Του Πάρη Μακρίδη
Το Νοέμβρη του 2010 η Ιρλανδία κατέφυγε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και έλαβε 85 δισ. € ως «βοήθεια» με σκοπό να αντιμετωπίσει το κόστος από τη διάσωση του τραπεζικού της τομέα και του τεράστιου ελλείμματός της. Το κράτος ανέλαβε το βάρος της κατάρρευσης των τραπεζών (και κυρίως της Bank of Ireland) πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του ελλείμματός της από το 13,8% το 2009 στο 30,5% το 2010[1]. Τα χρήματα της ΕΕ και του ΔΝΤ ήταν «αναγκαία» για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Τον Ιούνη του 2012 η Ισπανία έλαβε από τον ΕΜΣ 100 δισ. € με σκοπό την κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της συστήματος, ενός τραπεζικού συστήματος που κατέρρεε υπό το βάρος της «φούσκας» των ακινήτων που είχε επεκταθεί τα προηγούμενα χρόνια[2].
Και τελικά, απ’ ότι μας λένε, τα προβλήματα και των δύο χωρών αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς! Στο τελευταίο Eurogroup ανακοινώθηκε με χαρές και πανηγύρια ότι στις 15 Δεκέμβρη η Ιρλανδία και τον Ιανουάριο η Ισπανία βγαίνουν από τα προγράμματα στήριξης! «Συγχαρητήρια και στις δυο χώρες. Πάντα έδειξαν ισχυρή δέσμευση στα προγράμματα» δήλωνε ο επικεφαλής του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ, επιβεβαιώνοντας την είδηση[2].
Όλα καλά λοιπόν! Ή μήπως όχι;
Το ιρλανδικό χρέος
Όσοι βιάζονται να πανηγυρίσουν και να δουν τον «Κέλτικο Τίγρη» ως παράδειγμα και για την Ελλάδα, πρέπει να μπουν στη θέση τους. Γιατί το Μνημόνιο αποτέλεσε το «όχημα» μέσω του οποίου πέρασαν βαθιές αντιλαϊκές πολιτικές στην Ιρλανδία, αλλαγές μόνιμες, που έπληξαν τα εργαζόμενα στρώματα, και δεν πρόκειται να αλλάξουν ή να παρθούν πίσω επειδή «έφυγε» το Μνημόνιο!
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πρώτα απ’ όλα το χρέος. Το ποσό που χρωστά η Ιρλανδία στο ιδιωτικό τραπεζικό κεφάλαιο και τον ΕΜΣ αυξήθηκε από 47,2 δισ. € (25% του ΑΕΠ) το 2007 στα 205,9 δισ. € το 2013 (126% του ΑΕΠ), αυξανόμενο κατά 15,5% σε σχέση με πέρσι[2].
Αυτό σημαίνει ότι οι τόκοι και τα χρεολύσια αυξάνονται, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει μια διαρκή εφαρμογή μέτρων λιτότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αποπληρωμή των δανείων προς τον ΕΜΣ θα διαρκέσει μέχρι το 2042[3]!
Γιατί λοιπόν η Ιρλανδία δεν θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση από την Τρόικα; Επειδή οι δημοσιονομικοί στόχοι επετεύχθησαν – απαντούν οι τροϊκανοί! Η Ιρλανδία κατέφερε να μειώσει το έλλειμμά της από το 13,1% το 2011 στο 8,2% το 2012[4] και να πετύχει, έστω και αναιμικούς, ρυθμούς ανάπτυξης (2,2% για το 2011 και 0,2% για το 2012 [5]). Κατάφερε έτσι να κερδίσει την εμπιστοσύνη των «αγορών». Το επιτόκιο δανεισμού των δεκαετών της ομολόγων έπεσε από το 9,6% το Νοέμβρη του 2010 (όταν μπήκε στο Μνημόνιο δηλαδή) στο 3,55% σήμερα [6].
Όλα αυτά ισχύουν. Το ερώτημα όμως παραμένει: γιατί αυτά συνιστούν μια αλλαγή για το λαό της Ιρλανδίας; Τι σημαίνει αυτή η «επιτυχία» για τους Ιρλανδούς εργαζόμενους, άνεργους, νεολαίους; Η απάντηση είναι απλή: απολύτως τίποτα!
Κι αυτό γιατί η «έξοδος από το Μνημόνιο», έτσι όπως την εννοεί η ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη, δεν σημαίνει σταμάτημα των περικοπών, των μειώσεων μισθών, της ανεργίας και της λιτότητας. Δεν σημαίνει αναίρεση όλων των μέτρων που έχουν παρθεί κατά τα μνημονιακά χρόνια. Δεν σημαίνει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων ούτε υιοθέτηση μιας άλλης πολιτικής κατεύθυνσης. Το μόνο που σημαίνει η έξοδος της Ιρλανδίας από το Μνημόνιο είναι η δυνατότητά της να δανείζεται, όχι αποκλειστικά από τον ΕΜΣ όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, αλλά «ελεύθερα» από τις αγορές. Γιατί θεωρείται επίτευγμα, το να μπορεί πάλι ένα κράτος να πέσει στα «νύχια» των αρπαχτικών του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου, να ξεκινήσει πάλι να δανείζεται από αυτό, πράγμα που θα οδηγήσει σε νέα αύξηση του χρέους, σε νέα μέτρα, σε νέο κύκλο κρίσης;
Τι άφησε η μνημονιακή ισοπέδωση ή αλλιώς πως κέρδισε η Ιρλανδία την εμπιστοσύνη των «αγορών»
Από το 2008 οι συνολικές περικοπές φτάνουν τα 33 δισ. €[7] ενώ το πρόγραμμα 2010-2014 «κατάφερε»: πάγωμα των μισθών στο δημόσιο και 24.750 απολύσεις, μείωση κατά 11,6% του κατώτατου μισθού, αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας (όχι όμως των κερδών των επιχειρήσεων που παραμένει στο 12,5%), περικοπές ύψους 3 δισ. € στην Πρόνοια, μείωση 5% στις δαπάνες για την Παιδεία και 8% για την Υγεία, αυξήσεις στα όρια συνταξιοδότησης, δίδακτρα ύψους 2.000 € ετησίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση[8].
Το κλίμα στην αγορά εργασίας έχει αγριέψει για τα καλά. Σύμφωνα με την έκδοση του IBEC (του ιρλανδικού Συνδέσμου Βιομηχάνων) για το 2012, από το 2008 είχαν «χαθεί» 300.000 θέσεις εργασίας, ενώ το 75% των επιχειρήσεων σκόπευε να παγώσει ή να μειώσει τους μισθούς και σχεδόν οι μισές να επεκτείνουν τις ελαστικές μορφές εργασίας[9]. Με αυτόν τον τρόπο η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία «συγκρατήθηκε» στο 13% περίπου, ένα ποσοστό που είναι σε κάθε περίπτωση κατά 10% μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2007[10].
Η σκληρή ταξική πολιτική της ιρλανδικής κυβέρνησης φαίνεται επίσης και από την κατανομή των φορολογικών της εσόδων. Το 2012 τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος και το ΦΠΑ ανήλθαν στα 25,35 δισ. € ενώ αυτά από τη φορολογία των επιχειρήσεων μόλις στα 4,22 δισ. €[11]. Ο νέος προϋπολογισμός της πρώτης μετά Μνημονίου χρονιάς, συνεχίζει με την ίδια συνταγή: λιτότητα ύψους 2,5 δισ. € με αυξήσεις σε φόρους, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και μειώσεις σε επιδόματα μητρότητας και ανεργίας[12]. Το εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων έχει περιοριστεί, πράγμα που θέτει τις βάσεις για νέο κύκλο μέτρων και ύφεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει αυξηθεί στο 12,7% από το 5,7% πριν δύο χρόνια, ενώ ένα στα τέσσερα στεγαστικά δάνεια δεν εξυπηρετούνται ομαλά[13].
Η περίπτωση της Ισπανίας
Η περίπτωση της Ισπανίας είναι διαφορετική ως προς το τυπικό της κομμάτι, αλλά επί της ουσίας δεν διαφέρει καθόλου. Στην Ισπανία δεν υπήρξε υπογραφή ενός Μνημονίου, αλλά οι προϋποθέσεις για τη διοχέτευση των 100 δισ. € στο τραπεζικό της τομέα ήταν καθαρά «μνημονιακές».
Οι περικοπές για το 2012 και το 2013 ξεπέρασαν τα 70 δισ. €, περικοπές «καρμπόν» με τις αντίστοιχες ιρλανδικές και ελληνικές: μείωση στη χρηματοδότηση στο κοινωνικό κράτος, περικοπές σε μισθούς, αυξήσεις στους φόρους[14]. Η ανεργία έχει φτάσει το 26%, ενώ στους νέους φτάνει το 56,5%[15] και η οικονομία αργά αλλά σταθερά συνεχίζει να συρρικνώνεται[16].
Το χρέος της χώρας θα αγγίξει το 100% του ΑΕΠ στο τέλος του 2014 (σύμφωνα με τον καινούργιο προϋπολογισμό) το υψηλότερο ποσοστό εδώ και εκατό χρόνια (!!) και σχεδόν 15% παραπάνω από τα επίπεδα του 2012[17]. Και αυτή η οικονομία μας λένε ότι είναι πετυχημένη και βγαίνει από την κρίση…
Τα όρια της «στείρας» αντιμνημονιακής ρητορικής
Η κυβέρνηση, στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, μας είπε ότι ο στόχος της είναι η Ελλάδα σε κάποια φάση «να βγει από το Μνημόνιο». Και ίσως κάποια στιγμή τα καταφέρει – με τον τρόπο που τα «κατάφεραν» η Ιρλανδία και η Ισπανία. Όμως για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά η συζήτηση δεν τελειώνει εκεί. Το ζήτημα δεν είναι απλά να θέλουμε να «φύγει το Μνημόνιο». Το θέμα είναι πώς θα φύγει το Μνημόνιο. Το ζήτημα είναι να παλεύουμε έτσι ώστε αφενός όλα τα μνημονιακά μέτρα να καταργηθούν και αφετέρου ολόκληρη η οικονομία να αλλάξει κατεύθυνση και να βάλει σαν στόχο τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο με τη σύγκρουση με τη ντόπια και ξένη οικονομική ολιγαρχία. Αν η ακύρωση του Μνημονίου δεν συνοδευτεί από μια τολμηρή και ριζοσπαστική οικονομική πολιτική, τότε θα μείνουμε στα μισά του δρόμου. Μόνο με μέτρα όπως τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, τον εργατικό έλεγχο και την εργατική διαχείριση σε όλο το φάσμα της οικονομίας, μόνο με μέτρα σοσιαλιστικά δηλαδή, με μέτρα που να έρχονται σε ρήξη με τους καπιταλιστές, μπορούν τα λαϊκά στρώματα να πάρουν τις τύχες τους στα δικά τους χέρια και να θέσουν την οικονομία στην υπηρεσία των δικών τους συμφερόντων.
__________