Του Παναγιώτη Βογιατζή
Το σπουδαιότερο γεγονός της εβδομάδας που πέρασε για τη Φινλανδία δεν ήταν η ισοπαλία με την εθνική μας για τα προκριματικά του Euro 2016. Ήταν η υποβάθμιση της οικονομίας της για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, από την υψηλότερη βαθμίδα ΑΑΑ στην αμέσως χαμηλότερη ΑΑ+, στην κλίμακα του οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s.
Δεν είναι και τόσο περίεργη αυτή η εξέλιξη, μιας και πλέον οι μόνες χώρες της Ευρώπης που διατηρούν την υψηλότερη βαθμίδα αξιολόγησης και από τους τρεις οίκους (Moody’s, Fitch και S&P) είναι η Γερμανία και το… Λουξεμβούργο. Τι σημαίνουν όμως αυτές οι βαθμολογίες;
Κανονικά, δε θα ‘πρεπε να σημαίνουν και πολλά πράγματα. Στο κάτω – κάτω της γραφής, οι οίκοι αυτοί δεν είναι παρά ιδιωτικές εταιρίες (με έδρα τις ΗΠΑ και οι τρεις) που υποτίθεται ότι αδέσμευτα και αντικειμενικά αξιολογούν τις επιδόσεις και τις προοπτικές των οικονομιών των διάφορων χωρών, αλλά και μεμονωμένων επιχειρήσεων.
Στην πραγματικότητα, οι χρησμοί τους έχουν μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι οποιουδήποτε άλλου θεσμού. Γιατί αυτοί καθορίζουν τα επιτόκια δανεισμού των χωρών. Όσο κατώτερη βαθμολογία έχει μια χώρα, τόσο υψηλότερα επιτόκια πρέπει να πληρώσει για τα ομόλογά της, πράγμα που μεταφράζεται πάντα σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Το πιο ωραίο είναι ότι δεν έχουν καμιά ευθύνη για τα λεγόμενά τους!
Τεράστια ποσά που διακυβεύονται, κανένας έλεγχος από καμιά ανώτερη αρχή, καμιά ευθύνη για την ορθότητα και το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων. Ένας συνδυασμός που δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβουμε πού οδηγεί: Σε πολιτικά παιχνίδια και διαφθορά.
Για να ξαναγυρίσουμε στη Φινλανδία, ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην υποβάθμισή της; Σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση του S & P:
«Η υποβάθμιση αντικατοπτρίζει την άποψή μας για τον κίνδυνο η φινλανδική οικονομία να αντιμετωπίσει παρατεταμένη στασιμότητα λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της και τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, της μείωσης της ζήτησης από το εξωτερικό, της απώλειας του μεριδίου της αγοράς στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορίας, του περιορισμού το σημαντικού δασικού τομέα και τη σχετικά άκαμπτη αγορά εργασίας».
Αντίθετα, η Γερμανία εξακολουθεί να διατηρεί την ανώτατη αξιολόγηση, λες και όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν δομικές παραμέτρους και της δικής της οικονομίας! (η «σχετικά άκαμπτη αγορά εργασίας» είναι ένα μόνιμο μοτίβο για όλες τις αξιολογήσεις, όλων των χωρών, με την εξαίρεση ίσως της Σιγκαπούρης, που είναι η μόνη χώρα με τριπλό Α σ’ ολόκληρο τον κόσμο εκτός Ευρώπης και Β. Αμερικής).
Α, όλα κι όλα. Αν σε κάτι είναι κέρβεροι και με πλήρη ομοψυχία οι περιβόητοι Οίκοι, είναι στην εφαρμογή των πιο σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Έτσι, για τις ΗΠΑ όπου η πραγματική οικονομία έχει το μαύρο της το χάλι, που προκλήθηκε από την τεράστια μεταφορά πλούτου προς το 0,1% του πληθυσμού όπως περιγράψαμε σε προηγούμενο σημείωμα[1] αυτούς τους πειράζει που «η αύξηση των δαπανών τα επόμενα χρόνια σε κυβερνητικά προγράμματα είναι ένας λόγος ανησυχίας για το μέλλον». Και η αναμενόμενη πρόταση:
«Οι προσαρμογές σε μεγάλα κοινωνικά προγράμματα, όπως η κοινωνική ασφάλιση και οι δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης, ενδεχομένως να καταστούν αναγκαίες για να αποφευχθούν οι πιέσεις στην πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ».
«Προσαρμογές» στη γλώσσα τους δε σημαίνει παρά άγριο ψαλίδι φυσικά.
Αν αυτές οι παραινέσεις γίνονται για τις ΗΠΑ, όπου το κοινωνικό κράτος πρακτικά δεν υφίσταται – τουλάχιστον για δεκάδες εκατομμύρια φτωχών πολιτών – μπορούμε να φανταστούμε τι «θυσίες» θα ζητήσουν από τη Φινλανδία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την «εμπιστοσύνη των αγορών»…