Τεράστια ανοιχτά ορύγματα, μηχανήματα εκσκαφής, εκρήξεις, τοξικά απόβλητα… αυτή είναι η πρώτη εικόνα που σκέφτεται ο περισσότερος κόσμος όταν ακούει τη λέξη «εξορύξεις». Στην περίπτωση όμως που μιλάμε για τις εξορύξεις των μετάλλων που χρησιμοποιούνται στις μπαταρίες των smartphone, των υπολογιστών, των ηλεκτρικών αυτοκινήτων κ.α. (λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο, μαγγάνιο, κλπ) η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σύνθετη. Περιλαμβάνει εκτός από τα παραπάνω, απάνθρωπες, εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες εργασίας (σε πολλές περιπτώσεις παιδικής εργασίας) σε φτωχές χώρες κυρίως της Αφρικής και της Ασίας.
Η εικόνα αυτή όμως δεν είναι η μόνη. Το μέλλον στον τομέα των εξορύξεων αυτών των μεταλλευμάτων όπως το σχεδιάζουν μια σειρά κυβερνήσεις και εταιρείες ενέργειας, περιλαμβάνει τη «σάρωση» του πυθμένα της θάλασσας σε μεγάλα βάθη για την απόκτηση τους. Τα μέταλλα αυτά βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε μικρές «πέτρες» που φτάνουν συνήθως σε μέγεθος πατάτας και βρίσκονται στον βυθό σε βάθος από 3.500 ως 6.500 μέτρα και ονομάζονται «πολυμεταλλικά οζίδια». Το σχέδιο περιλαμβάνει την ανάσυρση του πάνω τμήματος του πυθμένα (άμμο και πέτρες σε βάθος από 5 ως 10 εκατοστά) σε μεγάλα πλοία, όπου θα διαχωριστούν και η άμμος θα επιστρέψει στη θάλασσα, ενώ τα οζίδια θα μείνουν στα χέρια των εταιρειών εξόρυξης προκειμένου να αξιοποιηθούν τα μέταλλα.
Περιβαλλοντικά «επιχειρήματα»
Το κεντρικό σημείο των επιχειρημάτων όσων επιδιώκουν τις εξορύξεις είναι ότι τα μέταλλα που αναζητούν είναι απαραίτητα για την υποτιθέμενη πράσινη μετάβαση. Η εξόρυξη και η χρήση τους είναι απαραίτητη για να συνεχίσουν να κατασκευάζονται ηλεκτρικά αυτοκίνητα, φωτοβολταϊκά πάνελ και άλλες συσκευές αποθήκευσης ενέργειας. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό δεν αρκεί, καθώς η ενέργεια που αποθηκεύεται π.χ. σε μια μπαταρία ηλεκτρικού αυτοκινήτου σήμερα παράγεται κατά κανόνα με τη χρήση ορυκτών καυσίμων, αλλά αυτό είναι κάτι που πολύ βολικά «ξεχνάνε» να αναφέρουν οι εταιρείες που τα παράγουν και οι κυβερνήσεις που τις υπηρετούν. Επιπλέον, τόσο η εξόρυξη των μετάλλων όσο και η τελική απόθεση αυτών των συσκευών μετά το πέρας της ζωής τους, συνοδεύεται από καταστροφή οικοσυστημάτων και εκτεταμένη ρύπανση.
Ένα από τα πιο πρόσφατα επιχειρήματα, είναι ότι τουλάχιστον στην περίπτωση της σάρωσης του βυθού δεν θα έχουμε σοβαρές επιπτώσεις σαν αυτές που συνοδεύουν τις εξορύξεις στη στεριά, όπως για παράδειγμα καταστροφή δασών, δημιουργία τοξικών αποβλήτων, κλπ. Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για μια πολύ επικίνδυνη διαδικασία με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα όπως θα δούμε παρακάτω.
Μια μεγάλη ευκαιρία
Πέρα από την υποτιθέμενη περιβαλλοντική ευαισθησία, στον πάτο της θάλασσας οι εταιρείες ενέργειας βλέπουν την ευκαιρία να συνεχίσουν να κερδίζουν από την «πράσινη μετάβαση», καθώς τα χερσαία αποθέματα των μετάλλων εξαντλούνται. Το κοβάλτιο για παράδειγμα ενδέχεται να έχει σύντομα εξαντληθεί, ενώ η ζήτησή του αναμένεται να έχει διπλασιαστεί ως το 2026 σε σχέση με το 2018. Από την άλλη ο πυθμένας της θάλασσας κρύβει έναν μικρό θησαυρό. Υπολογίζεται ότι στα πολυμεταλλικά οζίδια των ωκεανών του πλανήτη περιέχονται 270 εκατομμύρια τόνοι νικελίου, 230 εκατομμύρια τόνοι χαλκού και 50 εκατομμύρια τόνοι κοβαλτίου. (για λόγους σύγκρισης αναφέρουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση νικελίου είναι λίγο πάνω από 2 εκ. τόνους ετησίως)
Οι επιπτώσεις
Η σάρωση του πυθμένα των ωκεανών είναι μια εντελώς καινούρια διαδικασία, επομένως οι επιπτώσεις της δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν ακόμη πλήρως. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την Greenpeace, επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι επιπτώσεις αυτές θα είναι πολλαπλές, από την ηχορύπανση και το πως αυτή επηρεάζει τη θαλάσσια ζωή, μέχρι και την άμεση, μαζική καταστροφή ζωικών και φυτικών θαλάσσιων οργανισμών. Αυτό μπορεί να συμβεί τόσο κατά την απομάκρυνση του ανώτερου στρώματος του βυθού, όσο και κατά την επιστροφή της άμμου στον πυθμένα.
Το γερμανικό Ινστιτούτο Θαλάσσιας Μικροβιολογίας Max Planck αναφέρει πως:
«Στα βάθη του ωκεανού βρίσκονται πολύτιμες πρώτες ύλες όπως οζίδια μαγγανίου, σιδήρου, κοβαλτίου και χαλκού … Πέρα όμως από τα οζίδια υπάρχει ένας ακόμη θησαυρός εκεί κάτω: ένα σύνθετο οικοσύστημα που ακόμη γνωρίζουμε και κατανοούμε ελάχιστα. Ερευνητές από τη Βρέμη και την Ολλανδία έχουν ανακαλύψει ότι τα σφουγγάρια που εγκαθίστανται πάνω στα οζίδια, αποτελούν με τη σειρά τους κατάλυμα για πολλά άλλα ζώα. Χωρίς τα οζίδια ο πλούτος των ειδών σε αυτές τις θαλάσσιες περιοχές με τα μεγάλα βάθη μπορεί να μειωθεί σημαντικά…».
Έχοντας μελετήσει για δεκαετίες τη θαλάσσια ζωή που αναπτύσσεται γύρω από τα πολυμεταλλικά οζίδια, οι ερευνητές του Max Planck εκτιμούν πως η απομάκρυνσή τους μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες, επηρεάζοντας όχι μόνο τα σφουγγάρια και τη θαλάσσια πανίδα που φιλοξενούν, αλλά και την παρουσία μικροοργανισμών, την ισορροπία της τροφικής αλυσίδας, ακόμη και τον κύκλο του άνθρακα, μια από τις βασικές χημικές διαδικασίες στις οποίες βασίζεται η ζωή στον πλανήτη.
Θησαυρός για ποιους;
Σήμερα αυτός ο υποθαλάσσιος «θησαυρός» απειλείται. Η «Διεθνής Αρχή για τον Βυθό της θάλασσας», ο οργανισμός του ΟΗΕ στου οποίου την ευθύνη ανήκει ο πυθμένας των ωκεανών, έχει ήδη εκδώσει 30 άδειες έρευνας και εξόρυξης. Η πιο σημαντική περιοχή που βρίσκεται στο στόχαστρο της «πράσινης ανάπτυξης» είναι η ζώνη Κλάριον Κλίπερτον (Clarion Cliperton). Πρόκειται για μία τεράστια υποθαλάσσια έκταση 6 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων στον Ειρηνικό Ωκεανό, μεταξύ Μεξικού και Χαβάης, που υπολογίζεται ότι διαθέτει έως και έξι φορές περισσότερο κοβάλτιο από όλα τα γνωστά χερσαία αποθέματα μαζί.
Ταυτόχρονα όμως πρόκειται για μια περιοχή με μεγάλη θαλάσσια βιοποικιλότητα. Πολλές από τις μορφές ζωής που φιλοξενεί έχουν ανακαλυφθεί σχετικά πρόσφατα, ενώ εκτιμάται ότι υπάρχουν ακόμη αμέτρητες που δεν έχουν ανακαλυφθεί.
Επιστήμονες εκφράζουν την ανησυχία ότι αν προχωρήσουν τα σχέδια για συλλογή των οζιδίων υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να εξαφανιστούν είδη που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν. Επιπλέον, κάποια από αυτά θα μπορούσαν ακόμη και να αξιοποιηθούν στην ιατρική έρευνα, όπως αυτή του Πανεπιστημίου του Πλίμουθ γύρω από τα αντιβιοτικά και την αντοχή των βακτηρίων απέναντί τους.
Η σημασία των ωκεανών και η εξάντληση των φυσικών πόρων
Οι ωκεανοί του πλανήτη δεν είναι απλά μεγάλοι όγκοι νερού. Είναι πολύπλοκα οικοσυστήματα που μαζί με άλλα (όπως τα δάση) ευθύνονται για μια σειρά λειτουργίες που επιτρέπουν την ύπαρξη της ζωής στον πλανήτη: από την παραγωγή οξυγόνου και την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, μέχρι τη ρύθμιση της θερμοκρασίας και την παραγωγή τροφής για τον άνθρωπο και πολλά ακόμη είδη. Η επέμβαση που σχεδιάζεται μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αναταραχή στα θαλάσσια οικοσυστήματα, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη διαταραγμένη φυσική ισορροπία και καταστρέφοντας ανεκτίμητους φυσικούς πόρους.
Η παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας που βασίζεται σε φυσικούς πόρους που μπορούν να εξαντληθούν, από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μέχρι το κοβάλτιο και το νικέλιο, είναι μια διαδικασία που αργά ή γρήγορα θα «φρακάρει». Αυτός ο κίνδυνος θα έπρεπε από μόνος του να αποτελεί λόγο μεγάλης ανησυχίας για το μέλλον του πλανήτη, ακόμη κι αν το σημερινό μοντέλο δεν συνοδευόταν από ρύπανση και καταστροφή οικοσυστημάτων, ακόμη κι αν δεν αποτελούσε πηγή εκμετάλλευσης και δυστυχίας για τους πληθυσμούς των φτωχότερων χωρών της γης.
Σήμερα η κλιματική αλλαγή αξιοποιείται ως πρόσχημα για επέκταση αυτών των καταστροφικών πρακτικών. Δεν είναι όμως κάτι καινούριο. Οι κυβερνήσεις και οι πολυεθνικές ενέργειας που υποτίθεται ότι νοιάζονται για το περιβάλλον είχαν ολόκληρες δεκαετίες να προετοιμαστούν και να επενδύσουν στην έρευνα γύρω από το πως μπορούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να απαντήσουν στο πρόβλημα των εκπομπών αερίων ρύπων με τη μικρότερη δυνατή περιβαλλοντική επιβάρυνση. Αντί γι’ αυτό, συνέχισαν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να ρουφάνε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, να καίνε άνθρακα σαν να μην υπάρχει αύριο και ταυτόχρονα να πλασάρουν ως «πράσινη λύση» τα βιομηχανικής κλίμακας αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Μια «λύση» που στο όνομα της διάσωσης του περιβάλλοντος καταστρέφει μεγάλης περιβαλλοντικής αξίας οικοσυστήματα.
Οι πραγματικές λύσεις, αυτές που θα μπορούσαν να δώσουν ανάσα στον πλανήτη και την πλειοψηφία των κατοίκων του, μπορούν να μελετηθούν, να σχεδιαστούν και να μπουν σε εφαρμογή μόνο από τις ίδιες τις ανθρώπινες κοινωνίες, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν απαλλαγεί από την εξουσία του συστήματος του κέρδους. Όσο η καταστροφή συνεχίζεται, αυτή η ανάγκη γίνεται όλο και πιο επείγουσα.