Μαρίνα Κονταρά, Βέλγιο
Μία από τις επιπτώσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ότι κατέστρεψε τεράστια τμήματα των υποδομών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο . Η ανάγκη να στεγαστούν μεγάλοι πληθυσμοί που είχαν επιβιώσει στα ερείπια ήταν επιτακτική στις περισσότερες χώρες. Ταυτόχρονα, λίγο μετά τον πόλεμο, στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης επικράτησαν σοσιαλδημοκρατικές ή κεϋνσιανές πολιτικές. Ένας συνδυασμός παραγόντων επέτρεψε αυτές τις πολιτικές: η επέκταση του ανατολικού μπλοκ αποτελούσε απειλή για τους καπιταλιστές της Ευρώπης την οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουν, το μαχητικό εργατικό κίνημα που τους πίεζε να υιοθετήσουν φιλολαϊκές πολιτικές και η οικονομική ανάπτυξη που βασιζόταν στην ανάγκη ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων δομών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών, ιδίως στην κεντρική Ευρώπη, υιοθέτησαν πολιτικές που κατέστησαν οικονομικά προσβάσιμη την φτηνή κατοικία σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Έτσι γεννήθηκε και προωθήθηκε η κοινωνική κατοικία στη Δυτική Ευρώπη (οι αντίστοιχες «εργατικές κατοικίες» της Ελλάδας). Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κινούνταν ούτως ή άλλως στην κατεύθυνση παροχής δωρεάν ή φθηνής στέγασης για όλους, ακόμη και αν υπήρχαν τεράστια περιθώρια βελτίωσης από πλευράς ποιότητας.
Η πετρελαϊκή κρίση του ’73 και οι επακόλουθες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, σηματοδότησαν την αρχή του τέλους για τις κεϋνσιανές και επεκτατικές πολιτικές στις ευρωπαϊκές χώρες – ο νεοφιλελευθερισμός επρόκειτο σύντομα να επικρατήσει και, ως εκ τούτου, όλες οι κοινωνικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής στέγασης, θα δέχονταν πιέσεις , θα εγκαταλείπονταν ή θα αποδυναμώνονταν. Οι άρχουσες τάξεις και οι κυβερνήσεις ήθελαν να απαλλαγούν από τις κρατικές ιδιοκτησίες.
Έτσι, σκέφτηκαν την εξής ιδέα: γιατί να μην πουλήσουν τις κοινωνικές/εργατικές κατοικίες; Στην αρχή αυτές οι κατοικίες θα προσφέρονταν σε όσους ενοικιαστές ήθελαν να αγοράσουν το διαμέρισμα στο οποίο ζούσαν: θα επωφελούνταν από ευνοϊκά επιτόκια και όρους, αν χρειαζόταν να πάρουν δάνειο –κάτι που ήταν αναγκαίο για τους περισσότερους – και η δόση θα πιστωνόταν στον μηνιαίο μισθό τους. Φυσικά, οι εν λόγω κατοικίες που ανήκαν στο δημόσιο δεν προσφέρονταν μόνο στους ενοικιαστές τους για αγορά. Τα κράτη τις πωλούσαν επίσης σε μεγάλες εταιρείες ή σε «μη κερδοσκοπικούς» οργανισμούς, οι οποίοι τις ανακαίνισαν για να τις μεταπωλήσουν ή να τις νοικιάσουν σε τιμές που δεν υπόκειντο πλέον σε κανέναν έλεγχο ή περιορισμό, καθώς στην ελεύθερη αγορά δεν θα πρέπει να τίθεται ανώτατο όριο για τις πωλήσεις ή τα ενοίκια. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις σε πολλές χώρες προωθούσαν ενεργά την ιδιοκατοίκηση ως αντίβαρο στον τερματισμό των πολιτικών της κοινωνικής κατοικίας και του κράτους πρόνοιας γενικότερα, αλλά και και ως μηχανισμό σε μια απόπειρα αποφυγής της κοινωνικής αποσάθρωσης.
Ξεπούλημα της κοινωνικής στέγασης
Η κοινωνική στέγαση δεν τελείωσε βέβαια ακαριαία : υπέστη σταδιακή υποχρηματοδότηση και υπονόμευση, ή ξεπουλήθηκε και απλά ξεθώριασε.
Ορισμένα στρώματα εργαζομένων συνέχισαν να επωφελούνται από αυτήν στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία ή τη Σουηδία κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Αλλά επρόκειτο για τους πολύ φτωχούς . Καθώς δεν χτίζονταν νέες πολυκατοικίες κοινωνικής στέγασης και οι παλιές δεν χρηματοδοτούνταν, γινόταν εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς μια θέση εκεί.
Αυτή η μεταβαλλόμενη κατάσταση άφησε στην πραγματικότητα εκτός πρόσβασης σε φτηνή κατοικία ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ανθρώπους που αγωνίζονταν για τα προς το ζην με χαμηλούς (αλλά όχι υπερβολικά χαμηλούς) μισθούς. Οι άνθρωποι αυτοί παγιδεύτηκαν με τον εξής τρόπο: αν δεν ήθελαν να ξοδεύουν ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για ενοίκιο, η μόνη τους επιλογή ήταν να πάρουν δάνειο από μια ιδιωτική τράπεζα. Έτσι κι έκαναν, αναγκασμένοι στην ουσία να υποδουλωθούν σε μια τραπεζική υποθήκη για 20 ή 30 χρόνια: στην πραγματικότητα συνέχιζαν να πληρώνουν ένα είδος «ενοικίου» – όχι στο κράτος ή στον ιδιοκτήτη αυτή τη φορά, αλλά σε μια τράπεζα.
Αυτές είναι οι απαρχές της κρίσης του χρέους των στεγαστικών δανείων που επρόκειτο να βιώσουμε στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Οι άνθρωποι που δεσμεύτηκαν με υποθήκη, υπέστησαν ξαφνικά τεράστιες περικοπές στο μισθό τους, σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης μετά το 2007-08. Ή, ακόμη χειρότερα, έχασαν τη δουλειά τους, γεγονός που κατέστησε αδύνατο γι’ αυτούς να συνεχίσουν να πληρώνουν το δάνειό τους. Άμεση συνέπεια ήταν οι εξώσεις που προέκυψαν σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα: άνθρωποι που είχαν ήδη χάσει σχεδόν τα πάντα, έχαναν και το σπίτι τους.
Gentrification: η ειδική περίπτωση του Βερολίνου
Η ριζική αλλαγή των όψεων υποβαθμισμένων γειτονιών που προσελκύει επενδύσεις και τελικά κατοίκους από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είναι το φαινόμενο που περιγράφεται με τον όρο «εξευγενισμός» ή «gentrification». Αυτό έπαιξε επίσης τον ρόλο του στην στεγαστική κρίση σε πολλές πόλεις. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τα τεράστια συγκροτήματα κοινωνικής στέγασης της Ανατολικής Γερμανίας (όπως και όλα τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία της χώρας) πουλήθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες για ψίχουλα. Ενώ οι εργαζόμενοι είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται κατά 5% – 20% τη δεκαετία του ’90 και του 2000, λόγω της διαδικασίας επανένωσης της Γερμανίας, αλλά και της μετάβασης από το μάρκο στο ευρώ, το Ανατολικό Βερολίνο μετατράπηκε σε ένα πολύ ελκυστικό και μοντέρνο μέρος για να ζει κανείς.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ακόμη και του 2000, το Ανατολικό Βερολίνο ήταν μια από τις φθηνότερες πρωτεύουσες στην Ευρώπη – αλλά αυτό σίγουρα δεν ισχύει πλέον, ιδίως όσον αφορά τις τιμές των ενοικίων. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 80% του πληθυσμού της πόλης δήλωσε ότι ανησυχεί από την εκτίναξη των ενοικίων στα ύψη. Από το 2007 έως το 2020, δαπανήθηκαν 42 δισ. ευρώ σε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις σε ακίνητα, ποσό που ισοδυναμεί με περισσότερο από το συνολικό ποσό επενδύσεων για το Λονδίνο και το Παρίσι!
Οι μικρότεροι ιδιοκτήτες ακινήτων και η κρατική κοινωνική στέγαση έχουν τεθεί επιθετικά στο στόχαστρο μεγάλων εταιρειών για τις οποίες η στέγαση έχει γίνει όχημα για τη διαχείριση παγκόσμιων κεφαλαίων. Η αγορά ακινήτων μετασχηματίστηκε ταχύτατα και αυτό προκάλεσε αυξήσεις των ενοικίων, μαζικές εκτοπίσεις και αποσύνθεση των τοπικών κοινοτήτων και του κοινωνικού ιστού. Πολλές γειτονιές «εξευγενίστηκαν» ταχύτατα, ενώ οι κάτοικοι με χαμηλό εισόδημα αγωνίζονταν να βρουν αξιοπρεπή και οικονομικά προσιτή κατοικία.
Το Βερολίνο αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση gentrification, αλλά παρόμοιες διαδικασίες μπορούν να παρατηρηθούν σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Αθήνα, η Βαρκελώνη ή οι Βρυξέλλες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο κοινός παρονομαστής είναι η δυσανάλογη και πολύ γρήγορη αύξηση των τιμών ενοικίασης και πώλησης, μαζί με τον εκτοπισμό των φτωχότερων στρωμάτων, τα οποία εκδιώκονται από τις αναβαθμισμένες περιοχές.
Μια διαφορετική ιστορία έρχεται από τη Σουηδία. Η χώρα έχει μια μακρά παράδοση, σύμφωνα με την οποία το κράτος προστάτευε και έθετε ανώτατα όρια στις τιμές των κατοικιών μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’90. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μακρών και επίμονων αγώνων του κινήματος των ενοικιαστών και των εργαζομένων. Όπως παντού στην Ευρώπη όμως, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επικράτησαν και στη Σουηδία και κατάφεραν να εξαλείψουν σταδιακά μια σειρά από προστατευτικά μέτρα: ως αποτέλεσμα το κόστος στέγασης αυξήθηκε επίσης σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Απαιτώντας οικονομικά προσιτή στέγαση για όλους
Αν και απέχουμε πολύ από το να πούμε ότι ξεπεράστηκε η οικονομική κρίση, παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη φάση βρίσκεται σε ανάκαμψη, η στεγαστική κρίση εξακολουθεί να υφίσταται. Την ίδια ώρα η πανδημία, επιτείνει σημαντικά όλες τις παραπάνω πιέσεις. Παρ’ όλα αυτά, το να έχει κάθε άνθρωπος ένα ασφαλές μέρος να ζει δεν είναι πολυτέλεια, ούτε θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν εμπόρευμα. Είναι ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Και αυτό είναι ουσιαστικά αυτό που υπερασπίζεται ο νεοσύστατος «Ευρωπαϊκός συνασπισμός δράσης για το δικαίωμα στη στέγαση και στην πόλη». Πρόκειται για μια πλατφόρμα που λειτουργεί σαν σημείο συνάντησης, συντονισμού και ανταλλαγής απόψεων μεταξύ διαφόρων κινημάτων που υπερασπίζονται το δικαίωμα στην προσιτή στέγαση για όλους, σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Από τη Σουηδία μέχρι την Ολλανδία, από το Βέλγιο μέχρι τη Ρουμανία, από την Ισπανία μέχρι την Τουρκία, οι άνθρωποι συναντιούνται και συντονίζουν δράσεις κατά των εξώσεων και για τον έλεγχο των τιμών των κατοικιών. Φαίνεται ότι είναι ένα σημάδι των καιρών.
Τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα των κινημάτων των ενοικιαστών παρατηρούνται στο Βερολίνο, όπου το κίνημα απαίτησε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το στεγαστικό πρόβλημα της πόλης. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε όντως τον Σεπτέμβριο και το αποτέλεσμά του ήταν η καθαρή υπερψήφιση προς την κατεύθυνση της προστασίας της κατοικίας: Το 56,4% ψήφισε υπέρ της υπαγωγής 240.000 ακινήτων (που αντιπροσωπεύουν το 11% των κατοικιών της πόλης) σε κρατικό έλεγχο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κατοικίες αυτές ανήκουν σε εταιρείες ακινήτων και ότι το αίτημα της εκστρατείας ήταν η κοινωνικοποίηση και η απαλλοτρίωσή τους. Το κίνημα εργάστηκε επίσης για την κάλυψη των νομικών προβλημάτων που θα αντιμετώπιζε μια τέτοια πρωτοβουλία, και ακόμη και αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν είναι δεσμευτικό, θα είναι δύσκολο να μην ληφθεί υπόψη από τους κυβερνώντες .
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2021, η κυβέρνηση στη Σουηδία αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει από τα σχέδια για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερες αυξήσεις των ενοικίων, υπό την πίεση του κινήματος των ενοικιαστών που κινητοποιήθηκε εναντίον τους. Ένα από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού απέσυρε την υποστήριξή του στην κυβέρνηση και την οδήγησε σε κατάρρευση, ακριβώς επειδή το κίνημα έγινε πολύ ισχυρό και ήταν αδύνατο να αγνοηθεί.
Σε όλη την Ευρώπη
Το στεγαστικό κίνημα εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Οι μνήμες από την Ισπανία είναι ακόμα ζωντανές: πριν από λίγα χρόνια, οι εργαζόμενοι της πυροσβεστικής αρνήθηκαν να συνδράμουν στις εξώσεις στην Καταλονία, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι δεν θα εξυπηρετήσουν τις τράπεζες και δεν θα πετάξουν τους ανθρώπους έξω από τα σπίτια τους.
Στο Βέλγιο το κίνημα είναι πιο πρόσφατο: ξεκίνησε στην αρχή της πανδημίας, όταν πολλοί άνθρωποι είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται ξαφνικά εξαιτίας των lockdown και δεν μπορούσαν να πληρώσουν το νοίκι τους. Κινητοποιήθηκαν ζητώντας την επιδότηση των ενοικίων τους για το διάστημα κατά το οποίο δεν μπορούσαν να εργαστούν. Καθώς το κίνημα δυνάμωνε, κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερες από 2.500 υπογραφές μόνο στις Βρυξέλλες, ζητώντας να επιβληθεί ανώτατο όριο στις τιμές των ενοικίων από το κράτος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το 60% του πληθυσμού των Βρυξελλών είναι ενοικιαστές και το εισόδημα σχεδόν των μισών από αυτούς βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Η πανδημία ώθησε επίσης στην ανάπτυξη ενός κινήματος για τη στέγαση στην Ολλανδία. Πρόσφατα οργανώθηκαν διαδηλώσεις σε διάφορες πόλεις, όπως το Ρότερνταμ, η Χάγη, η Ουτρέχτη και φυσικά το Άμστερνταμ, θέτοντας παρόμοια αιτήματα με αυτά του Βελγίου. Οι περισσότερες ολλανδικές πόλεις, αλλά κυρίως το Άμστερνταμ, υποφέρουν από πολύ υψηλά ενοίκια, ενώ η αγορά σπιτιού ή διαμερίσματος είναι σχεδόν αδύνατη για κάποιον που αμείβεται με ένα μέσο μισθό. Ο τουρισμός και το gentrification είναι οι κύριες αιτίες της πίεσης που ασκείται στις τιμές των κατοικιών. Και στην Ολλανδία, αυτό είναι αποτέλεσμα της εισαγωγής της δημόσιας στέγασης στην ελεύθερη αγορά και του ότι η στέγαση γενικά θεωρείται εμπόρευμα, ένας πεδίο για κερδοφορία , αντί για βασική ανάγκη.
Πανευρωπαϊκή πορεία για προσιτές κατοικίες
Όλα αυτά τα ανεξάρτητα κινήματα από τις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να συνεχίσουν να συντονίζονται και να αυξήσουν τη συνεργασία τους.
Ο προαναφερθείς συνασπισμός (που σήμερα εκπροσωπείται σε περισσότερες από 15 χώρες) προσπαθεί να οργανώσει μια πανευρωπαϊκή συνέλευση στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο και μια πανευρωπαϊκή πορεία στις 27 Μαρτίου.
Πρόκειται για μια συμμαχία στην οποία συμμετέχουν δυνάμεις που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, η οποία ενώνεται κάτω από τη βασική αντίληψη ότι η στέγαση, όπως και η τροφή, η υγεία και η εκπαίδευση, είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη και δεν πρέπει να θεωρείται πεδίο κερδοφορίας . Κανείς δεν πρέπει να ζει στους δρόμους ενώ κτίρια παραμένουν άδεια. Κανείς δεν πρέπει να πληρώνει για το σπίτι του περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει οικονομικά.
Όσο οι «δυνάμεις της αγοράς» ελέγχουν όλους τους τομείς της ζωής των ανθρώπων, όσο οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες είναι αντικείμενα προς πώληση σύμφωνα με τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, θα υπάρχουν άνθρωποι των οποίων οι βασικές ανάγκες δεν θα καλύπτονται.
Θα πρέπει να απαιτήσουμε την απαλλοτρίωση των τεράστιων αναπτυξιακών και κατασκευαστικών εταιρειών, και την εθνικοποίηση των τραπεζών, που ελέγχουν ένα τεράστιο μέρος της αγοράς κατοικίας. Πρέπει να αγωνιστούμε για μαζικές κρατικές επενδύσεις σε ποιοτικές κατοικίες για όλους όσους τις χρειάζονται. Πρέπει να εμπλέξουμε τους ενοικιαστές στη διαχείριση των ακινήτων.
Για να αγωνιστούμε για όλα αυτά, πρέπει να δημιουργήσουμε κινήματα ενοικιαστών σε κάθε γειτονιά, όπου αυτό είναι εφικτό και να συνδέσουμε και να συντονίσουμε αυτά τα κινήματα. Τα στεγαστικά αιτήματα θα πρέπει φυσικά να ενσωματωθούν και στα αιτήματα του εργατικού κινήματος, καθώς οι εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα είναι αυτοί που τους αφορά κατά κύριο λόγο το πρόβλημα αυτό.