχθηκε γύρω από την εκστρατεία του, η συσπείρωση μαχητικών στρωμάτων της κοινωνίας κλπ, αυτή τη στιγμή μένει χωρίς έκφραση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα «πολιτικό κενό» που προσφέρει δυνατότητες στην ριζοσπαστική και επαναστατική Αριστερά στις ΗΠΑ.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του Νοέμβρη, η κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορονοϊού θα οδηγήσει τις κυβερνήσεις των καπιταλιστών σε όλο τον κόσμο να πάρουν σκληρά μέτρα, στην προσπάθειά τους να «σώσουν» τις τράπεζες, τις πολυεθνικές και το μεγάλο κεφάλαιο, φορτώνοντας τα βάρη της κρίσης και πάλι στους εργαζόμενους και την κοινωνία. Με τον ίδιο τρόπο αναμένεται να κινηθεί και η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, είτε υπό τον Τραμπ είτε υπό τον Μπάιντεν.
Η συζήτηση, λοιπόν, που έχει έτσι κι αλλιώς ανοίξει στις ΗΠΑ για την ανάγκη ενός νέου φορέα – κόμματος των εργαζομένων, αίτημα που αποτέλεσε σημείο αιχμής για τη Σοσιαλιστική Εναλλακτική (την αδερφή οργάνωση του «Ξ» στις ΗΠΑ και τμήμα της ISA) κατά την προεκλογική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς (δείτε εδώ και εδώ), θα παραμείνει στην ατζέντα. Ήδη υπάρχει κινητικότητα γύρω από τους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές της Αμερικής (Democratic Socialists of America), μια οργάνωση-δίκτυο που βρίσκεται στα αριστερά του Δημοκρατικού κόμματος και έχει αναπτυχθεί σημαντικά την τελευταία περίοδο, αλλά και γύρω από προσωπικότητες όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ (AOC), η οποία επίσης κινείται εκτός του κατεστημένου των Δημοκρατικών.
Το σημείο-κλειδί για την αμερικανική Αριστερά την επόμενη περίοδο, είναι να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα από τα όρια και τα ελλείμματα του Σάντερς και του κινήματος γύρω από αυτόν την προηγούμενη περίοδο. Την ίδια στιγμή που πρέπει να υπάρχει ενωτική δράση μέσα στις γραμμές της Αριστεράς, απαιτείται ένα ριζοσπαστικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα μάχης και σύγκρουσης με το σύστημα γιατί μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να δοθούν λύσεις στα προβλήματα και τις ανάγκες των εργαζομένων.