Γυναίκες και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: όταν οι σοσιαλίστριες αψήφησαν τα πάντα και έκαναν το πρώτο βήμα για την ειρήνη

Υπάρχει μια πολύ δημοφιλής φράση που λέει ότι πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα κρύβεται μια μεγάλη γυναίκα. Η ερμηνεία της είναι ότι οι γυναίκες υποστηρίζουν από τα παρασκήνια, ενώ οι άνδρες είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν, γνωρίζουν την πολιτική και παίρνουν τις αποφάσεις. Οι γυναίκες, υποτίθεται ότι είναι καλές μόνο σε κοινωνικά θέματα, ότι η καλύτερη ή η μόνη ικανότητά τους είναι η φροντίδα ενός νοικοκυριού, ότι είναι ευαίσθητες, ότι μπορούν να φτιάξουν φιλανθρωπικές οργανώσεις, να γίνουν νοσοκόμες, βοηθοί κ.λ.π., αλλά η πολιτική ανήκει στους άνδρες. Το ίδιο και ο πόλεμος.

Αυτό το ρητό είναι τόσο παλιό όσο και η πατριαρχία και ήταν μια ισχυρή αντίληψη και στις αρχές του 19ου αιώνα, πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι γυναίκες εκείνη την εποχή έκαναν τα πρώτα τους βήματα ως βιομηχανικές εργάτριες. Είχαν μπει στην παραγωγή ως φτηνό εργατικό δυναμικό χωρίς δικαιώματα και φυσικά δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Η κύρια γυναικεία πολιτική οργάνωση της εποχής ήταν οι Σουφραζέτες, στις οποίες κυριαρχούσαν γυναίκες της άρχουσας τάξης που περιόριζαν τον αγώνα τους μόνο στο δικαίωμα ψήφου. Καθώς όμως οι γυναίκες γίνονταν κομμάτι του εργατικού δυναμικού, άρχισαν να μπαίνουν στον αγώνα για τα δικαιώματά τους ως εργαζόμενες και να δημιουργούν τις δικές τους σοσιαλιστικές φεμινιστικές οργανώσεις.

Τον Αύγουστο του 1907 οργανώθηκε στη Στουτγκάρδη της Γερμανίας το πρώτο συνέδριο σοσιαλιστριών, στο οποίο συμμετείχαν 58 γυναίκες από 15 χώρες του κόσμου. Η συνδιάσκεψη ενέκρινε ψήφισμα για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, το οποίο έμελλε να αποτελέσει την αφετηρία του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα όλων των γυναικών. Στη δεύτερη συνδιάσκεψη, το 1910 στη Δανία, συμμετείχαν 100 γυναίκες αντιπρόσωποι από 17 χώρες και υιοθετήθηκε ψήφισμα για τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας ως ημέρα εκστρατείας για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών και για την πολιτική χειραφέτηση τους, ενώ η συνδιάσκεψη υιοθέτησε επίσης ψήφισμα για την ειρήνη.

Σοσιαλίστριες για την ειρήνη

Από το 1907, τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς αντιστάθηκαν στην άνοδο του εθνικισμού και προσπάθησαν να θέσουν περιορισμούς στην κούρσα των εξοπλισμών και στις στρατιωτικές προετοιμασίες στις χώρες τους. Εκείνη την εποχή, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που συμμετείχαν στη Δεύτερη Διεθνή, είχαν σημαντική παρουσία στις χώρες τους και σε αρκετά κοινοβούλια.

Αυτή η διεθνιστική προσέγγιση αποτυπώθηκε στα ψηφίσματα των συνεδρίων της Στουτγκάρδης και της Βασιλείας, το 1907 και το 1912 αντίστοιχα. Από τον Νοέμβριο του 1912, όλοι οι σοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο οργάνωναν δράσεις ενάντια στον επικείμενο πόλεμο.

Η Κλάρα Τσέτκιν, που οργάνωνε τις σοσιαλίστριες διεθνώς και ήταν μέλος του γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αντάλλασσε επιστολές αλληλεγγύης και διεθνισμού με γυναίκες του βρετανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Το μήνυμα της σε αυτές τις επιστολές ήταν σαφές: «μην πιστεύετε την προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης, δεν είμαστε εναντίον σας, ο εθνικισμός δεν εξυπηρετεί το λαό, ο λαός δεν θα κερδίσει τίποτα από έναν πόλεμο, ο εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας τη χώρα» και κατακεραύνωνε τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις ότι ήθελαν να πάνε σε πόλεμο για να εκπληρώσουν τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες των κυρίαρχων ελίτ τους.

Η Τσέτκιν έγραφε:

«Κουβαλάμε τις ίδιες αλυσίδες με εσάς, τα βάρη σας είναι τα δικά μας δεινά, μοιραζόμαστε τη μοίρα σας. Γι’ αυτό υποφέρουμε μαζί σας, ελπίζουμε μαζί σας και πολεμάμε μαζί σας “ενάντια στη θάλασσα των προβλημάτων”. Μαζί με τους συζύγους, τους γιους και τους αδελφούς μας, στεκόμαστε υπέρ της ειρήνης και της αδελφοσύνης μεταξύ των εργαζομένων όλων των χωρών. Μαζί τους αγωνιζόμαστε ενάντια στον καπιταλισμό και για τον σοσιαλισμό.

Το μυαλό μας εξακολουθεί να τρομάζει από τις κολασμένες εικόνες σφαγής και καταστροφής που προκάλεσαν οι πρόσφατοι πόλεμοι στα Βαλκάνια, σε έναν αιώνα που καυχιέται για τον πολιτισμό και την ανθρωπιά. Έχουμε μπροστά στα μάτια μας τα ρυάκια του αφρισμένου αίματος, του αίματος ανθρώπων που χύθηκε από ανθρώπους και τις φλόγες των ρημαγμένων πόλεων και χωριών, στα αυτιά μας ηχούν οι αναστεναγμοί οδύνης και οι τρελές κραυγές που προέρχονται από ακρωτηριασμένους και ετοιμοθάνατους ανθρώπους, πεταμένους δίπλα-δίπλα σε πτώματα και ξεριζωμένα ανθρώπινα μέλη, ακούμε τους λυγμούς συζύγων και αδελφών, μητέρων και παιδιών, που στερήθηκαν τους αγαπημένους τους και τους τροφοδότες των οικογενειών τους».[1]

Το αντιπολεμικό μανιφέστο προδόθηκε

Όμως μόλις ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, οι ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς πρόδωσαν το μανιφέστο που είχαν προηγουμένως υπογράψει κατά του πολέμου. Τα γερμανικά, γαλλικά και βελγικά σοσιαλιστικά κόμματα προσχώρησαν σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας μαζί με τα δεξιά κόμματα και τις άρχουσες τάξεις τους και υποστήριξαν τον πόλεμο.

Ωστόσο, οι σοσιαλίστριες δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα κατά του πολέμου. Το τρίτο διεθνές συνέδριο των σοσιαλιστριών είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1914, αλλά η συνάντηση ακυρώθηκε λόγω της προδοσίας των ηγεσιών της Δεύτερης Διεθνούς. Τον Νοέμβριο του 1914 οι συντάκτες της μπολσεβίκικης γυναικείας εφημερίδας Rabotnitsa («Εργάτρια») επικοινώνησαν με τη Διεθνή Γραμματεία στη Στουτγκάρδη, προτείνοντας μια ανεπίσημη συνδιάσκεψη αριστερών σοσιαλιστριών. Ενάντια στις ηγεσίες των κομμάτων τους οι σοσιαλίστριες κατάφεραν να οργανώσουν την τρίτη διεθνή συνδιάσκεψη σοσιαλιστριών στη Βέρνη, στις 26-28 Μαρτίου 1915. Το συνέδριο αυτό ήταν πολύ σημαντικό, γιατί έφερε για πρώτη φορά κοντά δυνάμεις όχι μόνο από ουδέτερες χώρες, αλλά ακόμη και από τις εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες, όπως η Γερμανία, η Αγγλία και η Γαλλία.

Δεν το έκαναν επειδή ήταν ειρηνίστριες, αλλά επειδή ήταν σε θέση να δουν τις επιπτώσεις του πολέμου στις ζωές τους. Οι γιοι και οι σύζυγοί τους πήγαν στον πόλεμο και πολλοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ, ενώ οι ίδιες φρόντιζαν τους άνδρες που επέστρεφαν από τον πόλεμο ανάπηροι. Την ίδια ώρα βίωναν την ακραία φτώχεια κι εργάζονταν σκληρά για την επιβίωση των παιδιών και των ηλικιωμένων σε μια κοινωνία με κατεστραμμένη οικονομία.

Η ανυπακοή των γυναικών ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, που άνοιξε το δρόμο για ένα νέο κεφάλαιο, τη διοργάνωση της συνδιάσκεψης του Τσίμερβαλντ, μιας σημαντικής συνδιάσκεψης που επανέφερε τον διεθνισμό στο εργατικό κίνημα.

«Το σοσιαλιστικό γυναικείο κίνημα δεν σταμάτησε ούτε δευτερόλεπτο να αγωνίζεται κατά του πολέμου. Οργάνωναν διαδηλώσεις, και διαμαρτυρίες, αλλά και όταν συμμετείχαν στις υπηρεσίες αρωγής, στα νοσοκομεία κ.λ.π. συνέχιζαν να μιλούν ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στην προπαγάνδα της άρχουσας ελίτ, “έπαιρναν τις φωνές των τραυματιών και τις μεγένθυναν”, όπως έλεγε η Τσέτκιν “προσπαθούσαν να ξυπνήσουν το σοσιαλιστικό πνεύμα, την προλεταριακή ταξική αλληλεγγύη σ’ αυτούς που βοηθούσαν, γιατί ας θυμόμαστε ότι όλη η στοργική βοήθεια και η αρωγή είναι από μόνες τους ανίκανες να κλονίσουν τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας”».
Κλάρα Τσέτκιν, 1914[2]

Ο εχθρός βρίσκεται μέσα στη χώρα

Ενώ οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς υποστήριζαν την πολεμοκαπηλεία των εθνικών τους ηγετικών ελίτ και κυβερνήσεων, οι σοσιαλδημοκράτισσες φεμινίστριες αποκάλυπταν την υποκρισία τους.

Το εμπνευσμένο άρθρο της Κλάρα Τσέτκιν, An Appeal to the Socialist Women of all Countries (Μια έκκληση προς τις σοσιαλίστριες όλων των χωρών) συμπεριλήφθηκε στο τεύχος της 27ης Νοεμβρίου 1914 του Gleichheit («Ισότητα»), το επίσημο διμηνιαίο περιοδικό του διεθνούς σοσιαλιστικού γυναικείου κινήματος. Σε αυτό, έγραφε: 

«Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο καταρρέουν οι μάσκες που εξαπάτησαν τόσους πολλούς ανθρώπους. Παρουσιάζεται σε όλη του τη γυμνή ασχήμια ως ένας πόλεμος καπιταλιστικής κατάκτησης και παγκόσμιας κυριαρχίας». 

Και κατέληγε σε μια παθιασμένη έκκληση προς τις σοσιαλίστριες όλων των χωρών: 

«να διατηρήσουν το παλιό σοσιαλδημοκρατικό ιδεώδες και να μην επιτρέψουν να παρασυρθούν από τον διάχυτο σοβινισμό». 

Κι ακόμα:

«Αν οι άνδρες πρέπει να σκοτώνουν, εμείς οι γυναίκες πρέπει να αγωνιστούμε για τη ζωή. Αν οι άνδρες παραμένουν σιωπηλοί, είναι καθήκον μας να μιλήσουμε».

Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι έγραφε το Νοέμβριο του 1914:

«Οι Γερμανοί, όπως φαίνεται, σηκώνουν το σπαθί όχι για να εξαλείψουν τους αντιπάλους τους στην παγκόσμια αγορά, αλλά για να ανατρέψουν τον ρωσικό τσαρισμό!… Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, μας λένε πως προσπαθούν απλώς να αποτρέψουν την απειλή για τον κόσμο που αποτελεί το γερμανικό αστυνομικό κράτος και ο γερμανικός μιλιταρισμός! Και οι Ρώσοι, παρακαλώ, στέλνουν τους γιους τους στο πεδίο της μάχης, όχι για να ικανοποιήσουν τον πανσλαβισμό τους, αλλά για να απελευθερώσουν τη Γαλικία και τη Σερβία και για να σώσουν το δημοκρατικό σύστημα στη Γαλλία και τη δημοκρατία στο Βέλγιο! Έτσι, ο τσαρισμός μάχεται για τον δημοκρατισμό και οι Γιούνκερ στην Πρωσία θυσιάζουν το αίμα των γιων τους για να “απελευθερώσουν τη Ρωσία από τον ζυγό της απολυταρχίας”. Πρόκειται για μια διασκεδαστική καρικατούρα, που υπό άλλες συνθήκες, θα μας έκανε να γελάσουμε, αλλά τώρα, μέσα στο αίμα και τα δάκρυα, μετατρέπεται σε μια μεγάλη ιστορική καταστροφή.

Οι άνθρωποι μιλούν για “το δικαίωμα κάθε λαού στην αυτοάμυνα”. Κάθε κράτος προσπαθεί φυσικά να παρουσιάσει ότι ξεκίνησε τον πόλεμο για να διατηρήσει και να υπερασπιστεί τον πολιτισμό του και όχι για να γεμίσει τα πορτοφόλια των καπιταλιστών».

Το 1911 η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε:

«Οι φίλοι της ειρήνης στους αστικούς κύκλους πιστεύουν ότι η παγκόσμια ειρήνη και ο αφοπλισμός μπορούν να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ εμείς, που βασιζόμαστε στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας και στον επιστημονικό σοσιαλισμό, είμαστε πεπεισμένοι ότι ο μιλιταρισμός μπορεί να καταργηθεί από τον κόσμο μόνο αν καταστραφεί το καπιταλιστικό ταξικό κράτος. Από αυτό προκύπτει η αμοιβαία αντίθεση στις τακτικές μας για την προπαγάνδιση της ιδέας της ειρήνης. Οι αστοί φίλοι της ειρήνης προσπαθούν -και από τη δική τους σκοπιά αυτό είναι απόλυτα λογικό και εξηγήσιμο- να εφεύρουν κάθε είδους “πρακτικά” σχέδια για τον σταδιακό περιορισμό του μιλιταρισμού κι έχουν τη ροπή να θεωρούν κάθε εξωτερικά ορατό σημάδι μιας τάσης προς την ειρήνη ως γνήσιο προϊόν, να παίρνουν κάθε έκφραση της κυρίαρχης διπλωματίας κατά γράμμα, να την υπερβάλλουν και να την θεωρούν βάση για σοβαρή δραστηριότητα. Οι σοσιαλδημοκράτες από την άλλη πλευρά, πρέπει να θεωρούν καθήκον τους σε αυτό το θέμα, όπως και σε όλα τα θέματα κοινωνικής κριτικής, να εκθέτουν τις αστικές προσπάθειες για περιορισμό του μιλιταρισμού, ως αξιοθρήνητα ημίμετρα και τις εκφράσεις τέτοιων συναισθημάτων από την πλευρά των κυβερνητικών κύκλων ως διπλωματική ψευδαίσθηση και να αντιτάσσουν στους αστικούς ισχυρισμούς και τα προσχήματα την ανελέητη ανάλυση της καπιταλιστικής πραγματικότητας». 

Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες γνώριζαν επίσης ότι δεν μπορούσαν να βασίσουν το μέλλον τους στις διαπραγματεύσεις μεταξύ καπιταλιστών. Η Κολλοντάι έγραφε το 1915:

«Οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, αυτές που βρίσκονται τώρα σε πόλεμο μεταξύ τους, βιώνουν όλες την ίδια ανάγκη για μια παγκόσμια αγορά, για αποικίες. (…) Αρχικά, οι δυνάμεις αυτές προσπαθούν να επιλύσουν τη διαμάχη με “διπλωματικές διαπραγματεύσεις”, στις οποίες η καθεμιά προσπαθεί να ξεγελάσει την άλλη. Ακόμη και σε καιρό ειρήνης, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται από τους διπλωμάτες δεν σταματούν ποτέ. Ωστόσο, καμία πληροφορία δεν δίνεται στο λαό. Η διαμάχη μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών διεξάγεται όχι για λογαριασμό του λαού, αλλά για λογαριασμό των καπιταλιστών, και αυτοί οι καπιταλιστές ωθούν τα κράτη τους στο δρόμο της λεγόμενης αποικιακής ή “ιμπεριαλιστικής” πολιτικής. Είναι αυτοί που αποφασίζουν αν θα υπάρξει ή όχι πόλεμος. Και ο λαός; Πρέπει να γνωρίζουν μόνο ένα πράγμα: αν σας καλέσουν  πηγαίνετε να πεθάνετε! (…)

Αν οι διπλωμάτες δεν καταφέρουν να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλον, απειλούν αμέσως με πόλεμο. Πίσω από τους διπλωμάτες στέκονται τα κανόνια και γι’ αυτό δεν υπάρχει σταθερή ειρήνη μεταξύ των κρατών, αλλά μόνο η “ένοπλη ειρήνη”, δηλαδή μια περίοδος ειρήνης κατά την οποία το κράτος εντείνει τις προετοιμασίες του για πόλεμο. (…) Αν αρχίσουν να υποψιάζονται (σ.σ. οι καπιταλιστές) ότι οι δικοί τους διπλωμάτες απέτυχαν να υπερασπιστούν τα οικονομικά τους συμφέροντα, ότι οι διαπραγματεύσεις λειτουργούν προς όφελος των καπιταλιστών μιας άλλης δύναμης, κρούουν αμέσως τον κώδωνα του κινδύνου: “Βοήθεια! Η πατρίδα κινδυνεύει! Αδέλφια εργάτες, ξεχάστε όλες τις ταπεινώσεις, ξεχάστε όλο το παρελθόν! Σώστε την κοινή μας πατρίδα! Πηγαίνετε να πεθάνετε για τη δόξα της πατρίδας”».

Η Τσέτσκιν έγραφε το 1913:

«Ο γερμανικός λαός είναι τα εκατομμύρια των σκληρά εργαζόμενων ανδρών και γυναικών, που ζουν μακριά από τον πλούτο, τη λάμψη, την ομορφιά των ημερών μας, αν και χωρίς τα εργατικά χέρια και τα μυαλά αυτών των εκατομμυρίων, ούτε πλούτος ούτε πολιτισμός θα υπήρχαν. Και ανάμεσά τους εξαπλώνεται η γνώση ότι δεν πρέπει να αναζητήσουν τον εχθρό τους πέρα από τα σύνορα ή τη Βόρεια Θάλασσα, όχι, ο αδυσώπητος εχθρός τους είναι οχυρωμένος στους θεσμούς της ίδιας τους της πατρίδας. Είναι ο καπιταλισμός, είναι η εξουσία των κατέχουσων τάξεων να εκμεταλλεύονται και να κυβερνούν τους εργαζόμενους. Γνωρίζουν ότι αυτή η τερατώδης εξουσία είναι ο κοινός εχθρός των μισθωτών, των εργαζομένων σε όλες τις χώρες».[3]

Σουφραζέτες: υποστηρίζουν τον πόλεμο για να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου

Από την άλλη πλευρά οι Σουφραζέτες είχαν μια άλλη προσέγγιση στον πόλεμο. Η θέση τους ήταν ότι αν υποστήριζαν τον πόλεμο, τότε οι άνδρες θα τους παραχωρούσαν το δικαίωμα ψήφου. Για το λόγο αυτό όχι μόνο υποστήριζαν τις κυβερνήσεις και τις χώρες τους, αλλά προσπαθούσαν ενεργά να σταματήσουν κάποιες γυναίκες της τάξης τους που εκδήλωναν την σκέψη ότι η υποστήριξη του πολέμου ήταν εις βάρος των γυναικών στις χώρες και των δύο πλευρών.

Το 1915 οι Σουφραζέτες επρόκειτο να πραγματοποιήσουν προγραμματισμένο συνέδριο στη Χάγη. Στόχος της συνάντησης ήταν να συζητηθεί η πρόοδος του αγώνα τους για το δικαίωμα ψήφου. Καθώς όμως είχε ξεκινήσει ο πόλεμος, η ηγεσία τάχθηκε σθεναρά κατά της διεθνούς συνάντησης.

Η διακεκριμένη Βρετανίδα σουφραζέτα, ‘Εμελιν Πανκχέρστ, δήλωνε: 

«Είναι αδιανόητο οι Αγγλίδες να συναντούν Γερμανίδες, όταν οι συγγενείς των τελευταίων δολοφονούν Βρετανούς στην ανοιχτή θάλασσα και έχουν διαπράξει τόσο φοβερές φρικαλεότητες στο Βέλγιο» (Τέρνερ, 1915).

Και πρόσθετε: 

«Δεν θα πρέπει να γίνεται λόγος για ειρήνη μέχρι ο επιτιθέμενος να πεθάνει… Υπάρχει γυναίκα με ζεστό αίμα να κυλάει στις φλέβες της, που να μπορεί να σκεφτεί την ειρήνη; … Ευτυχώς … στην Αγγλία υπάρχουν σιδερένιοι άνδρες, των οποίων τα αυτιά δεν θα είναι ανοιχτά στα ψηφίσματα για ειρήνη … από τα Συνέδρια Ειρήνης στη Χάγη … μέχρι να εκδικηθούν τους νεκρούς της Αγγλίας».  (Τέρνερ, 1915)

Η Τζούλια Ζίγκφριντ, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Γυναικών στη Γαλλία (1848-1922), δήλωνε:

«Δεν υπάρχει χρόνος για ειρήνη… Με έκπληξη βρίσκουμε στο πρόγραμμά σας την ιδέα της ανακωχής… Πολεμήστε μέχρι θανάτου! Μέχρι τότε η Γαλλία και οι γυναίκες της Γαλλίας δεν θα μιλούν για ειρήνη … Ενωμένες αυτή τη στιγμή με αυτούς που πολεμούν και πεθαίνουν, οι γυναίκες της Γαλλίας δεν μπορούν να συνδεθούν με την ιδέα της ειρήνης».  (The Weekly Times, 1915)

Η διαφωνία για την ειρήνη προκαλεί διάσπαση των Σουφραζετών

Όπως και στην περίπτωση των σοσιαλιστριών και των ηγεσιών των κομμάτων τους, έτσι και οι αστές γυναίκες που επηρεάστηκαν από το αντιπολεμικό κίνημα, αψήφησαν την ηγεσία τους και προχώρησαν στη διοργάνωση της συνδιάσκεψης στη Χάγη. Μία από αυτές ήταν η κόρη της Έμελιν Πανκχερστ, η Σύλβια Πανκχερστ, που υποστήριξε με ενθουσιασμό τη Διεθνή Συνδιάσκεψη Γυναικών για την Ειρήνη και αργότερα έγινε σοσιαλίστρια.

Το ψήφισμα της συνδιάσκεψης περιελάμβανε αιτήματα προς τις κυβερνήσεις των χωρών τους, να τερματίσουν τις εχθροπραξίες και να ξεκινήσουν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, προς τις ουδέτερες χώρες να συνεχίσουν τη διαμεσολάβηση, να δημιουργήσουν τις βάσεις για μόνιμη ειρήνη και προς όλες τις κυβερνήσεις να επιλύουν τις μεταξύ τους διαφορές μέσω διαιτησίας και διαμεσολάβησης. Ωστόσο, οι ίδιες γνώριζαν και είπαν ρητά ότι η συνδιάσκεψή τους ήταν συμβολική. Στα πλαίσια του καπιταλισμού, ενός συστήματος που βάζει τα συμφέροντα και το κέρδος κάθε εθνικής άρχουσας ελίτ πάνω από τα συμφέροντα των ανθρώπων, αυτά τα αιτήματα προς τις κυβερνήσεις που εκπροσωπούν τις ελίτ ήταν απλώς ευσεβείς πόθοι.

Αυτή η πρώτη συνάντηση σηματοδότησε τη δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα ως μια συμβολική ΜΚΟ και προκάτοχος του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών, Γυναίκες της Ειρήνης και της Ασφάλειας (WIPSEN ή «PeaceWomen»). Στην περίπτωση του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία, αναφέρουν ότι δυστυχώς οι γυναίκες ακτιβίστριες έχουν αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη ειρηνευτική διαδικασία, λες και αν είχαν συμπεριληφθεί, η επίσημη ειρηνευτική διαδικασία θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που κατέληξε.

Από το συμβολισμό στην πράξη

Οι γυναίκες της αστικής τάξης γνώριζαν ότι το συνέδριό τους ήταν συμβολικό. Ωστόσο, για τις σοσιαλίστριες γυναίκες, ο αγώνας ήταν πολύ πραγματικός και διαρκής.

Με τον τρόπο που το συνέδριο των σοσιαλιστριών έγινε η σπίθα για την ανανέωση του διεθνισμού στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ο αγώνας των Ρωσίδων πυροδότησε την έναρξη της επανάστασης του 1917. Η Ρωσική Επανάσταση όχι μόνο τερμάτισε τη συμμετοχή της Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά άνοιξε επίσης τον δρόμο για πλήρη πολιτικά δικαιώματα για τις γυναίκες, τα ίδια με αυτά των ανδρών, και έδωσε στις γυναίκες τη δυνατότητα να μπορούν πραγματικά να επιλέγουν τι θα κάνουν στη ζωή τους.

Ο αγώνας των σοσιαλιστριών, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Κλάρα Τσέτκιν, η Αλεξάνδρα Κολλοντάι και τόσες άλλες που παραμένουν ανώνυμες, αποτελεί σπουδαίο παράδειγμα για εμάς σήμερα. Το γυναικείο κίνημα εκείνης της εποχής αψήφησε τα πάντα προκειμένου να συνεχίσει να αγωνίζεται ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στην πατριαρχία και το σύστημα που μας εκμεταλλεύεται και στρέφει τον έναν εργαζόμενο ενάντια στον άλλο. Αν δεν αγωνιστούμε ενάντια στη ρίζα των προβλημάτων, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ζήσουμε ειρηνικά. Ένα τέτοιο κίνημα πρέπει να αναπτυχθεί και σήμερα. Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες, καθώς η Αριστερά και το εργατικό κίνημα βρίσκονται σε υποχώρηση, ωστόσο ως εργαζόμενες γυναίκες, βιώνουμε τις συνέπειες του πολέμου και του εθνικισμού, βιώνουμε τις συνέπειες της πατριαρχίας και της εκμετάλλευσης και πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή του αγώνα για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. 


[1] «Γερμανίδες προς τις αδελφές τους στη Μεγάλη Βρετανία» -της Κλάρα Τσέτκιν (Δεκέμβριος 1913)
[2] Το καθήκον των εργαζόμενων γυναικών σε καιρό πολέμου
[3] «Γερμανίδες προς τις αδελφές τους στη Μεγάλη Βρετανία», από την Κλάρα Τσέτκιν, (Διεθνής Γραμματέας των Σοσιαλιστριών , Δεκέμβριος 1913)

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,245ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,004ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα