Η νίκη του αριστερού υποψηφίου Γκαμπριέλ Μπόριτς στον 2ο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Χιλή την Κυριακή 19 Δεκέμβρη, δημιούργησε ανακούφιση, χαρά και πανηγυρική ατμόσφαιρα σε μαζικά στρώματα εργαζομένων και νεολαίας στη χώρα. Ταυτόχρονα, συζητιέται έντονα στα κινήματα και την Αριστερά, όχι μόνο στην Λ. Αμερική αλλά και διεθνώς.
Ο Μπόριτς, παρ’ ότι είχε έρθει δεύτερος στον 1ο γύρο, τελικά κατάφερε να επικρατήσει άνετα έναντι του δεξιού-αντιδραστικού Χοσέ Αντόνιο Καστ με 56%-44%. Οι 4,6 εκατομμύρια ψήφοι που συγκέντρωσε (έναντι 3,6 εκ. του Καστ) τον κάνουν τον πρόεδρο που εκλέγεται με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην ιστορία της χώρας. Η συμμετοχή στον 2ο γύρο έφτασε το 55%, το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής σε προεδρικές εκλογές από το 2012 που σταμάτησε να είναι υποχρεωτική.
Μια δεκαετία αναταράξεων
Πως όμως έφτασε η Χιλή στις πιο πολωμένες εκλογές μετά την δικτατορία και σε μια σημαντική ήττα του «Πινοσετισμού»;
Η εξέλιξη αυτή έρχεται σαν συνέχεια της ριζοσπαστικοποίησης και της στροφής προς τα αριστερά στη Χιλή, καθώς την τελευταία δεκαετία η χώρα σείεται από μαζικά κινήματα.
Ενδεικτικά, το 2011 είχαμε σημαντικές εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις, στις οποίες ο Μπόριτς είχε ηγετικό ρόλο ως φοιτητής˙ το 2016 είχαμε διαδηλώσεις 2 εκατομμυρίων ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση˙ ενώ το 2019 σημαδεύτηκε από την εξέγερση του φθινοπώρου που ξεκίνησε από τη νεολαία ενάντια στην αύξηση του εισιτηρίου στα ΜΜΜ και γενικεύτηκε – μια εξέγερση η οποία χαρακτηρίστηκε και από επαναστατικά στοιχεία (διαβάστε περισσότερα και εδώ).
Ήταν μια εξέγερση ενάντια στον δεξιό Πρόεδρο Πινιέρα αλλά και συνολικά ενάντια στις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη Χιλή, από την δικτατορία του Πινοσέτ, αλλά και μετά το τέλος της το 1990 και μέχρι σήμερα. Αυτή η εξέγερση ανάγκασε τον Πινιέρα να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις. Παράλληλα, ανάγκασε το κατεστημένο της Χιλής να προκηρύξει εκλογές για να συγκληθεί Συντακτική Συνέλευση, η οποία θα έχει την ευθύνη να συντάξει νέο Σύνταγμα για να αντικαταστήσει το σημερινό (που ισχύει από την περίοδο της δικτατορίας) – μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η απειλή του Καστ
Με βάση τα παραπάνω, ένα μέρος του κατεστημένου της Χιλής επένδυσε σε έναν υποψήφιο του «νόμου και της τάξης», μια φιγούρα στο πρότυπο του Τραμπ και του Μπολσονάρου, για να χτυπήσει το κίνημα και να διασφαλίσει αποφασιστικά τα συμφέροντα του. Ο Καστ είναι ένας αντιδραστικός, λαϊκιστής ακροδεξιός, άνθρωπος του συστήματος, δηλωμένος υποστηρικτής της δικτατορίας του Πινοσέτ, πολέμιος της συνταγματικής αναθεώρησης και υπέρμαχος του νεοφιλελευθερισμού. Στην προεκλογική του εκστρατεία μίλησε για «μάχη της ελευθερίας ενάντια στον κομμουνισμό», είχε θέσεις ενάντια στις εκτρώσεις, τον γάμο σε ομόφυλα ζευγάρια, τους μετανάστες, τους ιθαγενείς, αρνείται την κλιματική αλλαγή ενώ μιλάει για «υγειονομική δικτατορία» με αφορμή τον Covid. Δεν είναι άσχετο ότι ο πατέρας του Καστ ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος στην Γερμανία…
Αυτές οι ακραίες θέσεις του και η συσπείρωση των δυνάμεων της Δεξιάς γύρω από την υποψηφιότητά του γύρισαν όμως μπούμερανγκ και δημιούργησαν ένα πολύ δυνατό ρεύμα εναντίον του. Αυτό εκφράστηκε χαρακτηριστικά με τα 1,2 εκατομμύρια επιπλέον ψηφοφόρων του 2ου γύρου, που κατευθύνθηκαν κυρίως προς τον Μπόριτς.
Μπόριτς: από την ηγεσία ριζοσπαστικών κινημάτων…
Η υποψηφιότητα του Μπόριτς με τον συνδυασμό Apruebo Dignidad (Εγκρίνω/Ψηφίζω Αξιοπρέπεια) στηρίχθηκε από μια ευρεία συνεργασία δυνάμεων της Αριστεράς* και κομματιών του κινήματος στον 1ο γύρο, ενώ στον 2ο έκανε άνοιγμα προς τα κόμματα του «κέντρου», προσπαθώντας να συσπειρώσει τις αντι-δεξιές ψήφους.
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία υποσχέθηκε να «κάψει» το οικονομικό μοντέλο που παρέμεινε από τη δικτατορία του Πινοτσέτ, να αυξήσει την φορολογία των υπερπλουσίων για να επεκτείνει τις κοινωνικές υπηρεσίες, να καταπολεμήσει τις ανισότητες και να εφαρμόσει πολιτικές υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος.
Το πρόγραμμά του περιλάμβανε μεταξύ άλλων μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, μείωση της εργάσιμης εβδομάδας, καθολική πρόσβαση στο Σύστημα Υγείας, διαγραφή των φοιτητικών χρεών, κατάργηση της ιδιωτικής ασφάλισης.
Αυτά τα αιτήματα συσπείρωσαν γύρω του ένα σημαντικό κομμάτι του κινήματος, αγωνιστών της Αριστεράς, ιθαγενών και απλών ανθρώπων. Ανθρώπων που είδαν την υποψηφιότητά του ως μια εναλλακτική απέναντι στις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών και κυρίως ενάντια στον προοπτική της προεδρίας του αντιδραστικού Καστ.
…σε «πρόεδρος όλων των Χιλιανών»
Ωστόσο, ήδη κατά την περίοδο μεταξύ 1ου και 2ου γύρου, ο Μπόριτς άρχισε να «νερώνει» το πρόγραμμά του. Όπως τονίζει σε δηλώσεις του στο BBC ο Νόαμ Τίτελμαν (Noam Titelman), συνιδρυτής μαζί με τον Μπόριτς της πολιτικής κίνησης Frente Amplio:
«Στον 1ο γύρο το πολιτικό του πρόγραμμα ήταν πολύ φιλόδοξο, αλλά στον 2ο γύρο η εκστρατεία του άλλαξε εντελώς. Επικεντρώθηκε κυρίως στο ότι έπρεπε να επιδιώξει ευρύτερες συνεργασίες – πέρα απ’ την πολιτική του συμμαχία. Κι αυτό γιατί δεν έχει την πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία, οπότε χρειάζεται πολιτικές συμφωνίες με άλλες δυνάμεις.»
Στην πραγματικότητα, καθώς πλησίαζε ο 2ος γύρος των εκλογών, ο Μπόριτς μετακινούνταν σταθερά σε πιο «κεντρώες» θέσεις, απομακρυνόμενος από τις διεκδικήσεις που κατέβασαν στον δρόμο εκατομμύρια Χιλιανών το φθινόπωρο του 2019.
Συγκεκριμένα:
- Δήλωσε ότι θα συνεχίσει την «δημοσιονομική αυστηρότητα» και θα αποπληρώσει το δημόσιο χρέος
- Δήλωσε ότι θα εφαρμόσει τον προϋπολογισμό του 2022, έναν προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας
- Συμπεριέλαβε στην εκστρατεία του προσωπικότητες από την «κεντροαριστερή» συμμαχία Concertación, η οποία κυβερνούσε την Χιλή από την πτώση της δικτατορίας μέχρι και την εκλογή του Πινιέρα το 2010
- Δήλωσε ότι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση AFP –κεφαλαιοποιητικό σύστημα που επέβαλε το 1981 η δικτατορία του Πινοσέτ και ισχύει ακόμα– δεν είναι προς διαπραγμάτευση
- Δεν δεσμεύτηκε για έναν νόμο που να απαλλάσσει από τις κατηγορίες όλους τους συλληφθέντες της εξέγερσης του 2019
Μια από τις πρώτες μετεκλογικές του φράσεις, κατά την ομιλία του το βράδυ των εκλογών ήταν ότι:
«Θα είμαι ο Πρόεδρος όλων των Χιλιανών».
Προφανώς όσον αφορά τον λαό, ένας αριστερός πρόεδρος πρέπει να μπορεί να φροντίζει για τα δικαιώματα όλων, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Το θέμα είναι αν ο Μπόριτς θα συγκρουστεί με «όλους τους Χιλιανούς» που ευθύνονται για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα – το πολιτικό κατεστημένο, την οικονομική ελίτ, τα σώματα ασφαλείας που σκότωναν, χτυπούσαν και βίαζαν κατά την διάρκεια της εξέγερσης, κα. Με όλους αυτούς δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει συμφιλίωση – και με αυτή την έννοια το μήνυμα του Μπόριτς είναι σε λάθος κατεύθυνση. Στην Ελλάδα υπάρχει η πικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ όταν προσπάθησε να πατήσει σε δύο βάρκες…
Όποιος πατάει σε δύο βάρκες, αργά ή γρήγορα θα βυθιστεί
Ο Μπόριτς –όπως και κάθε αντίστοιχος πρόεδρος/πρωθυπουργός– δεν μπορεί να υπηρετεί και τις ανάγκες της εργατικής τάξης, των φτωχών και της πλειοψηφίας του λαού και ταυτόχρονα να τα έχει καλά και με την άρχουσα τάξη και το κεφάλαιο, όντας «πρόεδρος όλων».
Για να εφαρμόσει το φιλολαϊκό πρόγραμμα, το οποίο αρχικά υποσχέθηκε, θα έπρεπε στην ουσία να δεσμευτεί ότι θα έρθει σε σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα και την άρχουσα τάξη. Ότι θα προχωρήσει σε εθνικοποιήσεις των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, αν θέλει να βρει τους πόρους για κοινωνική πολιτική. Αν αποφάσιζε να δώσει αυτή τη μάχη, θα είχε το μεγαλύτερο μέρος του λαού στο πλευρό του. Δεν έκανε όμως κάτι τέτοιο.
Ακόμα όμως και αν ο Μπόριτς επιδιώκει τον συμβιβασμό, η εκλογή του ανοίγει τις δυνατότητες νέων διεκδικήσεων για τα κινήματα. Η ήττα του Καστ και το αίσθημα ευφορίας που επικρατεί στην Αριστερά μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά για την αυτοπεποίθηση του κινήματος. Αυτό είναι που φοβάται το κατεστημένο, και αυτός είναι ο λόγος που το χρηματιστήριο και το πέσο έπεσαν μετά τις εκλογές – μια κίνηση που έδειξε την διάθεση της άρχουσας τάξης.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, η άρχουσα τάξη έχει δύο επιλογές. Είτε να κινηθεί επιθετικά, προσπαθώντας να τον υποσκάψει με κάθε μέσο, είτε να προσπαθήσει να τον ενσωματώσει στο σύστημα – και η πρόσφατη ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει να προσφέρει πλούσια παραδείγματα και των δύο πολιτικών. Για την ώρα φαίνεται να ακολουθεί την δεύτερη τακτική.
Ποιος δρόμος
Σε κάθε περίπτωση, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η κίνηση της εργατικής τάξης και συνολικά του λαού.
Η εξέγερση του φθινοπώρου του 2019, έδειξε ότι ακόμα και οι πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και πρόεδροι δεν είναι ανίκητοι. Απέδειξε ότι οι μαζικές κινητοποιήσεις μπορούν να πετύχουν ιστορικές κατακτήσεις και ανατροπές – μια τέτοια είναι και η υπόθεση της Συντακτικής Συνέλευσης και της αναθεώρησης του Συντάγματος της δικτατορίας.
Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να βγουν τα συμπεράσματα σχετικά με τις ηγεσίες των κινημάτων και της Αριστεράς που αφήνουν τον αγώνα στη μέση του δρόμου, που προσπαθούν (καλοπροαίρετα ή με δόλο) να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, που δεν έχουν την τόλμη να μπουν μπροστά στην σύγκρουση με το κατεστημένο.
Η έκβαση της μάχης που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι στα χέρια του χιλιάνικου λαού και την παρακολουθούμε με αγωνία στον υπόλοιπο κόσμο.
Όπως και να έχει, οι εξελίξεις στην Λ. Αμερική έχουν ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο, με πλούσια μαθήματα για τα κινήματα και την Αριστερά. Τα τελευταία 2 χρόνια είχαμε είτε σημαντικά κινήματα και εξεγέρσεις, είτε εκλογικές αναμετρήσεις με επικράτηση των αριστερών υποψηφίων στις περισσότερες χώρες της ηπείρου. Παίρνουμε δύναμη από αυτές τις εξελίξεις και παλεύουμε να τις απλώσουμε και να τις βαθύνουμε!