Του Διονύση Χρηστόπουλου
Μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Μουσικών Φιλαρμονικής Δήμου Αθηναίων
Η Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο (CSO) είναι ένα από τα σημαντικότερα και πλέον ιστορικά μουσικά σύνολα παγκοσμίως, και από πολλούς θεωρείται η κορυφαία ορχήστρα από τις περίφημες «Big Five» [1].
Από το 1891, έτος ιδρύσεως της, μέχρι και σήμερα έχει σημαδέψει την καλλιτεχνική δημιουργία τόσο δισκογραφικά (έχει κερδίσει 62 βραβεία grammy από την Εθνική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών) όσο και μέσα από τις ξεχωριστές ζωντανές ερμηνείες και τον ιδιαίτερο ήχο της.
Από το πόντιουμ της ορχήστρας έχουν περάσει μερικοί από τους σπουδαιότερους μαέστρους (Georg Solti, Claudio Abbado, James Levine, κ.α.) ενώ από το 2010 μέχρι και σήμερα, τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της ορχήστρας κατέχει ο μεγάλος Ιταλός αρχιμουσικός Riccardo Muti, ο οποίος είχε δημιουργήσει αίσθηση με την πολιτική του στάση στην πρεμιέρα του Nabbuco στη Ρώμη το 2011[2]. Η σημερινή κατάσταση στη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο, σίγουρα θα θυμίζει στον Muti την περίοδο του 2011 στην Ιταλία, όπου οι δομές τεχνών και πολιτισμού δέχονταν επίθεση από την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι.
Επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα και τους μισθούς των εργαζομένων
Το προηγούμενο συλλογικό συμβόλαιο των μουσικών έληξε στις 10 Μαρτίου 2019 και παρά την 11μηνη διαπραγμάτευση που προηγήθηκε οι απαράδεκτες απαιτήσεις της διοίκησης της ορχήστρας έριξαν στο κενό κάθε δυνατότητα συμφωνίας. Τις θέσεις του διοικητικού συμβουλίου της CSO κατέχουν μερικοί από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες και τραπεζίτες του Σικάγο και πρόεδρος είναι η Helen Zell, σύζυγος του δισεκατομμυριούχου τραπεζίτη Sam Zell του οποίου η περιουσία ανέρχεται σε 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτή η κυρία λοιπόν, λέει στους μουσικούς ότι η Ορχήστρα σε λίγα χρόνια δεν θα είναι βιώσιμη εξαιτίας των υπέρογκων δαπανών για την ασφαλιστική και συνταξιοδοτική τους κάλυψη. Έτσι το διοικητικό συμβούλιο προτείνει μια σύμβαση με σημαντική αύξηση των εισφορών των εργαζομένων και παράλληλη περικοπή στις παροχές υγειονομικής περίθαλψης.
Επιπλέον, στην πρόταση της διοίκησης συμπεριλαμβάνεται αύξηση των μισθών κατά 5% μέσα στην επόμενη τριετία πράγμα που όπως λένε οι μουσικοί, ουσιαστικά θα αποτελέσει μείωση με βάση τις πληθωριστικές τάσεις που καταγράφονται αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ (το αίτημα της ομοσπονδίας των μουσικών είναι για αύξηση των μισθών κατά 12,5%). Οι συμβάσεις των προηγούμενων χρόνων προέβλεπαν επίσης επιβαρυντικές ρυθμίσεις για τους μουσικούς (π.χ. περικοπή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, καθήλωση μισθών κ.α.) και την ορχήστρα στο σύνολό της (π.χ. η τριετής σύμβαση 2004-2007 μείωσε τον αριθμό των μουσικών από 111 σε 106).
Οι αγωνιστικές παραδόσεις της CSO ξανά στο προσκήνιο
Στις 11 Μαρτίου, οι μουσικοί της CSO βγήκαν σε απεργία υπερασπιζόμενοι τα ασφαλιστικά – συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και διεκδικώντας πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι εργαζόμενοι προχωρούν σε πολυήμερες κινητοποιήσεις. Το 1982 απέργησαν για 21 συνεχόμενες ημέρες και το 1991 για 17 ημέρες ενώ το 2012 προχώρησαν σε διήμερη απεργία η οποία ηττήθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα την επιβάρυνση των μουσικών με περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές. Ωστόσο, η σημερινή απεργία είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία της Ορχήστρας καθώς την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο διανύει την 27η ημέρα.
Ποιος έχει στα χέρια του το πολιτιστικό έργο και προς όφελος ποιου;
Σύμφωνα με δηλώσεις του Stephen Lester (προέδρου του σωματείου των μουσικών) στην εφημερίδα Chicago Tribune, το διοικητικό συμβούλιο του CSO έχει στη διάθεσή του πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια αποθεματικό κεφάλαιο, καθώς και ένα πρόσθετο επενδυτικό κεφάλαιο ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που η διοίκηση της ορχήστρας μιλά για έλλειψη χρημάτων και αδυναμία κάλυψης των αναγκών των εργαζομένων;
Η αλήθεια είναι ότι η CSO δεν είναι η μοναδική περίπτωση δομής πολιτισμού που αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και τη διαρκώς μειούμενη χρηματοδότηση, πολλές από αυτές τις δομές (μουσεία, πινακοθήκες, μουσικά σύνολα, βιβλιοθήκες κ.α.) καταλήγουν σε χέρια μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Τα παραδείγματα στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο είναι πολλά και τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης μιλούν από μόνα τους.
Οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι δεν δίνουν δεκάρα για την παραγωγή κοινωνικού πολιτιστικού έργου και την ανεμπόδιστη πρόσβαση σε αυτό όσο το δυνατόν πλατύτερων λαϊκών στρωμάτων. Το μόνο που τους ενδιαφέρει, στην πραγματικότητα, είναι η χρησιμοποίηση αυτών των δομών για να πετυχαίνουν φοροαπαλλαγές και να αβγατίζουν τα κέρδη τους, χτίζοντας παράλληλα ένα «ευαίσθητο» προφίλ για τις εταιρείες τους. Θύματα αυτής της διαδικασίας, που τελικά καλούνται να επωμιστούν το κόστος, είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που παράγουν το πολιτιστικό – καλλιτεχνικό έργο και η κοινωνία.
Συναυλίες με ελεύθερη είσοδο
Κατά τη διάρκεια της απεργίας οι μουσικοί της CSO δίνουν τακτικά συναυλίες – κατά μέσο όρο τρεις ανά εβδομάδα – με ελεύθερη είσοδο για το κοινό αποσπώντας τη θερμή υποστήριξη των φτωχότερων πολιτών που κατακλύζουν τις αίθουσες, μια και δεν είχαν μέχρι τώρα τη δυνατότητα να πληρώσουν ένα πανάκριβο εισιτήριο για να παρακολουθήσουν μια συναυλία της CSO στο Symphony Center του Σικάγο (οι τιμές των εισιτηρίων για τις συναυλίες της CSO στο Symphony Center κυμαίνονται από 44 έως 200 δολάρια). Η κίνηση αυτή γίνεται στα πλαίσια της αντίληψης ότι το πολιτιστικό έργο αποτελεί βασική κοινωνική ανάγκη και δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια για λίγους.
Οι εργαζόμενοι σε αυτές τις δομές πρέπει να χτίσουν αγωνιστικούς δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα και από κοινού να διεκδικήσουν έναν πολιτισμό που θα υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα συμφέροντα μιας χούφτας παράσιτων που κερδοσκοπούν εις βάρος όλων μας.
Σε όλες τις ΗΠΑ
Φαίνεται ότι οι μουσικοί της CSO εντάσσονται στο γενικό αγωνιστικό κλίμα που επικρατεί στο εργατικό κίνημα των ΗΠΑ, όπου ένας κλάδος μετά τον άλλο διεκδικεί αυξήσεις στους μισθούς και τα εργατικά του δικαιώματα. Από το κίνημα για βασικό μισθό 15 δολάρια την ώρα, στις νικηφόρες απεργίες των εκπαιδευτικών στο Λος Άντζελες, το Όκλαντ και αλλού. Από τις απεργίες ενάντια στην σεξουαλική παρενόχληση στα MacDonalds μέχρι την νίκη των εργαζομένων της Amazon και της Walt Disney που πέτυχαν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς τους.
Φαίνεται ότι η αντιδραστική ηγεσία του Τραμπ όχι μόνο δεν κατάφερε να φρενάρει τους αγώνες των καταπιεσμένων, αλλά εξόργισε ακόμα περισσότερο τον κόσμο που βγαίνει μαζικά και μαχητικά στο δρόμο.
Οι μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγο μαζί με την εργατική τάξη των ΗΠΑ δείχνουν το δρόμο, και με την στάση τους μας ανοίγουν τα αυτιά στη μουσική του μέλλοντος…