Η Νταρλέτα Σκραγκς, της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής» (αδελφή οργάνωση του «Ξ» στις ΗΠΑ) δημοσίευσε πρόσφατα επιστολή η οποία κυκλοφόρησε στον ηλεκτρονικό τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της χώρας, αλλά και διεθνώς. Στην αυτοβιογραφική αυτή επιστολή, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους εντάχθηκε στις γραμμές της επαναστατικής Αριστεράς, γιατί θεωρεί ότι ο καπιταλισμός έχει να προσφέρει μόνο δυστυχία στους εργαζόμενους και τους φτωχούς, πώς είναι να μεγαλώνεις στα γκέτο των φτωχών και των μαύρων στις ΗΠΑ, στα πλαίσια ενός συστήματος που σε φορτώνει ενοχές για την ίδια σου τη φτώχεια. Δημοσιεύουμε παρακάτω αποσπάσματα του κειμένου, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο στα αγγλικά εδώ.
Για το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου ντρεπόμουν για το πόσο φτωχή ήμουν. Μιλούσα «σωστά», απέφευγα φίλους που μπορεί να θεωρούνταν υπερβολικά γκετοποιημένοι. Έβγαινα με μεγαλύτερους άντρες, επειδή θεωρούσα ότι ήμουν ανώτερη από τα αγόρια της ηλικίας μου, χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι γινόμουν θύμα αντρών που εκμεταλλεύονται νεαρά κορίτσια. Έκρυψα μια εγκυμοσύνη – άμβλωση στο γυμνάσιο και μιλούσα προσβλητικά σε συμμαθήτριες τις οποίες θεωρούσα «μαμάδες – μωρά». Έκρυβα το γεγονός ότι δυσκολευόμουν να πηγαίνω στο σχολείο επειδή έπρεπε να δουλεύω. Έκρυβα το γεγονός ότι το μεγαλύτερο διάστημα δεν είχα σπίτι, ή δεν είχα φάει και εκτιμούσα ιδιαίτερα το ενδεχόμενο κάποιος να μη θέλει το φαγητό του την ώρα του γεύματος. Μετέτρεψα τη ντροπή μου σε μια ασπίδα βίας, πάντα έτοιμη να ξεκινήσω καυγά με οποιονδήποτε «δε με σεβόταν».
Το πρόβλημά μου δεν ήταν ποτέ το να είμαι έξυπνη, ή να τα πηγαίνω καλά στο σχολείο. Το πρόβλημά μου ήταν πάντα το γεγονός ότι ήμουν αδέκαρη. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, άκουγα κι εγώ τις γνωστές ιστορίες για την ανάγκη να «δουλεύω σκληρά» και να είμαι καλή μαθήτρια. Τα παραπάνω όμως δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα που βίωνα. Με το γεγονός ότι με μεγάλωσε μια φτωχή μητέρα σε μονογονεϊκή οικογένεια με άλλα δύο παιδιά στις νότιες γειτονιές του Σικάγο. Μια πραγματικότητα την οποία βιώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, αλλά συχνά αγνοείται. Όπως οι περισσότεροι από αυτούς, είχα συγγενείς που ήταν σε αρκετά καλή οικονομική κατάσταση και όπως επίσης συμβαίνει συνήθως, αυτοί οι ευκατάστατοι συγγενείς μας αντιμετώπιζαν σαν κατώτερους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν από τη μεριά του πατέρα μου, έναν πατέρα που δεν είδα ούτε μια φορά στη ζωή μου…
Συχνά το έσκαγα από το σπίτι, η σχέση μου με τη μητέρα μου ήταν απαίσια. Μια φορά μάλιστα κάλεσε την αστυνομία επειδή είχαμε μαλώσει. Σταθήκαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού, όπου εξηγούσε στους αστυνομικούς ότι ήμουν ένα φριχτό παιδί, ενώ εκείνη έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Όταν ο αστυνομικός με ρώτησε τι είχα να πω, απάντησα ότι ήθελα να αποδεσμευτώ από την κηδεμονία της. Δεν ξέρω αν ο αστυνομικός σοκαρίστηκε από αυτό που είπα, ή από το γεγονός ότι γνώριζα πως υπήρχε αυτή η δυνατότητα, αλλά κοίταξε τη μητέρα μου και της είπε: «Αν αυτό θέλει, πρέπει να το φροντίσεις». Στη συνέχεια έφυγαν.
Φυσικά δεν επρόκειτο να το κάνει, έτσι πέρασα τα επόμενα χρόνια φεύγοντας από το σπίτι, μπλέκοντας σε καυγάδες, με την αστυνομία να συνεχίζει να λαμβάνει κλήσεις για τη συμπεριφορά μου. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες φτωχές οικογένειες, ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν ο βράχος που κρατούσε την κατάσταση σταθερή. Η γιαγιά μου χρειάστηκε να μας βοηθήσει οικονομικά πολλές φορές. Δεν ήταν παράξενο, που όταν εκείνη πέθανε, έγραψα ένα γράμμα στη μητέρα μου εξηγώντας της πόσο τη μισούσα. Θεωρούσα τη μητέρα μου υπεύθυνη για τη φτώχεια μας, πίστευα ότι δεν προσπαθούσε αρκετά, ότι δεν ενδιαφερόταν αρκετά. Της έδωσα το γράμμα στην κηδεία της γιαγιάς μου και αυτή ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε για τα επόμενα τρία χρόνια.
Ήμουν πλέον και η ίδια μητέρα (χωρίς να το έχω προγραμματίσει) και η εμπειρία μου είχε ήδη δείξει ότι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσα, δε θα κατάφερνα ποτέ να απαλλαγώ από τα χρέη μου. Έξοδα για τη φροντίδα του παιδιού, νοίκια, έξοδα για τρόφιμα, κλπ. Οι λογαριασμοί δε σταματούσαν να στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο… Παρόλο που δεν το συνειδητοποιούσα, είχα ήδη αρχίσει να αποκτώ ταξική συνείδηση. Δεν ήθελα ένα ψεύτικο όνειρο, δεν ήθελα να ακούσω για αόρατα αποθέματα, ήθελα απλά να μην καταρρεύσω ψυχολογικά και να είμαι αρκετά δυνατή για να παλέψω για το παιδί μου.
Πέρασα επιλόχεια κατάθλιψη και την αντιμετώπισα μόνη μου, χάρη στο γεγονός ότι είχα παρακολουθήσει σχετικά μαθήματα και είχα διαβάσει αρκετά βιβλία για το θέμα. Πολλές φορές, όταν ο γιος μου έκλαιγε, έφευγα από το δωμάτιο, μια μέθοδος που είχα συναντήσει σε ένα από τα βιβλία για την επιλόχεια κατάθλιψη και που στοχεύει στο να μη βλάψει η μητέρα το ίδιο της το παιδί. Πάλευα με το άγχος της προσπάθειας του θηλασμού, γιατί ήθελα την πιο υγιεινή επιλογή και με την παράλληλη καθημερινή εργασία με ελάχιστο ύπνο, δεδομένου ότι είχα στο σπίτι ένα νεογέννητο που έπρεπε να φροντίσω μόνη μου.
Θυμάμαι την επανασύνδεσή μου μέσω Facebook με την καλύτερη φίλη μου, που θεωρούσα αδελφή, το κοντινότερό μου πρόσωπο, που ήξερε πόσο φτωχή ήμουν και τι περνούσα. Ένα πρόσωπο που στο βάθος κατέκρινα γιατί θεωρούσα ότι δεν επιδίωκε να βελτιώσει την κατάστασή της, λες και το ποια ήταν δεν είχε να κάνει με τη φτώχεια και την καταπίεση που βίωνε.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, μόνο εικασίες μπορούν να κάνουν για το ποιοι πραγματικά είναι αυτοί που ζουν στα γκέτο. Ακόμη και πολλοί από τους ίδιους προσπαθούν να κρύψουν την πραγματικότητα, να προσποιηθούν ότι η φτώχεια δεν είναι ένας καθοριστικός παράγοντας της ζωής τους. Αυτή ήταν και η δική μου εμπειρία, να κατάγομαι από το γκέτο και να είμαι φτωχή σε όλη μου τη ζωή. Όπως και το να βλέπω τους μαύρους που είχαν λίγο περισσότερα από μας, να μας αντιμετωπίζουν σαν κατώτερους. Μισούσα αυτούς τους ανθρώπους, την ίδια ώρα που προσπαθούσα να γίνω μια από αυτούς. Έτσι συνειδητοποίησα αυτό που μου έλεγε πάντα το ένστικτό μου, ότι η φτώχεια είναι ένα συστημικό φαινόμενο και δεν οφείλεται σε ατομικές επιλογές. Έτσι συνειδητοποίησα ότι όταν γεννιέσαι μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, κατά κανόνα παραμένεις σε αυτή, ότι όταν κάποιος έχει γεννηθεί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, θα παραμείνει φτωχός, όπως έχω παραμείνει κι εγώ μέχρι αυτή τη μέρα.
Γιατί; Δεν είμαι αρκετά έξυπνη; Δεν ενδιαφέρομαι αρκετά; Είμαι ανεύθυνη; Στην πραγματικότητα η φτώχεια υπάρχει γιατί ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα που τη δημιουργεί, έτσι ώστε οι πλούσιοι και η ελίτ να εξακολουθούν να παραμένουν ισχυροί και να ελέγχουν την κατάσταση. Στον καπιταλισμό. Ένα σύστημα που πρέπει να ανατραπεί και να αντικατασταθεί από ένα άλλο. Αυτό για το οποίο θα παλεύω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ένα σύστημα στο οποίο όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο θα έχουν πρόσβαση στα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Ένα σύστημα που δε θα χρειάζεται ιεραρχία ή ανταγωνισμούς. Ένα σύστημα που δε θα κινείται με βάση το κέρδος και δε θα διαχωρίζει τεχνητά την εργατική τάξη.
Αυτό το σύστημα είναι ο σοσιαλισμός κι αυτή εδώ η μεγαλωμένη σε γκέτο «μαμά – μωρό» δε θα σταματήσει να παλεύει γι αυτόν.
Ειλικρινά δική σας
Μια επαναστάτρια των γκέτο