Δεν κρύβουν τη χαρά τους τα κυβερνητικά επιτελεία για τους ρυθμούς ανάπτυξης στους οποίους έχει μπει η ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία αναμένεται ανάπτυξη κατά 6,1% το 2021 και 4,2% για το 2022. Ο Υπουργός Οικονομικών μάλιστα, Χρήστος Σταϊκούρας, βλέπει την οικονομική ανάπτυξη ως αποτέλεσμα των εφαρμοζόμενων κυβερνητικών πολιτικών. Συγκεκριμένα, με τη δημοσιοποίηση των τελευταίων πιο αισιόδοξων εκτιμήσεων της Κοσμισιόν για ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 7,1% το 2021 δήλωσε ότι:
«Οι σημερινές Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την ορθότητα και αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στη χώρα μας».
Στον ίδιο τόνο και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας που ελπίζει σε μια δεκαετία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, βασιζόμενος και στους πόρους που θα προκύψουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα η ελληνική οικονομία αναμένεται να χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης με 32 δισ. ευρώ σε βάθος 5ετίας.
Τί βρίσκεται πίσω από τους αριθμούς;
Τα πανηγύρια από την πλευρά των κυβερνητικών επιτελείων είναι δικαιολογημένα από τη δική τους σκοπιά. Γιατί μια προσεκτική ματιά στα νούμερα αποτυπώνει το πραγματικό χάσμα που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία.
Από τη μια πλευρά έχουμε την κατακόρυφη αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών που όντως έσπασαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο τον προηγούμενο χρόνο.
Και από την άλλη έχουμε τα εργατικά εισοδήματα που παραμένουν καθηλωμένα, όλους τους δείκτες που αποτυπώνουν την αύξηση της φτώχειας αυξημένους και πλέον τον πληθωρισμό να χτυπάει το εργατικό εισόδημα.
Τα οικονομικά αποτελέσματα των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών για το πρώτο εξάμηνο του 2021 δείχνουν μια τεράστια άνοδο των κερδών κατά 87,3% σε σχέση με το 2019 και μετά τη μεγάλη βουτιά του 2020 λόγω πανδημίας. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η κερδοφορία εξασφαλίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από συγκεκριμένες εταιρείες που εκτόξευσαν τα κέρδη τους. Συγκεκριμένα, μιλάμε για τα πρώην κρατικά μονοπώλια κυρίως της ενέργειας (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ) αλλά και ΟΠΑΠ που ξεπέρασαν κάθε ρεκόρ και τις βιομηχανίες αλουμίνιου, χαλκού, πλαστικών να ακολουθούν.
Αντιστρόφως ανάλογα με την τεράστια κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων είναι τα στοιχεία που αφορούν τα εργατικά στρώματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ ούτε τα εισοδήματα, ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας.
Το 2020 το ποσοστό των πολιτών άνω των 18 ετών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης διαμορφώθηκε στο 15,9%. Μεταξύ των εργαζομένων, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,7%, το υψηλότερο στην Ευρώπη. Το 2020
- το ποσοστό εκείνων που αδυνατούσαν να καλύψουν το κόστος μιας εβδομάδας διακοπών εκτός σπιτιού αυξήθηκε κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες (από 49,2% το 2019 σε 53,5% το 2020),
- εκείνων που δεν μπορούσαν να καλύψουν έκτακτες ανάγκες, κατά 2,6 μονάδες (από 47,8% σε 50,4%)
- και εκείνων που δεν μπορούν να τραφούν κάθε δεύτερη ημέρα με κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή αντίστοιχης θρεπτικής αξίας λαχανικά κατά 0,7 μονάδες (από 11,7% στο 12,4%).
Πόσο σταθερή είναι η ανάπτυξη;
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ελληνική οικονομία τρέχει με σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Τόσο τη δεκαετία του ’90, όσο και αυτή του 2000 η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν σταθερά, στηριγμένη σε μεγάλο βαθμό σε ευρωπαϊκά κονδύλια. Αυτή η ανάπτυξη ωστόσο δεν μπόρεσε να διορθώσει τις δομικές αδυναμίες του ελληνικού καπιταλισμού που αντανακλάστηκαν τη δεκαετία του 2010 με τη χρεοκοπία του και την υπαγωγή του σε αυστηρή μνημονιακή επιτήρηση.
Σήμερα, μετά από 10 χρόνια μνημονιακής προσαρμογής η Ελλάδα έχει ένα δημόσιο χρέος πού ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ και αυτό αποτελεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο που κάνει την ελληνική οικονομία ευάλωτη σε κάθε αναταραχή της διεθνούς οικονομίας. Ταυτόχρονα η απαίτηση εξυπηρέτησης του χρέους θα χρησιμοποιείται διαρκώς για νέα μέτρα λιτότητας και περικοπές που με τη σειρά τους θα βάζουν φρένο στην ανάπτυξη και θα καταδικάζουν στη φτώχεια τα λαϊκά και εργατικά στρώματα.
Σε όλα αυτά υπάρχει και ένας καινούριος παράγοντας που προκαλεί ανησυχία.
Η άνοδος του πληθωρισμού σε διεθνές επίπεδο έχει βάλει ξανά στο τραπέζι την επαναφορά πολιτικών που θα περιορίσουν τις αυξήσεις στις τιμές. Από τη μεριά τους οι καπιταλιστές έχουν έναν βασικά τρόπο για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό και αυτός δεν είναι άλλος από το να στραφούν σε πολιτικές λιτότητας.
Με άλλα λόγια, ανάπτυξη στο ΑΕΠ, ακόμα μεγαλύτερα κέρδη για τους καπιταλιστές, λιτότητα για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.