Δημοσιεύουμε σε τρία μέρη την έκδοση του «Ξ» με τίτλο «Η ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος – Από τον 19ο αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5)» – σήμερα το α’ μέρος. Εάν θέλετε να προμηθευτείτε τη μπροσούρα μας, ελάτε σ’ επαφή εδώ.
Από τον 19ο αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5)
Εισαγωγή
Τις μέρες που εκδίδεται αυτή η μπροσούρα, συμπληρώνεται ένας χρόνος από την 7η Οκτωβρίου του 2023. Την ημέρα αυτή μαχητές της Χαμάς και άλλων παλαιστινιακών οργανώσεων εξαπέλυσαν μια πρωτοφανή επίθεση εναντίον του Ισραήλ εφορμώντας από τη Λωρίδα της Γάζας. Υπολογίζεται ότι 1.200 Ισραηλινοί και ξένοι υπήκοοι έχασαν τη ζωή τους από την επίθεση αυτή ενώ περίπου 250 μεταφέρθηκαν ως όμηροι πίσω στη Γάζα.
Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν ένα τεράστιο πλήγμα στο γόητρο του κράτους του Ισραήλ που φάνηκε εντελώς απροετοίμαστο και ανίκανο να αποτρέψει μια επίθεση τόσο μεγάλης έκτασης παρά τον πανίσχυρο στρατό του (Israeli Defense Forces – IDF) και τις διαβόητες μυστικές του υπηρεσίες.
Η κυβέρνηση του Μπεντζαμίν Νεντανιάχου και των ακροδεξιών του συμμάχων απάντησε στην επίθεση της Χαμάς εξαπολύοντας έναν γενοκτονικό πόλεμο κατά του παλαιστινιακού λαού. Ο πόλεμος αυτός, που συνεχίζεται ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 40.000 Παλαιστίνιους.
Το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη ήταν άμαχοι, γυναίκες και παιδιά, καθώς ο IDF βομβάρδισε αμέτρητες φορές σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, προσφυγικούς καταυλισμούς ακόμη και υποδομές της UNRWA(Υπηρεσία του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες).
Μετά από ένα χρόνο ανελέητου σφυροκοπήματος η Γάζα έχει ισοπεδωθεί και έχει μετατραπεί σε κρανίου τόπο. Όλες οι βασικές υποδομές – στέγαση, ύδρευση, αποχέτευση, ενέργεια, παραγωγή τροφίμων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κοκ – έχουν καταστραφεί, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι τραυματισμένοι. Οι δυο και πλέον εκατομμύρια Παλαιστίνιοι κάτοικοι της Γάζας μετακινούνται διαρκώς αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο σε ένα κομμάτι γης ελάχιστα μεγαλύτερο από την Αττική που βομβαρδίζεται διαρκώς. Την ίδια ώρα, κλιμακώνονται οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και ένοπλων ισραηλινών εποίκων εναντίον των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης. Μέσα στον Σεπτέμβρη, το Ισραήλ προχώρησε σε μια νέα κλιμάκωση της σύγκρουσης με τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε βομβητές και γουόκι τόκι, με ισοπέδωση ολόκληρων οικοδομικών μπλοκ στην Βυρητό και με την δολοφονία του ηγέτη της Χεσμπολά Χ. Νασράλα. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει αποφασίσει να ανοίξει νέο πολεμικό μέτωπο στο Λίβανο. Παράλληλα οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη και το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν έχουν ανοιχτά μέτωπα με το Ισραήλ. Ολόκληρη η Μέση Ανατολή μοιάζει με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί.
Το Ξεκίνημα έχει αναλύσει και έχει πάρει θέση για τα δραματικά αυτά γεγονότα σε μια σειρά από άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο xekinima.org και την εφημερίδα μας τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ το σύνολο της ανάλυσης και των θέσεων μας1. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να σκιαγραφήσει, εν συντομία, τους βασικούς σταθμούς της ιστορικής εξέλιξης του παλαιστινιακού ζητήματος, από τη γέννησή του στα τέλη του 19ου αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-1995).
Πιστεύουμε πως η πιο ολοκληρωμένη γνώση και κατανόηση της ιστορίας του παλαιστινιακού ζητήματος μπορεί να εξοπλίσει καλύτερα όσους και όσες στέκονται αλληλέγγυοι στο αίτημα του παλαιστινιακού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία, όσες και όσους συμμετέχουν στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο και την γενοκτονία που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι και αγωνίζονται για την ειρήνη, την ελευθερία και την ευημερία όλων των λαών της Μέσης Ανατολής και της ευρύτερης περιοχής, ανεξάρτητα από θρησκεία ή εθνικότητα.
Η γέννηση του παλαιστινιακού εθνικού ζητήματος
Το παλαιστινιακό ζήτημα έχει πάρει διαφορετικές μορφές μέσα στην εκατόχρονη ιστορία του. Μια ιστορία μαζικού ξεριζωμού, κατοχής, σκληρής καταπίεσης, ατελείωτων σφαγών και ανείπωτης δυστυχίας, τα οποία ο παλαιστινιακός λαός βιώνει μέχρι σήμερα.
Οι πολιτικές των ιμπεριαλιστικών χωρών και της σιωνιστικής-εβραϊκής αστικής τάξης είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνες για την γέννηση του παλαιστινιακού ζητήματος, την εθνική καταπίεση και την αιματοχυσία τόσων δεκαετιών. Από την άλλη, οι άρχουσες τάξεις των αραβικών χωρών και οι, ανά χρονικές περιόδους διαφορετικές, ηγεσίες των Παλαιστινίων δεν έχουν καταφέρει να οδηγήσουν τον παλαιστινιακό λαό στο στόχο της ελευθερίας και της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κράτους. Ο κύκλος βίας και το χάος μοιάζει αδύνατο να σπάσουν και το κόστος το πληρώνουν αθώοι άνθρωποι, κατά συντριπτικό ποσοστό Παλαιστίνιοι αλλά και αθώοι Ισραηλινοί πολίτες.
Ο παλαιστινιακός λαός βιώνει μια διαρκή γενοκτονία και εθνοκάθαρση, ζει σε άθλιες συνθήκες και δεν έχει δικό του κράτος. Όμως, ούτε οι ισραηλινοί πολίτες ζουν σε συνθήκες ασφάλειας και ειρήνης όπως υποσχόταν το σιωνιστικό αφήγημα.
Για να κατανοήσουμε το παλαιστινιακό ζήτημα σε βάθος χρειάζεται να πάμε πίσω στην ιστορία και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Οι ρίζες του παλαιστινιακού ζητήματος βρίσκονται στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ουαιώνα. Οι ιστορικές συνθήκες εκείνης της περιόδου είναι, επιγραμματικά, οι εξής:
Η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οποία ανήκε η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική.
Η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική διείσδυση του βρετανικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Οι προσπάθειες συγκρότησης ανεξάρτητων εθνικών αραβικών κρατών.
Ο αντισημιτισμός και τα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ουαιώνα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του πολιτικού ρεύματος του Σιωνισμού.
Η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης. Οι μεγάλες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης (κύρια η Αγγλία και η Γαλλία) διεισδύουν οικονομικά και πολιτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή.
Η διείσδυση αυτή και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της αυτοκρατορίας ανοίγουν το δρόμο στις καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής. ευρωπαϊκά κεφάλαια κάνουν επενδύσεις με τη στήριξη των εθνικών τους κυβερνήσεων, χτίζουν σιδηροδρομικές γραμμές και άλλες υποδομές και έτσι ανοίγουν την εγχώρια οικονομία στην παγκόσμια αγορά.
Οι φεουδαρχικές σχέσεις υποχωρούν, οι καπιταλιστικές σχέσεις αναπτύσσονται. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν σημαντικά και την ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης, όπου η γη αρχίζει να συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια πλούσιων ιδιωτών.
Παράλληλα, η Γαλλία και η Αγγλία διαρκώς ενισχύουν την πολιτική τους επιρροή ανοίγοντας προξενεία και «εκπαιδευτικά ιδρύματα». Προετοιμάζονται έτσι για να μοιράσουν μεταξύ τους τα λάφυρα που θα προκύψουν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τις δεκαετίες πριν τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες για τις διεθνείς αγορές και για παγκόσμια κυριαρχία παίρνει όλο και πιο οξύ χαρακτήρα.
Όπως τα Βαλκάνια, έτσι και η γεωγραφική περιοχή της Μ. Ανατολής είναι ένα μωσαϊκό από πολλές διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες: Άραβες Μουσουλμάνοι (κύρια Σουνίτες και Σιίτες), Δρούζοι, Εβραίοι, Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Έλληνες αλλά και Άραβες), Καθολικοί Χριστιανοί. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Παλαιστίνης στις αρχές του 20ου αιώνα είναι Άραβες μουσουλμάνοι (δείτε στοιχεία στη συνέχεια).
Οι διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες ζουν πλάι πλάι, χωρίς διαχωρισμούς συνόρων (αφού όλοι ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Το διοικητικό σύστημα της εξουσίας του Σουλτάνου βασίζεται σε ένα δίκτυο τοπικών προκρίτων που αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του κεντρικού κράτους και των διαφόρων επαρχιών.
Από το τέλος του 19ου αιώνα και ως το 1948, περίπου 50 οικογένειες προκρίτων της Παλαιστίνης συγκεντρώνουν στα χέρια τους σημαντική πολιτική, οικονομική και θρησκευτική εξουσία. Κατά κανόνα οι πρόκριτοι κατέχουν θέσεις στη θρησκευτική ιεραρχία του Ισλάμ (μουφτήδες, ιμάμηδες κλπ).
Την ίδια περίοδο αρχίζουν να αναπτύσσονται τα διάφορα ρεύματα του αραβικού εθνικισμού. Ο αραβικός εθνικισμός εκφράζει τα συμφέροντα των ανερχόμενων αστικών και μικροαστικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων, που είναι κυρίως έμποροι και απέκτησαν δύναμη μέσα από το άνοιγμα της αγροτικής οικονομίας της Παλαιστίνης στη διεθνή αγορά.
Παράλληλα, όμως, ο αραβικός εθνικισμός εκφράζει και τις αγωνίες των λαϊκών, κυρίως αγροτικών, στρωμάτων (φελάχοι). Οι φελάχοι, που είναι πλέον μισθωτές γης, κινδυνεύουν με έξωση οποτεδήποτε το αποφασίσει ο νέος, συχνά ξένος, ιδιοκτήτης.
Η άνοδος του αραβικού εθνικισμού αντανακλά τον φόβο των αραβικών μαζών απέναντι στην διογκούμενη μετανάστευση Εβραίων από την Ευρώπη, κάτι που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1880 με οργανωτή το σιωνιστικό κίνημα. Αυτή την περίοδο οι Σιωνιστές αγοράζουν γη και δημιουργούν αγροκτήματα στην Παλαιστίνη.
Ένας από τους στόχους της σιωνιστικής πολιτικής είναι να αδειάσει τη γη από τους ντόπιους Παλαιστίνιους φελάχους ώστε να υπάρξει γη και εργασία για τους νέους Εβραίους εποίκους. Οι πρώτες εκρήξεις βίας ξεσπούν όταν μεγαλοκτηματίες, κυρίως μη Παλαιστίνιοι, πουλούν εκτάσεις αγροτικής γης σε Σιωνιστές.
Σιωνισμός και εβραϊκό σοσιαλιστικό κίνημα
Στην Παλαιστίνη όπως και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής και τη Βόρειας Αφρικής υπήρχαν κοινότητες Εβραίων για πολλές εκατονταετίες. Οι Εβραίοι της περιοχής ήταν μια μικρή μειοψηφία και η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Άραβες Μουσουλμάνοι.
Η πλειοψηφία των Εβραίων βρισκόταν στη διασπορά. Μεγάλες κοινότητες Εβραίων υπήρχαν στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ανατολική, σε χώρες όπως η Ρωσία και η Πολωνία. Οι Εβραίοι της Ευρώπης ονομάστηκαν Ασκεναζίμ, ενώ οι Εβραίοι που εκδιώχτηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο Σεφαραδίτες.
Στην περίοδο που αναφερόμαστε οι Εβραίοι της διασποράς βιώνουν διακρίσεις, ρατσισμό, διώξεις και καταπίεση. Οι άρχουσες τάξεις και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθιστούν τους Εβραίους τα εξιλαστήρια θύματα και φορτώνουν πάνω τους όλα τα κοινωνικά αδιέξοδα που οι ίδιες δημιουργούν (όπως γίνεται στη σημερινή εποχή με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες).
Στην Πολωνία και τη Ρωσία εξαπολύονται βίαια πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Σαν αποτέλεσμα περίπου 4 εκατομμύρια Εβραίοι μεταναστεύουν προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ για να γλιτώσουν.
Οι εβραϊκές κοινότητες βέβαια δεν είναι κάτι το ενιαίο. Στο εσωτερικό τους υπάρχει ταξική διαίρεση. Από τη μια υπάρχουν οι πλούσιοι Εβραίοι (έμποροι, τραπεζίτες, βιομήχανοι κλπ) και από την άλλη οι φτωχοί εργάτες και μεροκαματιάρηδες Εβραίοι.
Η ταξική αυτή διαίρεση βρίσκει την πολιτική της έκφραση σε δύο αντιθετικά ρεύματα στο εσωτερικό των Εβραϊκών κοινοτήτων.
Σταδιακά, τμήματα της εβραϊκής αστικής τάξης στρέφονται στον Σιωνισμό ενώ η εβραϊκή εργατική τάξη στις σοσιαλιστικές και επαναστατικές ιδέες.
Οι Εβραίοι εργάτες, λόγω της διπλής καταπίεσης που βιώνουν, αποκτούν πολύ έντονη παρουσία στο εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα μέσα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών τους ή μέσα από την Γενική Εργατική Εβραϊκή Ομοσπονδία (Μπούντ). Για τους σοσιαλιστές Εβραίους το πρωταρχικό καθήκον είναι η πάλη για δικαιώματα και χειραφέτηση στις χώρες όπου κατοικούν και συνδέουν αυτό τον αγώνα με την επαναστατική πάλη του συνόλου της εργατικής τάξης ενάντια στο σύστημα.
Αντίθετα, για τους Σιωνιστές ο κεντρικός στόχος είναι η δημιουργία μια «εβραϊκής πατρίδας», ενός εβραϊκού κράτους. Για τους Εβραίους καπιταλιστές το εβραϊκό κράτος που υπόσχεται ο Σιωνισμός μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα δικά τους ταξικά συμφέροντα απέναντι στους άλλους ανταγωνιστές καπιταλιστές αλλά και απέναντι στην εργατική τάξη.
Κάποιες από τις τάσεις του σιωνιστικού κινήματος της πρώιμης αυτής περιόδου έχουν αναφορά στο σοσιαλισμό. Η σημαντικότερη οργάνωση αυτού του ρεύματος είναι η Poale Zion (Εργάτες της Σιών) που ιδρύθηκε το 1905 στη Ρωσία και το 1907 απέκτησε διεθνή χαρακτήρα. Στην ουσία του όμως ο Σιωνισμός είναι η πολιτική έκφραση των ταξικών συμφερόντων των Εβραίων καπιταλιστών.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής ή Τρίτη Διεθνής), την περίοδο που στην ηγεσία της βρίσκονταν ο Λένιν, ο Τρότσκι και άλλοι μεγάλοι μαρξιστές επαναστάτες, αρνείται την ένταξη φιλοσιωνιστικών «σοσιαλιστικών» οργανώσεων στις γραμμές της και χαρακτηρίζει το Σιωνισμό ως εργαλείο του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Επίσης, προβλέπει αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων σαν συνέπεια της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη.
Ο Σιωνισμός, στα πρώτα του βήματα, αποτελεί μειοψηφικό ρεύμα στους Εβραίους της διασποράς για τους οποίους η μόνη «πατρίδα» είναι οι χώρες όπου κατοικούν και κατά βάση νοιώθουν κομμάτι της εργατικής τάξης σε αυτές τις χώρες. Ο Σιωνισμός αντιπροσωπεύει όχι τον αγώνα για χειραφέτηση αλλά την «απόδραση» προς μια άγνωστη χώρα.
Το 1896 ο Αυστρο-ούγγρος δημοσιογράφος Θεοντόρ Χερτζλ δημοσιεύει το βιβλίο «Το Εβραϊκό Κράτος», που προπαγανδίζει την «επιστροφή στην Παλαιστίνη», και το 1897 πραγματοποιείται το πρώτο διεθνές συνέδριο των σιωνιστικών οργανώσεων στη Βασιλεία της Ελβετίας κατά το οποίο ιδρύεται η Παγκόσμια Οργάνωση Σιωνιστών. Το 1906 πραγματοποιείται το 5ο συνέδριο των Σιωνιστών που αποφασίζει ότι στόχος του Σιωνισμού είναι η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ σε ένα τμήμα των παλαιστινιακών εδαφών.
Από το 1882 ως το 1914 πραγματοποιούνται δυο μεγάλα κύματα μετανάστευσης περίπου 65.000 Εβραίων της Ευρώπης προς την Παλαιστίνη που ανεβάζουν τον εβραϊκό πληθυσμό της περιοχής στο 13% του συνόλου. Οι Σιωνιστές χρησιμοποιούν το σύνθημα «Μια γη δίχως λαό για ένα λαό δίχως γη». Όμως η Παλαιστίνη δεν είναι μια ακατοίκητη γη. Ο αραβικός πληθυσμός την αυγή του 20ου αιώνα ξεπερνά τις 600.000.
Η πίεση που νοιώθουν οι Άραβες από τη διαρκή αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης και οι εξώσεις των φτωχών Παλαιστινίων αγροτών από τη γη τους, προκαλεί τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Το 1909 οι σιωνιστικές οργανώσεις συγκροτούν παραστρατιωτικές ένοπλες ομάδες με το όνομα «Χα-Σομέρ» (ο Φρουρός). Οι οργανώσεις αυτές αναλαμβάνουν την περιφρούρηση των νέων γαιών και των εβραϊκών αγροκτημάτων που διαρκώς πληθαίνουν.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός
Οι Σιωνιστές ηγέτες ακολουθούν μια διπλή τακτική. Από τη μια οργανώνουν και χρηματοδοτούν (με τα χρήματα μεγαλο-καπιταλιστών Σιωνιστών) την μετανάστευση Εβραίων προς την Παλαιστίνη με σκοπό την αλλαγή του πληθυσμιακού συσχετισμού. Από την άλλη, προσεγγίζουν τις ιμπεριαλιστικές χώρες και επιδιώκουν να τις πείσουν ότι η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη θα είναι μια πολύ συμφέρουσα εξέλιξη για τα συμφέροντα τους. Καταρχάς γιατί θα δώσει «λύση» στο εβραϊκό ζήτημα και κατά δεύτερον επειδή ένα εβραϊκό κράτος θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών χωρών στην Μ. Ανατολή μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι, το σιωνιστικό κίνημα αποκτά στενές σχέσεις με την οικονομική και πολιτική ελίτ της Ευρώπης, ιδιαίτερα στη Βρετανία.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά τον Αύγουστο του 1914. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμετέχει στον πόλεμο με την πλευρά της Γερμανίας. Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές, για να πλήξουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπόσχονται στους Άραβες ανεξαρτησία σε αντάλλαγμα για μια Αραβική εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς και κατά συνέπεια στο στρατόπεδο της Γερμανίας.
Το 1916 πράγματι ξεκινά η αραβική εξέγερση με επικεφαλής τον Σερίφ Χουσεΐν στην περιοχή Χετζάζ (δυτική ακτή της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) υπό την άμεση καθοδήγηση των Βρετανών. Η εξέγερση επικρατεί, η Οθωμανική αυτοκρατορία ηττάται και το 1918 ο γιός του Χουσεΐν, Φεϊζάλ, συγκροτεί αραβική κυβέρνηση στη Δαμασκό με τη συμμετοχή Σύρων, Ιρακινών και Παλαιστινίων.
Όμως, οι ιμπεριαλιστές δεν φημίζονται για την ειλικρίνεια και την τιμιότητά τους. Την ίδια στιγμή που υπόσχονται ανεξαρτησία στους Άραβες, η Βρετανία και η Γαλλία υπογράφουν τη μυστική συμφωνία Sykes-Picot (από τα ονόματα των υπουργών εξωτερικών των δυο χωρών) το 1916.
Με τη συμφωνία Sykes-Picot η Μ. Ανατολή μοιράζεται σε ζώνες επιρροής ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία. Η Βρετανία παίρνει την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και το Ιράκ. Η Γαλλία παίρνει την Συρία και το Λίβανο. Οι ιμπεριαλιστές χαράσσουν αυθαίρετα σύνορα με έναν χάρακα πάνω στο χάρτη –έτσι προέκυψαν οι ευθείες γραμμές των σημερινών συνόρων– και ο Φεϊζάλ εκδιώκεται από τους Γάλλους το 1920. Η προοπτική για ένα ανεξάρτητο αραβικό κράτος, της Μεγάλης Συρίας, θάβεται οριστικά.
Σαν αντίδραση στη συμφωνία Sykes-Picot ξεσπούν βίαιες ταραχές στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ το 1919-1920.
Σαν αποτέλεσμα της συμφωνίας, μετά το 1917 η Παλαιστίνη περνά στην κατοχή και τη διοίκηση της Βρετανίας, μια κατοχή που λήγει το 1948 με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Το καθεστώς της Παλαιστίνης σ’ αυτή την περίοδο ονομάστηκε επίσημα «Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή».
Σημείο καμπής στην πορεία ίδρυσης του Ισραήλ αποτελεί η περίφημη δήλωση Μπάλφουρ. Τον Νοέμβριο του 1917 ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών, Λόρδος Μπάλφουρ, σε επιστολή προς τον Σιωνιστή ηγέτη και μεγαλο-καπιταλιστή Ρότσιλντ δηλώνει ότι η κυβέρνηση της Βρετανίας:
«…διάκειται ευνοϊκά προς την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό…»
Η δήλωση Μπάλφουρ αποτελεί την πρώτη ρητή δέσμευση του βρετανικού ιμπεριαλισμού για υποστήριξη του σιωνιστικού σχεδίου για ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Η δήλωση Μπάλφουρ περιλαμβάνεται αυτούσια στο επίσημο κείμενο της «Βρετανικής Εντολής» που υιοθέτησε η Κοινωνία των Εθνών το 1923. Η Κοινωνία των Εθνών ήταν ο πρόδρομος του ΟΗΕ την περίοδο του μεσοπολέμου και ο Λένιν την χαρακτήρισε, όχι τυχαία, ως Κοινωνία των Ληστών.
Σύμφωνα με την Εντολή, η Βρετανία αναλαμβάνει να δημιουργήσει τις συνθήκες για την ίδρυση Εβραϊκής Εθνικής Εστίας και είναι υπόχρεη να βοηθά τη μετανάστευση και εγκατάσταση Εβραίων στη γη της Παλαιστίνης. Επίσης, η Εντολή δίνει στο «Εβραϊκό Πρακτορείο» νομική υπόσταση δημόσιου φορέα με διευρυμένες οικονομικές και κοινωνικές αρμοδιότητες. Το Εβραϊκό Πρακτορείο είχε, ως τότε, την ευθύνη για την μετανάστευση και την εγκατάσταση Εβραίων της διασποράς στην Παλαιστίνη. Έτσι, το Εβραϊκό Πρακτορείο, με τις ευλογίες της Βρετανίας, μετεξελίσσεται σε ένα παράλληλο εμβρυακό κράτος και οργανώνει την Εβραϊκή Πολιτοφυλακή, «Χαγκανά», που αποτελεί τον πρόδρομο του ισραηλινού στρατού.
Η Βρετανική Εντολή ενισχύει την πλευρά των Σιωνιστών και δίνει νέα ώθηση στη μετανάστευση και εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη.
Η αναλογία Αράβων-Εβραίων αλλάζει ταχύτατα. Σύμφωνα με κάποια δημογραφικά στοιχεία, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην Παλαιστίνη κατοικούν 700.000 Άραβες Παλαιστίνιοι, 83.000 Εβραίοι και 80.000 Χριστιανοί και Δρούζοι. Τη δεκαετία του ’30 ο εβραϊκός πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία και φτάνει το 30% στα μέσα της δεκαετίας.
Σημαντικές είναι οι μεταβολές και στην κατοχή γης καθώς οι Σιωνιστές αγοράζουν διαρκώς γη από φτωχούς και υπερχρεωμένους Παλαιστίνιους αγρότες. Επιπλέον, πολύ σημαντική είναι η εισροή εβραϊκών κεφαλαίων από το εξωτερικό, που επενδύονται σε εβραϊκές επιχειρήσεις.
Κατά συνέπεια, στα μάτια των Παλαιστινίων η Βρετανική Εντολή ταυτίζεται με το σιωνιστικό σχέδιο και αυτό πυροδοτεί την πρώτη μαζική σύγκρουση Παλαιστινίων Αράβων με τον Σιωνισμό και τις Εβραϊκές κοινότητες τον Απρίλιο του 1920.
Το 1929 η κατάσταση έχει γίνει εκρηκτική. Στις 23 Αυγούστου, υπό την επιρροή του Μεγάλου Μουφτή της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίναλ Χουσεϊνί, εθνικιστές Άραβες εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον Εβραίων σε απάντηση στις προκλήσεις των Σιωνιστών. Οι ταραχές ξεκινούν από το Τείχος των Δακρύων στην Ιερουσαλήμ. Οι επιθέσεις των Αράβων στοχεύουν εκτός από τις σιωνιστικές δομές και τις εβραϊκές κοινότητες. Ο απολογισμός σε νεκρούς είναι 133 Εβραίοι και 116 Άραβες.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις το νεαρό ΠΚΚ (Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα) παίρνει θέση κατά των εθνικιστικών συγκρούσεων και υπέρ της ενότητας ανάμεσα σε Άραβες και Εβραίους εργάτες.
Σύμφωνα με τον τότε (εβραϊκής καταγωγής) ηγέτη του ΠΚΚ, Τζόζεφ Μπέργκερ, η Βρετανία υποδαύλισε το εθνικιστικό-ρατσιστικό μίσος προκειμένου να διαιρέσει τις δυο κοινότητες επειδή φοβόταν την ενότητα Εβραίων και Αράβων εργατών.
Σε ανακοίνωση του το ΠΚΚ αναφέρει ως κύρια αιτία των ταραχών του 1929 την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των Αράβων εργατών και αγροτών. Σύμφωνα με το ΠΚΚ η βρετανική αποικιακή διοίκηση κατάφερε να μετατρέψει το αρχικά αντιαποικιακό κίνημα σε αντιεβραϊκό πογκρόμ και οι αντιδραστικοί Εβραίοι και Άραβες έπαιξαν ο καθένας το ρόλο του στην υποδαύλιση της θρησκευτικής σύγκρουσης μετατρέποντας το Τείχος των Δακρύων σε σύμβολο ενός αγώνα για την εξουσία.
Την περίοδο εκείνη το ΠΚΚ διατηρεί τη συνεπή ταξική-διεθνιστική τοποθέτηση που επεξεργάστηκε η Κομιντέρν όταν στην ηγεσία της βρίσκονταν ο Λένιν και ο Τρότσκι και πριν την άνοδο του Στάλιν το 1924. Η θέση του ΠΚΚ προωθεί την ενότητα Αράβων και Εβραίων εργαζομένων ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, το Σιωνισμό και τις αραβικές αντιδραστικές εθνικές ελίτ. Το ΠΚΚ την περίοδο εκείνη εκδίδει δυο εφημερίδες, στις δυο γλώσσες, ενώ επιδιώκει την οργάνωση των Παλαιστινίων και των Εβραίων εργαζομένων σε κοινά συνδικάτα.
Αργότερα, όταν η επικράτηση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ μετατρέπει την Κομιντέρν σε εκπρόσωπο των συμφερόντων της σοβιετικής γραφειοκρατίας στο εξωτερικό, το ΠΚΚ εγκαταλείπει την ανεξάρτητη ταξική τοποθέτηση. Από τη δεκαετία του ‘30 η πολιτική της Κομιντέρν και της ΕΣΣΔ απέναντι στο Παλαιστινιακό χαρακτηρίζεται από διαρκή «ζιγκ-ζαγκ» ανάλογα με το τι εξυπηρετεί κάθε στιγμή τα συμφέροντα της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Έτσι, ενώ τη δεκαετία του ’30 η γραφειοκρατία και ο Στάλιν επιδιώκουν την «εθνική ενότητα» με το αραβικό εθνικιστικό κίνημα, αργότερα, κατά τον πόλεμο του ‘48 φαίνεται πως προσπαθούν να συμμαχήσουν με τον Σιωνισμό, αναγνωρίζουν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και στέλνουν όπλα μέσω της Τσεχοσλοβακίας στην Χαγκανά2.
Η πρώτη αραβική εξέγερση του 1936-1939
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, και άλλων φασιστικών κυβερνήσεων σε χώρες της Ευρώπης την ίδια περίοδο, αυξάνει τις διώξεις εναντίον των Εβραίων της Ευρώπης και ενισχύει περαιτέρω τον Σιωνισμό και τα μεταναστευτικά κύματα. Την περίοδο 1929-1939 επιπλέον 250.000 Εβραίοι μεταναστεύουν από την Ευρώπη στην Παλαιστίνη.
Αυτή η κατάσταση οδηγεί τον Απρίλιο του 1936 στην πρώτη μεγάλη παλαιστινιακή εξέγερση. Στην πρώτη της φάση η εξέγερση παίρνει την μορφή μιας τεράστιας γενικής απεργίας των Αράβων που κρατά έξι ολόκληρους μήνες, ως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Στη δεύτερη φάση, μεταξύ 1937-1939, η εξέγερση εξελίσσεται σε σύγκρουση ένοπλων ομάδων και οπλαρχηγών στην ύπαιθρο.
Ηγετικό ρόλο στην εξέγερση παίζει αρχικά η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (ΑΑΕ), στην οποία κυριαρχούν τα αστικά-εθνικιστικά στοιχεία, οι πρόκριτοι και οι μουφτήδες. Η ΑΑΕ στόχευε κυρίως το Σιωνισμό αλλά δεν ήθελε τη μετωπική σύγκρουση με τους Βρετανούς, επιδιώκοντας τη διαπραγμάτευση μαζί τους.
Στη δεύτερη φάση της εξέγερσης ο ηγετικός ρόλος περνά από την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή στο θρησκευτικό-ισλαμικό κίνημα των Κασαμιστών. Οι Κασαμιστές πήραν το όνομα τους από τον ισλαμιστή αντάρτη Ιζαλ-Ντιν αλ-Κασάμ που σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με τους Βρετανούς το 1935. Το κίνημα των Κασαμιστών έχει σχέσεις με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και εντάσσεται στο ισλαμικό δόγμα της Σαλαφίγια, που υποστηρίζει τον ιερό πόλεμο. «Τζιχάντ, για το Θεό και την πατρίδα» είναι το κεντρικό τους σύνθημα.
Τον Ιούλιο του 1937 μια επιτροπή της βρετανικής κυβέρνησης υπό τον Ουίλιαμ Πιλ προτείνει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δυο κράτη.
Σύμφωνα με το σχέδιο Πιλ, οι Εβραίοι θα πάρουν το 20% των εδαφών της Παλαιστίνης ενώ οι Άραβες περίπου το 70% που θα αποτελεί μέρος της Υπεριορδανίας στο πλαίσιο ενός ενιαίου αραβικού κράτους. Η Βρετανία θα διατηρούσε τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ και ενός διαδρόμου ως το λιμάνι της Γιάφα. Επιπλέον, προβλέπεται η μετακίνηση πληθυσμών η οποία είναι συντριπτικά εις βάρος των Αράβων Παλαιστινίων. Την περίοδο εκείνη η Βρετανία ασκεί τεράστια επιρροή στα βασίλεια της Ιορδανίας και της Αιγύπτου και αντιμετωπίζει τις δυο χώρες ως «στρατηγικούς συμμάχους». Μέσω των δυο αυτών Μουσουλμανικών χωρών επιδιώκει να εφαρμόζει την πολιτική που εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα χωρίς αντιδράσεις από την πλευρά των αραβικών μουσουλμανικών μαζών. Γι’ αυτό και θέλει την ενσωμάτωση των παλαστινιακών εδαφών στην Υπεριορδανία και όχι την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Οι Σιωνιστές υποδέχονται θετικά το σχέδιο διχοτόμησης που τους ευνοεί ενώ οι Παλαιστίνιοι Άραβες το απορρίπτουν. Το σχέδιο Πιλ παίζει αποφασιστικό ρόλο στη μετεξέλιξη της εξέγερσης από ένα μαζικό κίνημα γενικών απεργιακών κινητοποιήσεων, διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, υπό την ηγεσία προκρίτων και Αράβων εθνικιστών, σε ένα ένοπλο κίνημα υπό την ηγεσία των Κασαμιστών.
Οι Κασαμιστές κερδίζουν τη μαζική υποστήριξη των φτωχών αγροτών στην Παλαιστινιακή ύπαιθρο και φτάνουν τους 20.000 ενόπλους μαχητές. Απέναντί τους η Βρετανία κινητοποιεί στρατεύματα και απαντά με σκληρή καταστολή που έχει ως αποτέλεσμα 5.000 νεκρούς Παλαιστίνιους, 10.000 τραυματίες, 30.000 εκτοπισμένους ενώ κατεδαφίζονται περισσότερα από 2.000 σπίτια υπόπτων για συμμετοχή στην εξέγερση.
Στο τέλος της εξέγερσης, το 1939, οι Σιωνιστές βγαίνουν ενισχυμένοι. Οι Εβραίοι αποτελούν πλέον το 31% του συνολικού πληθυσμού και κυριαρχούν στη βιομηχανία, στον τραπεζικό και τον εμπορικό τομέα. Επιπλέον, η Χαγκανά είναι πλέον μια εμπειροπόλεμη στρατιωτική δύναμη. Από την άλλη, κάποια από τα ισλαμικά ρεύματα που ηγούνται της εξέγερσης αναπτύσσουν σχέσεις με το Ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ σαν απάντηση στην πολιτική του βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Συγκεκριμένα, ο Μεγάλος Μουφτής της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίναλ Χουσεϊνί, στρέφεται προς τη Γερμανία του Χίτλερ, στη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι σύμμαχός μου». Ο Χουσεϊνί συναντά τον Χίτλερ το 1941, διαμένει στο Βερολίνο μεταξύ 1941-1945, κρατά δημόσια φιλική στάση προς το ναζιστικό καθεστώς και βοηθά στην οργάνωση μιας μονάδας Βόσνιων Μουσουλμάνων των WaffenSS.
Το 2015 ο Νετανιάχου προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτά τα γεγονότα για να ρίξει στους Παλαιστίνιους Μουσουλμάνους την ευθύνη για το ολοκαύτωμα των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, κάτι που συνιστά παραχάραξη της ιστορίας και έμμεση «αθώωση» των Ναζί.
Ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και παλαιστινιακή Νάκμπα
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος παίζει, επίσης, κομβικό ρόλο στην εξέλιξη του παλαιστινιακού.
Η εξόντωση 6 εκατομμυρίων Εβραίων –μαζί με Ρομά, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, κομμουνιστές, συνδικαλιστές κοκ– στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, επιδρά καταλυτικά στη συνείδηση των Εβραίων.
Το σιωνιστικό σχέδιο υπόσχεται στους Εβραίους μια ασφαλή πατρίδα στην Παλαιστίνη. Η προοπτική ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη υποστηρίζεται και από τις ΗΠΑ που βγαίνουν ενισχυμένες από τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο και αναλαμβάνουν τα ηνία της παγκόσμιας κυριαρχίας από τη Βρετανία.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1947, ο ΟΗΕ εγκρίνει το ψήφισμα 181 που προβλέπει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και τη δημιουργία ενός αραβικού και ενός εβραϊκού κράτους, ενώ η Ιερουσαλήμ προβλέπεται να παραμείνει σε διεθνή έλεγχο. Η Βρετανία ανακοινώνει ότι θα αποχωρήσει από την Παλαιστίνη.
Η απόφαση του ΟΗΕ ευνοεί την πλευρά των Σιωνιστών. Διότι, ενώ οι Παλαιστίνιοι αποτελούν γύρω στο 70% του πληθυσμού (περίπου 1,4 εκ) και πριν το 1947 είχαν το 92% των εδαφών, με την απόφαση του ΟΗΕ παίρνουν μόλις το 43% των εδαφών. Από την άλλη ενώ οι Εβραίοι αποτελούν το 30% του πληθυσμού (600.000) παίρνουν το 57% των εδαφών.
Αμέσως μετά την δημοσιοποίηση της απόφασης του ΟΗΕ και την ανακοίνωση ότι η Βρετανία θα αποχωρήσει, η Χαγκανά και άλλες σιωνιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις αρχίζουν εκκαθαρίσεις περιοχών από τους Παλαιστίνιους κατοίκους τους.
Στις 14 Μαΐου του 1948, μια ημέρα πριν λήξει η βρετανική κατοχή στην Παλαιστίνη, το Ανώτατο Εβραϊκό Συμβούλιο ανακηρύσσει την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Την επομένη, στις 15 Μαΐου, ξεκινά ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος όταν στρατεύματα της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ιράκ, της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας εισβάλλουν στα παλαιστινιακά εδάφη.
Ο Α’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος λήγει το καλοκαίρι του 1949 με νίκη του Ισραήλ που καταλαμβάνει το 77% της Παλαιστίνης. Τα εδάφη αυτά είναι κατά πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με την πρόβλεψη του ΟΗΕ στο ψήφισμα 181 του 1947. Επιπλέον, η Αίγυπτος καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας και η Ιορδανία την Δυτική και την Ανατολική όχθη του Ιορδάνη ποταμού.
Λόγω του πολέμου, 750.000 Παλαιστίνιοι ξεριζώνονται από τα σπίτια τους και γίνονται πρόσφυγες στις γειτονικές αραβικές χώρες (Ιορδανία, Λίβανος, Συρία, Αίγυπτος). Τα σπίτια και οι περιουσίες τους απαλλοτριώνονται από τους Σιωνιστές.
Οι πρόσφυγες εγκαθίστανται σε προσφυγικούς καταυλισμούς και ζουν σε άθλιες συνθήκες, μέσα στη φτώχεια. Ένα μικρό μέρος των Παλαιστινίων παραμένει σε εδάφη που αποτελούν πλέον επικράτεια του κράτους του Ισραήλ και αντιμετωπίζει την καταπίεση, την καταστολή και τις διακρίσεις. Το κράτος του Ισραήλ επιβάλλει στρατιωτικό νόμο στα παλαιστινιακά χωριά και πόλεις που κατέλαβε το 1948, ο όποιος κρατά μέχρι το 1966.
Στο Ισραήλ ο πόλεμος του 1948-1949 ονομάζεται επίσημα ως «πόλεμος της ανεξαρτησίας». Για τους Παλαιστίνιους όμως έχει μείνει στην ιστορία ως «Νάκμπα», που σημαίνει «Καταστροφή».
Η Νάκμπα σηματοδοτεί τη σύγχρονη μορφή του παλαιστινιακού ζητήματος, κεντρικά στοιχεία του οποίου είναι α) ο τεράστιος αριθμός Παλαιστίνιων προσφύγων μαζί με την κατάληψη παλαιστινιακών εδαφών από το νεογέννητο κράτος του Ισραήλ και β) η ανυπαρξία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Ο μεταπολεμικός κόσμος
Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διαμόρφωσε έναν νέο συσχετισμό δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ΗΠΑ βγήκαν εξαιρετικά ενισχυμένες σε σχέση με την Βρετανία και τη Γαλλία και έγιναν ο αδιαμφισβήτητος επικεφαλής των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης.
Η σοβιετική Ρωσία επίσης ενίσχυσε την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ανατράπηκε ο καπιταλισμός και η εξουσία πέρασε στα Κομμουνιστικά Κόμματα – κάτω από συνθήκες μιας μονοκομματικής γραφειοκρατίας. Στην Ανατολική Ευρώπη δεν εγκαθιδρύθηκαν πραγματικά σοσιαλιστικά καθεστώτα με εργατική δημοκρατία, στοιχεία που χαρακτήριζαν τη σοβιετική Ρωσία τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1917. Τα καθεστώτα της Ανατολής Ευρώπης ήταν εξαρχής «παραμορφωμένα/εκφυλισμένα εργατικά κράτη», όπως είχε γίνει η ΕΣΣΔ την εποχή μετά την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία.
Στην ΕΣΣΔ και την Ανατολή Ευρώπη η οικονομία κρατικοποιήθηκε, το κεφάλαιο απαλλοτριώθηκε και εφαρμόστηκε κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία. Όμως, αντί η εξουσία να περάσει τις εργατικές μάζες, συγκεντρώθηκε στα χέρια ενός προνομιούχου και παρασιτικού γραφειοκρατικού στρώματος, στο κράτος και στο κόμμα. Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ ήταν συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής της γραφειοκρατίας και αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στη διατήρηση των προνομίων της και όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού διεθνώς. Στη βάση αυτή, ο Στάλιν συμφώνησε στη Γιάλτα με τον αμερικανοβρετανικό ιμπεριαλισμό να μοιράσει τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής και σε ένα νέο παγκόσμιο «στάτους κβο».
Η νέα ισορροπία των δυο ανταγωνιστικών μπλοκ που προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ονομάστηκε Ψυχρός Πόλεμος.
Η Μέση Ανατολή, στα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ, με τα μεγάλα πετρελαϊκά αποθέματα, και η Αίγυπτος, με τη διώρυγα του Σουέζ, απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Επίσης, μετά τον ΒΠΠ οι λαοί στις πρώην αποικιακές χώρες ξεσηκώνονται απαιτώντας ανεξαρτησία από τα δεσμά και τη στυγνή εκμετάλλευση του ιμπεριαλισμού της Βρετανίας, της Γαλλίας και των άλλων δυτικών χωρών. Μαζικά κινήματα και επαναστάσεις ξεσπούν σε πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής (Κίνα, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ κα). Είναι η εποχή της Αποικιακής Επανάστασης – των επαναστάσεων των αποικιακών λαών.
Στον αραβικό κόσμο οι εργατικές και οι φτωχές λαϊκές μάζες ριζοσπαστικοποιούνται προς τα αριστερά και κοιτούν προς την ΕΣΣΔ (και κατά δεύτερο λόγο στην Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ). Όμως, η μαζική Αριστερά στις αραβικές χώρες δεν έχει την ανεξάρτητη, ταξική, διεθνιστική πολιτική που ακολουθούσαν οι Μπολσεβίκοι στο εθνικό ζήτημα.
Αντί για την πολιτική των Μπολσεβίκων, η αραβική Αριστερά υιοθετεί την πολιτική της σοβιετικής γραφειοκρατίας η οποία υπαγορεύεται από τη διατήρηση του μεταπολεμικού στάτους κβο και όχι από την προώθηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως τον δρόμο για την αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού ζυγού και της εθνικής καταπίεσης.
Η Αριστερά στον αραβικό κόσμο υιοθετεί τη σταλινική «Θεωρία των Σταδίων». Σύμφωνα με αυτήν, στις καταπιεσμένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες, θα έπρεπε πρώτα να επιτευχθεί η εθνική ανεξαρτησία και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία τότε να τεθεί το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το πρακτικό καθήκον που προκύπτει από τη Θεωρία των Σταδίων είναι να δημιουργηθεί ένα «λαϊκό μέτωπο» εθνικής ενότητας, ανάμεσα στις εργατικές-λαϊκές μάζες και τις ντόπιες άρχουσες τάξεις των καταπιεσμένων χωρών, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εθνική καταπίεση. Αποτέλεσμα της θεωρίας αυτής είναι να βρεθούν επικεφαλής των αντι-αποικιακών κινημάτων αστικές-εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις. Όμως, όπως είναι φυσικό, για τους αστούς εθνικιστές αυτό που προέχει από τον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα είναι η προάσπιση των δικών τους ταξικών συμφερόντων για την επόμενη ημέρα, μετά την ανεξαρτησία. Έτσι η αποχώρηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού από διάφορες κτήσεις του μετά τον ΒΠΠ, σε συνδυασμό με την πολιτική του διαίρει και βασίλευε που εφάρμοσε μεθοδικά η Βρετανία σε όλο τον πλανήτη, οδήγησε σε πολλές εθνικές διαμάχες και ζητήματα που παραμένουν ακόμη άλυτα όπως (για να μιλήσουμε μόνο για την περιοχή μας), το κυπριακό, το κουρδικό και το μεσανατολικό.