Ο νέος –καλλιτεχνικά και ηλικιακά– σκηνοθέτης Τζώρτζης Γρηγοράκης, «σκάβει» τα δάση και τους χαρακτήρες, για να μας χαρίσει μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων ετών, ένα σύγχρονο «γουέστερν, από την οπτική των ιθαγενών, όχι των καουμπόηδων».
Τις τελευταίες εβδομάδες προβάλλεται στα θερινά σινεμά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Τζώρτζη Γρηγοράκη «Digger», γνωρίζοντας ήδη μεγάλη αποδοχή από το κοινό. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο 70ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2020, όπου απέσπασε το βραβείο CICAE Art Cinema Award, βραβεύτηκε στο 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ πρόσφατα «σάρωσε» τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ΙΡΙΣ με 10 βραβεύσεις συνολικά (μεταξύ άλλων Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Α’ Ανδρικού Ρόλου και Φωτογραφίας).
***
Επίκεντρο της ταινίας είναι η σχέση μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του, που συναντιούνται ξανά μετά από πολλά χρόνια. Ο Νικήτας (Βαγγέλης Μουρίκης) ζει απομονωμένος σε ένα ορεινό χωριό, με καθημερινή παρέα τη φύση και τα ζώα του. Όμως τα τελευταία χρόνια παλεύει με έναν εχθρό: ένα ορυχείο που επεκτείνεται στην περιοχή, καταστρέφει το δάσος και προσπαθεί να πείσει τον ίδιο και τους συγχωριανούς του να πουλήσουν τη γη τους για να επεκτείνουν ανενόχλητα τις μπίζνες τους.
Μετά το θάνατο της πρώην γυναίκας του, τον επισκέπτεται ο γιος του Τζόνι (Αργύρης Πανταζάρας) με σκοπό να διεκδικήσει το μερίδιο του κτήματος που κληρονόμησε από τη μητέρα του. Οι δύο άντρες θα προσπαθήσουν να γνωριστούν, θα αναγκαστούν να συνυπάρξουν και εντέλει θα συγκρουστούν. Ο ένας ριζωμένος στον τόπο του, αμετακίνητος γεωγραφικά και ιδεολογικά, και ο άλλος νέος, ορμητικός, αποφασισμένος να κάνει ό,τι χρειαστεί για να προχωρήσει μπροστά.
Ένα σύγχρονο γουέστερν απ’ τη σκοπιά των ιθαγενών
Όμως, η προσωπική αυτή σχέση –που ξετυλίγεται μαεστρικά στην ταινία– δεν είναι το μόνο θέμα που αναδεικνύεται. Όλα άλλωστε συμβαίνουν με φόντο την αθέατη επαρχία που αλλάζει, και μοιραία επηρεάζει τους ανθρώπους της και τους δεσμούς τους. Η ταινία έχει χαρακτηριστεί πολλές φορές ως ένα «σύγχρονο γουέστερν», το οποίο όπως δηλώνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι ιδωμένο «από την οπτική των ιθαγενών, όχι των καουμπόηδων».
Με ένα γειωμένο τρόπο ο Τζ. Γρηγοράκης κάνει αναφορές, άλλοτε συντομότερες, άλλοτε εκτενέστερες, σε μια σειρά από ζητήματα: Στα περιβαλλοντικά κινήματα που δίνουν μάχη σε μια σειρά από μέρη της Ελλάδας. Στις αδηφάγες επενδύσεις που διχάζουν ολόκληρες κοινωνίες, ανάμεσα σε αυτούς που υπερασπίζονται τις «νέες θέσεις εργασίας» και αυτούς που παλεύουν να μην ξεπουληθούν σε όσους καταστρέφουν τη γη τους. Στις δυσκολίες που βιώνει όποιος προσπαθεί να περισώσει το βιός του και να αντισταθεί ατομικά απέναντι σε τεράστια οικονομικά συμφέροντα που καταπίνουν περιοχές ολόκληρες. Στις οικογενειακές σχέσεις που αποκαθηλώνονται κάτω από το βάρος της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Στην εγκαταλελειμμένη ελληνική επαρχία που προσπαθεί να επιβιώσει κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Στη σχέση του ανθρώπου με τις ρίζες του και τη φύση συνολικά. Στη θέση που καλείται να πάρει η καθεμιά και ο καθένας μας ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και το συλλογικό όφελος.
Η ιστορία που μας αφηγείται ο Τζ. Γρηγοράκης μας θυμίζει αναμφίβολα αυτή των Σκουριών. Μάλιστα τα γυρίσματα έχουν γίνει –σε μεγάλο βαθμό– στα ορεινά τοπία της Χαλκιδικής, σε υψόμετρο 1.300 μέτρων. Η πρόθεσή του ωστόσο δεν ήταν αυτή, μιας και όπως λέει κι ο ίδιος το θέμα ξεπερνά κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα:
«Προσωπικά έχω ψάξει και το θέμα των Σκουριών, αλλά η ταινία δεν αναφέρεται συγκεκριμένα σ’ αυτές, ούτε και θα μπορούσε, γιατί όσο το έψαχνα –και προηγήθηκε σοβαρή έρευνα πριν ξεκινήσω αυτό το σενάριο– έβλεπα ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο θέμα με ακριβώς την ίδια συνταγή. Στο Μεξικό, στην Κολομβία, στην Ινδονησία και όπου αλλού υπάρχουν μεγάλα κοιτάσματα ορυκτών παίζεται το ίδιο ακριβώς σενάριο. Παντού. Αγοράζουν φτηνά γη, διχάζουν τις κοινωνίες με το δόλωμα ότι θα έχεις μία δουλίτσα, και την ξεπατώνουν». (από συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Άκη Καπράνο).
***
Πέρα από τη θεματολογία και το σενάριο, η ταινία κερδίζει τον θεατή σε μια σειρά από κατηγορίες. Καταρχάς με τις εκπληκτικές ερμηνείες των δύο βασικών ηρώων. Αλλά και με την δίκαια βραβευμένη φωτογραφία και σκηνοθεσία που σε τοποθετούν στο τοπίο, και που αναδεικνύουν το δάσος σε εξίσου σημαντικό πρωταγωνιστή. Μπορεί ενίοτε να δίνεται η αίσθηση ότι κάποιοι διάλογοι επιστρέφουν χωρίς να χρειάζεται ξανά στους ίδιους προβληματισμούς, παρόλα αυτά το συνολικό αποτέλεσμα έχει αναμφίβολα συνοχή, τη δική του άποψη και μια ξεχωριστή αισθητική που δεν συναντάμε συχνά.
Με τη δουλειά του ο Τζ. Γρηγοράκης καταφέρνει, πέρα από το να αφηγηθεί μία προσωπική ιστορία, να πάρει θέση και για κάτι πιο «μεγάλο», χωρίς να χάνει τις ισορροπίες ή να ζητάει από τον θεατή να διαλέξει τι από τα δύο είναι σημαντικότερο. Και μας χαρίζει μια ταινία που παίρνει περιβαλλοντική και πολιτική θέση, χωρίς να υποτιμά στιγμή το καλλιτεχνικό και το ανθρώπινο στοιχείο. Αυτή η φρέσκια, δημιουργική και δυναμική ματιά έχει σίγουρα πολλά να δώσει στο σινεμά και μοιάζει αναγκαία πιο πολύ από ποτέ.